Η Μοίρα Των Τεσσάρων

Tekst
0
Recenzje
Przeczytaj fragment
Oznacz jako przeczytane
Czcionka:Mniejsze АаWiększe Aa

Κάθε μέρα περπατούσε περίπου ένα μίλι από το σπίτι του κατά μήκος του Τσέρτς Παθ κατόπιν οδηγίας των γιατρών πριν από το εξιτήριο, για να βρει τη φόρμα του και να ανακάμψει. Ήταν ένας υπέροχος ήσυχος περίπατος, και διέσχιζε μόνο δύο δρόμους μέχρι να φτάσει στην παραλία. Στην αρχή, αυτός ο καθημερινός περίπατος, αν και ωφέλιμος, τον κούραζε πολύ και πονούσε, και χρειαζόταν πάνω από δύο ώρες για να τελειώσει τη διαδρομή. Το νοσοκομείο του είχε δώσει δεκανίκια, αλλά δυσκολεύτηκε μέχρι να τα συνηθίσει. Του πήρε πολύ καιρό να μάθει να στηρίζεται σ’ αυτά, κάνοντας το ένα οδυνηρό βήμα μετά το άλλο. Αλλά σταδιακά ανέκτησε τις δυνάμεις του και μπορούσε να απολαμβάνει τον ζεστό καιρό καθώς πλησίαζε το καλοκαίρι.

Είχε ένα εβδομαδιαίο τσεκ-απ με ένα γιατρό, τον γιατρό Φιλντ, που είχε το ιατρείο του στους στρατώνες των πεζοναυτών στο Γουόλμερ. Τις πρώτες εβδομάδες, ο γιατρός έπρεπε να ελέγχει τους επιδέσμους για να βεβαιωθεί ότι οι πληγές του επουλώθηκαν σωστά. Αργότερα αφαίρεσε τα ράμματα και είπε στον Έρνεστ ότι δεν χρειαζόταν πλέον να τον βλέπει κάθε βδομάδα. «Έχεις σημειώσει ικανοποιητική πρόοδο, Υπολοχαγέ. Πώς νιώθεις;».

«Πολύ καλά, γιατρέ, σε γενικές γραμμές. Αλλά έχω ακόμα εφιάλτες».

«Ναι, το θυμάμαι. Δεν με εκπλήσσει μετά από αυτά που πέρασες».

«Νιώθω ότι έχω χάσει εντελώς το κουράγιο μου. Ξυπνάω με κρύο ιδρώτα τις περισσότερες νύχτες και δεν μπορώ να ξανακοιμηθώ. Βλέπω κάθε φορά τον ίδιο εφιάλτη, τους ναύτες να εξαφανίζονται μπροστά μου μέσα σε μια μπάλα φωτιάς. Θέλω να τους βοηθήσω, αλλά δεν μπορώ, γιατί είμαι κατατρομαγμένος».

«Όπως σου είπα, δεν με εκπλήσσει. Υπομονή, τα πας πολύ καλά. Χρειάζεσαι ακόμα τα δεκανίκια;».

Ο Έρνεστ έδειξε το δεκανίκι που είχε αφήσει δίπλα στην καρέκλα του. Όπως βλέπεις, έχω μείνει μόνο με ένα τώρα. Υποθέτω ότι δεν το χρειάζομαι πραγματικά, αλλά νιώθω σιγουριά να το έχω μαζί μου».

«Πιστεύω ότι μόλις σταματήσεις να το χρησιμοποιείς, θα νιώσεις πολύ καλύτερα».

Στις αρχές του καλοκαιριού απαλλάχτηκε από τα δεκανίκια του. Κάθε μέρα που πήγαινε στην παραλία, περιπλανιόταν βλέποντας τα σκάφη τύπου καραβέλας να σέρνονται μέσα και έξω από τη θάλασσα δεμένα με αλυσίδες σε μεγάλα βαρούλκα, αγκυροβολημένα στην παραλία. Ο ήχος των κυμάτων στα βότσαλα έγινε ο σύντροφός του και απολάμβανε να βλέπει τα γκρίζα νερά απέναντι μέχρι το Γκούντγουιν Σαντς. Μια ξάστερη μέρα μπορούσες να δεις καθαρά μέχρι και τα κατάρτια των ναυαγίων.

«Θα μπορούσα να βρίσκομαι κι εγώ μέσα σ’ ένα ναυάγιο», σκέφτηκε.

Τα ραντεβού του με τον γιατρό Φιλντ ήταν προγραμματισμένα κάθε μήνα και τον Αύγουστο του 1918 έκανε τις τελευταίες γενικές εξετάσεις.

«Πώς νιώθεις τώρα;», ρώτησε ο γιατρός.

«Σωματικά, καλά. Έκανα πολλούς περιπάτους και λίγο ελαφρύ τρέξιμο κατά μήκος της παραλίας. Δεν μπόρεσα να μπω στο νερό. Πολλές κακές αναμνήσεις».

«Λοιπόν, νομίζω ότι είσαι έτοιμος να επιστρέψεις στην ενεργό δράση. Ωστόσο, θα προτείνω να κάνεις μια δουλειά γραφείου για λίγους μήνες, μέχρι να είμαστε σίγουροι ότι είσαι σε καλή κατάσταση. Δεν μου είπες ότι δούλευες στο Ναυαρχείο στο παρελθόν;».

«Ναι, έτσι είναι. Γνωρίζω γερμανικά και μετέφραζα έγγραφα γι' αυτούς, τηλεγραφικά μηνύματα, τέτοια πράγματα».

«Ωραία. Θα σου συνιστούσα να επιστρέψεις εκεί προς το παρόν. Αν αργότερα νιώσεις αρκετά δυνατός, ίσως μπορέσεις να ξαναγυρίσεις στη θάλασσα. Αλλά τώρα που οι Αμερικανοί μπήκαν στον πόλεμο, αμφιβάλλω ότι θα διαρκέσει για πολύ ακόμα».

