Ο Χορός Του Φεγγαριού

Tekst
0
Recenzje
Przeczytaj fragment
Oznacz jako przeczytane
Czcionka:Mniejsze АаWiększe Aa

«Διαφήμιση;» Ρώτησε ο Τσαντ προσπαθώντας να κρύψει ένα πονηρό χαμόγελο την ώρα που η μικρή αδερφή του κοπανούσε το ακουστικό του τηλεφώνου, τόσο δυνατά και νευριασμένα που θα μπορούσε να γκρεμίσει τον τοίχο. Τελικά προσγειώθηκε βίαια στο πάτωμα.

Η Ένβι κλώτσησε τη συσκευή μακριά στο διάδρομο, ενώ φανταζόταν πως είναι το κεφάλι του φίλου της, και γύρισε στον αδερφό της. «Είστε όλοι τέτοια παλιόσκυλα ή μόνο αυτοί που βγαίνω;»

Ο Τσαντ σήκωσε τα χέρια του ως έκφραση απορίας. «Κατά τη γνώμη μου τα κορίτσια είναι το ίδιο χάλια με τα αγόρια. Τώρα ηρέμησε κι έλα να πεις στο μεγάλο σου αδερφό τι έγινε.»

Η Ένβι άρχισε να σπρώχνει με το μέτωπό της το δροσερό τοίχο. Αρνιόταν να αφήσει να κυλήσει έστω και ένα δάκρυ. Ο Τρέβορ δεν την είχε συνεπάρει τόσο ώστε να κλάψει γι’ αυτόν, αλλά από την άλλη είχε αρχίσει να κουράζεται σοβαρά από όλους αυτούς τους ανεπαρκείς τύπους. «Μόλις μου τηλεφώνησε ο Τζέισον για να βγούμε. Νόμιζε ότι είμαι ξανά μόνη μου γιατί συνάντησε τον Τρέβορ σε ένα καινούργιο κλαμπ. Σχεδόν έκανε σεξ με μια άλλη στην πίστα.»

Ο Τσαντ κούνησε το κεφάλι του. Δε θα ένιωθε κανέναν οίκτο για τον Τρέβορ μόλις η αδερφή του τον έπιανε στα χέρια της. «Οπότε τι λες; Πάμε για κλάμπινγκ;» Δε θα ήθελε για τίποτα στον κόσμο να το χάσει αυτό, σκέφτηκε σμίγοντας τα φρύδια του.

Η Ένβι χαμογέλασε, αρχίζοντας να διασκεδάζει με την ιδέα. «Σε δέκα λεπτά θα είμαι έτοιμη.»

Ο Τσαντ της έγνεψε, κάθισε στην άκρη του καναπέ και άνοιξε την τηλεόραση να δει ειδήσεις, χωρίς όμως να δίνει ιδιαίτερη σημασία. Έτσι κι αλλιώς δεν είχε συμπαθήσει ποτέ τον Τρέβορ και δεν του άρεσε που έβγαιναν. Ήξερε ότι ο τύπος είχε ενεργήσει με εντελώς αμερικάνικο τρόπο. Σαν πλούσιο κολεγιόπαιδο που έπρεπε να βγάλει όλους τους αντίπαλους από τη μέση και να κερδίσει το λάφυρο. Δεν του άρεσε όμως η Ένβι να έχει λανθασμένη αντίληψη για το ποιος πραγματικά ήταν. Αν η αδερφή του επρόκειτο να κοιμηθεί με τον Τρέβορ, έπρεπε τουλάχιστον να γνωρίζει ποιον πηδούσε.

Το να ξεκινήσει μία σχέση βασισμένη σε ψέματα δεν ήταν ο καλύτερος τρόπος. Αν ήθελες να κοροϊδέψεις τον άλλον καλό θα ήταν να μην μπλεχτείς καθόλου. Είχε πλευρίσει τον Τρέβορ την τελευταία φορά που τον είχε δει στο σταθμό και του είχε ζητήσει είτα να αποκαλύψει στην Ένβι την αλήθεια για το ποιος ήταν, είτε να μείνει μακριά της. Δεν έφταιγε εκείνος που ο Τρέβορ δεν άκουγε κανέναν.

