Ο Χορός Του Φεγγαριού

Tekst
0
Recenzje
Przeczytaj fragment
Oznacz jako przeczytane
Ο Χορός Του Φεγγαριού
Czcionka:Mniejsze АаWiększe Aa

Table of Contents

  Πρόλογος

  Κεφάλαιο 1

  Κεφάλαιο 2

  Κεφάλαιο 3

  Κεφάλαιο 4

  Κεφάλαιο 5

  Κεφάλαιο 6

  Κεφάλαιο 7

  Κεφάλαιο 8

  Κεφάλαιο 9

  Κεφάλαιο 10

  Κεφάλαιο 11

  Κεφάλαιο 12

  Κεφάλαιο 13

«Ο Χορός του φεγγαριού»

Δεσμοί Αίματος Βιβλίο 1

Έιμι Μπλέικενσιπ

Μεταφραστής Lila Politi

Πνευματικά δικαιώματα © 2012 Amy Blankenship

Ελληνική έκδοση Δημοσιεύθηκε από TekTime

Ολα τα δικαιώματα διατηρούνται.

Πρόλογος

Ο Εθνικός Δρυμός του των Αγγέλων είναι το σπίτι επικίνδυνων λιονταριών και εισαγόμενων ιαγουάρων, που περιπλανιούνται στο απέραντο δάσος. Μερικές φορές, όταν η νύχτα είναι καθαρή, ο αριθμός τους αυξάνεται για λίγο, σαν το Λος Άντζελες να ήταν γεμάτο ζώα, ή σαν τα ανθρωπόμορφα αυτά όντα να περιπλανιούνται στην ανημέρευτη γη, ανάμεσα στα μακρινά ξαδέρφια τους. Είναι εκείνες τις νύχτες, που τα αληθινά ζώα αποσύρονται στις φωλιές τους, ενώ οι θηρευτές της πόλης εισβάλλουν στην περιοχή τους , τόσο όσο χρειάζεται για να κυνηγήσουν ή, σε σπάνιες περιπτώσεις, για να στήσουν αγώνες που δεν μπορούν να λάβουν χώρα στην ανθρώπινη κοινωνία.

Δεν υπάρχει τίποτα πιο ζοφερό από αυτούς τους ανθρωπόμορφους που παλεύουν, και αν ένας από αυτούς τραυματιστεί γίνονται τόσο επικίνδυνοι για τους ανθρώπους όσο και τα ζωώδη ισοδύναμά τους. Για να προστατεύσουν τους ανθρώπους ζουν ανάμεσά τους. Οι φιλονικίες τους, όταν αυτό είναι δυνατόν, συμβαίνουν πάντα έξω από το φάσμα αυτών των ανθρώπων και το καλύτερο μέρος είναι βαθιά μέσα στα γηγενή κυνηγητικά τους εδάφη.

Απόψε το δάσος ήταν ιδιαίτερα ήσυχο, κανείς δεν κυνηγούσε την ώρα που οι ιδιοκτήτες του μεγαλύτερου κλαμπ της πόλης εισέρχονταν στα αφιλόξενα εδάφη του, σκίζοντας τα ρούχα τους για να αφήσουν το κτήνος που μαινόταν μέσα τους να απελευθερωθεί. Αυτήν τη νύχτα έψαχναν για τον τάφο ενός βαμπίρ που θα μπορούσε να τους καταστρέψει και τους δύο.

Στα βάθη του δάσους, εκεί που οι άνθρωποι δεν έφταναν για να ακούσουν, ο Μαλάχι, αρχηγός ενός μικρού κοπαδιού ιαγουάρων, διέσχισε αστραπιαία τη νύχτα, κατευθυνόμενος προς τον αντίπαλό του. Έναν άντρα που δεν θα έπρεπε ποτέ να είχε εμπιστευτεί ως καλύτερό του φίλο. Στόχος του ήταν ένας άλλος ανθρωπόμορφος. Αυτός που στις φλέβες του έτρεχε το αίμα του λιονταριού. Ο Ναθάνιελ Γουάιλντερτ… συνέταιρος του τα τελευταία τριάντα χρόνια.

