Za darmo

Συμπόσιον : ή περί έρωτος

Tekst
iOSAndroidWindows Phone
Gdzie wysłać link do aplikacji?
Nie zamykaj tego okna, dopóki nie wprowadzisz kodu na urządzeniu mobilnym
Ponów próbęLink został wysłany

Na prośbę właściciela praw autorskich ta książka nie jest dostępna do pobrania jako plik.

Można ją jednak przeczytać w naszych aplikacjach mobilnych (nawet bez połączenia z internetem) oraz online w witrynie LitRes.

Oznacz jako przeczytane
Czcionka:Mniejsze АаWiększe Aa

– Κανείς δεν θα έχη βέβαια εναντίαν γνώμην, Ερυξίμαχε, είπε τότε ο Σωκράτης. Πολύ περισσότερον δεν θ' αντιτείνω εγώ ο οποίος λέγω ότι δεν γνωρίζω τίποτε άλλο ειμή τα ερωτικά, αλλ' ούτε ο Αγάθων βέβαια, ούτε ο Παυσανίας, ούτε ο Αριστοφάνης ο καταγινόμενος διαρκώς με τον Διόνυσον και την Αφροδίτην, ούτε και άλλος κανείς από τους παρόντας, όπως βλέπω. Μολονότι το πράγμα δεν είνε το ίδιον δι' ημάς που ευρισκόμεθα τελευταίοι. Αλλ' εάν οι προ ημών αναπτύξουν καλώς και ικανώς το θέμα, θ' αρκεσθώμεν εις τους λόγους αυτών. Εμπρός λοιπόν, ας αρχίση αισίως ο Φαίδρος εγκωμιάζων τον Έρωτα.

Εις αυτά και όλοι οι άλλοι εσυμφώνησαν με τον Σωκράτη.

Να σας ειπώ τόρα όλα όσα καθένας είπε, δεν είναι δυνατόν, διότι ούτε ο Αριστόδημος τα ενθυμείτο καλά, ούτ' εγώ εκράτησα εις τον νουν μου όλα όσα εκείνος μου διηγήθη. Θα σας ειπώ λοιπόν τα ουσιωδέστερα και όσα μου εφάνησαν περισσοτέρων αξιομνημόνευτα από τους λόγους του καθενός.

Πρώτος λοιπόν, όπως σας είπα, κατά την αφήγησιν του Αριστοδήμου πάντοτε, ήρχισεν ο Φαίδρος ως εξής περίπου:

ΕΓΚΩΜΙΟΝ ΕΡΩΤΟΣ ΤΟΥ ΦΑΙΔΡΟΥ

Μέγας θεός είνε ο Έρως και θαυμαστός εις τε τους ανθρώπους και εις τους θεούς και δι' άλλους μεν πολλούς λόγους, αλλά προ παντός κατά την γένεσιν· διότι είνε ο πρεσβύτατος των θεών, και τούτο είνε πολλής τιμής άξιον. Απόδειξις δε της αρχαιότητός του είνε ότι γονείς του Έρωτος ούτε υπάρχουν ούτε αναφέρονται από κανένα, ούτε ποιητήν ούτε πεζόν, ο δε Ησίοδος λέγει ότι πρώτον μεν υπήρξε το χάος, έπειτα δε η ευρύστερνος Γη, των πάντων βάσις κεφαλής και αιωνία, και ο Έρως.

Κατά τον Ησίοδον λοιπόν μετά το χάος έγειναν τα δύο αυτά, η Γη και ο Έρως. Ο δε Παρμενίδης ως προς την Γένεσιν λέγει ότι πρώτιστον πάντων των θεών τον Έρωτα συνέλαβε.