Έτσι, τον Σεπτέμβριο τον κάλεσαν πίσω για να συνεχίσει τα ελαφρά του καθήκοντα στο Ναυαρχείο, ακριβώς στη στιγμή για να δει την ήττα των γερμανικών δυνάμεων το Νοέμβριο του ίδιου έτους. Εκεί έμαθε ότι ήταν μόνο ένας από τους τρεις τυχερούς που επιβίωσαν από την καταστροφική βύθιση του «Indefatigable» στη μάχη του Γιούτλαντ. Κι επειδή η απόσπασή του στο πλοίο είχε γίνει μόλις λίγες μέρες πριν εκείνη την απαίσια μέρα, δεν εμφανίστηκε καν το όνομά του στον κατάλογο του πληρώματος. Παρά την τρομακτική του εμπειρία τουλάχιστον επέζησε από τον πόλεμο, σε αντίθεση με τόσους πολλούς από τους συντρόφους του.

Δεν ξαναπήγε στη θάλασσα, μέχρι εκείνη την τελευταία φορά.

****

Ο διοικητής του Έρνεστ ήρθε στο γραφείο του λίγο μετά την Ανακωχή. «Μιλάς πολύ καλά γερμανικά, έτσι δεν είναι;». Δεν περίμενε απάντηση, η ερώτηση ήταν εντελώς ρητορική, και συνέχισε: «Θέλουμε να πας στη Γαλλία. Η Επιτροπή Ανακωχής ετοιμάζεται να συζητήσει τους όρους της παράδοσης. Πρέπει να αποφασίσουμε τι θα κάνουμε με το γερμανικό Ναυτικό, και πρέπει να πάρουμε όσο περισσότερες πληροφορίες απ’ αυτούς. Είσαι έτοιμος για κάτι τέτοιο; Ξέρω ότι ήσουν στο Γιούτλαντ. Μπορείς να τα καταφέρεις;».

«Ναι, έτσι νομίζω. Έχω ξεπεράσει τα προβλήματά μου, καιρό τώρα».

Κι όμως, δεν τα είχε ξεπεράσει. Ακόμα έκανε άσχημο ύπνο, και συχνά ξυπνούσε από τον ίδιο εφιάλτη, στον οποίο άκουγε τους αρρωστημένους ήχους που έβγαιναν όταν η θάλασσα ρουφούσε το πλοίο και εκείνο εξαφανιζόταν μέσα της. Τα εγκαύματα και οι πληγές του θεραπεύτηκαν, αλλά οι ουλές που έμειναν τον πονούσαν όταν τραβούσε το δέρμα του, για να του θυμίζουν το μαρτύριό του. Είχε ανάγκη να τα αφήσει όλα αυτά πίσω του και δεν υπήρχε καλύτερος τρόπος από το να βοηθήσει στη συμφιλίωση των δύο λαών.

Το ταξίδι του στο Παρίσι από το Κρίκλγουντ, μια θλιβερή συννεφιασμένη και υγρή μέρα, ήταν η αφορμή για να μπει πρώτη φορά σε αεροπλάνο. Το βομβαρδιστικό αεροπλάνο του Χάντλεϊ Πέιτς που είχε μετατραπεί σε επιβατικό, δεν ήταν ό,τι πιο άνετο για ταξίδι. Ήταν κρύο και θορυβώδες. Είχαν βάλει αντί για καθίσματα μουσαμάδες πάνω σε μεταλλικούς σκελετούς, που τους ένιωθε να χώνονται στους μηρούς του και μπορούσε να αισθανθεί το κρύο μέταλλό τους ακόμα και μέσα από το ζεστό ναυτικό του παλτό. Οι κινητήρες είχαν ανάψει και ένιωσε το αεροπλάνο να ασκεί πίεση στα φρένα του. Στη συνέχεια, κλυδωνίστηκε για λίγο κατά μήκος του χορταριασμένου αεροδιαδρόμου, και ένιωσε την ουρά του να ανεβαίνει καθώς επιτάχυνε. Γαντζώθηκε στη θέση του καθώς το αεροσκάφος αγκομαχούσε πάνω στο έδαφος, φοβούμενος ότι αυτό θα μπορούσε να συνεχιστεί και να χτυπήσει πάνω στα κτήρια που είχε δει στο τέλος του αεροδιαδρόμου. Με τους κινητήρες να βρυχώνται, το αεροσκάφος ανυψώθηκε, -στην αρχή αρκετά αργά και διστακτικά-, και στη συνέχεια είδε τα κτήρια του αεροδρομίου να περνούν από κάτω καθώς ανέβαινε σιγά-σιγά. Πέταξαν πάνω από το δυτικό Λονδίνο και πήγαν νότια. Σε λιγότερο από μια ώρα, πέρασαν πάνω από γκρεμούς και μια παραλία με θολά νερά. Από κάτω φορτηγά πλοία περνούσαν κατά μήκος της Μάγχης προς κάθε κατεύθυνση, μεταφέροντας αγαθά από και προς τα πολυσύχναστα λιμάνια της Ολλανδίας και της Βρετανίας. Η θάλασσα ήταν μαυρισμένη και διάσπαρτη με κορυφές κυμάτων που έσκαγαν. Τον έπιασε ρίγος όταν θυμήθηκε την τελευταία φορά που είχε δει τη θάλασσα από ψηλά, όταν στεκόταν στα καταστρώματα του μοιραίου «Indefatigable». Ανακουφίστηκε όταν έφτασαν στις γαλλικές ακτές και άρχισαν να προσγειώνονται στο αεροδρόμιο του Λε Μπουρζέ. Το αεροπλάνο κατέβηκε σε έναν χορταριασμένο αεροδιάδρομο που τον προσπερνούσαν όλο πιο γρήγορα καθώς πλησίαζαν. Με ένα απαίσιο τρέκλισμα προσγειώθηκε στο έδαφος και ένιωσε την πέδηση να ενεργοποιείται και τις μηχανές να σβήνουν.

Το αεροπλάνο τροχοδρόμησε και σταμάτησε στο γρασίδι, κοντά σε ένα σκέπαστρο. Ένας άντρας στεκόταν ακριβώς στην είσοδο της σκηνής, κομψός και καλά ντυμένος με ένα μοδάτο σκούρο παλτό, μεταξωτό κασκόλ γύρω από το λαιμό του, δερμάτινα γάντια και ένα καπέλο ρεπούμπλικα. Ο Έρνεστ παρατήρησε ότι παρά τον υγρό καιρό τα παπούτσια του άστραφταν. Περίμενε να σταματήσουν σιγά-σιγά οι μηχανές του αεροπλάνου και μετά περπάτησε έως την πόρτα του για να υποδεχτεί τον Έρνεστ. Δεν έδωσε το χέρι του, απλά υποκλίθηκε ελαφρά και είπε: «Διοικητά Τζένκινς; Χαίρομαι που σας γνωρίζω. Το όνομά μου είναι Τζον Σμιθ, και δεν είναι ψευδώνυμο, σας διαβεβαιώνω».