Ο Μαλάχι έσπευσε στο ξέφωτο για να βρει τον Ναθάνιελ να στέκεται εκεί με την ανθρώπινη μορφή του. Κάνοντας δύο βήματα μπροστά ήταν σα να περπατά από τη μία μορφή στην άλλη και ο Μαλάχι ξαναπήρε την ανθρώπινη όψη του. Ήταν και οι δύο θανατηφόροι. Καμία σημασία δεν είχε ποια μορφή είχαν. Ήταν και οι δύο πολύ αθλητικοί, με τεταμένους μύες που διαγράφονταν καθαρά κάτω από τη μαλακιά επιδερμίδα. Οι ανθρωπόμορφοι γερνούσαν αργά κι έτσι παρόλο που είχαν πατήσει τα 50 κανείς από τους δυο τους δεν έμοιαζε πάνω από 30.

Αν επρόκειτο για χολιγουντιανή ταινία θα είχε πάρει αρκετά λεπτά για να συντελεστεί η αλλαγή. Όμως ήταν πραγματικότητα και τα τέρατα σε αυτό το ξέφωτο δεν αστειεύονταν. Η γύμνια δε σήμαινε τίποτα για αυτούς και το φως του φεγγαριού έπεσε πάνω τους σαν προβολέας, βρίσκοντας διέξοδο από μία χαραμάδα στα σύννεφα που προμήνυαν την καταιγίδα.

«Δε χρειάζεται να φτάσουμε σε αυτό το σημείο», είπε ο Ναθάνιελ , προστατεύοντας το χώρο του, ενώ ταυτόχρονα προσπαθούσε να λογικέψει το φίλο του. «Άκουσέ με! Ήταν 30 χρόνια πριν και τα πράγματα έχουν αλλάξει… εγώ έχω αλλάξει.»

«30 χρόνια ψέματα!» Ο Μαλάχι βρόντηξε, η φωνή του αντήχησε στο ξέφωτο. Το βλέμμα του σύρθηκε στο σημείο που είχε θάψει τον Κέιν και αμέσως ένιωσε τα μάτια του να βουρκώνουν. «Εξαιτίας σου… Εσύ φταις που τράβηξα τον Κέιν στη βρωμιά. Εξαιτίας σου τον απαρνήθηκα για 30 ολόκληρα χρόνια!»

«Δεν μπορώ να σου επιτρέψω να τον ξεθάψεις Μαλάχι! Ξέρεις τι θα συμβεί αν το κάνεις».

Ο Ναθάνιελ έστεκε εκεί νευρικός όσο ο Μαλάχι κοιτούσε επίμονα τον τάφο του ανθρώπου που κάποτε είχε υπάρξει ο καλύτερός του φίλος. Δε θα καταλάβαινε ποτέ ο Κέιν ήταν βαμπίρ και κατά συνέπεια επικίνδυνος.

Ο Κέιν ήταν ανέκαθεν ένα από τα δύο αγκάθια της συνεργασίας που είχε διαμορφωθεί μεταξύ των ιαγουάρων και των λεόντων. .. Ο Κέιν και η όμορφη αλλά άπιστη σύζυγος του Μαλάχι, η Καρλόττα. Ο Ναθάνιελ την είχε ερωτευτεί πρώτος. Δεν ήθελε όμως να καταλήξει έτσι. Τελικά ο Ναθάνιελ , σε μία κρίση οργής είχε δώσει οριστική λύση στο πρόβλημα της ζήλειας… σκοτώνοντας με ένα σμπάρο δύο τρυγόνια.

«Ήταν ο καλύτερός μου φίλος και δε με είχε προδώσει ποτέ! Εσύ με μαχαίρωσες πισώπλατα! Ο Μαλάχι έπνιξε τα δάκρυα οργής που πλημμύριζαν τα μάτια του και φέρνοντας το χέρι στο πρόσωπό του άγγιξε το σκουλαρίκι που φορούσε, το σκουλαρίκι του Κέιν. Τι είχε κάνει; Είχε κλονιστεί όταν βρήκε τον Κέιν σκυμμένο πάνω από το νεκρό σώμα της γυναίκας του, μέχρι που ο Ναθάνιελ είχε αναγνωρίσει τον Κέιν ως δολοφόνο.

