Бесплатно

Άννα Καρένιν

Текст
Автор:
iOSAndroidWindows Phone
Куда отправить ссылку на приложение?
Не закрывайте это окно, пока не введёте код в мобильном устройстве
ПовторитьСсылка отправлена

По требованию правообладателя эта книга недоступна для скачивания в виде файла.

Однако вы можете читать её в наших мобильных приложениях (даже без подключения к сети интернет) и онлайн на сайте ЛитРес.

Отметить прочитанной
Шрифт:Меньше АаБольше Аа

Απηύθυνε κατόπιν τας προσρήσεις του εις την Κίττυ και παρουσίασε τον Τσερμπάτσκυ εις τον Καρένιν. Εν μια στιγμή είχε τόσον καλώς ζυμώση την κοινωνικήν εκείνην πάσταν ώστε το σαλόνι, ολοζώντανον πλέον, αντήχει πανταχού από τον βόμβον των συνομιλιών.

Ο Λεβίν έφθασε τελευταίος.

– Εβράδυνα;

– Και μπορείς ποτέ σου να μη βραδύνης; είπεν ο Ομπλόνσκυ λαβών την χείρα του.

– Έχεις πολύν κόσμον; Ποιοι και ποιοι είνε; ηρώτησεν ο Λεβίν ερυθριάσας χωρίς να το θέλη και τινάσων με το γάντι την χιόνα του καπέλου του.

– Οικογενειακός κύκλος, η Κύττυ, είνε εδώ. Έλα θα σε παρουσιάσω εις τον Καρένιν.

– Ο Ομπλόνσκυ τον επήρε από το χέρι και τον ωδήγησε προς τον Καρένιν.

– Επιτρέψατέ μου να σας παρουσιάσω προς αλλήλους, είπε, και επρόφερε τα ονόματα.

– Λογίζομαι λίαν ευτυχής που σας συναντώ και πάλιν, είπεν ο Καρένιν ψυχρώς, θλίψας την χείρα του Λεβίν.

– Εγνωρίζεσθε λοιπόν; ηρώτησεν ο Ομπλόνσκυ έκπληκτος.

– Επεράσαμε μαζί τρεις ώρες εντός του σιδηροδρόμου.

– Αλήθεια! είπεν ο Ομπλόνσκυ.. Λοιπόν! Κύριοι εις την τράπεζαν, προσέθηκε.

Μετά το δείπνον ο Καρένιν επέρασεν εις το σαλόνι.

– Πόσον είμαι ευτυχής, που ήλθατε! είπεν η Δόλλυ μειδιώσα, καθώς τον αντίκρυσεν αιφνιδίως εις το πρώτο σαλόνι. Έχω να σας ομιλήσω. Ας καθήσωμεν εδώ.

Ο Καρένιν, με την αυτήν έκφρασιν αδιαφορίας, ην τω προσέδιδον αι ανυψωμέναι οφρείς του, εκάθησε παραπλεύρως της Δόλλυ.

– Καίτοι λογίζομαι υπερευτυχής που σας βλέπω, είπεν, εν τούτοις θα σας εζήτουν την άδειαν να αποσυρθώ, διότι αύριον αναχωρώ.

– Σας εζήτησα ειδήσεις περί της Άννας, τω είπεν εκείνη αποφασιστικώς και δεν μου απαντήσατε. Πώς είνε;

– Νομίζω ότι είνε καλά, απήντησεν ο Καρένιν, χωρίς να ατενίση την συνομιλήτριάν του.

– Συγχωρήσατέ με, δεν έχω κανέν δικαίωμα, αλλ' αγαπώ και σέβομαι την Άνναν ως αδελφήν· σας παρακαλώ, σας ικετεύω, είπατέ μου, τι έχετε εναντίον της; Τι της κατηγορείτε;

Ο Καρένιν έκλεισε σχεδόν τους οφθαλμούς και εταπείνωσεν την κεφαλήν.

– Φρονώ ότι ο σύζυγός σας θα έπρεπε να σας εξήγει διά ποίον λόγον θεωρώ αναγκαίον να τροποποιήσω τας σχέσεις μας.

– Δεν το πιστεύω, δεν το πιστεύω, δεν θέλω να το πιστεύσω! είπεν η Δόλλυ ενούσα τας χείρας με ενεργητικήν χειρονομίαν.

Ηγέρθη δε αποτόμως και έθεσε την χείρα επί της χειρίδος του Καρένιν.

– Θα μας διακόψουν εδώ, ελάτε μαζί μου.

Η συγκίνησις της Δόλλυ επενήργησεν επί του Καρένιν.

Ηγέρθη και την ηκολούθησεν ευπειθώς εις το μελετητήριον των παιδιών.

– Δεν το πιστεύω, δεν το πιστεύω! είπεν η Δόλλυ προσπαθούσα να αντικρύση το βλέμμα του Καρένιν, όστις την απέφευγε.

– Δεν πρέπει να αρνήται κανείς να πιστεύση τα γεγονότα, απήντησεν ούτος τονίζων την λέξιν γ ε γ ο ν ό τ α.

– Αλλά, τι έκαμε; Θέλω να το μάθω.

– Ημέλησε τα καθήκοντά της και ηπάτησε τον σύζυγόν της, αυτό έκαμεν, είπεν ο Καρένιν.

– Όχι, όχι, δεν είνε δυνατόν αυτό! Όχι, σας παρακαλώ. Απατάσθε.

Ο Καρένιν εμειδίασε παγερώς, μόλις διασταλέντων των χειλέων του, ίνα δείξη εις τε την Δόλλυ και εις εαυτόν μέχρι ποίου σημείου ήτο βέβαιος περί του γεγονότος εκείνου. Καίτοι όμως η θερμή εκείνη υπεράσπισις δεν τον εκλόνισεν, ανέξεεν εν τούτοις την πληγήν του· και ωμίλησε με μεγαλητέραν ζωηρότητα.

– Είνε δύσκολον να απατηθή κανείς, όταν η σύζυγος το ομολογεί η ιδία εις τον σύζυγόν της, όταν του διακηρύττη ότι οκτώ ετών συμβίωσις, ότι ο υιός της, ότι όλα αυτά ήσαν πλάνη, και ότι επιθυμεί να επαναλάβη εξ υπαρχής την ζωήν, είπεν ο Καρένιν μετά δριμύτητος.

– Άννα και ατιμία!.. δεν ειμπορώ να τα συνδέσω αυτά τα δύο, δεν ειμπορώ.. κατ' ουδένα λόγον!

Τότε ο Καρένιν αντίκρυσε κατά πρόσωπον την συγκεκινημένην μορφήν της Δόλλυ.