Με τον Ησίοδον συμφωνεί προσέτι και ο Ακουσίλαος. Ούτω πολλαχόθεν ομολογείται ότι ο Έρως είνε ο πρεσβύτατος των θεών. Πρεσβύτατος δε ων είνε πρόξενος μεγίστων αγαθών εις ημάς. Εγώ τουλάχιστον δεν ευρίσκω άλλο μεγαλύτερον αγαθόν δι' ένα νέον από ένα εραστήν χρηστόν, και δι' ένα εραστήν από τον έρωτα προς ένα νέον. Διότι εκείνο που πρέπει να κυριαρχή δι' όλου του βίου εις τους ανθρώπους τους θέλοντας να ζήσουν καλώς, αυτό ούτε η συγγένεια, ούτε αι τιμαί, ούτε ο πλούτος, ούτε κανέν άλλο πράγμα ημπορεί να εμπνεύση τόσον όσον ο έρως – θέλω να ειπώ το αίσθημα της αισχύνης μεν διά τα αισχρά, της φιλοτιμίας δε προς τα καλά. Διότι χωρίς αυτά ούτε πόλις ούτε ιδιώτης είνε δυνατόν να κατορθώση έργα μεγάλα και καλά. Έχω δε πεποίθησιν ότι εάν εις ένα αγαπώντα άνδρα συνέβαινε να γείνη κατάδηλος καμμία αισχρά πράξις του ή να υποφέρη προσβολήν τινα εξ ανανδρίας χωρίς ν' αμυνθή, δεν θα ήτο τόσον ζωηρόν το ηθικόν του άλγος, ούτε υπό του πατρός αν ήθελε φωραθή ούτε υπό των φίλων ούτε υπό άλλου οποιουδήποτε, όσον θα ήτο αν ήθελε φωραθή υπό του αγαπωμένου νέου. Το αυτό βλέπομεν συμβαίνον και εις τον αγαπώμενον, ότι δηλαδή ιδιαιτέρως αισχύνεται τον εραστήν, αν ήθελε φωραθή παρεκτρεπόμενος. Εάν δε ήτο δυνατόν να γείνη τρόπος ώστε πόλις ή στρατόπεδον ν' αποτελήται υπό εραστών και αγαπωμένων, θα επετυγχάνετο η τελειοτέρα οργάνωσις και διοίκησις διά της αποχής από πάσαν κακήν πράξιν και της ευγενούς αμίλλης· και μαχόμενοι δε οι τοιούτοι, ημπορεί κανείς να ειπή ότι θα ενίκων, καίτοι ολίγοι, πάντας τους ανθρώπους. Διότι πολύ ολιγώτερον υπό τας όψεις του αγαπωμένου παρά κάθε άλλου θα ήτο δυνατόν ένας εραστής να καταλίπη την τάξιν του ή να πετάξη τα όπλα, και προ τούτου θα επροτίμα όχι ένα, αλλά πολλούς θανάτους, κανείς δε βέβαια δεν θα ήτο τόσον άνανδρος ώστε να εγκαταλείψη τον αγαπώμενον ή να μη τον βοηθήση κινδυνεύοντα, ένθεος γινόμενος προς αρετήν υπό του Έρωτος, εις τρόπον ώστε να είνε όμοιος προς τον εκ φύσεως ανδρειότατον. Και εκείνο που λέγει ο Όμηρος, ότι εις μερικούς ήρωας εμπνέει μένος ο θεός, τούτο ο Έρως κατορθώνει να γίνεται αυτομάτως εις τους ερώντας. Ούτω μόνον οι ερώντες θυσιάζουν ευχαρίστως την ζωήν των υπέρ του αγαπωμένου, και όχι μόνον οι άνδρες διότι είναι άνδρες, αλλά και αι γυναίκες. Τούτου δε τρανόν μαρτύριον εις τους Έλληνας παρέχει η θυγάτηρ του Πελίου Άλκηστις, μόνη αυτή προσφερθείσα ν' αποθάνη υπέρ του ανδρός της, μολονότι υπήρχον και πατήρ και μήτηρ αυτού, των οποίων όμως την στοργήν τόσον υπερέβαλεν, ώστε να τους αποδείξη τρόπον τινα ξένους προς τον υιόν αυτών και μόνον κατ' όνομα γεννήτορας. Και η θυσία αυτή τόσον μεγάλη πράξις εφάνη όχι μόνον εις τους ανθρώπους, αλλά και εις τους θεούς αυτούς, ώστε μολονότι πολλοί έκαμαν πολλάς και μεγάλας πράξεις, εν τούτοις εις πολύ ολίγους οι θεοί παρέσχον τοιαύτην αμοιβήν της πράξεως, ώστε να επιτρέψουν την απάνοδον της ψυχής εκ του Άδου, ενώ εις την ψυχήν εκείνης επέτρεψαν τούτο θαυμάσαντες την πράξίν της. Εκ τούτου καταφαίνεται ότι και οι θεοί αυτοί τον περί τον έρωτα ζήλον και αρετήν μεγάλως τιμούν. Ούτως εις τον Ορφέα τον υιόν του Οιάγρου δεν επέτρεψαν να φέρη εις τέλος τον σκοπόν του, αποπέμψαντες αυτόν εκ του Άδου, αφού του έδειξαν το φάσμα μόνον της γυναικός του διά την οποίαν επήγε, διότι εφάνη δειλός, ωσάν κιθαρωδός που ήτο, και δεν ετόλμησεν ν' αποθάνη ένεκα του έρωτος, αλλ' εμηχανεύθη να εισέλθη ζωντανός εις τον Άδην. Διά τούτο και τον ετιμώρησαν καταδικάσαντες αυτόν ν' αποθάνη υπό γυναικών. Εξ εναντίας τον υιόν της Θέτιδος Αχιλλέα ετίμησαν τοποθετήσαντες αυτόν εις τας νήσους των μακάρων, διότι ούτος, καίτοι γνωρίζων παρά της μητρός του ότι ήθελεν αποθάνει εάν εφόνευε τον Έκτορα, ενώ αν δεν τον εφόνευε θα επανήρχετο εις τον πατρικόν του οίκον όπου θ' απέθνησκε γηραιός, εν τούτοις ετόλμησε να προτιμήση όχι απλώς ν' αποθάνη υπέρ του εραστού αυτού Πατρόκλου βοηθών αυτόν, αλλά τελευτήσαντος τούτου, ν' αποθάνη κατόπιν αυτού εκδικών τον θάνατόν του. Διά τούτο και υπερθαυμάσαντες οι θεοί ιδιαιτέρως όλως ετίμησαν αυτόν, διότι τον εραστήν αυτού τόσον πολύ εξετίμα. Ο δε Αισχύλος φλυαρεί λέγων ότι ο Αχιλλεύς ήτον εραστής του Πατρόκλου, αφού ο πρώτος ήτον ωραιότερος όχι μόνον του Πατρόκλου, αλλά και όλων των ηρώων εν γένει, και αγένειος ακόμη, έπειτα δε και πολύ νεώτερος, όπως λέγει ο Όμηρος. Αλλ' οι θεοί, μολονότι μεγάλως τωόντι τιμούν την περί τον Έρωτα αρετήν, εν τούτοις περισσότερον θαυμάζουν και χαίρουν και αμείβουν όταν ο αγαπώμενος τον εραστήν αγαπά παρά όταν ο εραστής τον αγαπώμενον. Και τούτο διότι ο εραστής είνε κάτι θειότερον από τον αγαπώμενον, περικλείων τρόπον τινα ένα θεόν. Διά τούτο και ετίμησαν τον Αχιλλέα περισσότερον από την Άλκηστιν πέμψαντες αυτόν τιμητικώς εις τας νήσους των μακάρων. Συμπεραίνων λέγω ότι ο Έρως είνε εξ όλων των θεών ο πρεσβύτατος και ο σεβαστότατος και ο κυριώτατος προς απόκτησιν αρετής και ευδαιμονίας υπό των ανθρώπων και εφ' όσον ζουν και αφού αποθάνουν.

Τοιαύτα περίπου, κατά τον Αριστόδημρν, είπεν ο Φαίδρος· έπειτα δε από τούτον ωμίλησαν και μερικοί άλλοι, των οποίων όμως τους λόγους επαράτρεξε μη ενθυμούμενος, διά να μου αφηγηθή τον λόγον του Παυσανίου, όστις ωμίλησεν ως εξής·

ΕΓΚΩΜΙΟΝ ΕΡΩΤΟΣ ΤΟΥ ΠΑΥΣΑΝΙΟΥ

Νομίζω, Φαίδρε, ότι η πρότασις όπως απλώς ετέθη, να εγκωμιάσωμεν δηλαδή τον Έρωτα, δεν ετέθη καλώς, θα είχε καλώς, εάν ο Έρως ήτον ένας. Αλλ' επί του παρόντος δεν είν' ένας. Αφού λοιπόν δεν πρόκειται περί ενός, ορθότερον είνε να ορισθή εκ των προτέρων ποίον εκ των δύο οφείλομεν να επαινέσωμεν. Εγώ λοιπόν θα προσπαθήσω να επανορθώσω τούτο, ορίζων πρώτον ποίον Έρωτα οφείλομεν να επαινέσωμεν και έπειτα προβαίνων εις έπαινον αντάξιον του θεού.

