Ο Χορός Του Φεγγαριού

Tekst
0
Recenzje
Przeczytaj fragment
Oznacz jako przeczytane
Czcionka:Mniejsze АаWiększe Aa

Κεφάλαιο 1

10 χρόνια μετά…

Δυνατή μουσική αντηχούσε μέσα από το κλαμπ. Η μωβ μεγάλη ταμπέλα από νέον άλλαζε χρώματα, συγχρονισμένη με το ρυθμό της μουσικής. Το φως έδινε μία απόκοσμη λάμψη στο κτίριο κατά μήκος του δρόμου. Ένας άνδρας με λεπτά ξανθά μαλλιά στεκόταν στο χείλος της οροφής του κτιρίου. Έσκυψε προς τα εμπρός και στηρίζοντας τον αγκώνα στο γόνατό του, κάπνιζε ένα τσιγάρο. Ο Κέιν Τριπ έγειρε το κεφάλι του στο πλάι και πέρασε τα δάχτυλα μέσα από τα μαλλιά του. Δεν του άρεσε καθόλου που τα είχε κόψει. Του έλειπαν τα μακριά του μαλλιά. Μπορούσε ακόμα να θυμηθεί τη μεταξωτή αίσθησή τους στη βάση της πλάτης του. Έφερε το τσιγάρο στα χείλη του και τράβηξε μια βαθιά ρουφηξιά, έχοντας απόλυτη επίγνωση των πόσων είχε χάσει. Όπως για παράδειγμα το τσιγάρο. Του άρεσε να καπνίζει πριν τον θάψουν ζωντανό και τον αφήσουν εκεί νομίζοντας τον για νεκρό.

Για 40 ολόκληρα χρόνια είχε αιχμαλωτιστεί από το Μαλάχι, τον αρχηγό ενός μικρού κοπαδιού ιαγουάρων, όταν κατηγορήθηκε ότι σκότωσε τη σύντροφο του μεταβλητού όντος. Πριν από εκείνη τη νύχτα, ο Κέιν είχε αρμονικές σχέσεις με τους ιαγουάρους και ο αρχηγός τους ήταν στενός του φίλος. Ο Μαλάχι τον είχε δικάσει και καταδικάσει, πάνω σε μία έκρηξη οργής. Χρησιμοποιώντας ένα ξόρκι από το βιβλίο που ο Κέιν πίστευε πως είχε κρύψει καλά, ο Μαλάχι είχε ρίξει επάνω του μια κατάρα που τον καθιστούσε ανίκανο να κινηθεί, να μιλήσει, ακόμα και να υπερασπιστεί τον εαυτό του. Του είχαν αφαιρέσει το σκουλαρίκι από αιματίτη που φορούσε, και που του επέτρεπε να κινείται ελεύθερος στο φως του ήλιου. Η πέτρα αυτή ανήκε στο πρώτο βαμπίρ, το Σιν. Ο Κέιν τον είχε κάποτε ρωτήσει πως έγινε και υπήρξε ο πρώτος και η απάντηση τον είχε αφήσει αποσβολωμένο. Ο Σιν είχε έρθει στον κόσμο μόνος, τραυματισμένος και πεινασμένος. Ένας νεαρός άντρας τον είχε βρει και για να χορτάσει την πείνα του, ο Σιν είχε πιει το αίμα του. Το βαμπίρ κατάλαβε γρήγορα ότι οι άνθρωποι αυτού του κόσμου ήταν εύθραυστα πλάσματα, που η ψυχή τους θα τους εγκατέλειπε αν μοιραζόταν το αίμα του, προσπαθώντας να δημιουργήσει μια οικογένεια σε αυτόν τον πλανήτη. Όταν όμως οι ψυχές τους χάνονταν του ήταν πια άχρηστοι και κάτι παρόμοιο με μικρά τέρατα.