– Θα εθυσίαζα πολλά διά να δυνηθώ να διατηρήσω ακόμη κάποιαν αμφιβολίαν. Όταν αμφέβαλα υπέφερα, αλλ' ολιγώτερον από τώρα.. Όταν αμφέβαλα, διετήρουν κάποιαν ελπίδα.. Τώρα, δεν έχω πλέον ελπίδας και δυσπιστώ προς τα πάντα.. Δυσπιστώ τόσον προς τα πάντα, ώστε μισώ τον υιόν μου, και ενίοτε, δεν πιστεύω ότι είνε υιός μου. Είμαι απείρως δυστυχής!

Δεν είχεν ανάγκην να το δηλώση αυτό.

Η Δόλλυ το είχεν εννοήσει μόλις τον ητένισε κατά πρόσωπον· τον ελυπήθη δε και η πίστις της επί την αθωότητα της φίλης της εξησθένισεν.

– Α! είνε τρομερόν, τρομερόν! Αλλ' είνε αληθές ότι επιθυμείτε το διαζύγιον;

– Είνε το μόνον που μου μένει να κάμω.

– Το μόνον, το μόνον; είπεν εκείνη με τα δάκρυα εις τους οφθαλμούς..

Και εσιώπησεν, αναλογισθείσα εαυτήν, αναμνησθείσα τας ιδίας της συζυγικάς συμφοράς· είτα δ' αίφνης ανύψωσεν αποφασιστικώς την κεφαλήν και ήνωσε τας χείρας ικετευτικώς:

– Ακούσατέ με, είσθε χριστιανός· Συλλογισθήτε την! Τι θ' απογείνη αν την εγκαταλείψετε σεις;

– Αφ' ης μοι απεκάλυψε μόνη της το αίσχος, αφήκα πάσαν άλλην σκέψιν κατά μέρος. Της παρέσχον τα μέσα να δυνηθή να εξιλεωθή! Έκαμα τα πάντα διά να την σώσω… Ε, λοιπόν! δεν εσεβάσθη ούτε τον μάλλον ασήμαντον των όρων μου.. Τα καθήκοντα της ευπρεπείας!.. Δυνάμεθα να σώσωμεν ένα πλάσμα το όποιον δεν θέλει ν' απωλεσθή, αλλ' όταν ολόκληρος η φύσις έχει τόσον εξηχρειωθή, τόσον εκφαυλωθή ώστε την απώλειαν να την θεωρή σωτηρίαν, τι δυνάμεθα να πράξωμεν;

– Τα πάντα, πλην του διαζυγίου, απήντησεν η Δόλλυ.

– Τα πάντα, ποία;.

– Ω! όχι, είνε τρομερόν!.. Δεν θα καταστή σύζυγος ουδενός, θα πάη χαμένη!

– Αλλά, τι δύναμαι να κάμω εγώ; ηρώτησεν ο Καρένιν ανυψώσας τους ώμους και τας οφρείς.

Η ανάμνησις της τελευταίας πράξεως της Άννας τον είχεν εξοργίσει εις τοιούτον βαθμόν, ώστε κατέστη ασυγκίνητος όπως εν αρχή της συνεντεύξεως.

– Σας είμαι λίαν ευγνώμων διά την συμπάθειάν σας, είπεν, αλλ' οφείλω να αποσυρθώ.

Ηγέρθη.

– Όχι, περιμείνατε.. Δεν πρέπει να συμπληρώσητε σεις την καταστροφήν της. Ακούσατε, θα σας διηγηθώ εκείνο που συνέβη εις εμέ. Ενυμφεύθην, κατόπιν ο σύζυγός μου με ηπάτησεν· εν τη οργή μου, εν τη ζηλοτυπία μου ηθέλησα ν' αφήσω, να εγκαταλείψω τα πάντα.. Ήτο ενδόμυχος πόθος μου τούτο.. Αλλά δεν ενήργησα τοιουτοτρόπως. Και, εις ποίον το οφείλω αυτό; Ναι… με έσωσεν η Άννα. Και βλέπετε, τα παιδιά μεγαλώνουν, ο σύζυγός μου επιστρέφει εις την οικογένειάν του, συναισθάνεται τα σφάλματά του.. Καθίσταται αγνότερος, καλλίτερος… και ζω! Εσυγχώρησα εγώ, και σεις επίσης οφείλεται να συγχωρήσητε.

Ο Καρένιν την ήκουεν αλλ' οι λόγοι της Δόλλυ δεν επέδρων πλέον επ' αυτού.

Όλη η οργή υφ' ης κατείχετο την ημέραν κατά την οποίαν είχε λάβει την απόφασίν του, επλήρωσε και πάλιν την ψυχήν αυτού. Ηγέρθη και είπε διά της διαπεραστικής του φωνής:

– Δεν δύναμαι να συγχωρήσω εγώ, ούτε το θέλω, και κρίνω ότι το τοιούτο θα απετέλει αδίκημα. Έκαμα τα πάντα διά την γυναίκα αυτήν! Δεν είμαι άνθρωπος κακός, ουδέποτε απεστράφην ουδένα, αλλ' αυτήν, την μισώ δι' όλης της δυνάμεως της ψυχής μου.. Δεν δύναμαι να την συγχωρήσω, διότι την βδελύττομαι καθ' υπερβολήν δι' όλον το κακόν του οποίου μου έγεινε πρόξενος.

Η φωνή του επνίγετο εις τα δάκρυα της οργής.

– Αγαπάτε τους μισούντας υμάς! εψιθύρισε δειλώς η Δόλλυ.

Ο Καρένιν εμειδίασε περιφρονητικώς. Εγνώριζε το παράγγελμα τούτο προ πολλού, αλλά δεν το εύρισκεν εφαρμόσιμον εις την ιδικήν του περίπτωσιν.

– Αγαπάτε τους μισούντας υμάς, ναι, αλλά ν' αγαπάτε τους μισουμένους παρ' υμών, είνε αδύνατον. Συγχωρήσατέ με διότι σας ετάραξα.. ο καθείς με τον σταυρόν του.

Και γενόμενος αύθις κύριος εαυτού, ο Καρένιν απεχαιρέτησεν ησύχως αυτήν και απεσύρθη.

