Η Μοίρα Των Τεσσάρων

Tekst
0
Recenzje
Przeczytaj fragment
Oznacz jako przeczytane
Czcionka:Mniejsze АаWiększe Aa

Κοίταξε προς τη θάλασσα και είδε από μακριά ένα υδροπλάνο να πλησιάζει στο νησί. Έβαλε τα χέρια του πίσω από τα αυτιά του και μπόρεσε να ακούσει τους κινητήρες του, αλλά όταν τα έβγαλε ο ήχος χάθηκε.

Ο Μάρκο ήρθε εκεί πάνω. «Δεν με άκουσες μπαμπά;».

«Ναι, πολύ καθαρά. Καταπληκτικό!», είπε ο Τζιουζέπε, αφηρημένος.

«Καταπληκτικό; Λοιπόν, μπορώ;».

«Μπορείς τι;».

«Μπαμπά, ρωτούσα αν μπορώ να φέρω τον Γιάννη εδώ πάνω να δει τι κάνουμε».

«Τι; Ναι, φυσικά. Όχι!! Όχι, είναι στρατιωτική περιοχή, το γνωρίζεις αυτό», είπε, όταν αντιλήφθηκε ότι παραλίγο να του την σκάσει ο Μάρκο. «Αλλά πήγαινε πάλι εκεί πίσω, θα δοκιμάσουμε ένα πείραμα. Θέλω να μου μιλήσεις. Σιγανά στην αρχή και μετά μίλησε πιο δυνατά όταν σου πω».

Ο Μάρκο πήγε εκεί που του έδειξε, κάπως μπερδεμένος. «Τι θέλεις να πω;», τον ρώτησε, καθώς ο πατέρας του έβαζε πάλι τα χέρια του πίσω από τα αυτιά του.

«Απλά συνέχισε να μιλάς, πες ό,τι θες», είπε ο Τζιουζέπε, και έκανε επιτόπου στροφή κάνοντας πάλι τα χέρια του χωνί για ν’ ακούει καλύτερα. «Τώρα προχώρα εκεί», είπε, δείχνοντας ένα μικρό ύψωμα, λίγο πιο μακριά. Ο Μάρκο έκανε ό,τι του είπε ο πατέρας του και συνέχισε να μιλάει. Απήγγειλε ένα ποίημα που έμαθε στο σχολείο. Ο πατέρας του τού είπε να μετακινηθεί κάτω από το ύψωμα και όταν ο μικρός πήγε εκεί, του φώναξε να μιλήσει πιο δυνατά. Όταν τελείωσε πια, χωρίς να εξηγήσει τι ήταν αυτό που έκανε, έδιωξε τον Μάρκο, πήρε ένα σημειωματάριο και άρχισε να σχεδιάζει ενθουσιασμένος.

Δυο μέρες αργότερα ανέφερε στον Γκραμάτικα: «Νομίζω ότι ανακάλυψα τον τρόπο να εντοπίζω τα αεροπλάνα», είπε, και άνοιξε το σημειωματάριο στο οποίο είχε σχεδιάσει τμήματα κύκλων και είχε χαράξει γραμμές με κατεύθυνση προς τα έξω να δείχνουν στο κεντρικό σημείο κάθε τμήματος. «Αυτά είναι ακουστικά κάτοπτρα. Θα εστιάζουν στον ήχο του αεροπλάνου που προσεγγίζει το νησί. Αν στέκεσαι μπροστά τους εδώ» – έδειξε στο κέντρο εστίασης ενός από τα τμήματα -, «ο ήχος θα αντανακλάται πίσω σε εσένα. Θα ενισχυθεί έτσι ώστε να μπορείς να το ακούσεις αρκετά καθαρά. Τώρα αν μετακινηθείς γύρω από ένα ημικύκλιο μπροστά από τον καθρέφτη, θα έχεις τον δυνατότερο ήχο όταν θα είσαι ευθυγραμμισμένος με την κατεύθυνση του αεροπλάνου. Μπορούμε να το χρησιμοποιήσουμε για να ανιχνεύουμε αεροπλάνα και να είμαστε έτοιμοι να τους ρίξουμε πριν έρθουν από πάνω μας».

«Θα λειτουργήσει άραγε;».