Θύμωνε όταν σκεφτόταν ότι ο Τρέβορ μπορεί να χρησιμοποιούσε την Ένβι ενώ ήταν σε μυστική αποστολή στο μπαρ. Με εκείνη να δουλεύει ως μπαργούμαν στα περισσότερα κλαμπ, είχε βρει την τέλεια ευκαιρία να τρυπώνει στα περισσότερα κτίρια πολύ πριν ανοίξουν και να μένει εκεί μέχρι και πολύ αργότερα όταν έκλειναν. Το να βρίσκεται εκεί χωρίς τα πλήθη κόσμου του επέτρεπε να ερευνά ανενόχλητος και η Ένβι δεν ήταν αρκετά παρατηρητική ώστε να το καταλάβει.

Ο Τσαντ είχε αρνηθεί να δουλέψει ως μυστικός, παρά το ότι οι μυστικές υπηρεσίες προσπαθούσαν, εδώ και καιρό, να τον προσεγγίσουν. Το περισσότερο που μπορούσε να κάνει για τώρα ήταν να είναι η αγαπημένη κλήση τους όταν χρειάζονταν κάποιον να σπάσει καμιά πόρτα ή να ακινητοποιήσει κόσμο. Και αυτό ήταν απολύτως αρκετό για εκείνον. Προτιμούσε να παλέψει σωματικά με τον οποιοδήποτε κακό, παρά να ανακατεύει χαρτιά όλη μέρα προσπαθώντας να ξεσκεπάσει τις παρανομίες κάποιου.

Από την άλλη, ο φίλος τους ο Τζέισον ήταν πολύ καλή περίπτωση για την Ένβι. Είχαν πάει σχολείο μαζί και εκεί ακριβώς ήταν το πρόβλημα. Ο Τζέισον ήταν ανέκαθεν ερωτευμένος μαζί της. Όταν πήγαιναν λύκειο ερχόταν τόσο συχνά στο σπίτι τους που η Ένβι κατέληξε να τον θεωρεί σχεδόν αδερφό και όχι πιθανό σύντροφο.

Ο Τζέισον είχε μπει στην υπηρεσία δασοφυλακής του δάσους των Αγγέλων και δεν είχε αλλάξει ποτέ δουλειά. Στην Ένβι ακόμα άρεσε να κάνει παρέα μαζί του. Είχε έτσι και την ευκαιρία να βλέπει πιο συχνά και τη φίλη της την Τάμπαθα, που πλέον ήταν μέλος της ομάδας του Τζέισον.

Ο Τσαντ σηκώθηκε από τον καναπέ και πήγε στην πόρτα του δωματίου της Ένβι. Τα τελευταία τέσσερα χρόνια, από τότε που οι γονείς τους είχαν σκοτωθεί σε ατύχημα, μοιράζονταν το ίδιο σπίτι. Τα έβρισκαν απόλυτα. Εκείνος ήταν αστυνομικός και εκείνη μπαργούμαν στα περισσότερα μπαρ της πόλης.

Ο μόνος λόγος που την άφηνε να συνεχίζει και δεν της έλεγε να βρει μία «αληθινή» δουλειά ήταν γιατί εκείνη, τις περισσότερες νύχτες που δούλευε, έβγαζε πολλά περισσότερα χρήματα από ότι εκείνος. Η Ένβι πλήρωνε συνήθως το ενοίκιο και εκείνος φρόντιζε όλα τα υπόλοιπα.

«Σε ποιο κλαμπ;» ρώτησε από τη μισάνοιχτη πόρτα.

«Στο καινούργιο, στο Μούνντανς.» Η Ένβι έπιασε σε αλογοουρά τα μισά κόκκινα μαλλιά της και άφησε τα υπόλοιπα να πέφτουν στους ώμους της. «Μπορεί να μιλήσω και για δουλειά όσο είμαστε εκεί.»