* * *

Ο Λεβίν, μετά το δείπνον, ηθέλησε να ακολουθήση την Κίττυ εις το σαλόνι, αλλ' εφοβήθη μη της ήτο δυσάρεστος, αν εγίνετο καταφανής εις την ομήγυριν η προς αυτήν αφοσίωσίς του. Έμεινε λοιπόν εις το καπνιστήριον και ανεμίχθη εις την γενικήν συζήτησιν. Αλλ' η Κίττυ δεν εβράδυνε να τον πλησιάση. Χωρίς να στραφή, ησθάνθη το βλέμμα και το μειδίαμα το οποίον του εξετόξευσε και δεν ηδυνήθη να κρατηθή. Υπεστράφη.

Η Κίττυ ευρίσκετο επί του κατωφλίου μετά του αδελφού της και τον παρετήρει.

– Εσκέφθην ότι θα εκάθησθε εις το πιάνο, είπεν ο Λεβίν. Ιδού τι στερούμαι εις την εξοχήν, την μουσικήν!

– Όχι, ήλθομεν αποκλειστικώς διά να σας φωνάξωμεν και σας ευχαριστώ διότι προσήλθατε αφ' εαυτού, είπεν εκείνη παρέχουσα εις αυτόν έν μειδίαμα ως θα του εχάριζε δώρον.

Η Κίττυ επλησίασεν εις μίαν τράπεζαν του παιγνιδίου, εκάθησε, και λαβούσα την κιμωλίαν, ήρχισε να χαράττη επί του τάπητος κύκλους ων έκαστος ήτο μεγαλείτερος του προηγουμένου.

– Α! εγέμισα όλο το τραπέζι με ορνιθοσκαλίσματα, εφώνησεν η Κίττυ.

Απέθηκε την κιμωλίαν και έκαμε κίνημα ως να προυτίθετο να εγερθή.

«.. Θεέ μου, πώς θα έμενα κατάμονος χωρίς αυτήν;» Έλαβε την κιμωλίαν.

– Μείνατε, είνε καιρός τώρα που επιθυμώ να σας ζητήσω κάτι.

Την ητένισε δε εις τα μάτια τα πλήρη αγαθότητος, αν και κάπως τρομαγμένα.

– Πολύ ευχαρίστως.

– Ιδού το ερώτημά μου: έγραψε μερικά γράμματα: ο, μ, ε, α, δ, γε: η, φ, ε, ε: π, η, μ, π, τ, π;

Τα γράμματα αυτά εσήμαινον: «Όταν μου είπατε, αυτό δεν γίνεται· η φράσις εκείνη εσήμαινε π ο τ έ, ή – μ ό ν ο ν – π ρ ο ς – τ ο – π α ρ ό ν;» – Δεν υπήρχε καμμία πιθανότης ότι η Κίττυ θα κατενόει το πολύπλοκον αυτό αίνιγμα, αλλά την ητένισε με ύφος, όπερ εφαίνετο δηλούν ότι η ζωή του εξηρτάτο εκ της απαντήσεως της νεαράς κόρης. Τον ητένισε σοβαρά, εστήριξε το μέτωπον επί της χειρός της και ήρχισε ν' αναγινώσκη τα γράμματα. Από στιγμής δε εις στιγμήν, τον ητένιζεν αύθις ερωτώσα οιονεί διά του βλέμματος· είνε ακριβώς αυτό που σκέπτομαι;

– Εννόησα, είπε τέλος ερυθριάσασα.

– Ποία είνε αυτή η λέξις; ηρώτησεν εκείνος υποδείξας το Πρώτον Π.

– Αυτό σημαίνει Π ο τ έ, απήντησεν εκείνη, αλλά δεν είνε αλήθεια.

Ο Λεβίν απέσβεσε ταχέως όσα είχε γράψει, απέδωκε την κίμωλίαν εις την Κίττυ και ηγέρθη.

Εκείνη έγραψε: τ, δ, η, ν, α, δ.

Η Δόλλυ, παρατηρούσα τας δύο εκείνας κεφαλάς εγγύς αλλήλων, επαρηγορήθη διά την λύπην ην της είχε προξενήσει η συνδιάλεξίς της μετά του Καρένιν.

Η Κίττυ, με την κιμωλίαν εις το χέρι παρετήρει τον Λεβίν με ένα δειλό και φοβισμένο μειδίαμα, ενώ κύπτων εκείνος επί της τραπέζης, προσήλωνε τα φλογερά του μάτια οτέ μεν επ' αυτής οτέ δε επί των γραμμάτων.

 

Εξαίφνης, ηκτινοβόλησεν ολόκληρος, είχεν εννοήσει. Αι λέξεις αι χαραχθείσαι παρά της Κίττυ εσήμαινον: «Τότε δεν ηδυνάμην ν' απαντήσω διαφορετικά».

Την ητένισε με ύφος ερωτηματικόν, δειλά-δειλά: – Μόνον τότε;

– Ναι, απεκρίθη το μειδίαμα της Κίττυ.

– Και τώρα; ηρώτησεν εκείνος.

– Αναγνώσατε, είπεν εκείνη, θα γράψω ποίος είνε ο ενδόμυχος πόθος μου τώρα: και εσημείωσε τα εξής γράμματα: ε, ν, λ, κ, ν, σ, τ, π.

Τούτο εσήμαινε: «Ελπίζω να λησμονήσετε και να συγχωρήσητε το παρελθόν».

Ήρπασεν εκείνος την κιμωλίαν με τα νευρικά και τρέμοντα δάκτυλά του, την έθραυσε και εσημείωσε τα αρχικά γράμματα, της ακολούθου φράσεως: «Δεν έχω τίποτε να λησμονήσω, ούτε να συγχωρήσω, δεν έπαυσα να σας αγαπώ!»

Τον ητένισε χωρίς να παύση να μειδιά:

– Εννόησα, εψιθύρισε.

Εκείνος έγραψε νέαν εκτενεστάτην φράσιν. Η Κίττυ την ενόησε, και χωρίς μάλιστα να τον ερωτήση αν είχε καλώς αντιληφθή την σημασίαν της φράσεως, του απήντησεν αμέσως εγγράφως.

Ο Λεβίν εβράδυνε πολύ να διεισδύση εις την έννοιαν της φράσεως αυτής και την συνεβουλεύθη πλειστάκις διά του βλέμματος. Η ευτυχία τον εζάλιζε. Δεν κατώρθωσε δε ν' ανακαλύψη τας πραγματικάς λέξεις, αντελήφθη όμως παν ό,τι τον ενδιέφερε να μάθη μέσα εις τα θαυμάσια μάτια της Κίττυ, τα οποία ηκτινοβόλουν από ευτυχίαν.

Εσχεδίασε τρία γράμματα, αλλά προτού τα χαράξη εντελώς, εκείνη τα εδιάβασε, τα συνεπλήρωσε αντ' αυτού και έγραψε απάντησιν: «Ναι!»