«Έτσι νομίζω, αλλά πρέπει να το δουλέψω λίγο περισσότερο και να δω όλες τις παραμέτρους για να γίνει σωστά. Νομίζω ότι πρέπει να φτιάξουμε κάθετα παραβολικά κάτοπτρα, ώστε ο ήχος να ενισχυθεί».

«Πραγματικά, δεν καταλαβαίνω ακριβώς τι είναι αυτό, αλλά αν νομίζεις ότι θα λειτουργήσει, δούλεψέ το και πες μου τι χρειάζεσαι. Χρειάζομαι αναλυτική κοστολόγηση. Αν μας επιτεθούν, είναι πολύ πιθανό ότι εκτός από αεροπλάνα θα υπάρξουν και πλοία, οπότε αυτό ακούγεται πολλά υποσχόμενη ιδέα».

Αν και αποδείχθηκε περίπλοκο, στο τέλος ο Τζιουζέπε ήταν σίγουρος ότι το σχέδιό του θα δούλευε. Πρότεινε να μπουν τρία οριζόντια κυκλικά τμήματα τοποθετημένα σε ένα τρίγωνο με τα μεσαία τμήματα καμπυλωτά προς τα μέσα, και κάθε άκρο να αγγίζει αυτό του επόμενου, ώστε να επιτρέπει την ανίχνευση των αεροπλάνων από οποιαδήποτε κατεύθυνση. Τα τμήματα θα ήταν επίσης καμπυλωτά προς τα μέσα και σε κατακόρυφο επίπεδο, για να εστιάσουν τον ήχο στον ακροατή που θα ήταν μπροστά. Στη συνέχεια, έφτιαξε ένα μοντέλο από πεπιεσμένο χαρτί προκειμένου να το παρουσιάσει στους άλλους μηχανικούς, αρχιτέκτονες και κατασκευαστές που θα τα συναρμολογήσουν.

Αποφάσισαν να κατασκευάσουν ένα μεγαλύτερο μοντέλο από σκυρόδεμα για να διενεργήσουν δοκιμές για τον μηχανισμό που επινόησε ο Τζιουζέπε, φτιάχνοντας μόνο ένα από τα τμήματα. Δεν ήταν εύκολο – ειδικά για να πάρει την καμπυλότητα δεξιά – αλλά επέμειναν, και αφού το συναρμολόγησαν, έστησαν το μοντέλο κοντά στον αεροναυτικό σταθμό για να το δοκιμάσουν. Οι πρώτες απόπειρες δεν πήγαν πολύ καλά. Διαπίστωσαν ότι ο ήχος ενός υδροπλάνου που πλησιάζει, θα μπορούσε να ακουστεί σχεδόν το ίδιο καλά και χωρίς τον μηχανισμό. Ο Τζιουζέπε συνειδητοποίησε ότι ο ακροατής έπρεπε να τοποθετηθεί έξω από την άμεση κατεύθυνση του ήχου. Μια τάφρος σκάφτηκε μπροστά από τον τοίχο και τώρα ο ακροατής μπορούσε να ακούσει την ηχητική ανάκλαση χωρίς περισπασμό και να κινηθεί κατά μήκος της τάφρου, για να μετρηθεί η κατεύθυνση εκτιμώντας σε ποιο σημείο ο ήχος ήταν δυνατότερος.

«Ακόμα δεν είναι σωστό», είπε ο Τζιουζέπε. «Ο ήχος πρέπει να είναι πιο συγκεντρωμένος».

Προβληματίστηκε μ’ αυτό για μερικές μέρες.

«Σε τι σχήμα έφτιαξες τον τοίχο;», ρώτησε τον κατασκευαστή.

«Σε κυκλικό σχήμα, όπως το σχεδίασες».

«Το κατακόρυφο τμήμα, όμως, πρέπει να είναι παραβολικό».

«Παραβολικό; Όχι, το έκανα κυκλικό, όπως και τον τοίχο».

«Αλλά αυτό δεν θα εστιάσει στον ήχο σωστά! Πρέπει να το αλλάξεις».

Ο κατασκευαστής δυσανασχέτησε και ξαπόστειλε τον Τζιουζέπε, ενώ αναρωτιόταν πώς να προσαρμόσει την καμπυλότητα. Την επόμενη εβδομάδα κάλεσε τον Τζιουζέπε να ρίξει μια πρώτη ματιά στην τροποποίηση του τοίχου. «Με ζόρισε πάρα πολύ μπορώ να σου πω, και δεν είμαι σίγουρος αν άλλαξε τίποτα. Αλλά έχεις την παραβολικότητά σου τώρα και νομίζω ότι έρχεται ένα αεροπλάνο σε λίγο. Πήδα στο χαντάκι και δες αν τώρα μπορείς να το ακούσεις καλύτερα».