Ο Τζον Σμιθ είχε ανοικτό, φιλικό χαρακτήρα και ο Έρνεστ συμπάθησε αμέσως τον νεαρό άντρα. Στον δρόμο για το Παρίσι ο Σμιθ τον ενημέρωσε για το σχέδιο να υποβαθμίσει το γερμανικό πολεμικό Ναυτικό σε μια αμιγώς αμυντική δύναμη. «Το πρόβλημά μας είναι οι "Βάτραχοι" (οι Άγγλοι αποκαλούν «Βάτραχους» τους Γάλλους γιατί τους αρέσει να τρώνε βατραχοπόδαρα). Θέλουν το μερτικό τους από τον πόλεμο και πολλά περισσότερα. Η Γερμανία θα χρεωκοπήσει εντελώς αν καταφέρουν να γίνει το δικό τους».

«Δεν μπορώ να πω ότι με νοιάζει και ιδιαίτερα», είπε ο Έρνεστ. «Αν με ρωτάς, αυτοί ξεκίνησαν αυτό το κακό και παίρνουν αυτό που τους αξίζει».

«Ίσως. Μου είπαν ότι ήσουν στο Γιούτλαντ».

«Ναι, και ήταν κι αυτό ένα καταραμένο χάος, επίσης».

«Ελπίζω να μην σε πειράζει που το λέω αυτό, αλλά θα ήθελα, αν μπορείς, να προσπαθήσεις να το βγάλεις από το μυαλό σου. Όλοι φάγαμε τα μούτρα μας πολύ άσχημα, και οι δύο πλευρές. Αυτό που θέλουμε να κάνουμε τώρα είναι να προχωρήσουμε μπροστά, έτσι ώστε αυτός ο πόλεμος που μόλις κάναμε να είναι ο τελευταίος, εντάξει;».

«Ναι, ναι, φυσικά». Ο Έρνεστ ένιωσε αμήχανα με αυτό που είπε ο Σμιθ. «Εσύ πού ήσουν;». «Στις μάχες του Μάρνη, της Υπρ, του Σομ. Στάθηκα πολύ τυχερός, αυτό είναι το μόνο που μπορώ να πω. Πρέπει να είχα άγιο. Είχα τραυματιστεί μερικές φορές, όχι πολύ άσχημα, δόξα τω Θεώ, και τελικά με άφησαν να γυρίσω σπίτι όταν κατάλαβαν ότι δεν θα τους ήμουν πια χρήσιμος. Ήταν, βλέπεις, δύσκολο να τραβήξω τη σκανδάλη».

Σήκωσε το δεξί του χέρι και ο Έρνεστ είδε μέσα στο κομψό του γάντι να υπάρχει μόνο μια ξύλινη γροθιά.

«Κατάλαβα ότι μιλάς γερμανικά. Άπταιστα;», ρώτησε ο Σμιθ.

«Πολύ καλά, ναι».

«Πώς κι έτσι;».

«Είχα πολλές επαφές με Γερμανούς πριν τον πόλεμο. Ζω στο Ντιλ, και συνήθιζα να κάνω ιστιοπλοΐα, έτσι είχα γνωρίσει αρκετούς στις λεμβοδρομίες. Έκανα κάποια γερμανικά στο σχολείο, κι έτσι μπόρεσα να τα τελειοποιήσω όταν βρισκόμασταν εκεί».

«Αλήθεια; Πήγες στο Κάους;».

«Και σε άλλα μέρη, αλλά, ναι, ήμουν εκεί όταν ο «Meteor» μας ξαναχτύπησε.

«Το γιοτ του Κάιζερ Μπιλ; Άκουσα ότι ήταν πολύ καλό».

Άρχισαν να συζητούν για γιοτ -που αποδείχθηκε ότι ήταν κοινό ενδιαφέρον- και αυτό διήρκησε σε όλο το δρόμο προς το Παρίσι. Το αυτοκίνητο τούς πήγε σε ένα από τα μεγάλα περίτεχνα κυβερνητικά κτήρια στην αποβάθρα Ντ' Ορσέ, όπου βρίσκονταν ορισμένα από τα γραφεία της Ειρηνευτικής Επιτροπής. Ο Σμιθ τον οδήγησε σε ένα μεγάλο δωμάτιο, γεμάτο δακτυλογράφους και υπαλλήλους, και σε ένα μικρό γραφείο.

 

«Αυτό είναι το γραφείο σου. Λυπάμαι που είναι κάπως μικρό. Εργαζόμαστε πολλοί εδώ μέσα».

Το γραφείο ήταν γεμάτο με αρχεία και έγγραφα και ο Σμιθ του τα έδειξε με απολογητικό ύφος. «Σου έχουν αναθέσει όλους αυτούς τους φακέλους και φοβάμαι ότι πρέπει να τους διαβάσεις όλους», του είπε. «Σου έχουμε διαθέσει μια γραμματέα. Θα της πω να έρθει να την γνωρίσεις. Θα σου δείξει πού είναι τα κατατόπια Ίσως να μπορέσουμε να δειπνήσουμε μια μέρα μαζί, μόλις τακτοποιηθείς».

Λίγα λεπτά αφότου έφυγε ο Σμιθ, ήρθε μια κοπέλα που έμοιαζε αποκαμωμένη από κούραση και συστήθηκε ως γραμματέας του, -Τζέιν την έλεγαν-, και του έδειξε πού είναι το καθετί. «Σας έχουν διαθέσει κάποια δωμάτια σε ένα διαμέρισμα στο «Βουλ Μις». Θα σας δώσω ένα χάρτη. Είναι ακριβώς στο δρόμο λίγο πιο πάνω από εδώ».