– Παίζετε τα «κρυφά γράμματα»; είπεν ο γηραιός πρίγκηψ Τσερμπάτσκυ πλησιάσας αυτούς, αλλ' αν θέλης να πας εις το θέατρον, πρέπει να πηγαίνωμεν, κόρη μου.

Ο Λεβίν κατευώδωσε την Κίττυ μέχρι της θύρας.

Είχον είπει παν ό,τι είχον να είπουν, η Κίττυ του είχεν ομολογήσει ότι τον ηγάπα και ότι θ' ανήγγελλεν εις τους γονείς της ότι θα μετέβαινε την επιούσαν να την ζητήση εις γάμον.

Περί την μεσημβρίαν, ο Λεβίν κατηυθύνθη προς το μέγαρον των Τσερμπάτσκυ. Κατήλθε προ του προστόου του ξενοδοχείου και οι ηνίοχοι τον εκύκλωσαν αμέσως διαμφισβητούντες τις πρώτος να τον υπηρετήση.

Ουδέποτε είχε ταξειδεύσει με έλκυθρα αναπαυτικώτερα, κομψότερα και των οποίων ο εξαίρετος ίππος, έλκων με όλας του τας δυνάμεις δεν κατώρθωνε να προχωρή ταχέως.

Ο θυρωρός τέλος, τον εισήγαγε και τον ωδήγησεν εις την αίθουσαν.

Όπισθεν της θύρας ήκουσε τον θρουν γυναικείας εσθήτος· κατόπιν δε ελαφρά βήματα προσέθιξαν το παρκέτο, και η ευτυχία του, η ζωή του, αυτός ούτος, ό,τι άριστον υπήρχεν εντός του, παν ό,τι επεζήτει, παν ό,τι επόθει, προσέτρεχον ήδη εις υποδοχήν του.

Δεν έβλεπε τίποτε άλλο εκτός από τα μάτια εκείνα τα διαυγή και ειλικρινή, τα γεμάτα από την ιδίαν χαράν του έρωτος, όστις επλήρου και την ιδίαν του καρδίαν. Οι οφθαλμοί του ηκτινοβόλουν επί μάλλον και μάλλον, θαμβούντες αυτόν με την ερωτόφλογον λάμψιν των.

Έδραμεν εκείνη, προς αυτόν, και εν ορμή ευδαίμονι και ευφροσύνω ερρίφθη επ' αυτού.

Την επήρεν εις τας αγκάλας του και έθλιψε τα χείλη του επί του στόματός της, που επεζήτει το φίλημά του.

Και εκείνη, όπως αυτός, δεν είχε κοιμηθή κατά την νύκτα, και ανέμεινε τον Λεβίν καθ' όλας τας προμεσημβρινάς ώρας.. Ο πατήρ της και η μήτηρ της συγκατετίθεντο μετά χαράς και ηυφραίνοντο διά την ευτυχίαν της. Παρεμόνευε λοιπόν την άφιξίν του διά να του αναγγείλη αυτή πρώτη την καλήν είδησιν. Απήλαυεν εκ των προτέρων της χαράς εκείνης, αλλ' ήτο διστακτική και εντροπαλή, και δεν εγνώριζε κατά ποίον τρόπον θα του το έλεγεν. Εν τούτοις, όταν ήκουσε τα βήματά του και την φωνήν του τότε, χωρίς καν να σκεφθή τι έκαμνεν, έδραμε προς αυτόν.

– Πάμε στη μαμά, είπε λαβούσα αυτόν από το χέρι.

Εκείνος έμεινεν επί πολύ χωρίς να δύναται ν' αρθρώση λέξιν, όχι διότι εφοβήθη μη καταβιβάση το αίσθημά του από τα ύψη εις τα οποία επλανάτο, αλλά διότι συνησθάνετο, εκάστοτε οσάκις ήθελε να είπη τι, ότι αντί λέξεων, ανέβλυζον εξ αυτού δάκρυα ευτυχίας.

Επήρε το χέρι της Κίττυ και το έφερεν εις τα χείλη του.

– Είνε αλήθεια; είπε τέλος διά φωνής υποκώφου. Δεν δύναμαι να πιστεύσω ότι με αγαπάς, προσέθηκεν.

Εκείνη εμειδίασε με τον ενικόν αυτόν «με αγαπάς» και με την αιδήμονα διστακτικότητα μεθ' ης την παρετήρει.

– Ναι, απεκρίθη μετά τόνου.. Είμαι τόσον ευτυχής!

Χωρίς δε να τον αφήση από το χέρι, εισήλθε μαζί του το σαλόνι.

– Ώστε, εκανονίσθησαν όλα; είπεν η πριγκήπισσα αντικρύσασα αυτούς. Τι ευτυχής που είμαι· αγάπα την πολύ.. Είμαι ευτυχής!

– Κάτι γρήγορα τα ετακτοποιήσατε τα πράγματα, είπεν ο γηραιός πρίγκηψ, όστις προσεπάθει να φαίνεται αδιάφορος. Αλλ' ο Λεβίν παρετήρησεν ότι τα μάτια του ήσαν δακρυσμένα, όταν του απηύθυνε τον λόγον.

– Πάντοτε το είχον ευχηθή, είπεν ο πρίγκηψ λαβών την χείρα του Λεβίν και ελκύσας αυτόν πλησίον του.. Το ηυχόμην ήδη, όταν αυτή η απερίσκεπτος.

– Μπαμπά! εφώναξεν η Κίττυ φράττουσα το στόμα του διά της χειρός της.

– Καλά, καλά, απήντησεν εκείνος, δεν θα ξαναπώ τίποτε.. Είμαι πολύ, πολύ ευτυχής!.. Αλλά τι ζώον που είμαι!

Ενηγκαλίσθη την Κίττυ, και την εφίλησεν εις το πρόσωπον, εις την χείρα και πάλιν εις το πρόσωπον.

Και όταν ο Λεβίν είδε πώς η Κίττυ ησπάζετο παρατεταμένως και τρυφερώς την σαρκώδη χείρα του γέροντος εκείνου, νέον αίσθημα αγάπης προς τον πρίγκηπα, όστις έως τότε ήτο ξένος δι' αυτόν, εγεννήθη αίφνης εν τη καρδία του.

* * *

Ο Καρένιν επέστρεψεν εις το μέγαρόν του αναλύων, ακουσίως εαυτού, εν τη μνήμη του, μίαν προς μίαν τας συνομιλίας ας είχε κάμει κατά το διάστημα του δείπνου και μετ' αυτό.