Ο Τζιουζέπε πήδηξε μέσα στο χαντάκι και τέντωσε τ’ αυτιά του για να ακούσει το αεροπλάνο. Ένα μακρινό βουητό ακούστηκε και σήκωσε το χέρι του για να δείξει ότι το είχε ακούσει, προχωρώντας κατά μήκος του χαντακιού μέχρι εκεί που το άκουγε πιο δυνατά. Κοίταξε τον κατασκευαστή. Έδειξε μακριά από τον τοίχο. «Μπορώ να το ακούσω τώρα, έρχεται από εκεί».

Ο κατασκευαστής κοίταξε πέρα από τη θάλασσα. Μπορούσε κι εκείνος να ακούσει το αεροπλάνο, αλλά και πάλι δεν ήταν σίγουρος πού ήταν, μέχρι που είδε σε ποιο σημείο έδειχνε το χέρι του Τζιουζέπε. «Ποιος να το’ λεγε, έχεις δίκιο!», είπε έκπληκτος, και ικανοποιημένος που λειτούργησε τελικά.

Ο Τζιουζέπε βγήκε από το χαντάκι και ο κατασκευαστής τον χτύπησε στην πλάτη. «Εντυπωσιακό», του είπε.

Μια έκδοση πλήρους κλίμακας χτίστηκε στην κορυφή της Πατέλλας, στη θέση που επέλεξε ο Τζιουζέπε. Τις επόμενες εβδομάδες, δοκίμασε το «ακουστικό τοίχωμα» που είχε φτιάξει, χρησιμοποιώντας το για να προσδιοριστεί η κατεύθυνση προσέγγισης των αεροσκαφών και των πλοίων, όταν οι μηχανές τους θα έκαναν αρκετό θόρυβο. Λειτούργησε αρκετά καλά, αν και ο Τζιουζέπε απογοητεύτηκε όταν διαπίστωσε ότι η εμβέλεια δεν ήταν τόσο μεγάλη όσο ήλπιζε. «Αν έρθει να μας επιτεθεί ένα γρήγορο μαχητικό ή βομβαρδιστικό αεροσκάφος, θα μπορούσε να είναι από πάνω μας προτού βρούμε χρόνο να αντιδράσουμε», είπε στον Γκραμάτικα.

«Δεν πειράζει, πάρε μερικούς άνδρες να εκπαιδευτούν στη χρήση του. Έχουμε άλλους τρόπους εντοπισμού αεροπλάνων και πολλές δυνάμεις πυρός. Εκτός αυτού, δεν είμαστε καν σε πόλεμο!».

Ο Μάρκο ενθουσιάστηκε με τον νέο μηχανισμό του πατέρα του. Ήθελε να το δείξει στον Γιάννη, αλλά η περιοχή ήταν απαγορευμένη για το μη στρατιωτικό προσωπικό. Ούτε και ο Μάρκο έπρεπε να βρίσκεται εκεί.

Το 1935, η Ιταλία εισέβαλε στην Αβησσυνία και ακολούθησε η στρατιωτική κατοχή της Αιθιοπίας. Αυτό είχε καταστήσει την Ιταλία του Μουσολίνι σε «κράτος- παρία» και ώθησε τη χώρα σε συμμαχία με τη Γερμανία. Η σταθερή ροή των ιταλικών στρατιωτικών πλοίων που έρχονταν στο τεράστιο φυσικό λιμάνι της Λέρου, επιβεβαίωσε τις επεκτατικές βλέψεις της χώρας, οι οποίες ήταν εμφανείς τόσο στον Μάρκο όσο και στον Γιάννη. Ο Γιάννης ενθουσιάστηκε με την επίδειξη δύναμης, χωρίς να κατανοεί πραγματικά τις συνέπειές της, αλλά ο πατέρας του Μάρκο ήταν πιο ανήσυχος, και φοβόταν τα χειρότερα. «Είναι πολύ καλό που οι συμπατριώτες μας καμαρώνουν νιώθοντας δυνατοί και σημαντικοί, αλλά εμείς οι Ιταλοί δεν είμαστε φτιαγμένοι για πόλεμο. Και, εξάλλου, γιατί θα πρέπει να είμαστε;».