Ο Τσαντ συνοφρυώθηκε. «Είναι εκείνο στο τέρμα της πόλης, ε;» Επέστρεψε στο δωμάτιο του χωρίς να περιμένει την απάντησή της. Τελευταία, η κατάσταση είχε γίνει λίγο ζόρικη εκεί κάτω. Είχαν συμβεί διάφορα περιστατικά. Οι εξαφανίσεις ήταν πια στην ημερήσια διάταξη, ενώ αρκετά πτώματα είχαν βρεθεί μόλις ένα τετράγωνο από το κλαμπ.

Μέχρι στιγμής δεν υπήρχε κανένα στοιχείο που να συνδέει το κλαμπ με όλα αυτά , παρά μόνο το ότι όλα τα θύματα ήταν πελάτες του Μούνντανς. Ήταν το χρονικό πλαίσιο που ο Τσαντ, αλλά και πολλοί άλλοι, έβρισκαν ύποπτο. Στην ατμόσφαιρα αιωρούταν η άποψη ότι ίσως να υπήρχε ένας κατά συρροή δολοφόνος που σύχναζε στο μπαρ. Την τελευταία φορά που κάποιος είχε δει ζωντανό κάποιο από τα θύματα ήταν μέσα στο κλαμπ. Η ιδιότητα του ως αστυνομικός δεν του επέτρεπε να αγνοήσει την πιθανή σύνδεση των γεγονότων.

 

Μιας και το σήμα και το όπλο του βρίσκονταν ήδη στο αυτοκίνητο, ο Τσαντ άρπαξε τη μικρή συσκευή ηλεκτροσόκ και την έχωσε πίσω από τη ζώνη του. Με όλα αυτά που συνέβαιναν στην περιοχή ένιωθε πιο ασφαλής να το έχει μαζί της η Ένβι, σε περίπτωση που κάτι πήγαινε στραβά όσο βρίσκονταν στο κλαμπ.

Βγαίνοντας από το δωμάτιό του κοίταξε προς το διάδρομο και έμεινε στήλη άλατος όταν είδε την αδερφή του. Φορούσε μαύρη δερμάτινη φούστα με δαντέλα στις άκρες και ένα μικροσκοπικό μπλουζάκι που άφηνε ακάλυπτη την κοιλιά της. Η μπλούζα της είχε τόσα δερμάτινα μπαλώματα, όσα χρειάζονταν για να καλύψουν το στήθος της αλλά και να αφήσουν σε κοινή θέα τον αφαλό της.

Είχε συνδυάσει το ντύσιμο με ένα ζευγάρι μαύρες μπότες, που σταματούσαν ακριβώς πάνω από το γόνατο και ήταν διακοσμημένες με αλυσίδες στους αστραγάλους. Στο λαιμό της είχε ένα μενταγιόν με πέτρα αμέθυστου, που της είχε χαρίσει η μητέρα τους πολλά χρόνια πριν. Τα μισά μαλλιά της ήταν πιασμένα σε αλογοουρά και τα υπόλοιπα κυμάτιζαν στους ώμους της.

Είχε βαφτεί πολύ κομψά, με μαύρο αϊλάινερ, μαύρη σκιά και σκουρόχρωμο κραγιόν. Έμοιαζε με ντομινατρίξ.

« Έλα, είμαστε έτοιμοι να πιούμε αίμα;» Ο Τσαντ έγνεψε καταφατικά συνοφρυωμένος. Σκεφτόταν να ακυρώσει την έξοδο και να την κρατήσει σπίτι για λόγους ασφαλείας.

«Λοιπόν, το αποφάσισα», είπε η Ένβι υψώνοντας το φρύδι της. «Αφού κανονίσω τον Τρέβορ, θα διασκεδάσω! Από δω και στο εξής θα σταματήσω να είμαι η κοπέλα κάποιου. Δε θέλω να έχω μόνο ένα φίλο… θέλω ΠΟΛΛΟΥΣ! Έτσι, όταν κάποιος θα φέρεται σα γαϊδούρι δε θα με νοιάζει γιατί θα έχω όλους τους άλλους, πάντα, έτοιμους να με υπερασπιστούν.»