Οι λόγοι της Δόλλυ περί συγγνώμης είχον δυσαρέστως επιδράσει επ' αυτού. Έπρεπε να εφαρμόση ή όχι τα χριστιανικά διδάγματα εις την περίπτωσίν του; Ζήτημα τούτο λίαν πολύπλοκον, το οποίον δεν έπρεπε να συζητήται μετ' ελαφρότητος· άλλως τε, το είχε λύσει προ πολλού αρνητικώς.

Ο θυρωρός του παρέδωκε δύο τηλεγραφήματα. Το πρώτον τον επληροφόρει περί του διορισμού του Στρεμώφ εις την θέσιν ην εποφθαλμία ο Καρένιν. Τον παρώργισε δε ολιγώτερον το ότι η θέσις εκείνη του διέφευγε και ότι, προφανώς, τον παρεμέριζον, παρ' όσον ότι δεν είχον αντιληφθή ότι ο λεξιθήρας εκείνος, ο φλύαρος εκείνος Στρεμώφ ήτο ο πάντων ακαταλληλότερος διά να την καταλάβη.

Έλαβε το δεύτερον τηλεγράφημα.

«Αναμφιβόλως κάτι ανάλογον θα είνε», διελογίσθη.

Το τηλεγράφημα ήτο της συζύγου του.

«.. Α π ο θ ν ή σ κ ω – π α ρ α κ α λ ώ, ι κ ε τ ε ύ ω – ν α – έ λ θ η ς!.. Σ υ γ κ ε χ ω ρ η μ έ ν η, – θ α – α π ο θ ά ν ω – η σ υ χ ώ τ ε ρ ο ν».

Εμειδίασε περιφρονητικώς και απέρριψε το τηλεγράφημα.

Ήτο ψεύδος, ήτο δόλος· δεν ηδύνατο ν' αμφιβάλη.

– Δεν υπάρχει ψεύδος προ του οποίου θα υπεχώρει. Πρόκειται να γεννήση. Ίσως περί τούτου να πρόκηται.. Αλλά ποίος ο σκοπός της;.. Να νομιμοποιήσω το παιδί, να εκθέσω εμαυτόν και να παρεμποδισθή το διαζύγιον. Αλλ' αυτή λέγει: Αποθνήσκω.»

Ανέγνωσε και πάλιν το τηλεγράφημα, και αίφνης η αληθής έννοια του περιεχομένου του τον εξέπληξε.

«.. Και αν είνε αλήθεια;» διελογίσθη.. «Αν αληθώς μέσα εις τας βασάνους της και ενώπιον της προσεγγίσεως του θανάτου μετενόησεν ειλικρινώς; Και εγώ, πεποιθώς ότι πρόκειται περί δόλου, θα ηρνούμην να μεταβώ να την ίδω; Τούτο θα ήτο όχι μόνον σκληρόν, αλλά και θα με καθίστα άξιον της γενικής αποδοκιμασίας.»

Ο Καρένιν απεφάσισεν ούτω να μεταβή εις επίσκεψιν της συζύγου του. Αν επρόκειτο περί δόλου, δεν θα έλεγε τίποτε, αλλά θ' ανεχώρει και πάλιν αμέσως. Αν δε πράγματι ευρίσκετο εις την επιθανάτιον κλίνην της, θα την συνεχώρει, αν την εύρισκεν ακόμη εν τη ζωή. Αν έφθανε πολύ αργά, θα της απέδιδε τα τελευταία καθήκοντα.

Λαβών την απόφασίν ταύτην, ουδέν πλέον σχετικόν εσκέφθη καθ' όλον τον διάστημα του ταξειδίου.

Το πρωί της επιούσης ο Καρένιν διέσχισε την λεωφόρον Νηούσκυ, έρημον ακόμη, με το συναίσθημα της κοπώσεως, όπερ αφίνει μία νυξ διελθούσα εντός σιδηροδρόμου· ητένιζεν εμπρός του εν τη πρωινή ομίχλη χωρίς να σκέπτεται τι ίσως τον ανέμενε.

Δεν ηδύνατο να σταματήση προ τοιούτου διαλογισμού, διότι μόλις το εσυλλογίζετο, ώφειλε ν' αποδιώκη την σκέψιν ότι ο θάνατος της Άννας θα διέλυε τελείως το δυσχερές της καταστάσεως.

Αρτοποιεία ανοικτά, εμπορικά καταστήματα κλειστά, αμαξάδες της νυκτός, δ β ό ρν ι κ (οδοκαθαρισταί) σαρώνοντες τα πεζοδρόμια παρήλαυνον προ των οφθαλμών του. Παρετήρει τα πάντα προσπαθών να σχηματίση νοερώς, ενδιαθέτως την αντίληψιν του τι τον επερίμενε και ό,τι δεν ετόλμα να ομολογήση ότι επηύχετο.

Έφθασεν εις την οικίαν του. Ο θυρωρός του ήνοιξε την θύραν προτού κρούση τον κώδωνα.

– Πώς πηγαίνει η κυρία;

– Η κυρία ευτυχώς εγέννησε χθες.

Ο Καρένιν ωχρίασε και εσταμάτησε· τώρα κατενόει πόσον διάπυρος ήτο η επιθυμία του να την εύρη νεκράν.

– Και.. η υγεία της;

Την στιγμήν εκείνην ο υπηρέτης του Καρένιν Κάρνεϊ, φέρων πρωινήν ενδυμασίαν, κατήλθεν εσπευμένως την κλίμακα.

– Η κυρία είνε πολύ άσχημα, είπε.. Χθες έγινε συμβούλιον από πολλούς ιατρούς, και ο ιδικός μας γιατρός δεν την εγκαταλείπει πλέον.

Επί τη πληροφορία ταύτη ο Καρένιν ησθάνθη κάποιαν ανακούφισιν· υπήρχε λοιπόν κάποια ελπίς ότι ήτο πιθανόν να αποθάνη.

– Πάρε τας αποσκευάς, είπε προς τον υπηρέτην, και εισήλθεν εις τον αντιθάλαμον.

Ο Καρένιν πρώτον αντικείμενον αντίκρυσεν ένα μανδύαν αξιωματικού εις την ιματιοθήκην.

– Ποιος είνε εδώ; ηρώτησεν,

– Ο γιατρός, η μαμή και ο κόμης Βρόνσκυ.

Ο Καρένιν εισήλθεν εις τα δωμάτιά του, δεν υπήρχε δε κανείς εις το σαλόνι, αλλ' εις τον κρότον των βημάτων του, η μαία, φέρουσα κεκρύφαλον με ιόχρους ταινίας, εξήλθε του κοιτώνος της Άννας.