«Μα πατέρα…», πήγε να το δικαιολογήσει ο Μάρκο. «Ο Μουσολίνι υπόσχεται να ξαναχτίσει τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία! Δεν σε συναρπάζει αυτό;».

«Δηλαδή εσένα σε συναρπάζει;».

«Φυσικά!», είπε ο Μάρκο. Σήκωσε τα χέρια του για να σχηματίσει στον αέρα ένα φανταστικό τουφέκι, και στριφογύρισε κάνοντας κρότους σαν να σκότωνε φανταστικούς εχθρούς.

Ο Τζιουζέπε γέλασε και έδωσε μια παιχνιδιάρικη μπατσιά στον γιο του. «Απλά να θυμάσαι ότι όταν σκοτώνεις ανθρώπους στην πραγματική ζωή, δεν ξαναγυρίζουν», είπε, «και να περιμένεις να πυροβολήσουν και εσένα, επίσης».

«Το ξέρω αυτό, αλλά θα ήταν υπέροχο, έτσι δεν είναι;».

Όταν o Γιάννης έμαθε ότι η μητέρα του Μάρκο που τον είχε γοητεύσει, η Μαρία, ήταν Γερμανίδα, και αυτό του κέντρισε το ενδιαφέρον. Μιλούσε καλά ιταλικά και ακόμη υποφερτά ελληνικά, αλλά τα ξανθά της μαλλιά, που είχε κληρονομήσει και ο Μάρκο, ήταν ασυνήθιστα. Η Γερμανία τη δεκαετία του 1930 ήταν συχνά στην επικαιρότητα. Από τότε που ο Χίτλερ είχε έρθει στην εξουσία, η χώρα έβγαινε σαφώς από την ύφεση και, αν και οι πολίτες της που ζούσαν μακριά από την πατρίδα τους ήταν επιφυλακτικοί με το νέο καθεστώς, αρχικά στους Ναζί είχαν δώσει το πλεονέκτημα της αμφιβολίας. Για τον Γιάννη, η Μαρία ήταν ένα εξωτικό πλάσμα, όμορφο και εκλεπτυσμένο, και ακόμη και ως έφηβος ήταν τσιμπημένος μαζί της. Συχνά κατεύθυνε με πιεστικό τρόπο τη συζήτηση γύρω από εκείνη, χωρίς να το συνειδητοποιεί πραγματικά αυτό.

«Η μαμά σου είναι Γερμανίδα, έτσι δεν είναι;».

«Το ξέρεις ότι είναι. Με ρώτησες το ίδιο πράγμα εχθές», είπε ο Μάρκο.

«Ναι, το ξέρω», κοκκίνισε. «Είναι που απλά…».

«Είναι που απλά είσαι ερωτευμένος μαζί της! Αηδιαστικό! Ο Γιάννης είναι ερωτευμένος με τη μαμά μου!».

Ο Γιάννης άρπαξε τον Μάρκο από το μπράτσο. «Μην φωνάζεις, δεν είναι έτσι, απλά ρωτάω. Αν είναι Γερμανίδα, εσύ γιατί δεν μιλάς γερμανικά;».

«Μιλάω, αλλά λίγο. Έχουμε συγγενείς εκεί. Τον ξάδερφο της μαμάς και την οικογένειά του. Ζουν κάπου στο νότο, κοντά στα σύνορα, νομίζω».

«Έχεις πάει ποτέ;».

«Όχι. Ο μπαμπάς δεν θα το ενέκρινε».

«Γιατί όχι;».

«Φοβάται τους Γερμανούς. Πιστεύει ότι θα προκαλέσουν προβλήματα».

 

«Εσύ τι νομίζεις;».

«Μπορεί να είναι αλήθεια, αλλά είναι συναρπαστικό. Τέλος πάντων, θα ήθελα να το ανακαλύψω μόνος μου».

«Ίσως θα έπρεπε να γράψεις στον ξάδερφό σου, δεύτερο εξάδελφο έστω, και να ρωτήσεις αν μπορείς να πας. Δεν έχουν πρόγραμμα ανταλλαγής μαθητών;».