«Ακόμα θυμάμαι πόσο καλά τα πήγαινα στο λύκειο.» Ο Τσαντ κούνησε το κεφάλι του, γνωρίζοντας ότι η αδερφή του ήταν ακόμα πιο αθώα από ότι παρίστανε. «Ας πάρουμε το αυτοκίνητό μου, μήπως και με χρειαστεί η υπηρεσία.»

«Εντάξει, αλλά μόνο αν με αφήσεις να παίξω με τα φώτα.» Η Ένβι χαμογέλασε γιατί ήξερε ότι θα την άφηνε. Ο Τσαντ μόρφασε και άρχισε να περπατά προς το αυτοκίνητο. «Πραγματικά είσαι χειρότερη από μικρό παιδί σε μαγαζί με παιχνίδια, που ζουλάει όλα τα αρκουδάκια και τρελαίνει τον κόσμο με τους ήχους που κάνουν.

«Γιατί;», γέλασε. «Μ’ αρέσουν τα μπλε φώτα. Ο κόσμος κάνει στην άκρη όταν τα ανάβω.»

«Όπως έκανες όταν μας τελείωσε ο καφές;», ρώτησε. Έχεις υπόψη σου ότι είναι σπατάλη των χρημάτων των φορολογούμενων έτσι;»

«Άμα δεν το βουλώσεις θα οδηγήσω εγώ. Και μετά θα έχεις να τα βγάλεις πέρα με τα κόκκινα φώτα και τις σειρήνες,» τον προειδοποίησε πειραχτικά.

Ο Τσαντ σταμάτησε αμέσως, μόλις θυμήθηκε την τελευταία φορά που κάτι τέτοιο είχε συμβεί. Εκείνη είχε αργήσει για τη δουλειά κι εκείνος ήταν πολύ άρρωστος για να οδηγήσει. Έτσι, της παραχώρησε το τιμόνι, κάθισε στη θέση του συνοδηγού και αποκοιμήθηκε. Ο αρχηγός ακόμα τον αποδοκίμαζε.

Η Ένβι έσβησε τα μπλε φώτα ένα τετράγωνο πριν το κλαμπ και κοίταξε τα φωτορυθμικά που χόρευαν στο συννεφιασμένο ουρανό. Τώρα το διώροφο κτίριο φαινόταν καλά. Τελευταία δούλευε πολύ και δεν της είχε δοθεί ακόμα η ευκαιρία να τσεκάρει το Μούνντανς. Ήξερε μόνο όσα είχε ακούσει από τους πελάτες της. Εντάξει, εξωτερικά δεν έλεγε και πολλά. Ήταν απλώς μια παλιά αποθήκη από τούβλα, λίγα παράθυρα και μία μεγάλη επιγραφή από μωβ νέον στον μπροστινό τοίχο.

Καλοντυμένοι άνθρωποι που μιλούσαν ζωηρά σχημάτιζαν ουρά, που έφτανε μέχρι το παρκινγκ, για να μπουν μέσα. Το γεγονός ότι, περασμένες δέκα, υπήρχε ακόμα κόσμος που περίμενε, την έκανε να σκεφτεί ότι η δουλειά εκεί θα ήταν πολύ προσοδοφόρα.

«Ναι, σίγουρα θα κάνω αίτηση,» σκέφτηκε χαμογελώντας.

«Τουλάχιστον η ουρά κινείται γρήγορα,» είπε σχεδόν σαρκαστικά ο Τσαντ , μη μπορώντας να περιμένει άλλο για να δει την αδρεναλίνη της αδερφής του να ξεσπά πάνω στον Τρέβορ.

Πάρκαρε στο βάθος του σκοτεινού παρκινγκ, ακριβώς δίπλα στο αυτοκίνητο του Τρέβορ. Πριν καν η Ένβι προλάβει να ανοίξει την πόρτα, ο Τσαντ τη σταμάτησε, αρπάζοντας την από το μπράτσο. «Πάρε,» της είπε και της έβαλε στο χέρι το μικρό ηλεκτροφόρο όπλο. Χωρίς να πει άλλη λέξη βγήκε από το αυτοκίνητο.