Κατά τη διάρκεια της αιώνιας ζωής του, ο Σιν είχε βρει μόλις τρεις ανθρώπους των οποίων την ψυχή διατήρησε και τους έκανε παιδιά του. Η μόνη διαφορά ήταν ότι όταν τους μετέτρεψε σε βαμπίρ, τους καταδίκασε να ζουν στο σκότος, αυτούς και τους απογόνους τους, καθώς ο ήλιος θα τους έκαιγε… Αυτό δεν ήταν ποτέ πρόβλημα για το Σιν, εξαιτίας της πέτρας.

Τα χοντρά περιβραχιόνια που φορούσε ο Σιν προέρχονταν από το δικό του κόσμο και ήταν φτιαγμένα από την ίδια πέτρα. Κόβοντας ένα κομμάτι από αυτά είχε καταφέρει να φτιάξει ένα δαχτυλίδι, ένα κολιέ και ένα μοναδικό σκουλαρίκι. Ο Κέιν για άλλη μία φορά έφερε το χέρι στο αυτί του και άγγιξε το σκουλαρίκι που φορούσε.

Η πέτρα του είχε εξασφαλίσει μία σχετικά φυσιολογική ζωή… Ήταν το βιβλίο με ξόρκια του Σιν που είχε οδηγήσει τον Κέιν στην καταστροφή. Ο Κέιν το είχε εμπιστευτεί στους εκλεκτούς του, για να το χρησιμοποιήσουν σοφά όσο εκείνος κοιμόταν. Μέσα στο βιβλίο υπήρχε το καταραμένο ξόρκι, ένας τόπος να χαλιναγωγήσουν τα άψυχα παιδιά, αν γινόντουσαν πολύ επικίνδυνα για την ανθρωπότητα.

Καθώς το ίδιο ξόρκι είχε χρησιμοποιηθεί και εναντίον του, ο Κέιν μπορούσε μόνο να παρακολουθήσει με ψυχρό βλέμμα τον πρώην φίλο του να τον σκεπάζει με μαύρο χώμα. Το τελευταίο πράγμα που θυμάται να βλέπει ήταν ο έναστρος ουρανός του δάσους. Το σκοτάδι ήταν αθόρυβο και τον είχε κυριεύσει. Το ξόρκι τον είχε κρατήσει δεμένο εκεί αλλά μπορούσε ακόμα να ακούσει την κίνηση της γης. Μικρές, θνητές υπάρξεις που απέφευγαν να φάνε τη ζωντανή σάρκα του αλλά ασυναίσθητα ροκάνιζαν την ψυχή του.

Όσο ο καιρός περνούσε νόμιζε πως σίγουρα θα τρελαθεί και ξαφνικά άρχισε να ακούει θορύβους όλο και πιο συχνά… φωνές. Ήταν τόσο ευπρόσδεκτες στη φυλακή του και διψούσε να ακούει περισσότερες. Κάποιες φορές άκουγε ολόκληρες οικογένειες και κάποιες άλλες μόνο ενήλικες.

Κάποιες φορές προσπαθούσε να νικήσει το ξόρκι, άλλες να καλέσει βοήθεια και άλλες απλά να βρει παρέα. Η μαγεία κρατούσε γερά, καθιστώντας τον εντελώς ανίσχυρο. Το γνώριζε αυτό το ξόρκι. Το είχε χρησιμοποιήσει και ο ίδιος εναντίον τεράτων. Ήταν μία πολύπλοκη διαδικασία που απαιτούσε το αίμα ενός αγαπημένου προσώπου για να τον ελευθερώσει. Ένα ξόρκι αγάπης που μόνο η αδελφή ψυχή του θύματος θα μπορούσε να θα μπορούσε να σπάσει.

Είχε πάντα δουλέψει με τα βαμπίρ γιατί χρειαζόταν να έχεις ψυχή για να μπορέσεις να καλέσεις την αδελφή ψυχή. Το είχε χρησιμοποιήσει παραπάνω από μία φορά για να εξουδετερώσει τους δαιμονικούς απογόνους του που δεν ήξεραν τίποτα άλλο από τη λαγνεία για το αίμα.