 

Εκείνη είχε πεθάνει ακριβώς εδώ, σε αυτό εδώ το σημείο. Έτσι, σκέφτηκε πως έπρεπε να κάνει ακριβώς το ίδιο με τον Κέιν. Να τον θάψει σε αυτήν τη γη… στο ίδιο σημείο. Είχε κλέψει και το βιβλίο με τα ξόρκια του Κέιν για να τον εκδικηθεί χρησιμοποιώντας τα εναντίον του.

Ναι ο Ναθάνιελ είχε δίκιο σε ένα μόνο πράγμα. Τα περισσότερα βαμπίρ ήταν μοχθηρά, όμως υπήρχαν κι εξαιρέσεις. Και ο Κέιν είχε υπάρξει μία από αυτές. Τίποτα δεν ήταν περισσότερο κακό από αυτό που ο ίδιος είχε κάνει. Και το ξόρκι μπορούσε να το αντιστρέψει μόνο η αδελφή ψυχή του Κέιν.

Ο Μαλάχι το είχε βρει αστείο τότε. Ενώ ο Κέιν ήταν αιωνόβιος δεν είχε ακόμα βρει την αδερφή ψυχή του. Στο παρελθόν, αυτός και ο Κέιν, συνήθιζαν να κάνουν πλάκα λέγοντας πως μια τέτοια γυναίκα δε θα γεννιόταν ποτέ. Στο μυαλό του ήρθε η ανάμνηση του Κέιν να λέει «ο θεός θα πρέπει να έχει τρομερή αίσθηση του για να δημιουργήσει μία τέτοια γυναίκα ικανή να ανεχτεί τους θεατρινισμούς του.»

«Βρισκόταν εκεί κάτω πολύν καιρό», προειδοποίησε ο Ναθάνιελ. «Με τη λαγνεία για το αίμα να τον κατακυριεύει… αν τον ελευθερώσεις τώρα θα μας σκοτώσει.»

Ο Μαλάχι τίναξε το κεφάλι του και κοίταξε επίμονα το Ναθάνιελ. «Θα πρέπει να σκοτώσει μόνο εμένα γιατί εσύ θα είσαι ήδη νεκρός.»

Και με την απειλή να αιωρείται και οι δύο άνδρες πήραν ξανά τις ζωώδεις μορφές τους.

Στην κοντινή κατασκήνωση η Τάμπαθα Κινγκ, ή Τάμπι όπως τη φώναζαν οι περισσότεροι, κάθισε στα σκαλιά του τεράστιου τροχόσπιτου των γονιών της και κοίταζε τα αστέρια, όσα μπορούσε να διακρίνει μέσα από τα παχιά σύννεφα. Τίναξε τις αφέλειες της από το πρόσωπό της, χαρούμενη που είχε επιτέλους σταματήσει να βρέχει.

Ήταν η πρώτη φορά που έκανε κάμπινγκ και το τελευταίο πράγμα που ήθελε ήταν να περάσει όλο το χρόνο της μέσα στην τροχοβίλα. Είχε ενθουσιαστεί με αυτό το ταξίδι, που είχε γίνει ακόμα καλύτερο όταν οι δικοί της συμφώνησαν να πάρουν μαζί και το μικρό σκύλο της οικογένειας, το Σκράπι. Μετά από πολλά παρακαλετά, και αφού είχε υποσχεθεί ότι θα φρόντιζε το μικρό καλύτερό της φίλο, ένα κουταβάκι Γιορκ, είχε καταφέρει να πείσει τους γονείς της.

Ο Σκράπι ήταν έξω και γάβγιζε στο σκοτάδι, ενοχλημένος από το λουρί του που τον εμπόδιζε να κυνηγήσει τις σκιές που είχαν τραβήξει την προσοχή του. Η νεαρή κοπέλα αναπήδησε όταν ξαφνικά ο Σκράπι κατάφερε να ελευθερωθεί από το λουρί του και έφυγε μακριά. Σηκώθηκε από τα σκαλιά όταν το κουτάβι έτρεξε και χώθηκε σε ένα μικρό άνοιγμα του φράχτη, που χώριζε το κάμπινγκ από το καταφύγιο άγριας ζωής.

