Za darmo

Ο Αγαθούλης

Tekst
Autor:
iOSAndroidWindows Phone
Gdzie wysłać link do aplikacji?
Nie zamykaj tego okna, dopóki nie wprowadzisz kodu na urządzeniu mobilnym
Ponów próbęLink został wysłany

Na prośbę właściciela praw autorskich ta książka nie jest dostępna do pobrania jako plik.

Można ją jednak przeczytać w naszych aplikacjach mobilnych (nawet bez połączenia z internetem) oraz online w witrynie LitRes.

Oznacz jako przeczytane
Czcionka:Mniejsze АаWiększe Aa

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XXVI
Για ένα δείπνο, που έκανε ο Μαρτίνος μ' έξι ξένους και ποιοι ήτανε αυτοί

Ένα βράδι, που ο Αγαθούλης κι' ο Μαρτίνος πηγαίνανε να καθήσουνε στο τραπέζι μαζί με τους ξένους, που μένανε στο ίδιο ξενοδοχείο, ένας άνθρωπος καρβουνοπρόσωπος τον πλησίασε από πίσω και πιάνοντάς τον από το μπράτσο του είπε:

– Ετοιμαστήτε ν' αναχωρήσετε μαζί μας, μην αρνηθήτε.

Γυρίζει και βλέπει τον Κακαμπό. Ε, μονάχα η θέα της Κυνεγόνδης θα μπορούσε να τον εκπλήξη και τον χαροποιήση περισσότερο. Λίγο έλειψε να τρελαθή από χαρά. Αγκαλιάζει τον αγαπημένο του φίλο.

– Η Κυνεγόνδη είν' εδώ, χωρίς άλλο; Πού είναι; Πήγαινέ με κοντά της, για ν' αποθάνω από χαρά!

– Η Κυνεγόνδη δεν είν' εδώ, είπεν ο Κακαμπός· είναι στην Κωσταντινούπολη.

– Α! ουρανέ! στην Πόλη! Αλλά και στην Κίνα νάτανε, θα πετούσα έως εκεί· πάμε!

– Θα φύγουμε μετά το δείπνο, είπε ο Κακαμπός. Δε μπορώ να σας πω περισσότερα· είμαι σκλάβος· ο αφέντης μου με περιμένει· πρέπει να πάω να του σερβίρω στο τραπέζι· μη λέτε λέξη, φάτε και νάσαστε έτοιμος.

Ο Αγαθούλης, μισός χαρά, μισός λύπη, γοητευμένος, που ξανάδε τον πιστό του υπηρέτη, ξαφνισμένος, που τον είδε σκλάβο, γεμάτος από τη σκέψη να ξανάβρη την αγαπημένη του, με την καρδιά ταραγμένη το πνεύμα άνω κάτω, κάθισε στο τραπέζι με το Μαρτίνο, που παρακολουθούσε με ψυχραιμία όλες αυτές τις περιπέτεις, μαζί με τους άλλους έξι ξένους, που είχαν έρθει να περάσουνε τα καρναβάλια στη Βενετία.

Ο Κακαμπός, που έχυνε κρασί σ' έναν απ' αυτούς τους έξι ξένους, πλησίασε στ' αυτί του αφέντη του, κατά το τέλος του δείπνου, και τούπε:

– Η Μεγαλειότητά σας ημπορεί ν' αναχωρήση όποτε θέλη, το καράβι είναι έτοιμο.

Αφού είπε αυτές τις λέξεις, βγήκε έξω. Οι άλλοι, που τρώγανε στο ίδιο τραπέζι, κοιταζόντανε μ' έκπληξη χωρίς να προφέρουνε λέξη, όταν ένας δεύτερος υπηρέτης πλησιάζει τον αφέντη του και του λέγει:

– Το φορείο της Μεγαλειότητά σας είναι στην Πάδοβα κ' η βάρκα έτοιμη. Ο αφέντης έκαμε ένα σημάδι κι' ο υπηρέτης βγήκε έξω. Όλοι οι άλλοι ξανακοιταχτήκανε πάλι κ' η κοινή έκπληξη διπλασιάστηκε. Ένας τρίτος υπηρέτης πλησίασε επίσης έναν τρίτο ξένο και τούπε:

– Η Μεγαλειότητά σας δε θα μείνη πολύν καιρό εδώ· θα τα ετοιμάσω όλα.

Κ' ευθύς εξαφανίστηκε.

Ο Αγαθούλης κι' ο Μαρτίνος δεν αμφιβάλανε πως είχαν εμπρός τους μασκαράδες του καρναβαλιού. Ένας τέταρτος υπηρέτης είπε στον τέταρτον αφέντη.