Η Ένβι γράπωσε τη συσκευή χαμογελώντας. Ο αδερφός της την είχε διδάξει αυτοάμυνα, σε τέτοιο σημείο ώστε να μπορεί να νικήσει τους περισσότερους συναδέλφους του χωρίς να στάξει μια στάλα ιδρώτα. Ωστόσο ο Τσαντ έλεγε πάντα, «Γιατί να παλέψεις, όταν το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να πατήσεις απλά αυτό το κουμπί;»

Έβαλε το όπλο στην πλαϊνή τσέπη της δερμάτινης φούστας της, μαζί με την ταυτότητα της. Το μόνο σίγουρο ήταν ότι θα πατούσε το κουμπί του Τρέβορ για όλη την υπόλοιπη νύχτα. Θα πίεζε με ευχαρίστηση το κουμπί του ασανσέρ που θα την ανέβαζε στην κόλαση, για να τον συναντήσει ακριβώς εκεί. Κανείς δεν είχε απατήσει την Ένβι Σέξτον και την είχε γλιτώσει.

Στάθηκαν δίπλα δίπλα στην ουρά και η Ένβι ήταν ιδιαίτερα χαρούμενη όταν είδε ότι προχωρούσε γρήγορα και μέσα σε δύο λεπτά είχαν καταφέρει να μπουν μέσα.

Ο πορτιέρης φορούσε ένα κομψό κουστούμι Αρμάνι, ενώ το εφαρμοστό πουκάμισό του άφηνε ακάλυπτο το όμορφο στέρνο του. Τα καστανά μαλλιά του κυμάτιζαν ανέμελα γύρω από το πρόσωπό του. Είχε κοντή γενειάδα και διαπεραστικά μαύρα μάτια που σχεδόν έλαμπαν στο φως του νέον.

Ο Τσαντ πλήρωσε, έδειξαν τις ταυτότητές τους και ο άνδρας άνοιξε το κόκκινο σκοινί της εισόδου, αφήνοντάς τους να περάσουν. Εισήλθαν από την κύρια πόρτα και περπάτησαν στο χολ, έως μία άλλη πόρτα που άνοιξε αυτόματα όταν πλησίασαν. Όταν έφτασαν στην κύρια σάλα, σταμάτησαν απότομα να περπατούν και κοίταζαν γύρω τους σαστισμένοι. Έμοιαζε σα να είχαν βρεθεί σε άλλη διάσταση.

Ο κόσμος ήταν τόσος πολύς που νόμιζες ότι θα ήταν πολύ στριμωγμένα αλλά δεν ήταν τελικά. Η Ένβι ξεφύσηξε καθώς περπατούσε προς την ογκώδη πίστα, στο κέντρο της αίθουσας.

Προχωρώντας πιο κοντά στο κιγκλίδωμα, κοίταξε κάτω από την πίστα. Και στις δύο πλευρές υπήρχε διάδρομος που εκτεινόταν μέχρι το κυρίως επίπεδο, ενώ στη μέση βρισκόταν ένα μεγάλο μπαρ. Η μπάρα έμοιαζε φτιαγμένη από γυαλί με αμμοβολή και φωτιζόταν από απαλά κύματα νέον που τη διαπερνούσαν.

Δύο σειρές σκαλοπάτια κατέβαιναν από δεξιά και αριστερά, για να συναντηθούν στη μέση, πριν καταλήξουν στην πίστα. Στο πάτωμα του χορού έλαμπε ένα διακριτικό φως, που όμως ήταν αρκετό για να διαγράφει τα πόδια που κινούνταν.

Όλα μαζί, συνέθεταν το πανδαιμόνιο που δημιουργούσαν τα πολύχρωμα φωτορυθμικά, τα οποία έφεγγαν παντού, αλλά όχι απευθείας πάνω στους χορευτές. Τα πάντα ήταν φτιαγμένα έτσι, ώστε να μπορείς να δεις τους χορευτές από τα γόνατα και κάτω, αλλά όχι ολόκληρα τα σώματά τους.