«Σκράπι μη!» Η Τάμπι έβαλε τα κλάματα και πήγε αμέσως κοντά του. Οι γονείς της την είχαν εμπιστευτεί και δεν έπρεπε να τον χάσει. Σταμάτησε στο φράχτη, πήρε μια βαθιά ανάσα και κοίταξε το σκοτάδι μέσα από τα δέντρα. «Δεν είμαι δειλή.» Δάγκωσε το κάτω χείλος της και αποφασιστικά έπεσε στα γόνατα για να εξερευνήσει την τρύπα.

Μετά από μερικές γρατζουνιές κατάφερε να περάσει μέσα από τη τρύπα του φράχτη και άρχισε να ακολουθεί, μέσα στο δάσος, το γάβγισμα που όλο και ξεμάκραινε. «Θα με βάλεις σε μπελάδες», μουρμούρισε δυνατά και άρχισε να πλαταγίζει τη γλώσσα της, ξέροντας ότι ο σκύλος της, συνήθως, ανταποκρινόταν σε αυτόν το θόρυβο.

«Τάμπι που είσαι;»

Η Τάμπαθα άκουσε τη φωνή της μητέρας της που την καλούσε αλλά εκείνη τη στιγμή την ένοιαζε μόνο να φέρει πίσω στο κάμπινγκ το κουτάβι της. Ο Σκράπι ήταν ο σκύλος της και έπρεπε να τον φροντίσει. Έτσι, αντί να απαντήσει στη μητέρα της ή στο κουτάβι παράμεινε εκεί σιωπηλή και συνέχισε να ακολουθεί το διαπεραστικό γάβγισμα του Σκράπι.

Λίγο πριν είχε κάνει μία στάση για να ανακτήσει την αναπνοή της. Είχε ακουμπήσει την πλάτη της στον κορμό ενός δέντρου, είχε ακουμπήσει τα βρώμικα γόνατά της με τα χέρια της, ανάσαινε και άκουγε τους ήχους του δάσους. Πάντα ήθελε να βρεθεί στην καρδιά ενός δάσους και απλά να ακούει, όπως έβλεπε να κάνουν οι Ινδιάνοι στις ταινίες.

Τα σύννεφα της βροχής είχαν επιστρέψει και το λαμπερό φεγγαρόφωτο είχε χαθεί. Τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα όταν συνειδητοποίησε ότι γεν μπορούσε να διακρίνει πια τα φώτα του κάμπινγκ.

Έκανε ένα αβέβαιο βήμα προς τα εμπρός, κοίταξε γύρω της αλλά το μόνο που μπορούσε να δει ήταν το σκοτάδι, οι επιβλητικοί κορμοί των δέντρων και ακόμα πιο απειλητικές σκιές. Κλαψούρισε όταν άκουσε ένα βρυχηθμό σε κάποια απόσταση πίσω της. Αποφάσισε ότι δεν της άρεσε η κατεύθυνση που είχε πάρει και άρχισε να τρέχει προς την αντίθετη χωρίς να κοιτάξει πίσω της.

Μετά από λίγη ώρα που έμοιαζε με αιωνιότητα άκουσε ξανά το γάβγισμα του Σκράπι και στράφηκε προς αυτήν την κατεύθυνση, ελπίζοντας πως ότι κι αν ήταν αυτό που βρυχήθηκε πριν δεν την είχε ακολουθήσει. Άκουσε άλλο ένα γρύλισμα αλλά αυτήν τη φορά ο ήχος ερχόταν από κάπου αλλού, από μπροστά της.

Βυθίζοντας τις φτέρνες της στο έδαφος, προσπάθησε να σταματήσει το τρέξιμο αλλά το έδαφος ήταν καλυμμένο από γλιστερά φύλλα σκεπασμένα από βροχή και λάσπη. Έτσι, αντί να σταματήσει, γλίστρησε ακόμα πιο μακριά, πριν τελικά πέσει σε μία προοδευτικά κλιμακωτή πλαγιά.

Η αναπνοή της έγινε πιο δυνατή, καθώς πέφτοντας, χτύπησε σε έναν πεσμένο κορμό δέντρου, που όμως τελικά σταμάτησε το ξέφρενο γλίστρημα της. Το πρώτο πράγμα που πρόσεξε, αφού ανάκτησε την ανάσα της, ήταν ότι ο Σκράπι δε γάβγιζε πια. Άκουσε ξανά το βρυχηθμό και άρχισε να σκαρφαλώνει πάλι το λόφο, όταν άκουσε ένα απαλό κλαψούρισμα. Σπρώχνοντας με τα γόνατά της , πέρασε πάνω από τον κορμό του δέντρου και είδε ένα ξέφωτο, λουσμένο από το φως του φεγγαριού.