– Η μεγαλειότητά σας θ' αναχωρήση, όποτε θέλη, και βγήκε έξω σαν τους άλλους.

Ο πέμτος υπηρέτης είπε τα ίδια στον πέμτο αφέντη. Αλλά ο έχτος υπηρέτης, μίλησε διαφορετικά στον έχτο αφέντη, που καθότανε πλάι στον Αγαθούλη.

– Μα την πίστη μου, Μεγαλειότατε, δε θέλουνε πια να κάνουνε πίστωση στη μεγαλειότητά σας, ούτε και σε μένα· και μπορεί αξιόλογα απόψε να μας φυλακίσουνε και σας και μένα· πάω να φροντίσω για τον εαυτό μου! Χαίρετε!

Αφού όλοι οι υπηρέτες εξαφανιστήκανε, οι έξι ξένοι, ο Αγαθούλης κι' ο Μαρτίνος μένανε βυθισμένοι σε βαθυά σιγή. Επί τέλους ο Αγαθούλης τη διάκοψε!

– Κύριοι, είπε, να μια μοναδική αστειότητα. Γιατί ήσαστε όλοι βασιλιάδες; Όσο μια μένα, σας ομολογώ, πως δεν είμαι βασιλιάς, καθώς κι' ο φίλος ο Μαρτίνος.

Ο αφέντης του Κακαμπό έλαβε τότε με πολλή σοβαρότητα το λόγο και είπε Ιταλικά!

– Δεν αστειεύομαι καθόλου! Ονομάζομαι Μεχμέτ ο Γος. Έκανα Σουλτάνος πολλά χρόνια· είχα εκθρονίσει τον αδερφό μου· ο ανεψιός μου μ' εκθρόνισε, κόψανε τον λαιμό των βεζύρηδών μου· αποτελειώνω τις μέρες της ζωής μου μέσα στο παλιό Σαράι. Ο ανεψιός μου, ο μέγας σουλτάνος Μαχμούτ, μου επιτρέπει να ταξιδεύω κάποτε για την υγεία μου· κ' έτσι ήρθα να περάσω τα καρναβάλια στη Βενετία.

Ένας νέος, που βρισκότανε πλάι στον Αχμέτ μίλησε κατόπι και είπε:

– Ονομάζομαι Ιβάν· ήμουν αυτοκράτορας πασών των Ρωσσιών· μ' εκθρόνισαν, όταν ακόμα ήμουνα στην κούνια· τον πατέρα μου και τη μητέρα μου τη φυλακίσανε· μ' αναθρέψανε μέσα στη φυλακή· έχω κάποτε την άδεια να ταξιδεύω, συνοδευμένος από τους φυλακές μου· κ' ήρθα να περάσω τα καρναβάλια στη Βενετία.

Ο τρίτος είπε:

– Είμαι ο Κάρολος Εδουάρδος, βασιλιάς της Αγγλίας· ο πατέρας μου, μου παραχώρησε τα δικαιώματά του στη βασιλεία· πολέμησα για να τα υποστηρίξω· ξερρριζώσανε την καρδιά από οχτακόσιους του κόμματός μου, και τους τη χτυπήσανε στα μούτρα· με βάλανε στη φυλακή· πάω στη Ρώμη να επισκεφτώ τον πατέρα μου, εκθρονισμένον όπως κ' εγώ κι' ο παπούς μου· κ' ήρθα να περάσω τα καρναβάλια στη Βενετία.

Ο τέταρτος είπε:

– Είμαι βασιλιάς των Πολάκων· η τύχη του πολέμου μου στέρησε τις κληρονομικές μου χώρες κι' ο πατέρας μου έπαθε το ίδιο· αφήνομαι στη Θεία Πρόνοια, όπως ο Σουλτάνος Αχμέτ, ο αυτοκράτορας Ιβάν κι' ο βασιλιάς Κάρολος Εδουάρδος, στους οποίους άμποτε ο Θεός να δίνει χρόνια πολλά· κ' ήρθα να περάσω τα Καρναβάλια στη Βενετία.

Ο πέμτος είπε:

– Κ' εγώ είμαι βασιλιάς των Πολάκων· έχασα δυο φορές το βασίλειό μου· αλλ' η Πρόνοια μου έδωσε άλλο κράτος, στο όποιο έκανα τόσα αγαθά, όσα δεν κάνανε όλοι οι βασιλιάδες των Σαρματών μαζί στις όχθες του Βιστούλα. Αφήνομαι κ' εγώ στη Θεία Πρόνοια· κ' ήρθα να περάσω τα καρναβάλια στη Βενετία.

Έμενε να μιλήση ο έχτος μονάρχης.