Η Ένβι έγειρε πάνω στο κιγκλίδωμα, προσπαθώντας να διακρίνει αν υπήρχαν κι άλλα μπαρ στα κατώτερα επίπεδα, αλλά τίποτα άλλο πλην της πίστας δε φαινόταν. Της έμοιαζε λίγο με λάκκο. Μόλις κατέβαινες τα σκαλιά βρισκόσουν στο έλεος του σκοταδιού που προστάτευε τους χορευτές.

«Είναι τριών επιπέδων;» ρώτησε κοιτώντας το βαρύ ταβάνι από πάνω τους. Υπολογίζοντας και το υπόγειο, αυτός πρέπει να ήταν ο τρίτος όροφος και αναρωτήθηκε αν ήταν κι αυτό μέρος του μαγαζιού ή σταματούσε εδώ.

 

Οι προπόσεις και τα σφυρίγματα την έκαναν να γυρίσει ξανά το βλέμμα της στην πίστα. Κοίταξε με δυσπιστία το παγωμένο φως του προβολέα που φώτιζε ένα κλουβί στο μέσο του λάκκου. Ενθουσιάστηκε αμέσως με τον άντρα που βρισκόταν πίσω από τα σίδερα.

Η ματιά του Τσαντ σταμάτησε επίσης στο κλουβί. Έμοιαζε με ένα μικρό κελί. Ακόμα και από αυτήν την απόσταση μπορούσε να νιώσει τον παλμό των κινήσεων. Οι αρθρώσεις του άσπρισαν γαντζωμένες στο κάγκελο όταν ο χορευτής του κλουβιού έσπρωξε δυνατά την παρτενέρ του κόντρα στα σίδερα, μόνο και μόνο για να την αναγκάσει να υποκλιθεί κάτω από το μπράτσο του και μετά να την ρίξει στον κόσμο.

Κάνοντας στροφή την άρπαξε από τον καρπό και την επανέφερε πάνω του, αναγκάζοντάς την να γραπώσει με τα χέρια της τα κάγκελα. Μετά κόλλησε το σώμα του πάνω στο σχεδόν γυμνό δικό της, μέχρι που εκείνη έγειρε το κεφάλι της πάνω στο στήθος του σα να το απολαμβάνει.

Ήταν ζωώδες, σαν πρωτόγονος χορός ζευγαρώματος κάποιου είδους. Ο Τσαντ και η Ένβι μαγνητίστηκαν από το σόου, που άγγιξε τον καθένα με διαφορετικό τρόπο.

Ο Τσαντ τους παρακολούθησε σιωπηλός για λίγα λεπτά ακόμα, μέχρι που το ζευγάρι στιγμιαία χώρισε έτσι ώστε εκείνος να μπορέσει να παγιδεύσει ξανά την παρτενέρ του σε διαφορετική θέση. Η θέρμη των κινήσεών τους, όταν ο άνδρας τίναξε τους γοφούς του ψηλά αντίθετα με τους γοφούς της κοπέλας, έκανε το τζιν του να τον στενεύει και ο Τσαντ ανάγκασε τον εαυτό του να στρέψει το βλέμμα του στις διακοσμήσεις του ταβανιού που μπορούσε να δει από εκεί που στεκόταν.

Ήταν κυρίως φωτορυθμικά με λάμπες φθορίου κοντά σε τεράστιους πίνακες πορτρέτων λεπτών ιαγουάρων. Κάποια κυνηγούσαν και κάποια ήταν τα θύματα. Τα φονικά ζώα έμοιαζαν να ζούσαν τη δική τους ζωή. Οι πίνακες φαίνονταν σα να κινούνται μαζί με τα φώτα και τα ζώα έμοιαζαν ότι ήταν ζωντανά και τους παρακολουθούσαν.