Ο Κέιν γέλασε ειρωνικά όταν θυμήθηκε ποιος τον είχε καταδικάσει… γιατί αυτός δεν είχε αδελφή ψυχή. Ή τουλάχιστον δεν την είχε συναντήσει ποτέ. Αλλά ακόμα και να είχε, ήταν αρκετά απίθανο ότι αυτή θα σκόνταφτε στον τάφο του αιμορραγώντας. Ο Μαλάχι είχε μια ραγισμένη καρδιά. Αγαπούσε τόσο πολύ τη γυναίκα του που ήθελε να κάνει τον Κέιν να καταλάβει το βάθος αυτής της αγάπης και να ποθήσει μία ίδια.

Τελικά αυτό συνέβη. Τόσες και τόσες φορές, ενώ έτρεχαν τα δάκρυά του, παρακαλούσε τον οποιοδήποτε θεό ακούει να βρει την αδελφή ψυχή του και να του την φέρει για να ελευθερωθεί. Αν είχε όντως σκοτώσει τη γυναίκα του φίλου του θα του άξιζε αυτή η ποινή. Ωστόσο δεν είχε διαπράξει τέτοιο έγκλημα.

Μια νύχτα, κι ενώ είχε εγκαταλείψει την ελπίδα, τον άκουσε. Ο διακριτικός βρυχηθμός του Μαλάχι, συνοδευόμενος από μία ακόμα οργισμένη ζωώδη κραυγή, έσπασε την ησυχία και διέκοψε τον εσωτερικό του μονόλογο. Ύστερα έμεινε σοκαρισμένος από τη φωνή ενός μικρού κοριτσιού, που στεκόταν ακριβώς από πάνω του και τους εκλιπαρούσε να μην πειράξουν το κουτάβι της.

 

Ο ήχος της τρεμάμενης φωνής της έκανε κάτι μέσα του να σπάσει, να λυγίσει και λαχτάρησε να ελευθερωθεί για να την προστατεύσει από το κτήνος της νύχτας.

«Ο Μαλάχι δε θα πειράξει το κουτάβι σου μικρούλα», σκέφτηκε ο Κέιν. Ήταν αλήθεια, ο Μαλάχι δε θα πείραζε κανένα, ειδικά ένα παιδί, εκτός και αν κάποιος τον παραπλανούσε σκόπιμα. Γνωρίζοντας ότι ο φίλος του βρισκόταν κάπου από πάνω του, ο Κέιν ένιωσε ξανά μία πνοή ζωής. Άρχισε να θυμώνει όταν το κορίτσι φώναξε πάλι και άκουσε ένα δυνατό γδούπο στο έδαφος. Αίμα… μύρισε αμέσως το φρεσκοχυμένο αίμα που έπεσε στο μαλακό χώμα που τον σκέπαζε.

Ήταν το πιο καλοδεχούμενο πράγμα που του είχε συμβεί. Το άρωμα κατέκλυσε το μυαλό του και σχεδόν τον οδήγησε σε παραλήρημα, γνωρίζοντας ότι δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για να το γευτεί. Ήταν τόσο αποδυναμωμένος μετά από τόσον καιρό που είχε να πιει. Διψασμένος μέχρι θανάτου αλλά ακόμα ζωντανός. Και τότε ένιωσε δύο από τα δάχτυλά του να συσπώνται.

Ο Κέιν συγκεντρώθηκε σε αυτό και με όλη τη δύναμη του μυαλού του συνέχισε να προσπαθεί να κουνηθεί. Ένιωσε τις μέρες να περνούν, στηριζόμενος στη θέρμη του εδάφους που τον σκέπαζε. Η μυρωδιά του αίματος τον είχε πια κατακλείσει και τον οδηγούσε μόνο προς τα εμπρός. Επιτέλους, μπορούσε πια να κουνά τα χέρια του αργά και ακόμα πιο αργά άρχισε να προσπαθεί να ξεθάψει τον εαυτό του για να βγει από τον τάφο του.