«Αυτό είναι πολύ καλή ιδέα», είπε ο Μάρκο. Λίγες μέρες αργότερα μίλησε με τη μητέρα του όταν ήταν μόνη της. «Θα ήθελα να ταξιδέψω. Ίσως να επισκεφτώ κάποιες άλλες χώρες. Έχεις έναν ξάδερφο στη Γερμανία, έτσι δεν είναι; Νομίζεις ότι θα μπορούσα να τον επισκεφτώ;».

«Δεν έχω πολλές επαφές με τον Κουρτ. Είναι κάπως πικρόχολος άνθρωπος. Πήρα ένα γράμμα από αυτόν πριν μερικές εβδομάδες, και καυχιόταν ότι τα πάει πολύ καλά τώρα. Μου είπε ότι έχει νέα δουλειά. Έχει τη δική του επιχείρηση τώρα. Μάλιστα, ο γιος του πρέπει να είναι στην ηλικία σου. Τον λένε Ρολφ. Ο Κουρτ λέει ότι εκπαιδεύεται για να γίνει πιλότος».

«Πω πω, αυτό είναι υπέροχο! Θα ήθελα πολύ να τον γνωρίσω. Ίσως να πάω να τον επισκεφτώ. Τι λες;».

«Δεν ξέρω, καλύτερα να ρωτήσουμε τον μπαμπά».

Στον Μάρκο δεν άρεσε όταν ανέτρεχε στον πατέρα του για οτιδήποτε. Ο ίδιος είχε μεγαλώσει πια, ήταν σχεδόν δεκαέξι ετών. Αποκαλούσε τον πατέρα του “μπαμπά” ή “πατέρα”, που πίστευε ότι ήταν πολύ πιο αξιοπρεπές, αλλά η Μαρία πάντα αναφερόταν σε αυτόν ως “μπαμπάκα” και δεν ήθελε να την φωνάζει “μητέρα”, αλλά “μαμά”.

«Δεν θα με αφήσει να φύγω, το ξέρω. Πάντα επικρίνει τους Γερμανούς. Νομίζω ότι τους φοβάται για κάποιο λόγο», είπε, σκυθρωπός.

«Αυτό δεν είναι καθόλου δίκαιο. Ο μπαμπάς σου είναι ένας από τους πιο γενναίους ανθρώπους που ξέρω».

«Ναι, το ξέρω, έχω ακούσει αυτή την ιστορία. Σου έσωσε τη ζωή».

«Ναι, το έκανε, μην είσαι τόσο σαρκαστικός. Αν δεν ήταν αυτός…».

«Έλα τώρα μαμά!». Την είπε μαμά για να την καλοπιάσει. «Σε παρακαλώ, δεν θα σε πείραζε αν πήγαινα στη Γερμανία, έτσι; Δεν είναι δύσκολο να ρωτήσουμε τον θείο Κουρτ. Μπορεί απλώς να πει «όχι» μόνο αν δεν θέλει να με συναντήσει. Τι έχεις να χάσεις;».

Η Μαρία συμφώνησε να το συζητήσει με τον άντρα της και εκείνο το βράδυ, όταν ο Μάρκο ήταν έξω με τον Γιάννη, αναφέρθηκε στο θέμα.

«Ο Μάρκο λέει ότι θα ήθελε να επισκεφθεί τον εξάδελφό μου στη Γερμανία.».

«Αποκλείεται! Είναι πολύ επικίνδυνα εκεί».

«Γιατί το λες αυτό;».

«Υπήρξαν ταραχές και υπάρχουν πολλές φήμες ότι «τσουβαλιάζουν» τους Εβραίους και τους στέλνουν μακριά. Ο Χίτλερ είναι μεγάλος δημαγωγός, έτσι ακούω. Θα υπάρξει πρόβλημα εκεί σύντομα».

«Έλα τώρα, Τζιουζέπε, μιλάς για τους συμπατριώτες μου. Πήραμε το μάθημά μας στον πόλεμο. Ο Χίτλερ είναι απλά ένας πολιτικός. Μου φαίνεται αρκετά έξυπνος και εμπνέει τη χώρα. Μας κάνει να αισθανόμαστε υπερήφανοι που είμαστε πάλι Γερμανοί».

«Ναι, βέβαια! Φτιάχνει δρόμους και τα τρένα έρχονται στην ώρα τους…!». Είναι ένας φασίστας που σύντομα θα γίνει δικτάτορας. Δεν βλέπεις πού οδηγούν όλα αυτά;».

«Και πού βλέπεις το κακό που θέλει να ξανασταθεί η χώρα στα πόδια της;».