Κύριοι, είπε, δεν είμαι τόσο μέγας Αφέντης όπως εσείς· αλλ' επί τέλους υπήρξα βασιλιάς, όπως κάθε βασιλιάς· είμαι ο Θεόδωρος· μ' εκλέξανε βασιλιά της Κορσικής· με ωνομάσανε, Μεγαλειότατον, αλλά τώρα μόλις μ' ονομάζουνε Κύριο· έκοψα νομίσματα και δεν έχω ούτ' ένα δηνάριο· Είχα δυο γραμματείς της Επικρατείας, και δεν έχω έναν υπηρέτη· είχα καθήσει σε θρόνο κ' έμεινα πολύν καιρό, στη Λόντρα, φυλακή πάνω στ' άχερα· φοβούμαι πολύ, μην πάθω τα ίδια κ' εδώ, αν κ' ήρθα να περάσω, όπως οι Μεγαλειότητές σας, τα καρναβάλια στη Βενετία.

Οι άλλοι πέντε βασιλιάδες ακούσανε αυτά τα λόγια μ' ευγενική συμπάθεια: Ο καθένας απ' αυτούς έδωκε είκοσι τσεκίνια στο βασιλιά Θεόδωρο, για ν' αγοράση ρούχα και πουκάμισα· ο Αγαθούλης του χάρισε ένα διαμάντι, πόκανε δυο χιλιάδες τσεκίνια.

– Ποιος νάναι άραγε αυτός ο άνθρωπος, λέγανε οι πέντε βασιλιάδες, που μπορεί να δίνη εκατό φορές περισσότερα από μας και τα δίνει; Μήπως ήσαστε και σεις βασιλιάς, κύριε;

– Όχι, κύριοι, και δεν το επιθυμώ καθόλου! Την ώρα, που φεύγανε από το τραπέζι, φτάσανε στο ίδιο ξενοδοχείο έξι γαληνότατες υψηλότητες, που είχανε χάσει ομοίως τα κράτη τους εξ αιτίας του πολέμου και που ήρθανε να περάσουνε τα καρναβάλια στη Βενετία. Αλλ' ο Αγαθούλης δεν τους πρόσεξε καθόλου: ήτανε ολότελα απασχολημένος να πάη νάβρη την αγαπημένη του Κυνεγόνδη στην Κωνσταντινούπολη.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XXVII
Ταξίδι του Αγαθούλη στην Κωσταντινούπολη

Ο πιστός Κακαμπός είχε καταφέρει τον τούρκο πλοίαρχο, που θα μετέφερνε το σουλτάνο Αχμέτ στην Κωσταντινούπολη, να δεχτή στο καράβι τον Αγαθούλη και το Μαρτίνο. Κι' ο ένας κι' ο άλλος επιβιβαστήκανε, αφού πρώτα προσκυνήσανε την άθλια Μεγαλειότητά του. Ο Αγαθούλης, ενώ βαδίζανε προς το καράβι, έλεγε στο Μαρτίνο:

– Να, ωστόσο, έξι ξεθρονισμένοι βασιλιάδες, με τους οποίους δειπνήσαμε! Κ' επί πλέον μέσα σ' αυτούς τους έξι υπήρχε κ' ένας, που τούκανα ελεημοσύνη. Ίσως υπάρχουνε πολλοί άλλοι πρίγκιπες πιο κακότυχοι. Εγώ έχασα μόνο έξι πρόβατα και τώρα πετώ στην αγκαλιά της Κυνεγόνδης. Αγαπητέ μου Μαρτίνε, άλλη μια φορά ο Παγγλώσης είχε δίκιο, πως όλα είναι καλά.

Το εύχομαι, είπε ο Μαρτίνος.

Αλλά, επανάλαβε ο Αγαθούλης, να μια περιπέτεια πολύ ολίγο αληθοφανής, που μας έτυχε στη Βενετία. Δεν έχει ποτές ακουστή ή ειπωθή, πως έξι βασιλιάδες ξεθρονισμένοι δειπνήσανε μαζί σε μια ταβέρνα.

Αυτό δεν είναι περισσότερο παράξενο, είπε ο Μαρτίνος, από τα περισσότερα πράγματα, που μας συμβήκανε. Είναι πολύ κοινό πράγμα να ξεθρονίζονται βασιλιάδες. Κ' εξόν από την τιμή, που λάβαμε να δειπνήσομε μαζί τους, είναι κάτι, που δεν αξίζει το προσέξουμε περισσότερο. Δεν ενδιαφέρει με ποιους συντρώγει κανείς, αρκεί να τρώγει καλά!

Μόλις ο Αγαθούλης μπήκε στο καράβι, πήδησε στο λαιμό του παλιού του υπηρέτη, του φίλου του Κακαμπό.