Ο Έρνεστ άρχισε να δουλεύει, με τον δικό του σύστημα, μέσα σε στοίβες εγγράφων. Το μάλλον τυποποιημένο τους περιεχόμενο, αφορούσε στις συζητήσεις μεταξύ των Συμμάχων και των Γερμανών αντιπροσώπων, και ορισμένες σημειώσεις σχετικά με τις διαπραγματευτικές θέσεις των δύο πλευρών. Γνώριζαν σαφώς ότι οι Γάλλοι δεν ήταν πρόθυμοι να δείξουν κάποια ευελιξία, και ότι οι Βρετανοί και οι Αμερικανοί ήταν περισσότερο διατεθειμένοι να συμβιβαστούν, όπως επίσης και ότι οι Γερμανοί, κάποιοι από αυτούς τουλάχιστον, ήταν απρόθυμοι να παραδεχθούν πλήρως, είτε ότι η ευθύνη για τον πόλεμο ήταν δική τους ή είτε ότι στην πραγματικότητα είχαν χάσει.

Εξαντλημένος στο τέλος της πρώτης μέρας, ο Έρνεστ έφυγε από το κτήριο, έχοντας βεβαιωθεί ότι είχε πάσο για να μπει στο κτήριο το επόμενο πρωί. Η Τζέιν του είχε δώσει ένα χάρτη για να βρει τον δρόμο για το διαμέρισμά του. Ακολούθησε τις οδηγίες του περπατώντας κατά μήκος του δρόμου δίπλα από τον Σηκουάνα προς την Ιλ ντε λα Σιτέ και στη συνέχεια έστριψε δεξιά όταν έφτασε στο Ποντ Σεν Μισέλ, κατά μήκος της λεωφόρου Σεν Μισέλ.

Το διαμέρισμα ήταν σε ένα ψηλό κτήριο, ακριβώς δίπλα στη Σορβόννη. Ήταν μια όμορφη γειτονιά, που ζούσε ακόμη στον απόηχο του φοβερού πολέμου που παραλίγο να ισοπεδώσει την πόλη. Ο δρόμος, γεμάτος με φλαμουριές, είχε μείνει άθικτος και τα καλντερίμια του υποδεχόταν τους μαθητές που πηγαινοέρχονταν στα μαθήματά τους και στα μπαρ που ήταν ανοικτά μέρα και νύχτα. Μουσική παντού, και κυρίως τζαζ, μια νέα ξενόφερτη μόδα από την Αμερική, ξεχυνόταν στους δρόμους απ’ όπου περνούσε. Η πόρτα της εισόδου τον έβγαλε σε μια αυλή, όπου μια χαρακτηριστική Γαλλίδα θυρωρός καθόταν δίπλα στο παράθυρό της, κοιτώντας καχύποπτα όλους όσους έρχονταν. Ο Έρνεστ πήγε στην πόρτα της. «Με λένε Τζένκινς», είπε στα γαλλικά. «Νομίζω ότι έχει κρατηθεί ένα διαμέρισμα για μένα εδώ».

Η θυρωρός είπε κάτι μουγκρίζοντας για την συμφωνία που είχε κάνει, και του έδωσε ένα μπρελόκ με μεγάλα και μικρά κλειδιά. «Το μεγάλο είναι για την εξωτερική πόρτα που είναι κλειστή τη νύχτα. Το μικρότερο είναι για το διαμέρισμά σου, 3ος όροφος, νούμερο 2. Μην δίνεις το κλειδί σου σε κανέναν άλλο. Οι επισκέπτες δεν είναι καλοδεχούμενοι, εκτός αν συνοδεύονται από τους νοικάρηδές μου». Ρούφηξε τη μύτη της επικριτικά. «Δεν θέλω θόρυβο τη νύχτα. Αν θέλεις να κάνεις πάρτι, να κάνεις κάπου αλλού». Λέγοντας αυτό μπήκε στο δωμάτιό της και έκλεισε την πόρτα, πριν ο Έρνεστ προλάβει να πει κάτι.

Ο Έρνεστ ήταν πολύ απασχολημένος στο Ντ' Ορσέ. Πήγαινε σε ένα από τα μπαρ που σύχναζαν φοιτητές πριν πάει στο σπίτι μετά τη δουλειά, για να βιώσει την μεθυστική μεταπολεμική ατμόσφαιρα που κυριαρχούσε στην πόλη, καθώς οι Γάλλοι ζούσαν ξέγνοιαστα για να ξεχάσουν τον πόλεμο. Εν τω μεταξύ, με τον Σμιθ είχαν γίνει καλοί φίλοι και του έδειχνε την πόλη στα ρεπό του. Καθώς η άνοιξη έδινε τη θέση της στο καλοκαίρι, έκαναν περίπατο κατά μήκος της όχθης του ποταμού και έψαχναν για κάποιο νέο βιβλίο στους χαρακτηριστικούς πάγκους των μπουκινίστ, των πωλητών μεταχειρισμένων βιβλίων. Κάθονταν σε μικρά καφέ και αντάλλαζαν τις εμπειρίες τους από τις μάχες. Ο Σμιθ είχε αποστρατευτεί λόγω τραυματισμού στη δεύτερη μάχη του Σομ, όταν η σφαίρα ενός πολυβόλου είχε κόψει τον καρπό του. Η πληγή είχε μολυνθεί και τελικά οι χειρουργοί αναγκάστηκαν να ακρωτηριάσουν το χέρι του. «Ήταν μεγάλος μπελάς. Έπρεπε να μάθω να γράφω από την αρχή με το δεξί, αν καταλαβαίνεις τι εννοώ. Και πάλι όμως, θα μπορούσε να ήταν χειρότερα. Τουλάχιστον έχω μια δικαιολογία όταν οι δικοί μου παραπονιούνται ότι δεν επικοινωνώ μαζί τους».

Η δουλειά του Έρνεστ ήταν κυρίως να μεταφράζει γερμανικά κείμενα για την Επιτροπή. Καθώς συνέχισε να μελετά τα έγγραφα στο γραφείο του, βεβαιωνόταν όλο και περισσότερο, όπως είπε ο Σμιθ, ότι έκαναν μεγάλο λάθος να τιμωρήσουν τους Γερμανούς τόσο σκληρά. Μέχρι να έλθουν και επίσημα σε συμφωνία, οι δυο χώρες στην πραγματικότητα εξακολουθούσαν να βρίσκονται σε πόλεμο, αλλά υπό ανακωχή. Αυτό σήμαινε ότι, αν οι Γερμανοί δεν συμφωνούσαν με τους όρους παράδοσης, ο πόλεμος ίσως συνεχιζόταν, αλλά με τη Γερμανία να βρίσκεται σε ευάλωτη θέση. Αυτό ανησυχούσε πολύ τον Έρνεστ και τους συναδέλφους του. «Δεν μπορούμε να πάμε πάλι σε πόλεμο, μπορούμε;», ρώτησε τον Σμιθ.