Επλησίασε τον Καρένιν, και, με οικειότητα ην μόνη η προσέγγισις του θανάτου ηδύνατο να δικαιολογήση, τον έλαβεν από της χειρός και τον ήλκυσε προς τον κοιτώνα.

– Δόξα σοι ο Θεός που ήλθατε. Η ασθενής μας μόνον περί υμών ομιλεί, και γυρεύει μόνον σάς.

– Φέρετε λοιπόν γρήγορα πάγον, διέτασσεν επιτακτικώς ο ιατρός.

Ο Καρένιν εισήλθεν εις το καλλωπιστήριον της Άννας. Προ της τραπέζης της, επί τινος χαμηλού καθίσματος, στηριζόμενος πλαγίως επί του ερεισινώτου, εκάθητο ο Βρόνσκυ· είχε την μορφήν κεκρυμμένην εντός των χειρών των και έκλαιεν. Ακούσας δε την διαταγήν του ιατρού, ηγέρθη, κατεβίβασε τους βραχίονάς του και παρετήρησε τον Καρένιν.

Εν αρχή, τοσούτον εταράχθη, ώστε εκαθέσθη και πάλιν και εβύθισε την κεφαλήν μεταξύ των ώμων του ως να ήθελε να εξαφανισθή υπό την γην· αλλά, κατέβαλεν υπέρτατον αγώνα, ηγέρθη και είπεν:

– Αποθνήσκει. Οι ιατροί εδήλωσαν ότι δεν υπάρχει πλέον ελπίς. Είμαι εις την διάθεσίν σας, αλλ' επιτρέψατέ μου να μείνω εδώ. Θα συμμορφωθώ, άλλως τε, προς την θέλησίν σας, θα.

Όταν είδε ρέοντα τα δάκρυα του Βρόνσκυ, ο Καρένιν συνησθάνθη την συγκίνησιν εκείνην, ην εδοκίμαζε πάντοτε επί τη θέα του άλγους των άλλων. Απέστρεψε το πρόσωπόν του, και, χωρίς ν' ακούση τον Βρόνσκυ, διέσχυσε το καλλωπιστήριον.

Από του δωματίου της λεχούς έφθανεν η φωνή της Άννας, φαιδρά, ζωηρά, και με διατονίσεις καθαροτάτας.

Ο Καρένιν επλησίασεν εις την κλίνην.

Η ασθενής ήτο εξηπλωμένη, με την μορφήν εστραμμένην προς αυτόν. Αι παρειαί της ήσαν φλογισμέναι, τα μάτια της έλαμπον, αι μικραί λευκαί της χείρες προέβαλον από τας χειρίδας του νυκτικού της υποκαμίσου και προσέπαιζον με τα κράσπεδα του σκεπάσματος.

Είχε το ύφος όχι μόνον πλήρους ευεξίας και φρεσκάδας, αλλά και τελείας ευθυμίας.

Ωμίλει γοργά, η φωνή της ήτο ηχηρά και αι κινήσεις της ακριβείς και ενσυναίσθητοι.

– Λέγω ότι ο Αλέξιος, ο Αλέξιος Αλεξάνδροβιτς (τι αλλόκοτος και τρομερά σύμπτωσις να ονομάζωνται και οι δύο Αλέξιοι), ο Αλέξιος δεν θα μου το αρνηθή αυτό· εγώ, θα είχα λησμονήσει και θα τον είχα συγχωρήσει.. Αλλά, διατί δεν έρχεται! Είνε καλός, ούτε αυτός ο ίδιος γνωρίζει πόσον καλός είνε!. Αχ! Θεέ μου! Τι αγωνία!,. Δώσατέ μου νερό.. Α! όχι βλάπτει για την μικρούλα.. Λοιπόν, πάρετέ της μια παραμάνα.. Αυτό θα ήτο προτιμότερον.. Θα έλθη, ίσως του κάμη κακό να την ίδη, πάρετέ την απ' εδώ.

– Άννα Καρένιν… έφθασεν, ιδού τον! είπεν η μαία προσπαθούσα να συγκεντρώση την προσοχήν της Άννας επί του συζύγου της.

Αλλ' η Άννα εξηκολούθει να παραληρή.

– Δώσατέ μου τη μικρούλα, δώσατέ μου την.. Δεν έφθασεν ακόμη; Λέτε ότι δεν θα με συγχωρήση, διότι δεν τον γνωρίζετε σεις.. Έπρεπε να γνωρίζετε τα μάτια του, ο Σεριόγια τα έχει απαράλλακτα, διά τούτο δεν ειμπορώ πλέον να τα βλέπω.. Εδώκατε να φάγη του Σεριόγια;.

Αίφνης υπέστη συσπασμόν και εσιώπησεν, είτα δ' έφερε την χείρα προ του προσώπου της μετά τρόμου, ως να επρόκειτο την κτυπήσουν.

Διέκρινε τον σύζυγόν της.

– Όχι, όχι, είπε, δεν τον φοβούμαι… τον θάνατον φοβούμαι!.. Έλα κοντά μου, Αλέξιε.. Βιάζομαι, διότι… δεν έχω καιρόν να χάνω.. το παραλήρημα θα ξαναρχίση και δεν θα εννοώ τίποτε πλέον.. Τόρα, τα εννοώ όλα, όλα τα βλέπω.

Η συνεσπασμένη μορφή του Καρένιν εξεδήλωσεν άλγος^ έλαβε την χείρα της Άννας, αλλά δεν ηδυνήθη ν' αρθρώση λέξιν· επάλαιε κατά της συγκινήσεώς του και μόλις παρετήρει λάθρα την πάσχουσαν.

 

Και, οσάκις την παρετήρει, έβλεπε τα μάτια της προσηλωμένα επάνω του με τρυφεράν αγάπην, με αληθή έκτασιν, την οποίαν δεν είχεν άλλοτε αντικρύση εις το βλέμμα της.

– Περίμενε, δεν γνωρίζεις συ.. περίμενε, περίμενε.

Διεκόπη, ως να προσεπάθει να συγκεντρώση τας σκέψεις της.