– Ε, λοιπόν; τον ερώτησε· τι κάμνει η Κυνεγόνδη; Είναι πάντα θαύμα ομορφιάς; Μ' αγαπά πάντα; Πώς είναι; Της αγόρασες κανένα παλάτι στην Πόλη;

– Αγαπητέ μου κύριε, απάντησε ο Κακαμπός, η Κυνεγόνδη πλένει στην Προποντίδα τα πιάτα ενός πρίγκιπα, που δεν έχει αρκετά πιάτα. Είναι σκλάβα στο σπίτι ενός παλιού ηγεμόνα, που ονομάζεται Ραγκόνσκης, στον οποίον ο μέγας σουλτάνος δίνει τρία σκούδα την ημέρα κι' άσυλο· Αλλά το πιο θλιβερό, είναι, που έχασε την ομορφιά της και που έγινε φριχτά άσκημη.

– Αχ! ωραία ή άσκημη, είπε ο Αγαθούλης, είμαι τίμιος άνθρωπος και καθήκο μου είναι να την αγαπώ παντοτεινά. Αλλά πώς μπόρεσε να ξεπέση σ' αυτή την ελεεινή κατάσταση με τα πέντε έως έξι εκατομμύρια, που είχες πάρει μαζί σου;

– Καλά, είπε ο Κακαμπός· μου χρειαστήκανε να δώσω δυο στο σενόρ ντον Φερνάνδο ντ' Ιμπαράα, υ Φιγγουέρα, υ Μασκαρένες, υ Λαμπούρδος, υ Σούζα, κυβερνήτη του Βουέννος-Άυρες, για να λάβω την άδεια να ξαναπάρω τη δεσποινίδα Κυνεγόνδη· ένας πειρατής κατόπι μας ξεγύμνωσε απ' ό,τι μας έμεινε. Αυτός ο πειρατής μας έφερε στο ακρωτήριο Ματαπάν, στη Μήλο, στην Ικαρία, στη Σάμο, στην Πέτρα, στα Δαρδανέλλια, στο Μαρμαρά, στο Σκούταρι. Η Κυνεγόνδη κ' η γριά υπηρετούνε σ' αυτόν τον πρίγκιπα, για τον οποίον σας μίλησα, κ' εγώ είμαι σκλάβος του ξεθρονισμένου σουλτάνου.

– Τι τρομερά δυστυχήματα δεμένα τόνα με τάλλο σαν αλυσίδα! είπε ο Αγαθούλης. Μα το κάτω-κάτω μου μένουν ακόμα λίγα διαμάντια· θα λευτερώσω εύκολα την Κυνεγόνδη. Είναι μεγάλη συφορά, που έγινε τόσο άσκημη!

Έπειτα, γυρίζοντας στο Μαρτίνο:

– Ποιος, νομίζετε, πως είναι πιο αξιολύπητος από το σουλτάνο Αχμέτ, τον αυτοκράτορα Ιβάν, το βασιλιά Κάρολο-Εδουάρδο και μένα;

Δεν ξέρω, είπε ο Μαρτίνος· θάπρεπε νάμαι μέσα στις καρδιές σας για να το γνωρίζω.

– Αχ! είπε ο Αγαθούλης· αν ήταν εδώ ο Παγγλώσσης, θα τόξερε και θα μας το μάθαινε.

Δεν ξέρω με ποια ζυγαριά ο Παγγλώσσης σας μπορούσε να ζυγιάζη τα δυστυχήματα των ανθρώπων να εχτιμά τις λύπες τους. Ό,τι πιστεύω είναι, πως υπάρχουν εκατομμύρια άνθρωποι πάνω στη γη πιο αξιολύπητοι από το βασιλιά Εδουάρδο, τον αυτοκράτορα Ιβάν και το σουλτάνο Αχμέτ.

 

– Αυτό είναι πολύ πιθανό, είπε ο Αγαθούλης.

Σε λίγες μέρες φτάσανε στο Βόσπορο. Ο Αγαθούλης πρώτα-πρώτα ξαγόρασε τον Κακαμπό πολύ ακριβά· και, δίχως να χάνη καιρό, ρίχτηκε σε μια γαλέρα με τους συντρόφους του, για να πάη στις αχτές της Προποντίδας να ζητήση την Κυνεγόνδη, όσο άσκημη κι' αν ήτανε.