«Διασχίζει όλη τη χώρα με τα μέσα συγκοινωνίας για να εξεγείρει τους συμπατριώτες σου. Πίστεψέ με, είναι επικίνδυνος άνθρωπος»

«Εσύ, τι κάνεις; Βοηθάς να κατασκευαστούν πυροβολεία, στρατώνες και αντιαεροπορικά καταφύγια. Γι’ αυτό, να μην τον επικρίνεις τότε. Τουλάχιστον ο Χίτλερ δεν εισέβαλε πουθενά».

«Όχι ακόμα, αλλά θα το κάνει. Να θυμάσαι τα λόγια μου».

«Τότε, πριν το κάνει, νομίζω ότι πρέπει να αφήσουμε τον Μάρκο να πάει εκεί και να συναντήσει τον ξάδερφό του. Δεν έχει άλλους συγγενείς στην ηλικία του. Και είναι πολύ ενθουσιασμένος που ο Ρολφ εκπαιδεύεται για πιλότος. Ξέρεις ότι τρελαίνεται για αεροπλάνα».

Ο Τζιουζέπε το βρήκε δύσκολο να διαφωνήσει με την αγαπημένη του Μαρία, που τη λάτρευε. Συμφώνησε απρόθυμα να γράψει στον Κουρτ γι' αυτό. «Μπορούμε να προσφερθούμε να φιλοξενήσουμε τον γιο του εδώ κάποια άλλη χρονιά, ίσως», είπε υποχωρώντας. Να του δείξουμε τον ήλιο της Μεσογείου. Πιθανόν να του αρέσει». Άρχισε να του αρέσει η ιδέα. «Ίσως να μπορέσω να πάρω άδεια και να του δείξω κάποια από τα πράγματα που κάνουμε εδώ».

Έτσι, η Μαρία έγραψε στον Κουρτ. Και μερικές εβδομάδες μετά, έλαβε ένα πολύ φιλικό γράμμα από τον Κουρτ, που πρότεινε να τους επισκεφτεί ο Μάρκο τον Σεπτέμβριο του 1936. «Θα συμπέσει με την επίσκεψη εκείνες τις μέρες ενός νεαρού Άγγλου που θα φιλοξενούσε πρώτα εκείνος τον Ρολφ στην Αγγλία την άνοιξη. Πιστεύω ότι θα είναι καλό για όλα τα αγόρια να βρεθούν μαζί. Θα διευρύνει τις γνώσεις τους».

Η Μαρία όταν έφτασε το γράμμα το διάβασε στον Μάρκο και τον πατέρα του εκείνο το βράδυ. Ο Μάρκο ήταν εκστασιασμένος. «Ουάου! Αυτό είναι υπέροχο. Ανυπομονώ να πάω! Αναρωτιέμαι αν ο Γιάννης θα μπορούσε να έρθει μαζί μου».

«Δεν νομίζω ότι είναι καλή ιδέα», είπε ο Τζιουζέπε. «Είναι Έλληνας και δεν είμαι σίγουρος πώς θα του φερθούν οι Γερμανοί».

«Αφού δεν είναι ακριβώς Έλληνας, έτσι;», είπε ο Μάρκο. «Μιλάει ιταλικά τόσο καλά όσο εγώ, και στην πραγματικότητα θεωρείται Ιταλός πολίτης τώρα».

Αυτό ήταν αλήθεια. Ο Σπύρος, λόγω της έντονης ανάμιξής του με τον ιταλικό στρατό, αναγκάστηκε να αποκτήσει την ιταλική ιθαγένεια ο ίδιος και η οικογένειά του. Ως εκ τούτου, στην ουσία ο Γιάννης ήταν πολίτης της χώρας που ήταν ο πιο στενός σύμμαχος της ναζιστικής Γερμανίας, και δικαιούτο τα ίδια προνόμια με όλους τους Ιταλούς πολίτες.

«Θα πρέπει να ρωτήσουμε τον πατέρα του», είπε ο Τζιουζέπε. Ήξερε ήδη την απάντηση. Ο Σπύρος ήταν μεγάλος ιταλόφιλος, «πιο Ιταλός από τους Ιταλούς», όπως είπε κάποιος από τους πιο κυνικούς συναδέλφους του. Τα είχε καταφέρει πολύ καλά συνεργαζόμενος με τους Ιταλούς κατακτητές, και είχε κερδίσει τον σεβασμό από τις στρατιωτικές ιταλικές αρχές για την ποιότητα του έργου του.

