Za darmo

Μενέξενоς

Tekst
iOSAndroidWindows Phone
Gdzie wysłać link do aplikacji?
Nie zamykaj tego okna, dopóki nie wprowadzisz kodu na urządzeniu mobilnym
Ponów próbęLink został wysłany

Na prośbę właściciela praw autorskich ta książka nie jest dostępna do pobrania jako plik.

Można ją jednak przeczytać w naszych aplikacjach mobilnych (nawet bez połączenia z internetem) oraz online w witrynie LitRes.

Oznacz jako przeczytane
Czcionka:Mniejsze АаWiększe Aa

Και αυτός μεν, ως γνωστόν, ο πόλεμος έγινε με όλας τας δυνάμεις της πόλεως προς υπεράσπισιν και ιδικήν μας και των άλλων ομοφύλων εναντίον των βαρβάρων. Όταν δε έγινεν ειρήνη και η πόλις μας ετιμάτο (απ' όλους) έπεσεν εναντίον αυτής, εκείνο δα που έχει συνήθεια να αναπτύσσεται (εις την ψυχήν) των ανθρώπων εναντίον των ευτυχισμένων, στην αρχή μεν ζηλοτυπία, κατόπιν δε από ζηλοτυπίαν φθόνος· και αυτό έφερε αυτήν εδώ την πόλιν να ευρεθή μη θέλοντας εις πόλεμον εναντίον των Ελλήνων· και όταν έτσι συνέβη πόλεμος εβοήθησαν μεν (οι Αθηναίοι) προς υπεράσπισιν της ελευθερίας των Βοιωτών πολεμώντας εις την Τανάγραν εναντίον των Λακεδαιμονίων, σαν που έμεινε δε αμφισβητήσιμον το αποτέλεσμα της μάχης, εφανερώθηκεν η υπεροχή (εις ποίον ανήκεν) από ό,τι έγινε κατόπιν· διότι εκείνοι μεν που είχαν έλθει βοηθοί των Βοιωτών αφήνοντάς τους έφυγαν, οι δε ιδικοί μας (πολεμισταί) στην τρίτην ημέρα νικήσαντες εις τους Οινοφύτους όλους εκείνους που άδικα έφευγαν, τους εξανάγκασαν δίκαια να επιστρέψουν. Αυτοί λοιπόν έτσι πρώτοι ύστερ' από τον Περσικό πόλεμο ερχόμενοι την φοράν αυτήν βοηθοί Ελλήνων υπέρ της ελευθερίας εναντίον άλλων Ελλήνων, γενόμενοι άνδρες ενάρετοι και αποδώσαντες την ελευθερίαν εις εκείνους που επήγαν να βοηθήσουν εβάλθησαν από την πολιτείαν τιμητικά πρώτοι εις τούτο εδώ το μνήμα. Κατόπιν δε απ' αυτά όταν άναψεν ο πόλεμος και όλοι οι Έλληνες έκαμαν εκστρατείαν εναντίον μας και ερήμαζαν την χώραν μας και ανάξια έτσι επλήρωναν την χάριν [που εχρεωστούσαν] εις την πόλιν, νικήσαντες όλους αυτούς εις ναυμαχίαν οι δικοί μας και συλλαβόντες τους αρχηγούς των τους Λακεδαιμονίους εις την Σφαγίαν, ενώ τους ήτον βέβαια δυνατόν να τους σκοτώσουν, όμως δεν τους επείραξαν και τους έδωκαν πίσω [εις την πατρίδα τους] και έκαμαν ειρήνην, έχοντες την γνώμην ότι με τους ομοφύλους μεν πρέπει να γίνεται ο πόλεμος μέχρι νίκης και να μη εξολοθρευθή το σύνολον των Ελλήνων από τον θυμόν μιας ιδιαιτέρως πόλεως, προς δε τους βαρβάρους [πρέπει να γίνεται ο πόλεμος] μέχρις εξολοθρευμού. Ώστε τούτους εδώ τους άνδρας αξίζει να επαινέσωμεν, οι οποίοι αυτόν τον πόλεμον πολεμήσαντες είναι εδώ θαμμένοι, διότι απέδειξαν, αν κανείς ευρίσκετο που να το αμφισβητούσε, ότι εκείνος που θα έλεγε τυχόν ότι εις τον πρωτυτερινόν πόλεμον τον εναντίον των βαρβάρων υπήρξαν άλλοι καλύτεροι των Αθηναίων δεν θα ισχυρίζετο κάτι αληθινόν· διότι αυτοί εδώ απέδειξαν τούτο, όταν η Ελλάς ευρέθη εις εμφύλιον πόλεμον, υπερισχύσαντες εις τον πόλεμον και κάμνοντες υποχειρίους των τους προϊσταμένους των άλλων Ελλήνων, που μαζί τους άλλοτε ενικούσαν τους βαρβάρους, νικώντας αυτούς τώρα ιδιαιτέρως.