Υπήρχανε μέσα στους κατάδικους, που τραβούσανε κουπί, δυο, που τραβούσανε πολύ κακά και στους οποίους ο λεβαντίνος πλοίαρχος έδινε από καιρό σε καιρό μερικές χτυπιές μ' ένα βούνευρο στις γυμνές τους πλάτες. Ο Αγαθούλης μ' ένα πολύ φυσικό κίνημα τους κοιτούσε προσεχτικά και τους πλησίασε με σπλάχνος. Μερικά χαραχτηριστικά του μεταμορφωμένου προσώπου των του φανήκανε, πως μοιάζουνε λιγάκι με του Παγγλώσση και του δυστυχισμένου Ιησουίτη, αυτού του βαρώνου, του αδερφού της Κυνεγόνδης. Αυτή η σκέψη τον συγκίνησε και τον λύπησε. Τους παρατήρησε ακόμα πιο προσεχτικώτερα.

– Αληθινά, είπε στον Κακαμπό, αν δεν είχα ιδεί με τα μάτια μου να κρεμάνε το δόχτορα Παγγλώσση κι' αν δεν είχα τη δυστυχία να σκοτώσω το βαρώνο, θα πίστευα, πως είναι αυτοί, που τραβούνε κουπί μέσα σ' αυτή τη γαλέρα.

Μόλις ακούσανε τα ονόματα Παγγλώσσης και βαρώνος, οι δυο κατάδικοι βγάλανε μεγάλο ξεφωνητό, σταματήσανε πάνω στον μπάγκο τους, αφήνοντας τα κουπιά τους να πέσουνε.

Ο λεβαντίνος πλοίαρχος έτρεξε καταπάνω τους και οι χτυπιές του βούνευρου πέφτανε βροχή.

– Στάσου! στάσου! άρχοντα, φώναξε ο Αγαθούλης, θα σας δώσω όσα χρήματα θέλετε.

– Πώς! είναι ο Αγαθούλης, έλεγε ο ένας από τους κατάδικους.

– Πώς! είναι ο Αγαθούλης, έλεγε ο άλλος.

– Είναι όνειρο; έλεγε ο Αγαθούλης· είμαι ξύπνιος; είμαι μέσα σ' αυτή τη γαλέρα; Αυτός είναι ο κύριος βαρώνος, που τον σκότωσα; Αυτός είναι ο διδάσκαλος Παγγλώσσης, που τον είδα να τον κρεμάνε;

– Είμαστε μεις, είμαστε μεις! απαντούσαν εκείνοι

– Πώς! αυτός είναι ο μέγας φιλόσοφος; έλεγε ο Μαρτίνος.

– Ε! κύριε λεβαντίνε πλοίαρχε, πόσα θέλετε για την αγορά του κυρίου Τούντερ-τεν-τρονκ, ενός από τους πρώτους βαρώνους της αυτοκρατορίας, και του κυρίου Παγγλώσση, του βαθύτερου μεταφυσικού της Γερμανίας;

– Σκύλλε χριστιανέ, απάντησε ο λεβαντίνος πλοίαρχος, αφού αυτοί οι δυο σκυλλοχριστιανοί κατάδικοι είναι βαρώνοι και μεταφυσικοί, κι' αυτά θάναι μεγάλα αξιώματα στον τόπο τους, θα μου δώσης πενήντα χιλιάδες τσεκίνια.

Θα τα λάβετε, κύριε· οδηγήστε με σαν αστραπή στην Κώσταντινούπολη και θα πληρωθήτε αμέσως. Αλλ' όχι, οδηγήστε με στη δεσποινίδα Κυνεγόνδη.

Ο λεβαντίνος πλοίαρχος με την πρώτη προσφορά του Αγαθούλη είχε γυρίσει την πλώρη προς την Πόλη και το καΐκι έτρεχε με τα κουπιά γρηγορώτερα απ' όσο ένα πουλί σκίζει τους αέρες.

Ο Αγαθούλης φίλησε εκατό φορές τον Παγγλώσση και το βαρώνο.

Και πώς συνέβη να μη σας έχω σκοτώσει, κύριε βαρώνε; και σεις, αγαπητέ μου Παγγλώσση, πώς βρίσκεστε στη ζωή, αφού σας κρεμάσανε;

– Και γιατί κ' οι δυο είστε καταδικασμένοι σε καταναγκαστικά έργα στην Τουρκία;

– Είναι αλήθεια, πως η αγαπημένη μου αδερφή βρίσκεται σ' αυτόν τον τόπο; ρωτούσε ο βαρώνος.

– Ναι, απαντούσε ο Κακαμπός.

– Ξαναβλέπω λοιπόν τον αγαπητό μου Αγαθούλη, έλεγε ο Παγγλώσσης.