Έπρεπε να το παραδεχτεί. Η θεματολογία ήταν περίεργη αλλά επιτελούσε το σκοπό της. Τα μάτια του ακολούθησαν την κίνηση των φώτων στον τοίχο και διαπίστωσε ότι μεταξύ των έργων κρέμονταν αλυσίδες. Κάποιες είχαν πάνω τους αγκαθωτά κολάρα και κάποιες άλλες μαύρα δερμάτινα μαστίγια.

Κοίταξε πίσω στο κλουβί και, ενώ ήταν έτοιμος να πάει να ψάξει το Τζέισον, είδε τον Τρέβορ στην πίστα, κοντά σε έναν από τους προβολείς. Ο ηλίθιος βρισκόταν ανάμεσα από δύο γυναικεία σώματα και έδειχνε να περνάει πολύ καλά. Έριξε μια ματιά στην Ένβι και όταν είδε το πώς εκείνη κοίταζε το τρίο, κατάλαβε ότι δε χρειαζόταν να πει τίποτα.

Η Ένβι έγειρε το κεφάλι της στο πλάι και προσπάθησε να διαβάσει τον Τρέβορ σα να μην τον ήξερε, σα να της ήταν άγνωστος. Για αρχή αναρωτήθηκε τι του είχε βρει και είχε βγει μαζί του. Έπρεπε να το παραδεχτεί. Ήταν πολύ εμφανίσιμος. Εξοργιστικά εμφανίσιμος ήταν η πιο σωστή διατύπωση. Τα χρυσά ξανθά μαλλιά, το βαθύ μαύρισμα και τα γκριζομπλέ μάτια του τον έκαναν να μοιάζει με Καλιφορνέζο σέρφερ. Ήταν απόλυτα ποθητός και είχαν περάσει καλά.

Αν όμως απομόνωνες αυτήν την καλή εμφάνιση δεν έμεναν και πολλά να σαγηνεύσουν μια γυναίκα. Τίποτα άλλο παρά ένα κακομαθημένο κολεγιόπαιδο που είχε γεννηθεί με το χρυσό κουτάλι στο στόμα. Όταν βρίσκονταν ήταν πολύ περιποιητικός και την αμέσως επόμενη στιγμή μπορούσε να εξαφανιστεί από προσώπου γης ακόμα και για μέρες.

Ένα ακόμα καλό πράγμα που μπορούσε να πει γι’ αυτόν είναι ότι ήταν πολύ δυνατός στον ερωτικό τομέα και ότι της είχε χαρίσει μερικές από τις ωραιότερες στιγμές της ζωής της.

Είχε αλήθεια πιστέψει ότι του άρεσε… περισσότερο από ότι άρεσε αυτός σε εκείνη. Έτσι για να επιβεβαιώσει την πεποίθησή της ότι, τελικά, δεν ήξερε τίποτα για τους άντρες. Κι άλλη μια αλήθεια που έπρεπε να ειπωθεί ήταν ότι είχε αρχίσει να την κουράζει η μοναξιά… από την άλλη αυτός δεν ήταν καλός λόγος για να βγαίνει με κάποιον.

Αναστέναξε καθώς τον κοίταζε να χουφτώνει τον ποπό της κοπέλας αλλά συνειδητοποίησε ότι δεν ένιωθε καθόλου ζήλια. Αν ήταν πραγματικά ερωτευμένη μαζί του δε θα είχε τρελαθεί σε αυτήν τη θέα; Αντιθέτως, ένιωθε μόνο πληγωμένη και τσαντισμένη για το ψέμα του, ότι ήθελε μόνο εκείνη.

Ο Τζέισον καθόταν σε ένα σκαμπό στο μπαρ, κοντά στην πόρτα, και παρακολουθούσε την Ένβι από την ώρα που είχε μπει μέσα. Ήξερε ότι θα έρθει και δεν είχε εκπλαγεί που τη συνόδευε ο Τσαντ. Αφού της έδωσε λίγα λεπτά να εγκλιματιστεί και να διερευνήσει το χώρο μόρφασε με ικανοποίηση όταν διέκρινε την ένταση στους ώμους της και κατάλαβε ότι είχε εντοπίσει το φίλο της, που επιδείκνυε τα χορευτικά του προσόντα στην πίστα.