«Όχι, είναι απλά μια μπλόφα. Οι Γάλλοι παίζουν τη «γάτα με το ποντίκι» με τους Γερμανούς, για να εκδικηθούν».

«Παίζουν; Θα αστειεύεσαι!».

«Δυστυχώς όχι. Οι Γάλλοι και εμείς, και οι Αμερικανοί σε μικρότερο βαθμό, θέλουμε πάρουμε εκδίκηση. Αλλά μην ανησυχείς, δεν θα υπάρξει άλλος πόλεμος. Έχουν εγκρίνει τώρα τους όρους μας».

«Ναι, αλλά φοβάμαι ότι θα χρεωκοπήσουν εντελώς. Ξέρω τους Γερμανούς καλά, και φοβάμαι πως αν προχωρήσουμε σε όλες αυτές τις πολεμικές αποζημιώσεις, θα δημιουργήσουμε ένα καινούριο τέρας».

«Πραγματικά, ελπίζω να κάνεις λάθος, Έρνεστ. Δεν ήταν “… αυτός ο τελικός πόλεμος —ο πόλεμος που θα τερματίσει όλους τους πολέμους”»;

Ο Έρνεστ κοίταξε τον φίλο του, θλιμμένος. «Σίγουρα το ελπίζω. Θα δούμε».

Η πρώτη του βοηθός, η Τζέιν, είχε επιστρέψει στην Αγγλία και αντικαταστάθηκε από μία όμορφη γυναίκα, πρώην αξιωματικό της Υπηρεσίας του Βασιλικού Ναυτικού, που την έλεγαν Μάργκαρετ. Είχε υπηρετήσει με τις Ρενς, -το γυναικείο τμήμα αξιωματικών του Βασιλικού Ναυτικού- κατά τη διάρκεια του πολέμου και παρέμεινε στις καταστάσεις μισθοδοσίας του κράτους ως κανονική εργαζόμενη και αφού καταργήθηκε η υπηρεσία. Είχε αποσπαστεί στην Επιτροπή Εκεχειρίας επειδή γνώριζε γαλλικά.

Ο Σμιθ του την σύστησε και εκείνος εντυπωσιάστηκε αμέσως μαζί της. Ήταν έξυπνη και είχε θετική αύρα, σε αντίθεση με την Τζέιν, που παραπονιόταν συνεχώς ότι είχε κολλήσει στο Παρίσι. Έκανε κάποιες ερωτήσεις στον φίλο του για εκείνη. «Είναι καλή κοπέλα. Δεν είναι ο τύπος μου, αλλά αρκετά όμορφη. Έχεις τσιμπηθεί μαζί της;».

«Φυσικά και όχι!», είπε ο Έρνεστ, αμήχανα. «Βασικά δεν γνωρίζω τίποτα γι' αυτήν».

«Ω, αυτό είναι εύκολο! Θα σου πω εγώ. Ο πατέρας της είναι εφημέριος κάπου στη νότια ακτή. Είχε έναν αδερφό, νομίζω, αλλά σκοτώθηκε στον Μάρνη, στις αρχές του πολέμου. Κατατάχθηκε στις Ρενς για να βοηθήσει στις πολεμικές επιχειρήσεις. Νομίζω ότι εργάστηκε ως οδηγός. Προφανώς έλαβε εκπαίδευση ως γραμματέας και λόγω συνεργασίας της με τις Ρενς, είχε καλή διαπίστευση ασφαλείας και τοποθετήθηκε στην Επιτροπή Eκεχειρίας όταν τελείωσε ο πόλεμος. Νομίζω ότι η μητέρα της είναι μισή Γαλλίδα, οπότε ήταν μια χρήσιμη σύνδεσμος εδώ».

«Θα σου πω και κάτι άλλο. Η κοπέλα μου είναι πολύ φίλη μαζί της. Γιατί δεν κανονίζουμε μια έξοδο όλοι μαζί;».

«Ναι, γιατί όχι; Θα περάσουμε ωραία».

Δυο μέρες αργότερα, ο Σμιθ τον κάλεσε να πάνε μαζί σε μια επιθεώρηση στα Φολί Μπερζέρ.

«Λίγο τολμηρό, δε νομίζεις;», είπε ο Σμιθ. «Με όλες αυτές τις γυμνές κυρίες!».

Η παράσταση πράγματι ήταν τολμηρή. Παρουσίαζε τις «Μικρές γυμνές γυναίκες» του Πωλ Ντερβάλ, που έγιναν και το κλου του καμπαρέ. Αν και έδειξαν τα πάντα, ήταν αρκετά βαρετό. Ήταν κυρίως στατική παράσταση, με καλυμμένη όμως σεξουαλικότητα. Ήταν τολμηρό, αλλά δύσκολα το έλεγες σκανδαλιστικό. Ο Έρνεστ ντρεπόταν στην αρχή τη συνοδό του, αλλά η Μάργκαρετ φαινόταν να είναι ανοιχτόμυαλη. Και αυτή και η φίλη του Σμιθ, η Πολίν, γελούσαν με κάποιες από τις εμφανίσεις των χορευτριών, και μιλούσαν για τα μισόγυμνα περίπλοκα κοστούμια με ενθουσιασμό.

Μετά την παράσταση, ο Έρνεστ συνόδευσε την Μάργκαρετ στο σπίτι της που συγκατοικούσε με την Πολίν, αφήνοντας τον Σμιθ και την κοπέλα του μόνους τους. «Ήταν λίγο σοκαριστικό κάποιο μέρος του, έτσι;», είπε ο Έρνεστ.

«Υποθέτω ότι ήταν. Αλλά ήταν πολύ τολμηρό, έτσι δεν είναι;».

«Δεν σε ενόχλησε δηλαδή;».

«Όχι, φυσικά και όχι. Νομίζω ότι οι γυμνές κυρίες ήταν αρκετά διασκεδαστικές, έτσι δεν είναι;».