Ο Αγαθούλης τους παρουσίασε το Μαρτίνο και τον Κακαμπό. Φιληθήκανε όλοι τους. Μιλούσανε όλοι μαζί. Η γαλέρα πετούσε· σε λίγο ήσαν μέσα στο λιμάνι. Φώναξαν έναν Εβραίο, στον οποίον ο Αγαθούλης πούλησε για πενήντα χιλιάδες τσεκίνια ένα διαμάντι, που κόστιζε εκατό χιλιάδες. Ο Εβραίος ωρκιζότανε στ' όνομα του Αβραάμ, πως δε μπορούσε να δώση περισσότερα. Πλήρωσε αμέσως τη ξαγορά του βαρώνου και του Παγγλώσση. Ο τελευταίος έπεσε στα πόδια του ευεργέτη του και τάβρεξε με δάκρυα. Ο βαρώνος τον ευχαρίστησε με μια κλίση της κεφαλής και υποσχέθηκε να επιστρέψη αυτά τα χρήματα σε πρώτη ευκαιρία.

– Αλλ' είναι δυνατό η αδερφή μου να βρίσκεται στην Τουρκία;

– Τίποτε δεν είναι δυνατώτερο απ' αυτό, απάντησε ο Κακαμπός, αφού πλένει τα πιάτα ενός πρίγκιπα της Τρανσυλβανίας.

Φωνάξανε αμέσως άλλους δυο Εβραίους· ο Αγαθούλης, πούλησε κι' άλλα διαμάντια· και φύγανε όλοι τους με μιαν άλλη γαλέρα για να πάνε να βρούνε την Κυνεγόνδη.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XXVIII
Τι συνέβη στον Αγαθούλη, στην Κυνεγόνδη, στον Παγγλώσση, στο Μαρτίνο κ.τ.λ

– Συγγνώμην άλλη μια φορά. είπε ο Αγαθούλης στον βαρώνο, αιδεσιμώτατε πάτερ, που σας έδωκα μια σπαθιά πέρα ως πέρα.

– Ας μη ξαναμιλήσουμε γι' αυτό, απάντησε ο βαρώνος· ομολογώ, πως υπήρξα λιγάκι ζωηρός· αλλ' αφού θέλετε να μάθετε ποια τύχη μ' έρριξε σε καταναγκαστικά έργα, θα σας πω, πως αφού με γιάτρεψε από τις πληγές μου ο αδερφός φαρμακοποιός του κολλεγίου, ένα σώμα Ισπανικό μας επετέθηκε και μ' αιχμαλώτησε. Με βάλανε φυλακή στο Βουένος Άυρες, λίγο καιρό μετά που η αδερφή μου είχε αναχωρήσει. Ζήτησα να με πάνε στη Ρώμη, στον αδερφό στρατηγό. Εκεί με διωρίσανε στην Κωσταντινούπολη παπά του πρεσβευτή της Γαλλίας. Δεν είχα οχτώ μέρες, που ανάλαβα τα καθήκοντά μου, όταν συνάντησα κάποιο βράδυ ένα νεαρό τσογλάνι, πολύ ωραία φκιασμένο. Έκαμνε ζέστη: το παιδί θέλησε να κάνη μπάνιο· δεν έχασα την ευκαιρία να κάνω κ' εγώ ένα μπάνιο. Δεν ήξερα, πως θάτανε θανάσιμο έγκλημα για ένα χριστιανό να βρεθή ολόγυμνος μ' ένα νεαρό μουλσουμάνο. Ένας καδής διάταξε να μου δώσουν εκατό ξυλιές στις πατούσες των ποδιών και με καταδίκασε σε καταναγκαστικά έργα. Δεν πιστεύω νάχη γίνη ως τώρα φριχτότερη αδικία. Αλλά θάθελα να ξέρω, γιατί η αδερφή μου βρίσκεται στην κουζίνα ενός Τρανσυλβανού ηγεμόνα, πόχει καταφύγει στην Τουρκία.

– Αλλά σας, αγαπητέ μου Παγγλώσση, πώς συνέβη να σας ξαναϊδώ; είπε ο Αγαθούλης.