– Ναι, επανέλαβε… Ναι, ναι, ναι, ιδού τι ήθελα να σας είπω. Μη εκπλήττεσαι, είμαι πάντοτε η ιδία.. Αλλ' εντός μου υπάρχει και μία άλλη γυναίκα, αυτήν την φοβούμαι.. Αυτή ηγάπησε τον άλλον και ηθέλησε να σε μισήσω, αλλά δεν κατώρθωσα να λησμονήσω οποία ήτο πρότερον.. Αυτή δεν είμ' εγώ.. τώρα είμαι η αληθινή Άννα, τώρα είμαι εγώ!.. Αποθνήσκω, γνωρίζω ότι πρέπει ν' αποθάνω, ερώτησέ τον.. Αισθάνομαι βάρος εις τους βραχίονας, εις τους πόδας μου, εις τα δάκτυλά μου.. κύτταξε πώς είνε πρησμένα τα δάκτυλά μου! Αλλ' όλα αυτά θα τελειώσουν γρήγορα.. Ενός μόνον έχω ανάγκην, συγχώρησόν με συγχώρησόν με πραγματικώς.. Είμαι βδελυρά.. αλλ' η αγία εκείνη μάρτυς, περί της οποίας μου ωμίλησεν η γιαγιά, ήτο χειρότερη από εμέ.. Θα πάω κ' εγώ 'ςτή Ρώμη.. εκεί είνε η έρημος και δεν θα στενοχωρώ κανένα.. Θα πάρω μόνον μαζί μου τον υιόν μου και το κοριτσάκι μου;.. Όχι, δεν ειμπορείς να συγχωρήσης.. γνωρίζω ότι ένα τέτοιο πράγμα κάνεις δεν δύναται να το συγχωρήση.. Όχι, όχι, φύγε απ' εδώ συ, είσαι υπερβολικά καλός.

Με το ένα από τα καίοντα χέρια της συνεκράτει τον Καρένιν, και με το άλλο τον απώθει.

Ο Καρένιν δεν προσεπάθει πλέον να νικήση την συγκίνησίν του· ησθάνθη αίφνης, ότι, εξ εναντίας, εκείνο που εξελάμβανεν ως συμπάθειαν και ως οίκτον, ήτο μία κατάστασις ψυχής εν εκστάσει, η οποία τον επλημμύρει δι' ευτυχίας, ην δεν είχε γνωρίσει έως τότε.

Ελησμόνει ότι ο χριστιανικός νόμος, ον επόθει ν' ακολουθήση καθ' όλην του την ζωήν, τον διέτασσε να συγχωρή τους εχθρούς του και να τους αγαπά, αλλά ποιόν τι χαρμόσυνον αίσθημα έρωτος και συγγνώμης επλήρωσε την ψυχήν του.

Εγονυπέτησε πλησίον της κλίνης, εστήριξε το μέτωπον του επί του αγκώνος της Άννας, όστις τον εφλόγιζε, και έκλαυσε μετά λυγμών σαν παιδί.

Εκείνη έλαβε δι' αμφοτέρων της των χειρών την κεφαλήν του Καρένιν, την είλκυσε προς εαυτήν και ύψωσε τα μάτια προς την οροφήν μεθ' υπερηφανείας και χαράς.

– Ήλθεν, εγνώριζα εγώ ότι θα ήρχετο, τώρα χαίρετε, χαίρετε πάντες.. Αλλά, νά που ξαναήλθαν.. γιατί δεν φεύγουν.. Γιατρέ, απαλλάξατέ με από όλα αυτά τα γουναρικά.

Ο ιατρός επανέθεσε τας χείρας της ασθενούς επί των προσκεφαλαίων και την εσκέπασεν αύθις μέχρι του πώγωνος.

Η Άννα εξηπλώθη πειθηνίως, χωρίς να παύση ατενίζουσα εμπρός της, με τα μάτια φλογισμένα:

– Μη λησμόνει ότι ουδενός άλλου είχον ανάγκην πλην της συγγνώμης σου!.. Αυτήν και μόνην επόθουν.. Αλλά, διατί δεν έρχεται μέσα;.

Ητένισε προς την θύραν του καλλωπιστηρίου όπου ευρίσκετο ο Βρόνσκυ.

– Έλα, έλα μέσα!.. Δος του το χέρι σου.

Ο Βρόνσκυ επλησίασεν εις το άκρον της κλίνης και.. έκρυψε πάλιν την μορφήν μεταξύ των χειρών του.

– Ξεσκέπασε το πρόσωπόν σου, κύτταξέ τον κατά πρόσωπον, είνε.. άγιος! είπεν εκείνη.. Αλλά, ξεσκέπασε λοιπόν το πρόσωπόν σου, προσέθηκεν οργίλως.. Αλέξιε Αλεξάνδροβιτς ξεσκέπασέ του συ το πρόσωπον, θέλω να τον ίδω.

Ο Καρένιν εδράξατο των χειρών του Βρόνσκυ και απεκάλυψε την μορφήν αυτού, παραμορφωμένην από τον πόνον και από το αίσχος.

– Δος του το χέρι, συγχώρησέ τον.

Ο Καρένιν έτεινε την χείρα προς τον Βρόνσκυ χωρίς να δυνηθή να συγκρατήση τα δάκρυα που επλημμύρουν τους οφθαλμούς του και κατέρρεον εις κρουνούς.

– Ευχαριστώ, Ύψιστε, ευχαριστώ! Τώρα, είμαι έτοιμη.. Είμαι έτοιμη!.. Θέλω μόνον να τεντώσω λιγάκι τα πόδια μου.. έτσι, έτσι δα, καλά.. Αλλά, τι ακαλαίσθητα που έχουν ζωγραφηθή αυτά τα άνθη, δεν μοιάζουν με βιολέττες προσέθηκεν υποδεικνύουσα τας τοιχογραφίας. Θεέ μου, πότε θα τελειώσουν όλα.. Δώσατέ μου μορφίνην.. Θεέ μου, Θεέ μου!

Και συνεσπάσθη βιαίως επί της κλίνης της.

Ο ιατρός της Άννας και οι λοιποί ιατροί, κληθέντες εις συμβούλιον, απεφάνθησαν ότι επρόκειτο περί επιλοχίου πυρετού, νόσου δηλαδή από της οποίας μόνον μία επί τοις εκατό σώζονται.

Η Άννα διήλθεν ολόκληρον την ημέραν εν παραληρισμώ και αναισθησία. Περί το μεσονύκτιον απώλεσεν εντελώς τας αισθήσεις και ο σφυγμός της σχεδόν έπαυσεν.

Από στιγμής εις στιγμήν ανεμένετο ήδη το μοιραίον τέλος.

Ο Βρόνσκυ επέστρεψεν εις την οικίαν του, αλλ' επανήλθε να λάβη ειδήσεις περί της επιθανάτου την πρωίαν της επιούσης. Ο Καρένιν τον συνήντησεν εις τον αντιθάλαμον και του είπε:

– Μείνατε, πιθανόν να σας ζητήση.