Γνωρίζομεν όλοι ότι Αφροδίτη άνευ Έρωτος δεν υπάρχει. Εάν λοιπόν μία μόνον υπήρχεν Αφροδίτη, και ο Έρως ένας θα ήτον. Αλλ' επειδή υπάρχουν δύο, ανάγκη και δύο Ερώτων. Πώς δε θα ήτο δυνατόν να λεχθή ότι αι θεαί δεν είναι δύο, αφού είνε γνωστόν ότι η μεν μία είναι πρεσβυτέρα και άνευ μητρός, θυγάτηρ του Ουρανού, την οποίαν διά τούτο επονομάζομεν ουρανίαν η δε νεωτέρα, θυγάτηρ του Διός και της Διώνης, την οποίαν καλούμεν πάνδημον. Όθεν αναγκαίως πρέπει και ο Έρως, ο μεν συνεργός της δευτέρας να καλήται ορθώς πάνδημος, ο δε της πρώτης ουράνιος. Και είνε μεν αληθές ότι χρέος έχομεν να επαινούμεν όλους τους θεούς, αλλ' επί του προκειμένου πρέπει να προσπαθήσω να ορίσω τα πρόσωπον το οποίον έλαχεν εις καθένα από τους δύο αυτούς Έρωτας.

Κάθε πράξις αυτή καθ' εαυτήν δεν είνε ούτε καλή ούτε κακή. Λόγου χάριν αυτό που πράττομεν ημείς τόρα, είτε πίνομεν είτε άδομεν είτε διαλεγόμεθα, αυτό καθ' εαυτό κανέν εκ τούτων δεν είνε καλόν, αλλ' εν τι πράξει ημπορεί ν' αποβή τοιούτον, ως εκ του τρόπου κατά τον οποίον επράχθη· καλώς δηλαδή και ορθώς πραττόμενον γίνεται καλόν, μη ορθώς δε αισχρόν. Έτσι λοιπόν και επί του προκειμένου· κάθε έρως δεν είνε καλός και άξιος εγκωμίου, αλλά μόνον ο κινών εις το καλώς αγαπάν. Ο μεν λοιπόν της πανδήμου Αφροδίτης πάνδημος είνε και αυτός και επομένως τυχαία και τα έργα του. Αυτός είνε ο έρως των φαύλων ανθρώπων. Οι τοιούτοι πρώτον μεν αγαπούν αδιακρίτως γυναίκας ή νέους, έπειτα δε αποβλέπουν εις τα σώματα μάλλον των αγαπωμένων παρά εις τας ψυχάς και προτιμούν όντα ανοητότατα, την απόλαυσιν μόνον σκοπούντες και αδιαφορούντες ως προς τον τρόπον. Διά τούτο συμβαίνει εις αυτούς να πράττουν ό,τι τύχη, ομοίως το αγαθόν όπως και το εναντίον. Τούτο προέρχεται και εκ της θεάς, η οποία και νεωτέρα πολύ της άλλης είνε και, ως εκ του τρόπου της γεννήσεώς της, μετέχει και άρρενος και θήλεος. Ενώ ο έρως της ουρανίας Αφροδίτης αντικείμενον έχει μόνον το άρρεν πρώτον διότι η θεά αυτή δεν μετέχει θήλεος, αλλά μόνον άρρενος· έπειτα διότι είναι πρεσβυτέρα, επομένως απηλλαγμένη ακολάστων ορμών. Όθεν και οι εκ του έρωτος τούτου εμπνεόμενοι τρέπονται προς το άρρεν, το φύσει ρωμαλεώτερον και μάλλον νουν έχον αγαπώντες. Δεν είνε δε δύσκολον να διακρίνη τις και εις την παιδεραστίαν αυτήν τους ειλικρινώς εκ του έρωτος τούτου ορμωμένους· διότι οι τοιούτοι δεν αγαπούν τα παιδία παρά μόνον αφού εκ της ηλικίας ο νους αυτών αναπτυχθή επαρκώς, τούτο δε συμπίπτει σχεδόν με την εμφάνισιν των πρώτων τριχών του γενείου. Και αιτία τούτου είνε, νομίζω, ότι οι εντεύθεν αρχίζοντες ν' αγαπούν αποβλέπουν εις συναναστροφήν και συμβίωσιν δι' όλην την ζωήν και όχι εις το να εξαπατήσουν και κατακτήσουν ένα νέον επωφελούμενοι της αφροσύνης αυτού, διά να τον αφήσουν έπειτα περιπαίζοντες και τρεπόμενοι εις αναζήτησιν άλλου. Έπρεπε μάλιστα να υπάρχη και νόμος απαγορεύων τον έρωτα προς παιδία, διά να μη σπαταλάται πολύς ζήλος εις πράγμα άδηλον. Διότι άδηλον είνε πού θα καταλήξη η παιδική ηλικία, εις αρετήν ή εις κακίαν ψυχής τε και σώματος. Και οι μεν αγαθοί τον νόμον αυτόν θέτουν εκουσίως αυτοί εις εαυτούς, αλλά και οι πάνδημοι ερασταί έπρεπε ν' αναγκάζωνται να κάμνουν το ίδιον, απαράλλακτα όπως αναγκάζομεν αυτούς να μην αγαπούν και τας ελευθέρας γυναίκας καθ' όσον ημπορούμεν (8). Διότι εις αυτούς οφείλεται και το όνειδος του ότι μερικοί τολμούν να λέγουν ότι είνε αισχρόν το χαρίζεσθαι εις εραστάς. Οι λέγοντες έχουν υπ' όψιν τούτους, βλέποντες το παράκαιρον και άδικον των ερώτων αυτών, ενώ βεβαίως ό,τι δήποτε γίνεται κοσμίως και νομίμως δεν ημπορεί να θεωρηθή ψεκτόν. Διά τούτο και τα περί τον έρωτα κρατούντα εις μεν τας άλλας πόλεις είνε ευκόλως νοητά, διότι τα περί τούτου έχουν ορισθή κατά τρόπον απλούν ενώ τα ενταύθα και εν Λακεδαίμονι ισχύοντα ημπορούν να ερμηνευθούν διαφοροτρόπως· Εις την Ήλιδα λόγου χάριν και εις την Βοιωτίαν, και όπου αλλού οι άνθρωποι δεν είνε έμπειροι εις την τέχνην του λέγειν, δέχονται απλώς ότι καλόν το χαρίζεσθαι εις εραστάς, και κανείς ούτε νέος ούτε γέρων δεν ήθελεν ειπή ότι είνε αισχρόν· και τούτο, φρονώ, διά να μη απαντούν δυσκολίας προσπαθούντες διά του λόγου να πείθουν τους νέους, ως μη δυνατοί εις το λέγειν ενώ εις την Ιωνίαν και εις πολλά άλλα μέρη διατελούντα υπό τους βαρβάρους νομίζεται αισχρόν. Άλλως εις τους βαρβάρους, ένεκα του τυραννικού πολιτεύματος, και τούτο νομίζεται αισχρόν και αυτή η φιλοσοφία και η αγάπη προς την γυμναστικήν· και τούτο, νομίζω, διότι δεν συμφέρει εις τους άρχοντας να μορφόνωνται εις τας ψυχάς των αρχομένων φρονήματα γενναία, ούτε φιλίαι ισχυραί και κοινωνικοί δεσμοί. Εμπράκτως δε έμαθον τούτο και οι ενταύθα τύραννοι· διότι ο έρως του Αριστογείτονος και η φιλία του Αρμοδίου σταθερά γενομένη κατέλυσε την αρχήν αυτών. Κατά ταύτα, όπου μεν νομίζεται ως αισχρόν το χαρίζεσθαι εις εραστάς, αιτία είνε η κακία των ορισάντων τούτο, δηλαδή των μεν αρχόντων η πλεονεξία, των δε αρχομένων η ανανδρία· όπου δε απλώς ενομίσθη ως καλόν, αιτίαν η γνώμη αύτη έχει την διανοητικήν νωθρείαν. Πολύ λογικώτερα έχουν κανονισθή παρ' ημίν τα περί τούτου, και διά τούτο, όπως είπον, δεν είνε ευκόλως νοητά.