«Ναι, τώρα που το λες, ήταν», είπε ο Έρνεστ, και έσκασε στα γέλια. «Τι περίεργη συζήτηση που ανοίξαμε! "Σκανδαλιστικό" θα ήταν μια πιο σωστή λέξη».

«Δηλαδή, σκανδαλίστηκες;».

Ο Έρνεστ κοκκίνισε και δίστασε ν’ απαντήσει. Η Μάργκαρετ κατάλαβε ότι τον έφερε σε αμηχανία και έβαλε το χέρι της στο μπράτσο του. «Μην ντρέπεσαι, απλά αστειεύομαι. Πέρασα ένα υπέροχο βράδυ. Σ’ ευχαριστώ».

Τις επόμενες εβδομάδες, δείπνησαν μαζί μερικές φορές ακόμα. Κάποιες φορές με τον Σμιθ και την Πολίν, και κάποιες μόνο οι δυο τους. Πήγαιναν σε παραστάσεις ή σε μπαρ και άκουγαν ζωντανή τζαζ που αγαπούσαν και οι δύο. Ένα από αυτά τα απογεύματα, μετά από μια εξαιρετικά ωραία τζαζ συναυλία, ο Έρνεστ πρότεινε να πάνε στο διαμέρισμά του για καφέ.

«Και η θυρωρός σου;», ρώτησε η Μάργκαρετ.

«Θα πρέπει να τρυπώσουμε χωρίς να μας πάρει είδηση».

Περπάτησαν μέχρι το διαμέρισμα. Ο Έρνεστ έπιασε απαλά το χέρι της Μάργκαρετ και ένιωσε να διπλώνει τα δάχτυλά της στα δικά του και μετά να γέρνει το κεφάλι της στον ώμο του. Όταν έφτασαν στην πολυκατοικία, ο Έρνεστ έβγαλε το κλειδί του και το έβαλε σιγά-σιγά στην κλειδαριά, γυρίζοντας απαλά για να ανοίξει την πόρτα. Πίεσε αργά και με ένα τρίξιμο, άνοιξε. Μπήκαν μέσα και ανέβηκαν τις σκάλες για το διαμέρισμά του. 'Άνοιξε την πόρτα και πέρασε μέσα την Μάργκαρετ.

Εκείνη κάθισε σε μια μικρή καρέκλα δίπλα στο τραπεζάκι, και ο Έρνεστ πήγε να φτιάξει καφέ για τους δυο τους. Της πρόσφερε μπράντι, αλλά εκείνη αρνήθηκε. Έφερε τον καφέ στο τραπέζι και κάθισε στην άλλη μοναδική καρέκλα που υπήρχε στο μικρό δωμάτιο.

«Κάπως μικρό δεν είναι;», ρώτησε η Μάργκαρετ.

«Ναι. Ευτυχώς, δεν περνάω και πολύ χρόνο εδώ μέσα, οπότε δεν έχει σημασία. Μου αρκεί αυτό το δωμάτιο».

Κοίταξε τη μικρή βιβλιοθήκη δίπλα στο κρεβάτι. «Σου αρέσει ο Φλομπέρ;», ρώτησε εκείνη.

«Όχι και πολύ. Προσπαθώ, πάντως, να μπω στο πνεύμα του. Φοβάμαι ότι τα γαλλικά μου δεν είναι αρκετά καλά.

«Μου αρέσει η «Μαντάμ Μποβαρύ». Πολύ ρομαντικό βιβλίο».

«Και τραγικό. Γι’ αυτό δεν το τελείωσα ακόμα. Πολύ μελαγχολικό».

«Γιατί;».

«Υπάρχει αρκετή πραγματική δυστυχία στις μέρες μας, και δεν χρειάζεται να διαβάσει κανείς και για την φτωχή μαντάμ Μπι που αυτοκτόνησε με δηλητήριο».

«Ήταν τόσο τραυματικός ο πόλεμος για σένα;».

Είπε στη Μάργκαρετ για το Γιούτλαντ, και πώς ανάρρωσε σιγά-σιγά από τις πληγές του. «Ακόμα ξυπνάω τη νύχτα λουσμένος σε κρύο ιδρώτα, βλέποντας αυτούς τους φτωχούς ναύτες να παγιδεύονται στις φλόγες». Ανατρίχιασε στη θύμηση.

Εκείνη σηκώθηκε και στάθηκε από πίσω του. Έβαλε τα χέρια της απαλά γύρω από το λαιμό του, και του ψιθύρισε: «Καημενούλη μου. Τι φριχτό! Μακάρι να μπορούσα να σε βοηθήσω». Και μετά του μουρμούρισε γλυκόλογα, και σαν να ήταν μικρό παιδί τον νανούρισε τρυφερά.

Ο Έρνεστ άρχισε να χαλαρώνει, και τα μάτια του βούρκωσαν. Δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τα δάκρυά του και έκλαψε με λυγμούς. Έπεσε στην αγκαλιά της και άφησε τον εαυτό του ελεύθερο. Ο πόνος και η δυστυχία που είχε νιώσει, ήρθαν στην επιφάνεια και παραδόθηκε στα απαλά, γεμάτα κατανόηση, χάδια της καθώς του ψιθύριζε: «Τελείωσε πια, τελείωσε αγάπη μου. Εγώ είμαι εδώ, εγώ θα σε φροντίσω».

Μετά από λίγο άρχισε να συνέρχεται. Έβαλε τα χέρια του στα μπράτσα της και τα απομάκρυνε απαλά. Γύρισε για να την δει, πήρε το πρόσωπό της στα χέρια του και φιλήθηκαν τρυφερά.

Εκείνη τραβήχτηκε και κοίταξε το ρολόι δίπλα στο κρεβάτι του. «Ω, αυτή είναι η ώρα; Πρέπει να φύγω. Κλειδώνουν την πόρτα μετά τα μεσάνυχτα».

«Θα σε συνοδεύσω στο σπίτι».

«Όχι, αγάπη μου, θα είμαι εντάξει. Θα τα πούμε το πρωί. Αλλά καλύτερα να με ξεπροβοδίσεις. Δεν θέλουμε η θυρωρός σου να βγάλει λάθος συμπεράσματα!».