Οι μέρες συνέχισαν να κυλούν και όταν κάποια στιγμή το χέρι του κατάφερε να βγει στην επιφάνεια, σχεδόν έκλαψε από χαρά. Σύρθηκε έξω από το χώμα, άνοιξε τα μάτια του, κοίταξε ψηλά, και άρχισε να γελά σχεδόν με μανία όταν αντίκρισε το γεμάτο αστέρια μαύρο ουρανό. Στρέφοντας ξανά το βλέμμα του στο έδαφος, πρόσεξε ένα κομμάτι ύφασμα, με ένα στεγνό πια, λεκέ από αίμα. Το σήκωσε, το έφερε στη μύτη του και το κράτησε εκεί εισπνέοντας δυνατά το άρωμα του αίματος που τον είχε απελευθερώσει.

Σφίγγοντας τη μυρωδιά του σωτήρα του στη γροθιά του, σηκώθηκε εντελώς από το έδαφος. Ο Μαλάχι και ο ανθρωπόμορφος, που είχε πραγματικά σκοτώσει τη γυναίκα του ιαγουάρου, κείτονταν νεκροί λίγα μόλις μέτρα από τον τάφο του.

Κοιτώντας πέρα από αυτούς και προς το δάσος αναζήτησε το κορίτσι. Ο Κέιν ήξερε πως βρισκόταν ήδη μακριά αλλά ήταν πεπεισμένος πως ήταν η αδελφή ψυχή του. Ποιος άλλος θα είχε καταφέρει να σπάσει το ξόρκι του Μαλάχι αν όχι εκείνη;

Καθώς ήταν πολύ αδύναμος να την ψάξει, ο Κέιν σύρθηκε προς το Μαλάχι και τον χάιδεψε απαλά στο μάγουλο. Ξαφνικά, ενώ κοίταζε το πρόσωπο του, η αναπνοή του πάγωσε. Ο Μαλάχι φορούσε το σκουλαρίκι από αιματίτη. Το δικό του σκουλαρίκι!

Με μία βίαιη και αστραπιαία κίνηση, ο Κέιν σηκώθηκε όρθιος με το σκουλαρίκι σφιγμένο στη γροθιά του. Κοιτάζοντας το Ναθάνιελ, τον άντρα που τον είχε παγιδεύσει, ο Κέιν τυλίχτηκε το μανδύα του σκοταδιού κι εξαφανίστηκε.

Ο Κέιν εξέπνευσε και παρατηρούσε τον καπνό να περιστρέφεται στον αέρα διαγράφοντας κύκλους, πριν εξαφανιστεί εντελώς από μπροστά του. Είχε περάσει τα τελευταία δέκα χρόνια περιπλανώμενος από χώρα σε χώρα και από ήπειρο σε ήπειρο, προσπαθώντας να καλύψει τα κενά που του είχε αφήσει η τριακονταετής φυλάκισή του.

Είχε ανακτήσει τη δύναμή του, ταΐζοντας τον εαυτό του με ένα μικρό λευκό σκυλάκι που είχε βρει στον κορμό ενός δέντρου. Ήξερε πως ήταν το κατοικίδιο κάποιου και ένιωθε τύψεις γι’ αυτό που είχε κάνει, όμως η ανάγκη να ικανοποιήσει την πείνα του ήταν μεγαλύτερη.

Μόνο μετά που είχε φάει κατάλαβε ότι το κουτάβι ανήκε στο κορίτσι που τον είχε απελευθερώσει. Νιώθοντας ακόμα μια μικρή σπίθα ζωής στο μικρόσωμο τριχωτό πλάσμα, έκανε το χειρότερο που θα μπορούσε. Δάγκωσε τον καρπό του, μέχρι που δύο σταγόνες αίμα έπεσαν στη ροζ γλώσσα του κουταβιού. Έπειτα ξάπλωσε το κουτάβι στο έδαφος και αναρωτήθηκε τι διάολο έκανε. Δε θα δούλευε ποτέ! Ή μήπως ναι;

Τον είχε σώσει δύο φορές και δεν το ήξερε καν. Η θύμηση της τρομαγμένης της φωνής είχε ακόμα τη δύναμη να τον ξυπνά από το βαθύ του ύπνο. Ευχόταν να την είχε δει. Έστω και για λίγο, έτσι ώστε να έχει μια μορφή να την ταιριάξει με τη φωνή που τον στοίχειωνε.