 

Τωόντι· από το ένα μέρος λέγεται ότι είνε καλύτερον ν' αγαπά κανείς φανερά παρά κρυφίως, και μάλιστα τους γενναιοτάτους και αρίστους, και ασχημότεροι από άλλους εάν είνε. Είνε δε άξιον προς τούτοις θαυμασμού ότι όλοι ενθαρρύνουν τον ερώντα μη θεωρούμενον ως πράττοντα κακόν τι, και η μεν επιτυχία του θεωρείται ως κάτι καλόν, η δε αποτυχία του ως κακόν, και προς επιχείρησιν τοιαύτης κατακτήσεως η κοινή γνώμη θεωρεί άξιον επαίνου τον εραστήν προβαίνοντα εις έργα θαυμαστά, τα οποία εάν τις ήθελε τολμήσει επιδιώκων και θέλων να κατορθώση άλλο τι εκτός τοιούτου φιλοσοφικού σκοπού, ήθελεν επισύρει καθ' εαυτού το όνειδος και την καταφρόνησιν· διότι εάν κανείς, είτε χρήματα επιθυμών να λάβη παρά τινος είτε πολιτικήν εξουσίαν να επιτύχη ή άλλην τινά δύναμιν, ήθελε προβή εις πράξεις ομοίας εκείνων εις τας οποίας προβαίνουν οι ερασταί των νέων, ταπεινάς παρακλήσεις και ικεσίας εν ανάγκη μετερχόμενοι και όρκους ομνύοντες και εις τας θύρας κοιμώμενοι και εις ταπεινώσεις δουλικάς φθάνοντες τοιαύτας οποίας ούτε δούλος ουδείς θα κατεδέχετο, και από φίλους και από εχθρούς θα εμποδίζετο να προβή εις τοιαύτα έκτροπα, τούτων μεν ονειδιζόντων αυτόν ως κόλακα και ανελεύθερον, εκείνων δε νουθετούντων και εντρεπομένων διά λογαριασμόν του ενώ εις τον ερώντα όλ' αυτά του χαρίζονται και του επιτρέπεται να τα κάνη χωρίς όνειδος, ωσάν να διέπραττε πάγκαλόν τι πράγμα. Εκείνο δε που είνε θαυμαστότερον ακόμη, είνε ότι, κατά την γνώμην των πολλών, και παραβαίνων τον δοθέντα όρκον ο εραστής, συγχωρείται, μόνος αυτός, υπό των θεών· διότι, λέγουν, αφροδίσιος όρκος δεν υπάρχει. Τοιουτοτρόπως και οι θεοί και οι άνθρωποι παρέχουν πάσαν εξουσίαν εις τον ερώντα, κατά τα εδώ κρατούντα. Εκ τούτων λοιπόν θα ενόμιζε κανείς ότι εις την πόλιν μας πάγκαλον θεωρείται, και το εράν και το φίλους γίνεσθαι των εραστών. Από το άλλο όμως μέρος, όταν ιδή κανείς ότι οι πατέρες προσλαμβάνουν παιδαγωγούς και δεν επιτρέπουν εις τους αγαπωμένους να συνομιλούν με τους εραστάς και ότι τοιαύτη παραγγελία δίδεται ρητώς εις τον παιδαγωγόν, οι δε συνομίλικοι και οι φίλοι ονειδίζουν εάν βλέπουν τοιούτον τι γινόμενον, και ότι πάλιν οι πρεσβύτεροι δεν εμποδίζουν τους ονειδίζοντας ούτε τους επιτιμούν ως μη ορθά λέγοντας, τότε θα σχηματίση την ιδέαν ότι το πράγμα θεωρείται εδώ ως αισχρότατον.