Τρίτος δε πόλεμος ύστερ' απ' αυτήν την ειρήνην συνέβηκεν ανέλπιστος και φοβερός, που εις αυτόν αποθανόντες πολλοί και αγαθοί ευρίσκονται εδώ θαμμένοι, πολλοί μεν απ' αυτούς εις την Σικελίαν στήσαντες πλείστα τρόπαια πολέμου υπέρ της ελευθερίας των Λεοντίνων, που βοηθώντας τους διά να είναι πιστοί εις τους όρκους εταξίδεψαν εις εκείνους τους τόπους· ότε δε εξ αιτίας της μεγάλης αποστάσεως ευρέθη εις αμηχανίαν η πόλις και δεν ημπόρεσε να τους στείλη βοήθειαν, εξαντληθέντες αυτοί έπεσαν εις δυστυχίαν. Όμως και από τους εχθρούς των και από εκείνους που επολέμησαν με αυτούς έλαβαν έπαινον σωφροσύνης και ανδρείας περισσότερον παρ' ό,τι λαβαίνουν άλλοι [έπαινον] από τους φίλους των· πολλοί δε άλλοι υπήρξαν νικηταί εις τας ναυμαχίας που έγιναν εις τον Ελλήσποντον εις μίαν μόνην ημέραν αιχμαλωτίσαντες όλα τα πλοία των εχθρών, πολλάς δε και άλλας νικήσαντες νίκας. Εκείνο δε που προηγουμένως είπα, ότι δηλαδή ο πόλεμος υπήρξε φοβερός και ανέλπιστος, το είπα, διότι εις τόσην έχθριτα διά την πόλιν μας έφθασαν οι άλλοι Έλληνες, ώστε ν' αποτολμήσουν να στείλουν κήρυκας φιλίας εις τον βασιλέα [των Περσών], εκείνον, που μαζί μας είχαν διώξει, αυτόν τον ίδιον μόνοι τους να καλέσουν να έλθη, ένα βάρβαρον εναντίον των Ελλήνων και να συμμαζέψουν έτσι εναντίον της πόλεως όλους και τους Έλληνας και τους βαρβάρους. Απ' αυτό δα όμως έγινε καταφάνερη και η δύναμις και η ανδρεία της πόλεως. Διότι εκεί που ενόμιζαν [οι εχθροί] ότι χωρίς άλλο η πόλις μας θα κατανικηθή και ενώ είχαν απομείνει τα πλοία μας εις την Μυτιλήνην, αυτοί εδώ, αναλαβόντες την υπεράσπισιν με εξήντα πλοία και επιβιβασθέντες εις τα πλοία αυτοί οι ίδιοι και δειχθέντες πολεμισταί άριστοι, όπως γενικώς ωμολογήθη, νικήσαντες μεν τους εχθρούς, γλυτώσαντες δε τους φίλους, επειδή τους ήλθε τύχη που δεν τους άξιζε, διότι δεν διεσώθησαν όταν ευρέθησαν εις την θάλασσαν ναυαγοί, αποθανόντες, ευρίσκονται εδώ θαμμένοι. Αυτούς ημείς πρέπει πάντοτε να τους φέρωμεν εις την ενθύμησίν μας και να τους επαινούμεν διότι χάρις εις την ανδρείαν εκείνων ενικήσαμεν όχι μόνον εις την ναυμαχίαν τότε, αλλά και εις όλον γενικώς τον πόλεμον διότι απέκτησεν η πόλις εξ αιτίας αυτών την υπόληψιν ότι δεν θα είναι δυνατόν ποτέ να νικηθή η πόλις μηδέ από όλους τους ανθρώπους μαζί. Και αληθινή είναι η υπόληψις αυτή. Από την αναμεταξύ μας διάστασιν δε ενικήθημεν και όχι από άλλους· διότι ανίκητοι είμεθα ακόμη και τώρα από εκείνους τουλάχιστον, ημείς δε μόνοι μας και τον εαυτόν μας ενικήσαμεν και από τον εαυτόν μας ενικηθήκαμεν.