– Αληθινά, είπε ο Παγγλώσσης, με είδατε κρεμασμένο· φυσικά ώφειλα να καώ ζωντανός· αλλά θυμάστε, πως είχε πιάσει καταιγίδα, τη στιγμή, που πηγαίνανε να με ψήσουν· η καταιγίδα ήτανε τόσο σφοδρή, που απελπιστήκανε, πως θ' ανάβανε τη φωτιά· με κρεμάσανε λοιπόν γιατί δεν μπορέσανε να κάνουνε τίποτε καλύτερο· ένας χειρούργος αγόρασε το σώμα μου, το πήγε σπίτι του για να του κάνει ανατομία. Μούκαμε στην αρχή μια σταυροειδή τομή από τον αφαλό έως τον ώμο. Αλλά κανείς δεν μπορεί νάχει κρεμαστή τόσο κακά, όσο εγώ. Ο εκτελεστής των υψηλών έργων της Ιεράς Εξέτασης, που ήτανε υποδιάκονος, έκαιε τους ανθρώπους, να πούμε την αλήθεια, θαυμάσια, αλλά δεν ήτανε συνειθισμένος να τους κρεμά: το σκοινί ήτανε βρεμένο, δε λύγιζε και δέθηκε άσκημα· τέλος ανάπνεα ακόμα. Αυτή η τομή μ' έκανε να βγάλω μια τρομερή φωνή, που ο χειρούργος μου έπεσε τ' ανάσκελα· και νομίζοντας, πως έσκιζε το διάβολο, έφυγε πεθαμένος του φόβου και μάλιστα, καθώς έτρεχε, γκρεμίστηκε από τη σκάλα. Η γυναίκα του, απόνα πλαγινό δωμάτιο, έτρεξε, σαν άκουσε το θόρυβο: με είδε ξαπλωμένο στο τραπέζι με τη σταυροειδή τομή μου· τρόμαξε περισσότερο από τον άνδρα της, τούδωσε γρήγορα κ' έπεσε πάνω του στη σκάλα. Όταν συνήρθανε λιγάκι, άκουσα τη γυναίκα του χειρούργου να λέη στον άντρα της:

– Γιατί, καλέ μου, σου κατέβηκε να κάνης ανατομία σ' έναν αιρετικό; δεν ξέρεις, πως ο διάβολος κατοικεί πάντα μέσα στο σώμα αυτών των ανθρώπων; Πάω γρήγορα να φωνάξω έναν παπά να τον ξορκίση. Μ' έπιασε τρεμούλα, σαν άκουσα αυτήν την απόφαση κ' έμασα τις λίγες δυνάμεις, που μ ' απόμειναν, για να φωνάξω:

– Λυπηθήτε με!

Τέλος ένας Πορτογάλλος μπαρμπέρης έδειξε κουράγιο: ξανάραψε το δέρμα μου· ακόμα κ' η γυναίκα του με φρόντισε· σηκώθηκα στο πόδι μέσα σε δεκαπέντε μέρες. Ο μπαρμπέρης μου βρήκε δουλιά· κ' έγινα λακές ενός Μαλτέζου ιππότη, που πήγαινε στη Βενετία· αλλ' επειδή ο κύριός μου δεν είχε να με πληρώση, μπήκα στην υπηρεσία ενός Βενετσάνου εμπόρου και τον ακολούθησα στην Κωσταντινούπολη.

Μια μέρα μου κατέβηκε να μπω σ' ένα τζαμί· ήτανε μέσα μονάχα ένας γέρος Ιμάμης και μια νέα θρήσκα, πολύ νόστιμη, που προσευχότανε· το στήθος της ήτανε όλο ξεσκέπαστο: είχε ανάμεσα στα δυο βυζιά της ένα ωραίο μπουκέττο από λαλέδες, τριαντάφυλλα, ανεμώνες, βατράχια, ζουμπούλια, ηράνθεμα.

Ξαφνικά της πέφτει το μπουκέττο· το σήκωσα και το ξανάβαλα στη θέση του με πολλή προθυμία και σεβασμό. Άργησα όμως τόσο πολύ σ' αυτή τη δουλιά, που ο Ιμάμης θύμωσε και βλέποντας, πως είμαι χριστιανός, φώναξε βοήθεια. Με πήγανε στον κατή, ο οποίος έβαλε να μου δώσουν εκατό ξυλιές μ' ένα πέταυρο στις πατούσες των ποδιών, και μ' έστειλε στα καταναγκαστικά έργα. Μ' αλυσσοδέσανε ακριβώς στην ίδια γαλέρα και στον ίδιο μπάγκο με τον κύριο βαρώνο. Ήτανε μαζί μας τέσσερις νέοι από τη Μασσαλία, πέντε ναπολιτάνοι παπάδες, και δυο καλογέροι από την Κέρκυρα, που μας είπανε, πως παρόμοια επεισόδια συμβαίνουνε κάθε μέρα. Ο κύριος βαρώνος υποστήριζε, πως αδικήθηκε πολύ περισσότερο από μένα· εγώ υποστήριζα, πως ήτανε λιγώτερο κακό να ξαναβάλη κανείς ένα μπουκέττο στο στήθος μιας γυναίκας, παρά να βρεθή ολόγυμνος μ' ένα τσογλάνι. Συζητούσαμε ακατάπαυτα και τρώγαμε είκοσι χτυπιές με βούνευρο την ημέρα, όταν η αιτιώδης αλληλουχία των γεγονότων του κόσμου τούτου σας έφερε στη γαλέρα μας, όπου μας ξαγοράσατε.

