Бесплатно

Άννα Καρένιν

Текст
Автор:
iOSAndroidWindows Phone
Куда отправить ссылку на приложение?
Не закрывайте это окно, пока не введёте код в мобильном устройстве
ПовторитьСсылка отправлена

По требованию правообладателя эта книга недоступна для скачивания в виде файла.

Однако вы можете читать её в наших мобильных приложениях (даже без подключения к сети интернет) и онлайн на сайте ЛитРес.

Отметить прочитанной
Шрифт:Меньше АаБольше Аа

Προσέθιξε δε την χείρα της συζύγου του.

– Η Άννα απέστρεψεν απ' αυτού το πρόσωπον μετά δυσφορίας, και χωρίς να τον κυττάζη, του είπε:

– Όχι, όχι, αφήσατέ με… μένω.

Παρετήρησε κάποιον αξιωματικόν ερχόμενον τρέχοντα εκ του μέρους όπου είχε καταπέση ο Βρόνσκυ, και τον οποίον η Μπέτσυ εκάλει κάμνουσα προς αυτόν νεύματα με το μανδύλι της.

Ο αξιωματικός διηγήθη ότι ο ιππεύς δεν είχε πάθει τίποτε, αλλ' ο ίππος είχε θραύσει τας οσφύς του.

Εις τας λέξεις αυτάς η Άννα εκάθησεν εκ νέου και έκρυψε το πρόσωπον υπό την βεντάλια της· ο Καρένιν διέκρινεν ότι έκλαιε και ότι δεν ηδύνατο να συγκρατήση ούτε τα δάκρυα, ούτε τους λυγμούς, οίτινες υπήγειρον τα στήθη της.

Την επλησίασε τότε ο σύζυγός της ίνα την κρύψη από τα αδιάκριτα βλέμματα και της δώση καιρόν να συνέλθη.

– Διά τρίτην φοράν, σας προσφέρω τον βραχίονά μου, επανέλαβε.

Η Άννα τον εκύτταξε και δεν είξευρε τι ν' αποκριθή.

Η πριγκήπισσα Μπέτσυ προσήλθεν εις βοήθειάν της.

– Υπεσχέθην εις την Άνναν να την πάρω μαζύ μου εις το σπίτι, είπε προς τον Καρένιν.

– Συγγνώμην, πριγκήπισσα, της είπε με φιλόφρον μειδίαμα, αλλά παρατηρών αυτήν κατάμματα, βλέπω ότι η Άννα υποφέρει και επιθυμώ να έλθη μαζί μου.

Η Άννα ητένισε μετά τρόμου τον σύζυγόν της, ηγέρθη, ευπειθώς και έλαβε τον βραχίονά του.

– Θα στείλω να λάβω ειδήσεις του και θα σου τας ανακοινώσω, είπε χαμηλοφώνως η Μπέτσυ εις το ους αυτής.

Η Άννα δεν ανήκε πλέον εις εαυτήν και εβάδιζε στηριζομένη εις τον βραχίονα του συζύγου της ως να ωνειρεύετο.

«.. Εφονεύθη ή όχι; Είνε αλήθεια;

Θα έλθη ή όχι; Θα τον ίδω σήμερον;»

Έλαβε θέσιν χωρίς να προφέρη λέξιν, εις το όχημα του συζύγου της και έμεινε σιωπηλή.

Παρ' όλα όσα συνέβησαν, ο Καρένιν δεν επέτρεψεν εαυτώ να σκεφθή την πραγματικήν αιτίαν της ταραχής ην ησθάνετο η σύζυγός του. Διέβλεπεν εν αυτοίς εξωτερικήν μόνον εκδήλωσιν: η Άννα είχε παραλείψει τα προσχήματα, είχεν υπερβή τα κεκανονισμένα και εθεώρει καθήκον του να της το υποδείξη.

Τω ήτο δύσκολον εν τούτοις να μη είπη τίποτε επί πλέον. Έσπευσε λοιπόν να υποδείξη εις την σύζυγόν του κατά τι είχε σφάλλει.

– Οφείλω να σας παρατηρήσω.

«Ιδού ότι έρχεται η εξήγησις!» διελογίσθη η Άννα και εφοβήθη.

– Οφείλω να σας υποδείξω ότι η συμπεριφορά σας σήμερον υπήρξεν απρεπής.

– Τι ευρήκατε το απρεπές εις την συμπεριφοράν μου; ηρώτησεν η Άννα.

– Την απελπισίαν, την οποίαν δεν ηδυνήθητε να αποκρύψητε, όταν είς εκ των ιππέων κατέπεσε.

Ανέμενε την απάντησίν της, αλλ' η Άννα εσιώπησεν ατενίζουσα ενώπιόν του.

– Σας παρεκάλεσα ήδη να φέρεσθε ενώπιον της κοινωνίας κατά τρόπον ώστε και αυταί αι κακαί γλώσσαι να μη ευρίσκωσι τίποτε προς κακολογίαν. Υπήρξεν εποχή καθ' ήν ωμίλουν περί σχέσεων οικιακών· δεν ομιλώ πλέον περί των τοιούτων σήμερον. Σήμερον ομιλώ περί εξωτερικών μόνον σχέσεων. Συμπεριεφέρθητε κατά τρόπον απρεπή και επιθυμώ να μη επαναληφθή τούτο.

Η Άννα δεν ήκουεν ούτε τα μισά από τα λόγια ταύτα.