Εκεί ακριβώς, στη μέση του, είδε το Σκράπι. Έκλαιγε, σαν μόλις να του είχε επιτεθεί ο μεγάλος σκύλος που ζούσε στο τέρμα του δρόμου στο σπίτι τους. Το κουτάβι ήταν ξαπλωμένο στο έδαφος και προσπαθούσε να συρθεί προς τα πίσω. Τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα όταν κατάλαβε γιατί. Δύο ζώα κινούνταν αργά το ένα προς το άλλο και ο Σκράπι βρισκόταν ακριβώς στη μέση.

«Χαζέ» μουρμούρισε ανασαίνοντας βαριά.

Αναγνώρισε τα ζώα από φωτογραφίες που της είχε δείξει ο μπαμπάς της πριν το ταξίδι τους. Το ένα ήταν κούγκαρ και το άλλο το αναγνώρισε από την τηλεόραση… ένας ιαγουάρος. Της άρεσε να βλέπει ντοκιμαντέρ με ζώα και δε φοβόταν, όπως η μαμά της, όταν έβλεπε ζώα να επιτίθενται το ένα στο άλλο στην τηλεόραση. Ωστόσο αυτό ήταν διαφορετικό… Ήταν πραγματικότητα και ήταν τρομακτικό.

Ήταν γάτες που μπορούσαν να σε φάνε. Μεγάλες γάτες. Τα περήφανα ζώα συνέχισαν να κινούνται κυκλικά, το ένα γύρω από το άλλο, οι βρυχηθμοί τους δυνάμωναν και τα μάτια τους άστραφταν σα χρυσά μετάλλια. Ο ήχος του θανάτου μεταφερόταν με το αεράκι και έφτανε στην Τάμπαθα που συνέχισε να παρακολουθεί με δέος.

«Έλα Σκράπι», ψιθύρισε, ελπίζοντας ότι οι μεγάλες γάτες δεν την είχαν ακούσει. «Φύγε από εκεί πριν κάποια από τις δύο σου επιτεθεί.» Εννοούσε πριν σε φάει αλλά δεν ήθελε να τρομάξει το δύστυχο κουτάβι ακόμα περισσότερο.

Οι γάτες άρχισαν να ουρλιάζουν ξαφνικά, κάνοντας την Τάμπαθα να καλύψει τα αυτιά της με τις παλάμες της. Οι φωνές τους ήταν δυνατές και τρομακτικές. Άρχισαν να τρέχουν γρήγορα κατά μήκος του ξέφωτου, κάνοντας το Σκράπι να χτυπήσει και να μαζέψει την ουρά του ανάμεσα στα πόδια του από φόβο.

 

Βλέποντας το πληγωμένο κουτάβι, η Τάμπαθα πήδηξε πάνω από το δέντρο και έτρεξε, όσο πιο γρήγορα μπορούσε, προς το μέρος του. Βρισκόταν πιο κοντά στο Σκράπι, από ότι οι γάτες, τσούλησε προς το μέρος του και γρήγορα κάλυψε το μικρό του σώμα με το δικό της, τη στιγμή που τα δύο ζώα πηδούσαν και συγκρούονταν στον αέρα, ακριβώς από πάνω της.

«Σας παρακαλώ μην πειράξετε το σκύλο μου!» ούρλιαξε.

Ούρλιαξε ξανά, όταν ένιωσε κοφτερά νύχια να γδέρνουν το μπράτσο της και την πλάτη της. Οι γάτες έπεσαν με ένα δυνατό γδούπο στο έδαφος, ακριβώς πίσω της, γρυλλίζοντας απειλητικά η μία στην άλλη. Παρέμεινε γαντζωμένη πάνω στο Σκράπι, που ακόμα έτρεμε και κλαψούριζε χαμηλόφωνα, χωρίς να τολμά να κοιτάξει τα ζώα που πάλευαν λίγα βήματα πίσω της.