Τούτο εξηγείται, νομίζω, ως εξής· το πράγμα δεν είνε απλούν, διότι, όπως εξ αρχής ελέχθη, δεν είνε αυτό καθ' εαυτό ούτε καλόν ούτε κακόν, αλλά καλώς μεν πραττόμενον καλόν, αισχρώς δε αισχρόν. Αισχρώς μεν λοιπόν πραττόμενον είνε το χαρίζεσθαι εις πονηρούς και πονηρώς, καλώς δε το χαρίζεσθαι εις χρηστόν και εξ αγαθής προαιρέσεως. Πονηρός δε είνε ο εραστής εκείνος ο πάνδημος, ο του σώματος μάλλον ή της ψυχής ερών, όστις επομένως ουδέ μόνιμος είνε, ως ερών πράγματος μη μονίμου· διότι ούτος, άμα η νεανική ανθηρότης του σώματος, το οποίον μόνον ηγάπα, λήξη, γίνεται άφαντος παραβαίνων αισχρότατα όλους τους λόγους και τας υποσχέσεις του· ενώ ο το ηθικόν αγαπών και εις το χρηστόν τούτου αποβλέπων μένει εραστής διά βίου, ως συνδεθείς με πράγμα μόνιμον. Αυτό λοιπόν θέλει η εδώ κρατούσα γνώμη να βασανίζεται, και εις μεν τούτους να χαρίζεται ο νέος, τους δε πρώτους ν' αποφεύγη. Και διά τούτο επιβάλλει να επιδιώκεται μεν ο ένας έρως, να φεύγεται δε ο άλλος, παρέχουσα ούτω στάδιον εις βάσανον και διάκρισιν περί του εις ποίαν εκ των δύο αυτών τάξεων ανήκει τόσον ο ερών όσον και ο ερώμενος. Αυτή δε είνε η αιτία διά την οποίαν πρώτον μεν αισχρόν νομίζεται το να παραδίδεται τις ταχέως, διά να μεσολαβή ούτω χρόνος αρκετός ώστε να θεωρήται ότι το πράγμα εβασανίσθη καλώς· έπειτα αισχρόν επίσης το να παραδίδεται τις διά χρήματα ή εις ισχυρόν τινα, είτε διότι κατατρεχόμενος εφοβήθη και δεν εγκαρτέρησεν, είτε διότι ευεργετούμενος με χρήματα ή πολιτικά υπουργήματα δεν κατεφρόνησεν αυτά· διότι ευλόγως κανέν εξ όλων αυτών δεν θεωρείται ούτε ασφαλές ούτε μόνιμον, όταν δεν αποτελούν την βάσιν γενναίας φιλίας. Μία επομένως υπολείπεται οδός κατά τα ιδικά μας ήθη, όπως ο νέος παράσχη εντίμως την εύνοιάν του εις ένα εραστήν. Διότι κατ' αυτά, όπως εις τους εραστάς επετράπη να υποβάλλωνται εις οιανδήποτε δουλείαν θέλουν χάριν του αγαπωμένου νέου, χωρίς τούτο να θεωρήται ως κολακεία ή ως πράξις επονείδιστος, κατά τον ίδιον τρόπον και άλλη μία μόνη δουλεία εκούσιος υπολείπεται μη θεωρουμένη επονείδιστος· και αυτή είνε η αποβλέπουσα εις την αρετήν.

Διότι παρ' ημίν, εάν τις περιποιέται άλλον αγόμενος εκ του πόθου και φρονών ότι θα γείνη τοιουτοτρόπως τελειότερος είτε ως προς ωρισμένον είδος γνώσεως είτε ως προς οιονδήποτε άλλο μέρος αρετής, η τοιαύτη επίσης εθελοδουλεία δεν θεωρείται αισχρότης ουδέ κολακεία. Πρέπει δε βεβαίως να υπάρχη πλήρης σύμπτωσις υποχρεώσεων και από τα δύο μέρη, δηλαδή μεταξύ παιδεραστού και έπιδιώκοντος φιλοσοφίαν ή άλλην αρετήν, διά να κριθή ως καλώς παραχωρηθείσα η εύνοια ενός νέου προς εραστήν. Όταν λοιπόν υπάρχη μεταξύ εραστού και νέου η σύμπτωσις αυτή των βουλήσεων, έκαστος δε αυτών έχη ως κανόνα, ο μεν ένας ότι εξυπηρετών εις ό,τι δήποτε τον χαρισθέντα νέον δικαίως τον εξυπηρετεί, ο δε άλλος ότι καθήκον επίσης έχει να παρέχη τας εκδουλεύσεις του εις τον ποιούντα αυτόν σοφόν και αγαθόν, και όταν ο μεν πρώτος είνε αληθώς ικανός να συμβάλη εις φρόνησιν και την άλλην αρετήν, ο δε άλλος έχη πραγματικώς τον πόθον ν' αποκτήση παίδευσιν και την άλλην σοφίαν, όταν, λέγω, όλοι αυτοί οι όροι συμπέσουν, τότε, και μόνον τότε, ημπορεί να λεχθή δι' ένα νέον ότι καλώς έπραξε χαρισθείς εις εραστήν, και ποτέ άλλοτε. Εις την περίστασιν δε αυτήν και το να εξαπατηθή κανείς δεν είνε διόλου αισχρόν· ενώ κάθε άλλη περίπτωσις φέρει αισχύνην εις τον νέον είτε εξαπατώμενον είτε μη. Εάν τις δηλαδή, χαρισθείς ένεκα πλούτου εις εραστήν τον οποίον νομίζει πλούσιον, ήθελεν εξαπατηθή και δεν λάβει χρήματα, του εραστού αποδειχθέντος πένητος, το πράγμα δεν είνε ολιγώτερον αισχρόν διότι ο τοιούτος θεωρείται ως αποδείξας το καθ' εαυτόν ότι ένεκα χρημάτων είνε έτοιμος να προσφέρη οποιασδήποτε υπηρεσίας και εις οποιονδήποτε, τούτο δε δεν είνε διόλου καλόν. Κατά τον αυτόν λόγον καλή και έντιμος η απάτη του χαρισθέντος με την ιδέαν ότι ο εραστής είνε αγαθός και ότι διά της φιλίας τούτου θα γείνη καλύτερος, ενώ αυτός απεδείχθη αισχρός και χωρίς αρετήν· διότι και ούτος πάλιν θεωρείται ως εκδηλώσας το καθ' εαυτόν ότι χάριν αρετής και διά να γείνη καλύτερος ήθελε φανή πρόθυμος εις καθένα και διά κάθε τι, τούτο ο εξ εναντίας κάλλιστον πάντων. Τοιουτοτρόπως καλόν πάντως το χαρίζεσθαι αρετής ένεκα. Αυτός είνε ο της ουρανίας θεάς έρως, έρως ουράνιος και πολύτιμος εις άτομα και εις πολιτείας, ως αναγκάζων εις προσπάθειαν και επιμέλειαν προς αρετήν τον τε ερώντα και τον ερώμενον αμοιβαίως· όλοι δε οι άλλοι έρωτες είνε της πανδήμου Αφροδίτης.

Αυτά, ω Φαίδρε, συνεισφέρω εκ του προχείρου διά τον Έρωτα.