Έβαλε το χέρι στην τσέπη και τράβηξε έξω το κολάρο του μικρού ζώου. Το βλέμμα του σταμάτησε στο ταμπελάκι σε σχήμα κόκκαλου που κρεμόταν. Ήξερε το όνομα της οικογένειας, αλλά η αναγραφόμενη διεύθυνση δεν ίσχυε πια. Δεν ίσχυε εδώ και χρόνια. Όταν επιτέλους έμαθε να χειρίζεται τον υπολογιστή έκανε μία έρευνα αλλά οι γονείς του κοριτσιού είχαν πεθάνει και το σπίτι είχε πουληθεί. Η κόρη τους, που ήταν σίγουρος ότι ήταν ο σωτήρας του, είχε εξαφανιστεί χωρίς να αφήσει ίχνη.

Ο Κέιν πέταξε το τσιγάρο του και το πάτησε με το πόδι του για να σβήσει. Μόλις είχε επιστρέψει στο Λος Άντζελες, είχε αμέσως πάει στο κλαμπ όπου ο Μαλάχι κάποτε ζούσε και διεύθυνε, μα ανακάλυψε ότι είχε πουληθεί και τα παιδιά του είχαν πια μετακομίσει σε άλλη διεύθυνση. Το νέο μαγαζί δεν ήταν τίποτα άλλο από μία παλιά αποθήκη. Ωστόσο οι ιαγουάροι την είχαν, προσφάτως, ανακαινίσει και είχαν φτιάξει εκεί ένα καινούργιο κλαμπ, σύμφωνο με τις επιταγές της εποχής. Τα παιδιά του Μαλάχι ήταν οι νέοι διευθύνοντες.

Κούνησε το κεφάλι του με απορία, διερωτούμενος πως ο Μαλάχι είχε μπορέσει να ξαναπαντρευτεί, γνωρίζοντας πόσο είχε αγαπήσει την πρώτη του σύζυγο. Εκείνη ήταν η αδελφή ψυχή του και ήταν γνωστό ότι ενώ οι ανθρωπόμορφοι συνήθιζαν να έχουν ιδιαίτερα έντονη σεξουαλική ζωή, μόλις γνώριζαν την αδελφή ψυχή τους ήταν σχεδόν αδύνατον να αγαπήσουν ξανά. Η τελευταία σύζυγός του Μαλάχι, του είχε χαρίσει τέσσερα παιδιά, και είχε πεθάνει κατά τη διάρκεια του τοκετού του τέταρτου γιου τους, του Νικ.

Ο Μαλάχι είχε πεθάνει τη νύχτα που είχε ακουστεί ο βρυχηθμός από τα έγκατα της γης, αλλά ο Κέιν συνέχισε να νιώθει την ανάγκη για εκδίκηση να φουντώνει μέσα του. Σχεδόν όλα τα βαμπίρ γεννιούνται από το σκότος και ίσως ο Σιν να έκανε λάθος σχετικά με τη διαφορετικότητα του Κέιν. Ίσως να ήταν το ίδιο σατανικός με τους προγόνους του. Ίσως αυτά τα βασανιστικά χρόνια να είχαν κάνει αρκετή ζημιά. Το μυαλό του δεν μπορούσε ακόμα να απελευθερωθεί από τη σκοτεινή φυλακή που τον είχε βάλει ο Μαλάχι.