Η Τάμπαθα φοβόταν να κουνηθεί και συνέχισε να κρατά το σκύλο όσο πιο σφιχτά μπορούσε. Τα μάτια της είχαν στενέψει από το φόβο και άρχισε να ψιψιρίζει στο Σκράπι να τρέξει και να φέρει βοήθεια, μήπως και προλάβαινε να σωθεί από τις γάτες. Κάτι υγρό και ζεστό χύθηκε στην πλάτη της αλλά εκείνη συνέχιζε να παραμένει ακίνητη. Επιτέλους, η μάχη είχε σταματήσει και βρήκε την ευκαιρία να κοιτάξει απάνω από τον ώμο της.

Άρχισε να τρέμει ολόκληρη και να κλαίει μόλις αντίκρυσε δύο άντρες γεμάτους αίματα, ξαπλωμένους πίσω της. Η Τάμπαθα ανασηκώθηκε αργά και με τον Τάμπι στην αγκαλιά της άρχισε να απομακρύνεται οπίσθια. Μα που είχαν εξαφανιστεί το κούγκαρ και ο ιαγουάρος; Είχαν επιτεθεί σε αυτούς τους άντρες και το έσκασαν μακριά; Γιατί αυτοί δε φορούσαν ρούχα;

Ξαφνικά ο Ναθάνιελ άνοιξε τα μάτια του και της έδειξε τα κοφτερά του δόντια.

Η Τάμπαθα πισωπάτησε, έχασε την ισορροπία της και σχεδόν έπεσε, αλλά ανάκτησε γρήγορα το βηματισμό της. Ο Σκράπι στρίγγλισε πάλι, όταν η φωνή του άντρα μιμήθηκε εκείνη του κούγκαρ και πάλεψε να ξεφύγει από την αγκαλιά της Τάμπι. Έτρεξε μέσα στο δάσος προσπαθώντας να νικήσει το φόβο του.

Ο Μαλάχι τινάχτηκε καθώς αίμα ανάβλυζε από το στήθος του. Άνοιξε το στόμα του, στράφηκε προς το κορίτσι και της φώναξε μια λέξη.

«Τρέξε!», τρύπησε τα αυτιά της η φωνή του ιαγουάρου.

Η Τάμπαθα δεν το σκέφτηκε δεύτερη φορά. Υπάκουσε αμέσως. Στηρίχτηκε καλά στα πόδια της και έτρεξε μακριά από το ξέφωτο χωρίς να τολμήσει να κοιτάξει πίσω της. Δεν την ένοιαζε που πήγαινε. Το μόνο που ήθελε ήταν να φύγει μακριά από αυτόν τον αιμόφυρτο άντρα.

«Καλησπέρα, είναι το τοπικό δελτίο ειδήσεων. Απόψε μία οικογένεια από την περιοχή έχει κάθε λόγο να γιορτάσει. Η κόρη τους, Τάμπαθα, βρέθηκε τελικά να περιπλανιέται στον Εθνικό δρυμό των Αγγέλων. Είχε εξαφανιστεί 3 ημέρες πριν, από το κάμπινγκ του Κρίσταλ Λέικ, στην προσπάθειά της να βρει το σκύλο της οικογένειας. Από ότι φαίνεται ο σκύλος είχε καταφέρει να ελευθερωθεί από το λουρί του και το έσκασε στο δάσος. Η θαρραλέα επτάχρονη τον κυνήγησε και οι αρχές την εντόπισαν σήμερα το πρωί. Δυστυχώς ο σκύλος δε βρέθηκε μαζί της. Σύμφωνα με τις δηλώσεις των αξιωματούχων, το κορίτσι βρίσκεται στο νοσοκομείο της περιοχής, όπου αναρρώνει από το σοκ, καθώς φαίνεται να δέχτηκε επίθεση από κούγκαρ. Η μικρή Τάμπαθα μίλησε στους δασοφύλακες για δύο τραυματισμένους άνδρες, που είδε στο δάσος. Οι αρχές ερεύνησαν σε ακτίνα πέντε χιλιάδων τετραγωνικών μέτρων αλλά δε βρέθηκε κανένα ίχνος τους. Θα επιστρέψουμε αργότερα με περισσότερες ειδήσεις.