Του Παυσανίου παύσαντος – διά να μεταχειρισθώ ταυτολεξίαν (9), όπως συμβουλεύουν οι σοφοί – εξηκολούθησεν ο Αριστόδημος, ήτο μεν η σειρά του Αριστοφάνους να ομιλήση, αλλ' επειδή ούτος, είτε ένεκα της πολυφαγίας είτε δι' άλλον λόγον, είχε πάθει λόξυγκα και δεν ημπορούσε να ομιλήση, αποταθείς προς τον ιατρόν Ερυξίμαχον ο οποίος ήτον ξαπλωμένος πλησίον του,

– Ερυξίμαχε, είπεν, οφείλεις ή να μου παύσης τον λόξυγκα ή να ομιλήσης συ εις την θέσιν μου έως ότου να παύση.

– Θα κάμω και το ένα και το άλλο, είπεν ο Ερυξίμαχος. Δηλαδή εγώ μεν θα ομιλήσω εις την θέσιν σου, συ δε εις την ιδικήν μου, όταν το κακόν περάση· εφ' όσον δε εγώ ομιλώ, αν μεν προτιμάς, κράτησε την αναπνοήν σου αρκετήν ώραν και ο λόξυγκας θα παύση· ειδεμή, γαργαρίσου με ολίγον νερόν. Αν δε είνε πολύ δυνατός, γαργάλισε την μύτη σου με κάτι τι ώστε να πταρνισθής. Όταν το κάμης αυτό μίαν ή δύο φοράς, όσον δυνατός και αν είνε θα παύση.

– Σπεύσε λοιπόν ν' αρχίσης, είπεν ο Αριστοφάνης· εγώ δε θ' ακολουθήσω τας συμβουλάς σου.

Ωμίλησε τότε ο Ερυξίμαχος ως εξής:

ΕΓΚΩΜΙΟΝ ΕΡΩΤΟΣ ΤΟΥ ΕΡΥΞΙΜΑΧΟΥ

Επειδή ο Παυσανίας, αρχίσας καλώς τον λόγον του, ετελείωσε χωρίς να ειπή όσα έπρεπε, νομίζω ότι επιβάλλεται εις εμέ να τον συμπληρώσω. Και την μεν διάκρισιν του Έρωτος ως διπλού νομίζω καλώς γενομένην· ότι δε ο Έρως δεν υπάρχη εις τας ψυχάς των ανθρώπων προς τα ωραία σώματα μόνον, αλλά και άλλα πολλά έχει αντικείμενα και εις άλλα πράγματα υπάρχει, εις τε τα σώματα όλων των ζώων και εις τα εν τη γη φυόμενα, και με μίαν λέξιν εις όλα τα όντα, τούτο κατάδηλον νομίζω ως εκ της ιατρικής μου τέχνης, ήτις μ' εδίδαξε πόσον μέγας και θαυμαστός είνε ο θεός ούτος, περιλαμβάνων πάντα τα πράγματα, ανθρώπινα και θεία. Θ' αρχίσω δε από την ιατρικήν, διά να τιμήσωμεν και την τέχνην.