Ύστερα δε απ' αυτά όταν έγινεν ησυχία και ειρήνη προς τους άλλους, ο δικός μας ανάμεσό μας πόλεμος τοιουτοτρόπως διεξήχθη, ώστε, αν πεπρωμένον είναι εις ανθρώπους ποτέ να ευρεθούν εις στάσιν (2) , θα έπρεπε καθένας τους να εύχεται η δική του πατρίδα να μη πάθη αυτήν την αρρώστια διαφορετικά [από ημάς]. Διότι και από τον Πειραιά και από την πόλιν με πόσην προθυμίαν και οικειότητα συνενώθησαν πάλιν οι πολίται κατά τρόπον απροσδόκητον διά τους άλλους Έλληνας και με πόσην μετριοπάθειαν δεν έκαμαν τον πόλεμον της Ελευσίνος! και όλων αυτών αιτία τίποτ' άλλο δεν είναι παρά η πραγματική συγγένεια, που προκύπτει απ' αυτήν σταθερά και αδελφική φιλία, φανερωνομένη όχι με λόγους αλλά με έργα. Πρέπει λοιπόν να κάμωμε μνείαν και εκείνων που απέθαναν εις τον πόλεμον αυτόν, [φονευόμενοι] αναμεταξύ τους και με όποιον τρόπο μας είναι δυνατόν να τους συμφιλιώσωμεν, με προσευχάς δηλαδή και με θυσίας εις την περίστασιν αυτήν, προσευχόμενοι διά τούτο εις τους εξουσιαστάς των [τους θεούς δηλ. του Άδου] αφού και ημείς εσυμφιλιώθημεν. Διότι ούτε από κακίαν ούτε από έχθραν ευρέθηκαν αντιμέτωποι, αλλ' από κακήν τύχην. Μάρτυρες δε αυτών είμεθα ημείς οι ίδιοι οι ζώντες. Διότι την ιδίαν καταγωγήν με αυτούς έχοντες εδώκαμεν ο ένας εις τον άλλον συγχώρησιν και δι' όσα [κακά] εκάμαμεν και δι' όσα επάθαμεν.

Κατόπιν δε τούτου, όταν αποκατεστάθη ανάμεσό μας τελεία ειρήνη, έμενεν η πόλις μας ήσυχη συγχωρώντας μεν τους βαρβάρους, διότι παθόντες απ' αυτήν σημαντικά εξεδικήθησαν όχι ολίγον, έχουσα όμως αγανάκτησιν εναντίον των Ελλήνων, διότι ενθυμείτο πώς ευεργετημένοι απ' αυτήν της επλήρωσαν έτσι [αχάριστα] την ευεργεσίαν ελθόντες εις σύμπραξιν με τους βαρβάρους, και αφαιρέσαντές της τα πλοία, που μια φορά τους είχαν σώσει αυτούς τους ίδιους, και κατεδαφίσαντες τα τείχη της σε καιρό που είχαμ' εμποδίσει ημείς πρωτύτερα να κατεδαφισθούν τα δικά τους. Κ' έχοντες την απόφασιν η πόλις να μην έλθη πλέον εις βοήθειαν των Ελλήνων μήτε εις περίστασιν που Έλληνες αναμεταξύ των επιχειρούν να υποδουλώνη ο ένας τον άλλον μήτε εις περίστασιν που βάρβαροι επιχειρούν τούτο, εκυβερνάτο έτσι [ήσυχα]. Όμως, ενώ ημείς τοιουτοτρόπως εσκεπτόμεθα, οι Λακεδαιμόνιοι νομίσαντες, ότι ημείς μεν οι υπερασπισταί της ελευθερίας έχομεν ξεπέσει, ότι δε ιδικόν τους πλέον έργον είναι να υποδουλώσουν τους άλλους, εβάλθηκαν εις ενέργειαν.