Καλά λοιπόν, αγαπητέ μου Παγγλώσση, του ο Αγαθούλης, όταν σας κρεμάσανε, σας σκίζανε, σας τσακίζανε στο ξύλο και τραβούσατε κουπί στις γαλέρες, σκεφτόσαστε πάντα, πως όλα είνε άριστα σ' αυτό τον κόσμο;

Έχω πάντα την πρώτη μου γνώμη, απάντησε ο Παγγλώσσης· γιατί επί τέλους είμαι φιλόσοφος· δεν ταιριάζει ν' αναιρώ τα λόγια μου. Ο Λάιμπνιτς δε μπορεί νάχει λάθος, κ' εξ άλλου η προϋπάρχουσα Αρμονία είναι τ' ωραιότερο πράγμα του κόσμου, όσο και το πλήρες κ' η αιθέρια ύλη.

XXIX ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Πώς ο Αγαθούλης ξανάβρε την Κυνεγόνδη και τη γριά

Ενώ ο Αγαθούλης, ο βαρώνος, ο Παγγλώσσης, ο Μαρτίνος κι' ο Κακαμπός διηγόντανε τις περιπέτειές τους, και συζητούσανε για τα γεγονότα τα τυχαία ή μη τυχαία του κόσμου τούτου και για τις αιτίες και τ' αποτελέσματα, για το ηθικό κακό και το φυσικό κακό, για την ελευθερία και την αναγκαιότητα, για τις παρηγοριές, που μπορεί νάχη κανείς, όταν βρίσκεται στα κάτεργα στην Τουρκία, πλησιάσανε τις αχτές της Προποντίδας, στο σπίτι του Τρανσυλβανού πρίγκιπα. Τα πρώτα πράγματα, που είδαν, ήτανε η γριά κ' η Κυνεγόνδη, που απλώνανε πετσέτες στα σκοινιά να στεγνώσουνε.

Ο βαρώνος κιτρίνισε, σαν τις είδε. Ο τρυφερός ερωτευμένος Αγαθούλης, σαν είδε την ωραία του Κυνεγόνδη μαυρισμένη, με τα μάτια βαθουλωμένα, το στήθος πεσμένο, τα μάγουλα ζαρωμένα, τα χέρια κόκκινα και ροζωμένα, πισωδρόμησε τρία βήματα, όλος φρίκη, και προχώρησε κατόπι με καλωσύνη. Εκείνη φίλησε τον Αγαθούλη και τον αδερφό της: οι δυο τους τη γριά: ο Αγαθούλης τις ξαγόρασε και τις δυο.

Υπήρχε ένα μικρό χτήμα κει κοντά· η γριά πρότεινε στον Αγαθούλη να εγκατασταθούν εκεί, περιμένοντας ώσπου όλοι τους να βρούνε καλύτερη τύχη. Η Κυνεγόνδη δεν ήξερε, πως είχε ασκημήνει, γιατί κανείς δεν της τόχε πει: θύμισε στον Αγαθούλη τις υποσχέσεις του μ' ένα τόνο τόσο απόλυτο, που ο καλός Αγαθούλης δεν τόλμησε ν' αρνηθή. Δήλωσε λοιπόν στο βαρώνο, πως θα παντρευότανε την αδερφή του.

– Δε θ' ανεχτώ ποτές, απάντησε ο βαρώνος, τέτοια ταπείνωση από μέρος της και τέτοια αυθάδεια από μέρος σας· αυτήν την ατιμία δε θα την ανεχτώ ποτέ! γιατί τα παιδιά της αδερφής μου δε θα μπορέσουνε να μπουν στο εκκλησιαστικό στάδιο της Γερμανίας. Όχι! η αδερφή μου θα παντρευτή μοναχά ένα βαρώνο της αυτοκρατορίας.

Η Κυνεγόνδη ρίχτηκε στα πόδια του και τα έβρεξε με δάκρυα· εκείνος ήτανε ανένδοτος.

– Θεοπάλαβε, του φώναξε ο Αγαθούλης, σε γλύτωσα από τα κάτεργα, πλήρωσα την ξαγορά σου, πλήρωσα την ξαγορά της αδερφής σου, που έπλυνε πιάτα, που είναι άσκημη κ' έχω την καλωσύνη να την κάνω γυναίκα μου κ' έχεις την απαίτηση ακόμα ν' αρνιέσαι. Θα σε ξανασκοτώσω, αν υπακούσω στην οργή μου.

Μπορείς να με σκοτώσης άλλη μια φορά, αλλά δε θα παντρευτής την αδερφή μου, ενόσω εγώ ζω!