Ωστόσο, στον Σπύρο δεν άρεσε καθόλου αυτή η συμμαχία. «Δεν καταλαβαίνω γιατί οι Ιταλοί συνεργάζονται τόσο στενά με τη Γερμανία», είπε. «Οι Γερμανοί το μόνο που κάνουν είναι να δημιουργούν προβλήματα, και αυτός ο Χίτλερ και η παρέα του είναι ένα μάτσο καθάρματα. Μου φαίνεται ότι ο Μουσολίνι σου γυρεύει μπελάδες».

«Μεταξύ μας, θα συμφωνήσω μαζί σου», είπε ο Τζιουζέπε. «Αλλά αυτός ο εξάδελφος της Μαρίας φαίνεται εντάξει, και λέει ότι θα προσέχει τα παιδιά. Οι Ιταλοί είναι τώρα αγαπητοί στη Γερμανία. Εξάλλου, ο Χίτλερ έκανε παιχνίδι από την αρχή. Καλόπιανε τον Μουσολίνι και έλεγε πολλά καλά πράγματα για μας. Τέλος πάντων. Είμαι σίγουρος ότι τα αγόρια θα είναι αρκετά ασφαλή. Ο γερμανικός λαός είναι αρκετά πολιτισμένος».

Ο Σπύρος είχε την εντύπωση ότι αν δεν συμφωνούσε, μπορεί να δυσαρεστούσε τους Ιταλούς εργοδότες του, οπότε συμφώνησε να γίνει το ταξίδι, παρά την συζήτηση που είχε με την Δέσποινα, που μόνο δεν έβαλε τα κλάματα όταν το άκουσε. Όταν της είπε για τα σχέδια των αγοριών, αρνήθηκε αμέσως να το επιτρέψει. «Οι Γερμανοί είναι βάρβαροι! Κοίτα αυτό». Του έδειξε μια ελληνική εφημερίδα. «Λέει ότι απελαύνουν όλους τους Εβραίους. Κανείς δεν ξέρει πού τους πάνε. Αθέτησαν όλες τις υποσχέσεις που έδωσαν μετά τον πόλεμο και εδώ λέει ότι ετοιμάζουν και πάλι στρατό».

«Δεν ξέρω», είπε ο Σπύρος. «Ποιος νοιάζεται για μερικούς Εβραίους; Είναι όλοι τους παραδόπιστοι. Δεν βλέπω πού είναι το πρόβλημα».

«Είναι απαίσιο αυτό που λες! Ο φίλος σου ο Τζιουζέπε συμφωνεί μαζί σου;».

«Βασικά, όχι, δεν συμφωνεί. Αλλά μου είπε ότι αυτές οι φήμες είναι υπερβολικές. Οι Γερμανοί πιθανόν εκδιώκουν μόνο τους Εβραίους της Ανατολικής Ευρώπης. Πολωνούς, Λιθουανούς, τέτοιους. Οι δικοί τους Εβραίοι είναι μια χαρά. Πολλοί από αυτούς πολέμησαν στον πόλεμο. Είναι τόσο Γερμανοί όσο όλοι οι άλλοι».

«Είσαι σίγουρος γι' αυτό, Σπύρο; Πιθανόν να μην συμβαίνουν μόνο αυτά που γράφουν οι εφημερίδες μας. Δεν θέλω να στείλω τον Γιάννη σ' αυτό το μέρος. Εκτός αυτού, δεν μιλάει γερμανικά και υποθέτω ότι και αυτό το Γερμανάκι δεν γνωρίζει ιταλικά. Πώς θα τα βρούνε μεταξύ τους;».

«Ο Μάρκο μαθαίνει αγγλικά στο σχολείο, όπως και ο Γιάννης. Θα βρίσκεται εκεί την ίδια περίοδο και ένα αγόρι από την Αγγλία, που γνωρίζει γερμανικά. Μπορεί να τους κάνει τον διερμηνέα. Τέλος πάντων, δεν θα τους κάνει κακό να μάθουν και τα δικά μας παιδιά γερμανικά, έτσι;».

«Και γιατί να μάθουν Γερμανικά; Δεν θα έχουμε Γερμανούς εδώ, έτσι;».

«Φυσικά και όχι, αλλά ο κόσμος αλλάζει. Ο Γιάννης θα μάθει πολλά αν ταξιδέψει στο εξωτερικό».