Όμως τις η ανάγκη να μακραίνω τον λόγον; αφού όχι παλαιά ουδ' εις άλλην ανθρώπων εποχήν γενόμενα συμβάντα θα έλεγα, ιστορώντας όσα κατόπιν συνέβησαν· διότι ημείς [από ιδίαν μας αντίληψιν] γνωρίζομεν πως έχοντες κυριευθή από κατάπληξιν ήλθαν εις την ανάγκην [να ζητήσουν την βοήθειαν] της πόλεως και οι πρώτοι ανάμεσα στους Έλληνας οι Αργείοι, οι Βοιωτοί, οι Κορίνθιοι και ακόμα τούτο δε είναι το θαυμασιώτερον όλων – ο βασιλεύς [των Περσών] έχοντες περιπέσει εις τόσην αμηχανίαν, ώστε να παρσυσιασθή εις αυτόν απαραίτητα η ανάγκη από πούπετα αλλούθε να κατορθώση την σωτηρίαν του παρά απ' αυτήν εδώ την πόλιν, που τόσον επιθυμούσε να την εξολοθρεύση. Και αληθινά αν κανείς ήθελε να κατηγορήση την πόλιν μας δίκαια, μόνον τούτο λέγοντας σωστά θα την κατηγορούσε, το ότι είναι πάντα της πολύ φιλεύσπλαχνος και πρόθυμη να βοηθή τους πλέον αδυνάτους (3). Έτσι και τότε δεν μπόρεσε να συγκρατήση τον εαυτό της και να τηρήση αυτά που είχεν αποφασισμένα, δηλαδή να μη έλθη εις βοήθειαν κανενός απ' αυτούς που την αδίκησαν, αν εκινδύνευεν αυτός να υποδουλωθή, αλλά εμαλάκωσε και ήλθεν εις βοήθειαν και τους μεν Έλληνας αυτή μόνη της βοηθήσασα τους έλυσεν από την δουλείαν, ως που πάλιν αυτοί μόνοι τους οι ίδιοι υπεδούλωσαν τον εαυτόν τους, εις δε τον βασιλέα αυτή μεν [επισήμως] δεν έλαβε την τόλμην να έλθη εις βοήθειάν του, μη θέλοντας να ντροπιάση έτσι τα τρόπαια του Μαραθώνος, της Σαλαμίνος και των Πλαταιών, όμως με το ν' αφήση μόνον φυγάδες και εθελοντάς να γίνουν βοηθοί, έτσι κατά την κοινήν ομολογίαν τον έσωσε. Κτίσασα δε πάλιν τα τείχη της και κατασκευάσασα στόλον, όταν ευρέθη πάλιν εις την ανάγκην να πολεμήση, δεχθείσα άφοβα τον πόλεμον [όταν τον εκίνησαν εναντίον της] επολεμούσεν υπέρ των Αργείων εναντίον των Λακεδαιμονίων.