Λοιπόν τον διπλούν τούτον Έρωτα περιέχει αυτή η φύσις των σωμάτων διότι ομολογουμένως άλλο πράγμα το υγιές μέρος του σώματος και άλλο το νοσούν, εντελώς δε ανόμοια τα δύο αυτά, και το ανόμοιον επιθυμεί και αγαπά τα ανόμοια. Άλλος λοιπόν ο εις το υγιεινόν και άλλος ο εις το νοσώδες υπάρχων έρως. Εφαρμόζεται δε και εδώ εκείνο που έλεγε προτύτερα ο Παυσανίας, ότι καλόν μεν είνε να χαρίζεταί τις εις τους αγαθούς, αισχρόν δε εις τους ακολάστους· δηλαδή και περί σωμάτων προκειμένου, καλόν μεν και πρέπον είνε το χαρίζεσθαι εις τα αποτελούντα το αγαθόν και υγιές εκάστου σώματος, και εις τούτο ακριβώς συνίσταται η ιατρική, αισχρόν δε το χαρίζεσθαι εις τα μη υγιή και νοσώδη, εις τα οποία, εξ εναντίας, δεν πρέπει να υποχωρή τις, εάν θέλη να είνε επιτήδειος ιατρός. Διότι η ιατρική, διά να ορίσω με ολίγας λέξεις το πράγμα, είνε επιστήμη των του σώματος ερωτικών ορμών προς πλησμονήν και κένωσιν, και ο διαγινώσκων εις αυτάς τον καλόν και τον αισχρόν έρωτα, αυτός είνε ο καλύτερος ιατρός, επιτηδειότατος δε πρακτικός θα ήτο ο επιτυγχάνων να μεταβάλλη κατά τοιούτον τρόπον τα πράγματα, ώστε ν' αποκτάται ο αρμόζων έρως αντί του μη αρμόζοντος, και γνωρίζων όπου μεν δεν υπάρχει έρως, ενώ είνε αναγκαίος, να εμποιή αυτόν, όπου δε υπάρχει αχρείος τοιούτος, να τον εκδιώκη. Πρέπει επομένως ο ιατρός να είνε ικανός τα εχθρικώτατα διακείμενα μέσα εις το σώμα να τα καταστήση φίλα και αγαπώμενα αμοιβαίως· και είνε εχθρικώτατα προς άλληλα τα εναντιώτατα, δηλαδή το ψυχρόν προς το θερμόν, το πικρόν προς το γλυκύ, το ξηρόν προς το υγρόν, και όσα άλλα τοιαύτα· ακριβώς δε, εις τα εναντιώτατα αυτά ευρών το μέσον να εμποιή έρωτα και ομόνοιαν ο πρόγονος ημών Ασκληπιός, όπως λέγουν οι ποιηταί και εγώ πείθομαι, εδημιούργησε την ιδικήν μας τέχνην. Κατά ταύτα λοιπόν και η ιατρική ολόκληρος διά του θεού τούτου κυβερνάται, ωσαύτως δε και η γυμναστική και η γεωργία. Ομοίως έχει το πράγμα και διά την μουσικήν, όπως είνε φανερώτατον διά κάθε άνθρωπον ο οποίος ήθελε προσέξει ολίγον, τούτο δε ίσως θέλει να ειπή και ο Ηράκλειτος (10), αν και δεν εκφράζεται καλώς. Διότι λέγει ότι το έν διιστάμενον προς εαυτό συμφωνεί προς εαυτό, όπως η αρμονία τόξου ή λύρας (11). Αλλ' είνε εντελώς παράλογον να λέγεται ότι η αρμονία είνε διάστασις ή και ότι συνίσταται από διιστάμενα στοιχεία. Ίσως όμως ο Ηράκλειτος ήθελε να ειπή τούτο, ότι δηλαδή από τους διισταμένους μεν πρότερον τόνους οξύν και βαρύν, συνδυασθέντας δ' έπειτα εις συμφωνίαν υπό της μουσικής τέχνης, έγεινεν η αρμονία· διότι δεν θα ήτο βέβαια διόλου δυνατή αρμονία εφ' όσον το οξύ και το βαρύ είνε ασύμφωνα. Και τούτο διότι η αρμονία είνε συνήχησις, η δε συνήχησις τρόπον τινά συμφωνία· συμφωνία δε διισταμένων, εφ' όσον ευρίσκονται εις διάστασιν, είνε αδύνατος· το διιστάμενον δε πάλιν και μη συμφωνούν αδύνατον ν' αποτελέση αρμονίαν, όπως συμβαίνει και με τον ρυθμόν, ο οποίος έγεινεν εκ των διισταμένων μεν πρότερον ταχέος και βραδέος, ύστερον δε συμφωνησάντων. Την συμφωνίαν δε μεταξύ όλων αυτών, όπως ανωτέρω η ιατρική, εδώ επιτυγχάνει η μουσική, όταν κατορθώνη να εμποιήση ομόνοιαν και έρωτα αμοιβαίον· επομένως η μουσική είνε επιστήμη των ερωτικών σχέσεων των αναφερομένων εις την αρμονίαν και τον ρυθμόν. Και ως προς μεν την σύστασιν αυτήν της αρμονίας και του ρυθμού δεν είνε βέβαια διόλου δύσκολος η διάγνωσις του έρωτος, ουδέ υπάρχει πως ενταύθα ο διπλούς έρως· αλλ' όταν είνε ανάγκη να γείνη χρήσις του ρυθμού και της αρμονίας εν σχέσει προς τους ανθρώπους είτε διά της συνθέσεως, της άλλως μελοποιίας καλουμένης, είτε διά της ορθής χρήσεως των συντεθειμένων μελών και μέτρων, ήτις και εκλήθη παιδεία, ενταύθα και δύσκολον το πράγμα και ανάγκη επιτηδείου τεχνίτου. Διότι και πάλιν ο αυτός λόγος αρμόζει, ότι δηλαδή εις τους κοσμίους των ανθρώπων, και προς τον σκοπόν του να γείνουν κοσμιώτεροι οι μη όντες ακόμη τοιούτοι, πρέπον είνε να χαρίζεταί τις και να ενθαρρύνη τον έρωτά των, και αυτός είνε ο καλός, ο ουράνιος, ο της Ουρανίας μούσης Έρως· ενώ προς τον έρωτα της Πολυμνίας τον πάνδημον πρέπει να συμπεριφερώμεθα με πολλήν προσοχήν, εις τρόπον ώστε η απόλαυσις της εξ αυτού ηδονής να μη καταντά εις ακολασίαν, όπως και εις την ιδικήν μας τέχνην μέγα έργον είνε ο κανονισμός των τέρψεων τας οποίας παρέχει η μαγειρική τέχνη κατά τοιούτον τρόπον ώστε να μη προξενήται βλάβη εις την υγείαν. Και εις την μουσικήν λοιπόν και εις την ιατρικήν και εις όλα τα άλλα πράγματα, θεία και ανθρώπινα, πρέπει να καταβάλλεται όσον το δυνατόν περισσοτέρα προσοχή εις την διάκρισιν των δύο αυτών ερώτων διότι παντού υπάρχουν και οι δύο.

 

Και αυτή η σύστασις των ωρών του έτους γεμάτη είνε από τους δύο αυτούς Έρωτας· και όταν μεν τα στοιχεία τα οποία προ ολίγου ανέφερα, δηλαδή τα θερμά και τα ψυχρά και ξηρά και υγρά, τύχη να συγκερασθούν σωφρόνως και αρμονικώς εις έρωτα κόσμιον, έρχονται φέροντα ευτυχίαν και υγείαν εις ανθρώπους και εις τα άλλα ζώα και φυτά, χωρίς να προξενήσουν καμμίαν βλάβην όταν δε εις τας ώρας του έτους επικρατή ο ακόλαστος Έρως, και καταστροφήν και βλάβην πολλήν επιφέρει. Διότι και η λοιμική αυτήν συνήθως την αφορμήν έχει και πολλά ακόμη άλλα νοσήματα όμοια και των ζώων και των φυτών· και αι πάχναι δε και αι χάλαζαι και αι ασθένειαι των σπαρτών εκ της ακολασίας και ακοσμίας των τοιούτων ερωτικών σχέσεων προέρχονται, των οποίων η επιστήμη, καταγινομένη περί τας κινήσεις των άστρων και τας ώρας των ενιαυτών, αστρονομία καλείται. Ακόμη και όλαι αι θυσίαι και όσα άλλα ανάγονται εις την μαντικήν τέχνην – ταύτα δε είνε τ' αποτελούντα την μεταξύ ανθρώπων και θεών επικοινωνίαν – δεν έχουν άλλον σκοπόν παρά την διατήρησιν και θεραπείαν του Έρωτος. Διότι όλη η ασέβεια παρακολουθεί συνήθως και απέναντι των γονέων και ζώντων και αποθανόντων και απέναντι των θεών, εάν τις, αντί του κοσμίου έρωτος εις τον οποίον πρέπει να χαρίζεται και να τιμά και πρεσβεύη εις κάθε πράξιν, προτιμά τον άλλον. Αυτά δε ακριβώς αποστολήν έχει η μαντική να επισκοπή και θεραπεύη, και επομένως η τέχνη αυτή είνε δημιουργός φιλίας μεταξύ θεών και ανθρώπων, ως δυναμένη να γνωρίση ποίαι εκ των ερωτικών κλίσεων των ανθρώπων τείνουν προς το πρέπον ή την ασέβειαν. Τοιουτοτρόπως πολλήν και μεγάλην, ή διά να ειπώ σωστότερα, κάθε δύναμιν έχει γενικώς μεν ο όλος Έρως, αλλ' ο αποβλέπων εις το αγαθόν και με σωφροσύνην και δικαιοσύνην επιτελούμενος εν σχέσει και προς ημάς και προς τους θεούς, αυτός την μεγίστην δύναμιν έχει και κάθε ευδαιμονίαν παρέχει εις ημάς, δυναμένους και προς αλλήλους να συναναστρεφώμεθα και να είμεθα φίλοι, και προς τους θεούς τους πολύ ανωτέρους ημών.