Την βοήθησε να βάλει το παλτό της και κατέβηκαν τις σκάλες στις μύτες των ποδιών τους. Ο Έρνεστ άνοιξε την πόρτα και εκείνη πέρασε δίπλα του και βγήκε έξω. Μόλις βρέθηκε στον δρόμο γύρισε πίσω και του έδωσε ένα πολύ απαλό φιλί στο μέτωπο. Πήγε να την τραβήξει κοντά του, αλλά έβαλε το δάχτυλο στα χείλη του και απαλά τον έσπρωξε μακριά. «Καληνύχτα, αγάπη μου», είπε. Έφυγε και περπάτησε μέχρι το σπίτι της.

 

Το επόμενο πρωινό που συναντήθηκαν, ένιωθαν λίγο σαν άτακτοι μαθητές. Φαινομενικά εργάζονταν όπως πριν, αλλά το μυστικό τους ήταν ολοφάνερο σε φίλους και συναδέλφους, όσο σκληρά και αν προσπάθησαν να το κρύψουν.

Ο Έρνεστ και ο Σμιθ έκλεισαν εισιτήρια για να πάνε στο Λονδίνο, για να συζητήσουν για το έργο που επιτελέστηκε στο Σκάπα Φλόου σχετικά με τον παροπλισμό του γερμανικού στόλου. Ο Σμιθ κανόνισε να πάρουν ένα φέρι από την Ντιέπ και μετά ένα τραίνο για το Λονδίνο, αλλά ο Έρνεστ τον έπεισε να πάνε αεροπορικώς. Η σκέψη ότι θα ταξίδευε στη θάλασσα, ακόμα τον τρομοκρατούσε. Έκαναν την ίδια διαδρομή που είχε κάνει και ο Έρνεστ, και νοίκιασαν ένα δωμάτιο ξενοδοχείου στο Γουέστμινστερ.

Στο δείπνο εκείνο το βράδυ, ο Σμιθ έσκαγε να μάθει για τον Έρνεστ και τη Μάργκαρετ. «Εσύ και η Μάγκι φαίνεται να τα πηγαίνετε πολύ καλά τελευταία», παρατήρησε.

Ο Έρνεστ κοκκίνισε. «Ναι, είναι υπέροχο κορίτσι».

«Υπέροχο κορίτσι; Αυτό είναι όλο; Φαίνεται ότι έχεις δεθεί πολύ μαζί της».

«Ω, δεν ξέρω! Έχουμε βγει μερικές φορές, κάνουμε καλή παρέα».

«Έλα Έρνεστ, στον φίλο σου μιλάς!».

«Εντάξει, εντάξει. Η συντροφιά της μου έκανε πολύ καλό. Είχα αυτούς τους απαίσιους εφιάλτες και απ’ ό,τι φαίνεται με βοήθησε να σταματήσουν».

«Είναι εκπληκτική, έτσι; Λοιπόν, κάτι σχεδιάζετε, δεν είναι έτσι;».

«Να σχεδιάζουμε; Δεν θα το’ λεγα, δεν συζητήσαμε γι’ αυτό».

«Γι’ αυτό;». Ο Έρνεστ δεν μίλησε.

«Έρνεστ, χρειάζεσαι μια συμβουλή από ένα φιλαράκι και θα σου την δώσω. Ελπίζω να είμαστε ακόμα φίλοι μετά», αστειεύτηκε ο Σμιθ. «Η Μάγκι είναι ένα υπέροχο κορίτσι, το ξέρω και το ξέρεις. Και επίσης είναι ερωτευμένη μέχρι τα μπούνια μαζί σου». Ο Έρνεστ έκανε να τον διακόψει, αλλά ο Σμιθ σήκωσε το χέρι του: «Μην με διακόπτεις. Είναι ε-ρω-τευ-μέ-νη!…», -τόνισε μία-μία τις συλλαβές- «…και νομίζω ότι νιώθεις το ίδιο γι' αυτήν. Θα μπορούσες, βέβαια, να ψάχνεις για χρόνια και να μην βρίσκεις καμιά καλύτερη για σένα. Οπότε, η συμβουλή μου είναι να της κάνεις πρόταση γάμου. Δεν θα το μετανιώσεις, στο υπόσχομαι».

«Αλήθεια, είναι ερωτευμένη μαζί μου;». Ο Έρνεστ δεν μπορούσε να κρύψει ένα χαμόγελο χαράς όταν το άκουσε αυτό. «Πώς το ξέρεις;».

«Έρνεστ Τζένκινς! Πλωτάρχη Τζένκινς! Νομίζεις ότι ο κόσμος δεν έχει μάτια; Με τον τρόπο που κοιταζόσαστε είναι φως φανάρι».

«Μα αν κάνεις λάθος και την ζητήσω σε γάμο, θα βρισκόμουν σε πολύ δυσάρεστη θέση».

«Θυμήσου τα λόγια μου νεαρέ Έρνεστ, δεν κάνω λάθος».

Μετά τη συνάντησή τους στο Ναυαρχείο επέστρεψαν στο Παρίσι. Ο Έρνεστ πήγε στο γραφείο την επομένη και όταν είδε την Μάργκαρετ να έρχεται, η καρδιά του σκίρτησε. Κοκκίνισε και κοίταξε αλλού. «Γεια σου, ξένε» είπε. «Πέρασες καλά στο Λονδίνο;».

Μουρμούρισε κάτι για μια παραγωγική συνάντηση που είχε και ότι έπρεπε να επεξεργαστεί πολλές πληροφορίες, έγγραφα να παραδώσει, πολλή δουλειά να κάνει, και άλλα τέτοια.

Φάνηκε ν’ απογοητεύεται. Της φερόταν σαν να ήταν μόνο η γραμματέας του, και όχι σαν φίλη που νόμιζε ότι είχε γίνει για κείνον. Μπερδεύτηκε από την ξαφνικά απότομη συμπεριφορά του, και πήρε κι εκείνη απότομο ύφος και του φερόταν μόνο σαν επαγγελματίας. Του έδωσε την αλληλογραφία που είχε μαζευτεί όσο καιρό εκείνος έλειπε και τον ρώτησε αν υπήρχε κάτι άλλο που ήθελε να κάνει.

«Όχι, τίποτα προς το παρόν. Άφησα μερικά γράμματα στα εξερχόμενα, ίσως θα μπορούσες να τα δακτυλογραφήσεις».