Για τον Κέιν έφταιγαν οι ιαγουάροι. Εκείνοι είχαν χύσει το πρώτο αίμα. Και τώρα εκείνος είχε επιστρέψει για να εκδικηθεί αυτήν την καταραμένη φυλή των ανθρωπόμορφων, και θα ξεκινούσε με τα παιδιά του Μαλάχι. Αλλά δε θα σταματούσε εκεί. Μετά θα έπαιρναν σειρά και τα παιδιά του ανθρωπόμορφου που τον είχε παγιδεύσει… του Ναθάνιελ Γουάιλντερτ.

Το να βρει ακόλουθους να τον προμηθεύουν με αίμα δεν ήταν δύσκολο. Τον Κέιν συνέχιζε να τον εκπλήσσει το γκοθ παρασκήνιο αυτής της πόλης. Πολλοί από αυτούς ονειρεύονταν ότι ήταν ότι αυτός… δηλαδή ένα αληθινό βαμπίρ αντί ενός γκοθά που ήθελε κάποια στιγμή να γίνει.

Το μόνο που είχε να κάνει ήταν να μετατρέψει έναν και μετά να αφήσει τον άψυχο υποτακτικό του να τον υπηρετεί. Είχε διαλέξει τον πιο επικίνδυνο της παρέας… εκείνον που όλα έδειχναν πως είχε ήδη πουλήσει την ψυχή του στο σκότος. Ο Ρέιβεν, ένας αλήτης, ένας οριακά ψυχασθενής ως άνθρωπος, ένας γκοθάς, που διψούσε για αίμα πριν καν να έχει πραγματική ανάγκη γι’ αυτό.

 

Ο Ρέιβεν ήταν ο μόνος στον οποίον ο Κέιν είχε μιλήσει για τις πισώπλατες μαχαιριές των ανθρωπόμορφων και για το σχέδιο τους να τον παγιδεύσουν και να τον θάψουν ζωντανό. Δεν είχε καταλάβει γιατί του τα είχε εκμυστηρευτεί, ίσως από πλήξη…

Ο Κέιν τον είχε αφήσει ελεύθερο στην πόλη. Ο Ρέιβεν, που ήταν ήδη θυμωμένος με τον κόσμο, τώρα που ο Κέιν του είχε δώσει την ευκαιρία να ξαναγεννηθεί ως παιδί του σκότους, είχε βρει διέξοδο για όλον αυτόν το συσσωρευμένο θυμό. Ο Ρέιβεν είχε κάνει προσωπική του υπόθεση την εκδίκηση του Κέιν και το ζοφερό βαμπίρ άρχισε να χρησιμοποιεί όλες τις ικανότητές του για αυτόν τον σκοπό.

Ο Κέιν δεν προσπάθησε να τον αποτρέψει καθώς οι πράξεις του Ρέιβεν συμφωνούσαν απόλυτα με την παγίδα που ο ίδιος ετοίμαζε στα μέλη της οικογένειας του Μαλάχι. Δεν είχε κανένα λόγο να προστατεύσει τους ανθρωπόμορφους από το Ρέιβεν. Το περισσότερο που μπορούσε να κάνει ήταν να συμβουλέψει το Ρέιβεν ότι δε χρειαζόταν να σκοτώσει για να τραφεί, ότι δεν ήταν ανάγκη να προκαλέσει τέτοιες ζημιές αν δεν το επιθυμούσε. Δεν έφταιγε εκείνος αν ο Ρέιβεν είχε επιλέξει το θάνατο.

Την πρώτη φορά που ο Ρέιβεν σκότωσε ήταν και η μοναδική φορά που είχε παρέμβει ο Κέιν, πιάνοντας το αγόρι, πριν αφήσει τους νεκρούς με το σημάδι του βαμπίρ στην εύκολη θέα των ανθρώπων. Κρατώντας αυτό το μυστικό, βυθίστηκε στην αυτοσυντήρησή του και ξέχασε να το μοιραστεί με το Ρέιβεν. Έπειτα ο Κέιν του έδειξε πώς να καλύπτει τα νώτα του και να το κάνει να μοιάζει περισσότερο με μία σαδιστική δολοφονία.