Φοβηθείς τότε την πόλιν ο βασιλεύς [της Περσίας], όταν έβλεπε τους Λακεδαιμονίους να είναι υποδεέστεροι εις τον πόλεμον κατά θάλασσαν, θέλοντας να έλθη εις διάστασιν [με ημάς] απαιτούσε να του δοθούν [ως υπήκοοι] οι Έλληνες της Ασίας, που πρωτύτερα τους είχαν παραχωρήσει εις αυτόν οι Λακεδαιμόνιοι, θέτων τούτο ως όρον αν ηθέλαμεν να γίνη σύμμαχος εις ημάς και εις τους άλλους συμμάχους, νομίζων πως δεν θα το εστέργαμεν και έτσι θα είχε πρόφασιν ν' αποτραβηχθή. Και διά μεν τους άλλους συμμάχους ευρέθη απατημένος, διότι έδειξαν την θέλησιν να του παραχωρήσουν και συνεφώνησαν μεταξύ τους και ωρκίσθησαν οι Κορίνθιοι και οι Αργείοι και οι Βοιωτοί και οι άλλοι σύμμαχοι, αν πραγματικώς έδιδεν [ο βασιλεύς] χρήματα, να του παραχωρήσουν τους εις την Ασίαν Έλληνας· μόνοι δε ημείς δεν είχαμεν αυτήν την τόλμην ούτε να προβούμεν εις την παραχώρησιν ούτε να ορκισθώμεν διά τούτο. Τόσον είναι πράγματι σταθερόν και εύρωστον το αίσθημα γενναιότητος και ελευθερίας και μισοβαρβαρισμού, το οποίον έχει η πόλις μας διά τον λόγον ότι γνήσιοι είμεθα Έλληνες και με βαρβάρους δεν ήλθαμεν εις επιμιξίαν. Διότι ούτε διάφοροι Πέλοπες, ούτε διάφοροι Κάδμοι, ούτε Αιγύπτιοι και Δαναοί, ούτε διάφοροι άλλοι πολλοί βάρβαροι κατά το γένος των και μόνον κατά νόμον Έλληνες έχουν κατοικήσει μαζί μας, αλλ' ημείς Έλληνες και όχι με βαρβάρους ανάκατοι είμεθα της χώρας ημών κάτοικοι, δι' αυτό δε υπάρχει εσωτερικόν εις την πόλιν μας και αμετάβλητον το μίσος εναντίον ξένων φυλών. Έτσι όμως και δι' αυτό απομονώθημεν πάλιν, διότι δεν εστέρξαμεν να διαπράξωμεν έργον αισχρόν και ανόσιον, Έλληνας παραχωρούντες εις βαρβάρους. Ελθόντες λοιπόν εις την αυτήν κατάστασιν, εις την οποίαν και πρωτύτερα ευρισκόμενοι είχαμεν καταβληθή εις τον πόλεμον, τώρα εκάμαμεν με την βοήθειαν του θεού καλύτερα τον πόλεμον παρά τότε· διότι εβγήκαμεν από τον πόλεμον έχοντες και πλοία και τείχη και τας αποικίας τας ιδικάς μας· τόσον πρόθυμοι ήσαν να βγουν από τον πόλεμον και οι αντίπαλοί μας· όμως και εις τον πόλεμον αυτόν εχάσαμεν άνδρας εναρέτους και εκείνους που εφονεύθησαν εις την Κόρινθον ένεκα της κακής τοποθεσίας και εκείνους που εφονεύθησαν εις το Λέχαιον από προδοσίαν· ανδρείοι δε υπήρξαν και εκείνοι που ελευθέρωσαν τον βασιλέα και έδιωξαν από την θάλασσαν τους Λακεδαιμονίους, εκείνους δε εγώ μεν σας τους υπενθυμίζω, σεις δε πρέπει να επαινήτε όμοια και να εγκωμιάζετε τοιούτους άνδρας.

 
2Ο Πλάτων επίτηδες εδώ και εις πολλά άλλα μηδαμινολογεί, αναφέρων ανεκδοτικάς λεπτομερείας, όπως έκαμναν οι φλύαροι ρήτορες.
3Ειρωνία της πολυπραγμοσύνης των Αθηνών.