Εις τον έπαινον αυτόν του Έρωτος ίσως και εγώ πολλά παραλείπω, όχι όμως θεληματικώς. Αλλ' εάν αφήκα τίποτε, ιδικόν σου έργον είνε, Αριστοφάνη, να με συμπληρώσης· ή αν έχης κατά νουν να εγκωμιάσης κατ' άλλον τρόπον τον θεόν, εγκωμίαζε, αφού και ο λόξυγκας σου επέρασε.

Εις την τελευταίαν αυτήν αποστροφήν του Ερυξιμάχου απαντών ο Αριστοφάνης, εξηκολούθησεν ο Αριστόδημος,

– Τωόντι, είπεν, έπαυσεν ο λόξυγκας, αλλ' όχι πριν του προσφέρω το πτάρνισμα, και θαυμάζω ότι, διά ν' αποκατασταθή ο κόσμιος έρως μέσα εις τον οργανισμόν, απαιτείται η προσφορά των ψόφων και των γαργαλισμών ενός πταρνίσματος· διότι με την προσφοράν αυτήν ευθύς ο λόξυγκας έπαυσε.

– Πρόσεχε, Αριστοφάνη, παρετήρησεν ο Ερυξίμαχος. Αρχίζεις με αστειότητας, ενώ πρόκειται να λάβης τον λόγον, και θα με αναγκάσης να σε προσέχω μην ετοιμάζεσαι να μας ειπής τίποτε αστεία από τα συνειθισμένα σου.

Και ο Αριστοφάνης γελάσας:

– Πολύ σωστά λέγεις, Ερυξίμαχε, και ας λογαριασθούν ως μη λεχθέντα όσα είπα. Μη με προσέχεις λοιπόν, διότι εκείνο που φοβούμαι δεν είνε μήπως ειπώ αστεία, πράγμα το οποίον άλλως είνε ίδιον της μούσης μου και θα ήτο προς έπαινόν της, αλλά μήπως ειπώ γελοία.

– Μην το βάζης εις τον νουν σου ότι ημπορείς να μου ξεφύγης. Πρόσεχε λοιπόν και ομίλει έχων υπ' όψιν σου ότι θα μου δώσης λόγον. Ίσως κ' εγώ τότε να φανώ επιεικής, αν το κρίνω σωστόν.

8Γυνή ελευθέρα (δηλαδή μη ανήκουσα εις την τάξιν των δούλων) δεν εθεωρείτο ώριμος προς γάμον προ του δεκάτου ογδόου έτους της ηλικίας. Τούτο δε φαίνεται υπονοούμενον ενταύθα.
9Εμεταχειρίσθηκα την λέξιν ταυτολεξία, ως αποδίδουσαν σαφέστερα το νόημα ενταύθα, μολονότι η σημασία της εκφράσεως ίσα λέγειν του πρωτοτύπου είνε βέβαια πολύ γενικωτέρα, περιλαμβάνουσα όλας τας συνηχήσεις κείνας των λέξεων τας γνωστάς υπό το όνομα πάρισα (ως το του Ισοκράτους «εάν ης φιλομαθής, έση και πολυμαθής»), των οποίων την χρήσιν εσυμβούλευον μερικοί εκ των σοφιστών, όπως ο Πώλος, όστις και πραγματείαν περί αυτών είχε γράψει επιγραφομένην «Τα πάρισα». Μουσεία λόγων ονομάζει αλλού τα πάρισα ταύτα ο Σωκράτης (Πλάτωνος Φαίδρος σελ 253 της στερεοτύπου εκδόσεως Teubner).
10Εφέσιος φιλόσοφος ζήσας κατά τον πέμπτον Π. Χ. αιώνα. Το περί φύσεως των όντων σύγγραμμα αυτού, μη διασωθέν μέχρις ημών, εκτός αποσπασμάτων αναφερομένων υπό διαφόρων αρχαίων συγγραφέων, χαρακτηρίζεται ως σκοτεινόν και γριφώδες, Διογένης δε ο Λαέρτιος αναφέρει ότι ο Σωκράτης είπε περί αυτού: «Όσα εκατάλαβα, γενναία· υποθέτω δε ότι τοιαύτα είνε και όσα δεν εκατάλαβα, αλλ' έχουν ανάγκην Δηλίου κολυμβητού». Περί του Ηρακλείτου γίνεται λόγος και εις άλλους διαλόγους του Πλάτωνος, όπως λ χ. εις τον Θεαίτητον και τον Κρατύλον.
11Η παραβολή αυτή προς το τόξον και την λύραν εκρίθη ενίοτε ως ασαφής από τους μελετητάς της φιλοσοφίας του Ηρακλείτου. Κατά την γνώμην μου ο Ηράκλειτος ηθέλησε να παραστήση την αρμονίαν των εναντιοτάτων εις την αυτήν ενότητα διά του τεντώματος των χορδών του τόξου και της λύρας, επιτυγχανομένου διά δύο δυνάμεων ελκουσών αντιθέτως τα δύο άκρα της χορδής και επομένως εναντίων διότι χωρίς τέντωμα χορδών ούτε το τόξον ούτε η λύρα ημπορούν να εννοηθούν ως ενότητες πλήρεις, αρμονικαί και σκόπιμοι. Επομένως η παραβολή δεν φαίνεται ν' αναφέρεται ιδιαιτέρως εις την μουσικήν αρμονίαν, όπως παριστάνεται νομίζων ο Ερυξίμαχος. Οπωσδήποτε, ως εκ του αποσπάσματος αυτού επιτρέπεται ίσως να συμπεράνη κανείς, ο Ηράκλειτος φαίνεται παραδεχόμενος ότι η ζωή δεν είνε τίποτε άλλο παρά η αρμονική συνδιαλλαγή προϋπαρχουσών εναντιοτήτων, ή, όπως θα έλεγεν απλούστερα νεώτερος τις, η συνισταμένη διαφόρων δυνάμεων, πράγμα άλλως το οποίον είνε απλούς τρόπος εκφράσεως μη εξηγών τίποτε.