Ο Ρέιβεν είχε αναλάβει να θάβει τα θύματά του σε μία περιοχή κοντά στο Μούνντανς, ώστε οι αρχές να μη δυσκολεύονται να τα βρούν. Ήταν το τέλειο σχέδιο. Τα περισσότερα βαμπίρ ήταν έμφυτα κακά, έτσι ο Κέιν είχε περάσει το μεγαλύτερο μέρος της κανονικής ζωής του μέσα στην περιοχή των δολοφόνων. Το να βλέπει αυτό το αγόρι να σκοτώνει έμοιαζε τόσο φυσικό.

Αν ο Σιν ζούσε και έβλεπε αυτήν τη δολοφονική μανία θα είχε απαλλάξει τον κόσμο από αυτήν τη δυστυχία, είτε σκοτώνοντας το Ρέιβεν, είτε καταδικάζοντάς τον ζωντανό σε αιώνιο τάφο. Τώρα που ο Κέιν είχε βιώσει αυτήν την τιμωρία θα επέλεγε σίγουρα ένα γρήγορο θάνατο.

Πριν την εξορία του είχε υπάρξει στενός φίλος και με ένα άλλο βαμπίρ… το Μάικλ. Είχαν ζήσει μαζί περισσότερο από ότι μπορούσαν ή ήθελαν να θυμηθούν. Ήταν κι οι δυο τους προικισμένοι με τις πέτρες αιματίτη, επειδή είχαν διατηρήσει τις ψυχές τους. Αυτοί και ο αδελφός του Μάικλ ο Ντέιμον.

Ο Μάικλ ήταν καλός άνθρωπος… είχε παραμείνει στη λεγόμενη πλευρά των αγγέλων, ενώ σύμφωνα με τις φήμες, ο αδελφός του ο Ντέιμον είχε αναπτύξει πολύ τη σκοτεινή πλευρά του και τη χρησιμοποιούσε εναντίον του αδελφού του. Αφού τελείωνε εδώ, ίσως να έκανε μια επίσκεψη στο Ντέιμον, για να τον διδάξει τρόπους. Αυτή η αδελφική αντιπαλότητα παραξένεψε τον Κέιν γιατί ήξερε ότι ο Μάικλ αγαπούσε τον αδερφό του… ωστόσο τα πράγματα μπορούσαν πάντα να αλλάξουν.

Ο Κέιν δεν ήθελε να μάθει ο Μάικλ το κακό που είχε σπείρει μέσα του ο τάφος. Τις δύο τελευταίες βδομάδες είχε περάσει χρόνο παρακολουθώντας το Μάικλ από απόσταση. Ήξερε ότι ο Μάικλ και ο μεγαλύτερος γιος του ιαγουάρου, ο Γουόρεν, ήταν φίλοι… έτσι ακριβώς όπως είχε υπάρξει κι εκείνος με το Μαλάχι.

Οι ανθρωπόμορφοι ήταν προδότες και ο Μάικλ θα έπρεπε να το ανακαλύψει μόνος του. Βγάζοντας από τη μέση τους ανθρωπόμορφους θα έκανε ,μία τελευταία χάρη στο Μάικλ… προς τιμή του παλιού καλού καιρού.

Ο Κέιν σήκωσε τα χέρια του και άγγιξε το σκουλαρίκι του. Είχε απόλυτη επίγνωση ότι η πέτρα του τον σταματούσε από το να σκοτώνει ανθρώπους. Αν η ψυχή του ήταν πραγματικά σατανική, τότε η πέτρα δε θα λειτουργούσε. Αναρωτιόταν πως ο Μαλάχι είχε μπορέσει να παραβλέψει αυτό το γεγονός. Η απόδειξη της αθωότητάς του ήταν εκεί, μπροστά στα μάτια του.

Δεν έχει σημασία… Είχε περάσει τριάντα χρόνια στη φυλακή του για κάτι που δεν είχε κάνει. «Η εκδίκηση θα είναι κόλαση φίλοι μου.»