Έφυγε από το δωμάτιο, μπερδεμένη και κάπως νευριασμένη. Κάθισε στο γραφείο της και προσπάθησε να δουλέψει, αλλά αυτός ο νέος, απρόσμενος, τόνος του, την είχε αναστατώσει πολύ και αποφάσισε να το ξεκαθαρίσει για να καταλάβει τι πραγματικά συνέβαινε. Ένας κλητήρας έφτασε με ένα υπόμνημα για εκείνον και το πήρε στο γραφείο του, κλείνοντας την πόρτα πίσω του.

«Έρνεστ, τι έγινε; Τι συμβαίνει. Φαίνεσαι τόσο ψυχρός. Έκανα κάτι που σε πείραξε;».

«Να με πείραξε;». Όχι, φυσικά και όχι». Ένιωσε άσχημα. «Είναι απλά ότι…», σταμάτησε, αμήχανα. «Είναι που θέλω να σου πω κάτι».

«Να μου πεις κάτι; Τι; Τι στο καλό λες; Δε νομίζω να μου πεις ότι είσαι κρυφά παντρεμένος ή κάτι τέτοιο, έτσι;».

«Παντρεμένος; Όχι βέβαια!».

«Λοιπόν; Πες το να τελειώνουμε. Τι έγινε;».

«Είναι, απλά, να.… Ξέρεις εγώ…».

«Δεν ξέρω, Έρνεστ». Είχε αρχίσει να κοκκινίζει από θυμό. Φαινόταν εκνευρισμένη.

«Λοιπόν… Εντάξει, θα σου πω. Σκεφτόμουν ότι αρέσουμε ο ένας στον άλλο, έτσι δεν είναι;». Εκείνη έγνεψε καταφατικά, με κάποια δυσπιστία όμως. «Λοιπόν, ωραία. Ναι. Το θέμα είναι, αναρωτιόμουν αν, ίσως, θα μπορούσες να σκεφτείς το ενδεχόμενο να…».

Έκανε και πάλι παύση, αναψοκοκκινίζοντας. Άρχισε να κτυπά το πόδι της με νευρικότητα.

«Τι να σκεφτώ; Μια μετάθεση, την τιμή των δαμάσκηνων, την παγκόσμια κατάσταση, τι;».

«Ας πούμε… Κατά κάποιο τρόπο, ξέρεις… να με παντρευτείς». Οι λέξεις, επιτέλους, ξεχύθηκαν από το στόμα του. Είδε το βλέμμα της κι έσπευσε να τελειώσει τη φράση του: «Ξέρω ότι δεν είμαι κανένα κελεπούρι. Είμαι λίγο ανάπηρος, κάπως τρελός, και αρκετά ντροπαλός. Και η αλήθεια είναι, ατσούμπαλος. Αλλά πραγματικά πιστεύω ότι θα μπορούσαμε να ταιριάξουμε πολύ οι δυο μας, αν καταλαβαίνεις τι εννοώ». Όσο μιλούσε είχε τα μάτια του στο πάτωμα, εντελώς αμήχανος. Την είδε να έρχεται προς το μέρος του και να σηκώνει το πηγούνι του για να τον κοιτάξει στα μάτια. Ξαφνιάστηκε που έβλεπε δάκρυα στα μάτια της και την ίδια στιγμή ένα πλατύ χαμόγελο στο πρόσωπό της.

«Βρε χαζούλη, φυσικά και θα το κάνω. Περίμενα αιώνες. Αν δεν μου το ζητούσες, σκέφτηκα ότι θα έπρεπε να στο ζητήσω εγώ, και να μην περιμένω έως του χρόνου στις 29 Φεβρουαρίου!». (Στη Σκωτία, την Ιρλανδία και την Αγγλία, στις 29 Φεβρουαρίου κάθε δίσεκτου έτους, παραδοσιακά είναι η μοναδική μέρα που μια γυναίκα μπορεί να κάνει πρόταση γάμου στον σύντροφό της).

«Αλήθεια; Το εννοείς στ’ αλήθεια αυτό; Θεέ μου, σ’ ευχαριστώ… Εννοώ, δεν το πιστεύω!».

Όλη του η συμπεριφορά άλλαξε και την πήρε στην αγκαλιά του, ακριβώς τη στιγμή που μπήκε ο Διοικητής του.

«Ω, συγγνώμη που διακόπτω, αλλά αν μπορούσατε να αφήσετε κάτω τη γραμματέα σας για λίγο, θα ήθελα να μάθω πώς πήγε το ταξίδι σας. Αν μπορούσατε να μου διαθέσετε τον χρόνο, δηλαδή!».

Πετάχτηκαν επάνω και η Μάργκαρετ γλίστρησε έξω από το γραφείο. Ο Έρνεστ έμεινε να στέκεται ντροπιασμένος όσο ο διοικητής του την κοιτούσε να φεύγει. «Να δώσω συγχαρητήρια μήπως;».

Το χαμόγελο του Έρνεστ τα είπε όλα. «Ναι, για να είμαι ειλικρινής… Αυτό ήταν…».

«Ξέρω, παλιόφιλε, δεν χρειάζεται να πεις τίποτα άλλο. Όταν θα έχεις κατέβει από το σύννεφό σου, έλα στο γραφείο μου, εντάξει;».

Στις αρχές του 1920 και μια κρύα μέρα του Φεβρουαρίου, λίγους μήνες μετά την υπογραφή της Συνθήκης των Βερσαλλιών, αφού επέστρεψαν στο Λονδίνο, ο Έρνεστ και η Μάργκαρετ παντρεύτηκαν στην εκκλησία του πατέρα της, σε μια ήσυχη τελετή. Ο Τζον Σμιθ ήταν ο κουμπάρος του και η Πωλίν η κουμπάρα της. Μετακόμισαν στο σπίτι των γονιών του, στο Ντιλ, μετά από ένα σύντομο μήνα του μέλιτος στην Ουαλία, και εκείνος κατάφερε να πάρει μετάθεση στη ναυτική βάση στο Ντόβερ, όπου και συνέχισε να εργάζεται.

Στο τέλος της χρονιάς γεννήθηκε το πρώτο τους παιδί, ο Γκόντφρι, και δεκαοκτώ μήνες αργότερα, έκαναν μια κόρη, την Ελίζαμπεθ.