Και τον εισήγαγεν ο ίδιος εις το δωμάτιον της συζύγου του.

Κατά τας πρωινάς ώρας η ταραχή επανελήφθη, το παραλήρημα επανήρχισε και κατέληξεν αύθις εις κατάστασιν κωματώδη.

Την τρίτην ημέραν συνέβησαν τα ίδια, οι δε ιατροί απεφάνθησαν ότι επανεφαίνετο κάποια ελπίς.

Την ημέραν εκείνην ο Καρένιν εισήλθεν εις το καλλωπιστήριον της Άννας όπου εκάθητο ήδη ο Βρόνσκυ, και αφού έκλεισε την θύραν, εκαθέσθη απέναντί του.

Ο Βρόνσκυ κατενόησεν ότι την φοράν αυτήν η μεταξύ των εξήγησις ήτο αναπότρεπτος.

– Αλέξιε Αλεξάνδροβιτς, είπε, δεν δύναμαι ούτε να ομιλήσω πλέον ούτε να εννοήσω τίποτε.. Φεισθήτε μου!.. Πάσχετε, αλλά, πιστεύσατέ το, πάσχω πολύ πλειότερον υμών.

Ηθέλησε να εγερθή, αλλ' ο Καρένιν εδράξατο της χειρός αυτού και του είπε:

– Σας παρακαλώ να με ακούσετε, είνε ανάγκη. Οφείλω να σας εξηγήσω τα αισθήματα, τα οποία με καθωδήγησαν και θα με καθοδηγήσωσιν ακόμη, ίνα δυνηθήτε να μη παρερμηνεύσητε την συμπεριφοράν μου. Γνωρίζετε ότι είχον αποφασίσει να ζητήσω διαζύγιον, και ότι μάλιστα είχον προβή εις τας πρώτας σχετικάς ενεργείας. Δεν θα σας αποκρύψω επίσης ότι πολύ εδίστασα, και σας ομολογώ ότι κατειχόμην υπό της επιθυμίας να εκδικηθώ και κατ' εκείνης και καθ' υμών.. Όταν έλαβον το τηλεγράφημά της, ήλθον κατεχόμενος υπό των αυτών αισθημάτων… θα προχωρήσω έτι πέραν, ηυχήθην τον θάνατόν της. Αλλά..

Έμεινε προς στιγμήν απερροφημένος από τας σκέψεις του, και διερωτώμενος αν έπρεπε ν' αποκαλύψη τα κατέχοντα αυτόν συναισθήματα.

– Αλλά,.την είδον.. και συνεχώρησα! Η ευτυχία που χαρίζει η συγγνώμη μοι απεκάλυψε το καθήκον μου.. Συνεχώρησα εξ ολοκλήρου. Θα προτείνω την αριστεράν μου παρειάν, θα χαρίσω τον χιτώνα μου εις τον αρπάσαντα το επανωφόριόν μου.. Έν και μόνον ζητώ από τον Θεόν… να μη μου αφαιρέση την ευτυχίαν της συγγνώμης!.

Τα μάτια του ήσαν κατάμεστα δακρύων και ο Βρόνσκυ κατεπλάγη προ της φωταυγούς και γαληνίου λάμψεως του βλέμματός του.

– Αυτή είνε η θέσις μου, επανέλαβεν ο Καρένιν, δύνασθε να με καλύψετε διά βορβόρου, δύνασθε να με καταστήσητε χλεύην του κόσμου… δεν θα εγκαταλείψω την Άνναν και δεν θ' απευθύνω προς σας ούτε λέξιν μομφής· το καθήκον μου μού παρουσιάζεται ευκρινέστατα ήδη: οφείλω να μείνω μετά της συζύγου μου, και θα μείνω… Αν επιθυμήση να σας ίδη, θα σας το ανακοινώσω.. αλλά, προς το παρόν, φρονώ ότι προτιμότερον είνε ν' αποσυρθήτε.

Ηγέρθη δε εν ώ λυγμοί απέπνιγον την φωνήν του.

Ηγέρθη και ο Βρόνσκυ και ητένισε τον Καρένιν με την κεφαλήν χαμηλωμένην και κύπτων ενώπιόν του.

Δεν κατενόει τα αισθήματα, τα οποία εζωπύρουν τον Καρένιν, αλλά συνησθάνετο ότι ήσαν αισθήματα υπέρτερα και ότι μάλιστα, δι' αυτόν, ήσαν απρόσιτα και ασύμφωνα προς την ιδίαν του περί ζωής αντίληψιν.

Ο Βρόνσκυ εξήλθεν εις το πρόστοον της οικίας Καρένιν και εσταμάτησε, μη κατανοών, εν τη υψίστη συγχύσει του, εις ποίον μέρος ευρίσκετο, ούτε και πού έπρεπε να μεταβή.. Ησθάνετο εαυτόν ταπεινωθέντα, εξευτελισθέντα, ένοχον και εστερημένον των μέσων όπως αποπλύνη την ταπείνωσιν, ην είχεν υποστή.. Ησθάνθη εαυτόν ριφθέντα έξω του δρόμου, διά του οποίου είχε βαδίσει έως τότε μετά τόσης υπερηφανείας και ανέσεως. Όλοι οι κανόνες και όλαι της ζωής του αι συνήθειαι, αίτινες τω εφαίνοντο ανεπίδεκτοι μεταβολής, καθίσταντο αιφνιδίως ψευδείς και ανεφάρμοστοι.

Ο σύζυγος εκείνος ο απατηθείς, όστις έως τότε είχε παρουσιασθή προ αυτού υπό μορφήν οικτράν, ως αγροίκον εμπόδιον εις την ευτυχίαν του, είχεν ήδη ανυψωθή, παρ' αυτής της Άννας, εις ύψος, το οποίον επέβαλλε τον σεβασμόν· προσέτι δε, ο σύζυγος εκείνος, φθάσας άπαξ εις το ύψος εκείνο, δεν ήτο πλέον κακός, ούτε κίβδηλος, ούτε γελοίος· ήτο ωραίος, αφελής, μέγας!..

Ο Βρόνσκυ κατενόει ήδη σαφέστατα, ότι οι ρόλοι είχον αποτόμως αντιστραφή.. Αντελαμβάνετο πληρέστατα την υπεροχήν της συμπεριφοράς του Καρένιν και τον ίδιόν του εξευτελισμόν, την ευθύτητα εκείνου και την ιδίαν του παρανομίαν. Ησθάνθη ότι ο σύζυγος ήτο γενναιόφρων εν τη δυστυχία του, εν ώ αυτός ήτο ποταπός και ευτελής εν τω ψεύδει του.