«Αν θέλεις απλά να τον στείλεις στο εξωτερικό, γιατί να μην τον αφήσεις να πάει στη Ρώμη; Ή ακόμα και στην Αγγλία. Δεν θα με πείραζε αυτό. Αλλά η Γερμανία…». Ανατρίχιασε στην ιδέα. «…Όχι, δεν μπορώ να συμφωνήσω σε αυτό».

«Δεν είναι δουλειά σου να συμφωνείς ή να διαφωνείς, Δέσποινα. Είμαι η κεφαλή αυτού του σπιτιού και το αποφάσισα. Αν ο Τζιουζέπε λέει ότι είναι ασφαλές, τότε είναι. Ο Γιάννης θα πάει. Εκτός των άλλων, θα είναι κακό για την επιχείρηση αν αρνηθούμε».

Η Δέσποινα ξέσπασε σε δάκρυα. Ήξερε ότι δεν είχε νόημα να προσπαθήσει να τα βάλει με τον Σπύρο, όταν εκείνος το είχε ήδη αποφασίσει. «Δουλειές, δουλειές. Το μόνο που σκέφτεσαι είναι οι δουλειές. Δεν νοιάζεσαι για μένα. Δεν νοιάζεσαι για τον Γιάννη. Μόνο πόσα λεφτά έχεις».

Ο Σπύρος σήκωσε το χέρι του για να την χτυπήσει, αλλά σταμάτησε πριν το κάνει. Της έβαλε τις φωνές. «Αυτό πιστεύεις ότι είναι; Αν είναι έτσι, να φύγω τότε». Βγήκε έξω, χτυπώντας την πόρτα πίσω του. Εξοργισμένη η Δέσποινα πέταξε στην πόρτα το μισοτελειωμένο ποτήρι κρασί που έπινε εκείνος και έβαλε τα κλάματα.

Ο Γιάννης βρισκόταν στον πάνω όροφο και άκουσε τον καυγά. Όταν άκουσε την μητέρα του να κλαίει κατέβηκε, και αγκάλιασε τη μητέρα του. «Μην ανησυχείς, μαμά», είπε. «Δεν θα πάθω τίποτα. Μπορώ να φροντίσω τον εαυτό μου. Θέλω πραγματικά να πάω. Ίσως μ’ αυτό το ταξίδι να μπορέσω να μάθω περισσότερα για το τι συμβαίνει εκεί».

«Είσαι καλό παιδί και σ' αγαπώ. Δεν μπορώ να αλλάξω γνώμη στον πατέρα σου, το ξέρεις αυτό. Υποσχέσου μου μόνο ότι δεν θα βρεθείς σε μπελάδες στη Γερμανία. Και γύρνα πίσω ζωντανός».

Αφού τα συμφώνησαν, η Μαρία έγραψε στον Κουρτ για να επιβεβαιώσει ότι τα δύο αγόρια – δύο παιδιά από την Ιταλία, (δεν αναφέρθηκε στην εθνικότητα του Γιάννη), θα πάρουν τα διαβατήριά τους και θα ταξιδέψουν μέχρι τον Πειραιά, το λιμάνι στην Αθήνα, και μετά θα πάρουν το τρένο, το «Άρλμπεργκ Όριεντ Εξπρές» προς Βουδαπέστη μέσω Βελιγραδίου. Από τη Βουδαπέστη θα πάρουν το Όριεντ Εξπρές στο Μόναχο, για να τους συναντήσει εκεί μετά το μεγάλο ταξίδι τους.

Ο Ρολφ έγραψε στη «θεία» του για να την ευχαριστήσει που κανόνισε την επίσκεψη και να βεβαιώσει ότι θα συναντήσει τα αγόρια στο Μόναχο. Της ζήτησε να πει στα αγόρια πόσο ανυπομονεί να τους δείξει το σπίτι του. Ανέφερε επίσης τον Άγγλο φίλο του, που θα τον επισκεπτόταν εκείνος την άνοιξη πριν από τη δική τους επίσκεψη, και ο οποίος θα ήταν μαζί τους. «Θα είναι μια πραγματικά διεθνής συνάντηση και μια ευκαιρία να δούνε όλα τα επιτεύγματα του νέου τρίτου Ράιχ».

To koniec darmowego fragmentu. Czy chcesz czytać dalej?