Ησθάνετο φόβον και διηρωτάτο αν ήτο αληθές ότι ο Βρόνσκυ είχε μείνει σώος και υγιής. Περί εκείνου άρα γε ο αξιωματικός είχεν είπει ότι ο ιππεύς ήτο σώος είχε φονευθή ο ίππος;

Όταν ο Καρένιν επεράτωσε τον παραινετικόν του, η Άννα προσεποιήθη ότι εμειδία με ήθος ειρωνικόν και δεν απεκρίθη διότι σχεδόν δεν είχεν ακούσει τίποτε.

– Ίσως απατώμαι, είπεν εκείνος· εν τοιαύτη περιπτώσει, σας παρακαλώ να με συγχωρήσητε.

Η Άννα ητένισε μετ' απελπισίας την παγεράν του μορφήν

– Όχι, δεν απατάσθε, είπε βραδέως.. Δεν απατάσθε. Ευρισκόμην εις απελπισίαν και δεν μου ήτο δυνατόν να μη ευρίσκωμαι. Σεις μου ομιλείτε, και εγώ συλλογίζομαι μόνον εκείνον.. Τον αγαπώ, είμαι ερωμένη του, σας δεν δύναμαι να σας υποφέρω.. Μου προξενείτε φόβον.. Σας αποστρέφομαι. Κάμετε με ότι επιθυμείτε.

Ερρίφθη είς τινα γωνίαν της αμάξης και έκλαυσεν αποκρύπτουσα το πρόσωπόν της.

Ο Καρένιν δεν μετεκινήθη. Αλλ' η μορφή του προσέλαβε αίφνης την επίσημον παγερότητα νεκρού και την διετήρησε μέχρι του πέρατος της πορείας.

Όταν επλησίασαν εις την οικίαν, ο Καρένιν έστρεψε τη κεφαλήν προς την ιδίαν πάντοτε έκφρασιν.

– Μάλιστα, αλλ' αξιώ να σεβασθήτε τα καθήκοντα μέχρι της ημέρας, – η φωνή του έτρεμεν – καθ' ήν θα λάβω μέτρα προς άμυναν της τιμής μου και τα οποία θα σας ανακοινώσω.

Κατήλθε πρώτος του κουπέ και την εβοήθησε να κατέλθη.

Επί τη θέα δε των υπηρετών, της έθλιψε την χείρα, επέβη και αύθις της αμάξης και απήλθεν εις την πόλιν.

Ολίγας κατόπιν στιγμάς, είς θαλαμηπόλος της πριγκηπίσσης Μπέτσυ έφερε προς την Άνναν το ακόλουθον σημείωμα:

«Έστειλα και εζήτησα πληροφορίας εις του Αλεξίου· μου γράφει ότι είναι καλά, αλλ' ευρίσκεται εις απόγνωσιν».

«Θα έλθη εις την συνέντευξιν!» διελογίσθη η Άννα.. «τι καλά που έκαμα να τα ομολογήσω όλα!.»

ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟΝ

Όταν η Άννα και ο Καρένιν έφθασαν προ της θύρας της εξοχικής οικίας, εβοήθησεν ούτος την σύζυγόν του να κατέλθη της αμάξης, και καταβαλών νέον εφ' εαυτού αγώνα, την απεχαιρέτησε με την συνήθη του φιλόφρονα λεπτότητα και της είπεν ότι θα της ανεκοίνου την εποιούσαν την απόφασίν του.

οι λόγοι της Άννας, οίτινες είχον επιβεβαιώση τας τολμηροτέρας των υπονοιών αυτού, ενέβαλον εις την καρδίαν οξύτατον άλγος. Αλλ' όταν επανευρέθη μόνος εντός της αμάξης, ο Καρένιν, προς ιδίαν του έκπληξιν και προς άκραν του ευχαρίστησιν, συνησθάνθη ότι είχε τελείως απελευθερωθή απασών των αμφιβολιών και των αλγηδόνων της ζηλοτυπίας, αίτινες τόσον τον είχον βασανίσει.

– Μία γυνή διεφθαρμένη, άνευ τιμής, άνευ καρδίας, άνευ θρησκείας! Το κατενόησα πάντοτε, το έβλεπα πάντοτε, αν και εβίαζον εμαυτόν εξ οίκτου προς αυτήν, να δεικνύω ότι απατώμαι διά λογαριασμόν της!

Ενόμισε πράγματι, ότι είχε πάντοτε κρίνει την Άνναν υπό τοιούτο φως.

Ανεμνήσθη λεπτομερείας της προηγουμένης συμβιώσεώς των, λεπτομερείας αι οποίαι άλλοτε δεν του είχον φανή αξιόμεμπτοι, και αίτινες κατά την ώραν εκείνην, τω υπεδείκνυον φανερά, ότι πάντοτε υπήρξε γυνή διεφθαρμένη.

«.. Διέπραξα σφάλμα συνδέσας την ζωήν μου με την ιδικήν της· αλλ' εν τη πλάνη μου ταύτη ουδέν το κακόν υπάρχει, διά τούτο ακριβώς δεν πρέπει να είμαι δυστυχής.

«.. Δεν είμαι εγώ ο ένοχος» εξηκολούθησεν, «ένοχος είνε αυτή!.. Αλλ' είνε μηδέν πλέον δι' εμέ, ουδ' υφίσταται καν πλέον δι' εμέ!»

Η νέα τύχη της Άννας και του υιού της, ως προς τον οποίον τα αισθήματά του είχον επίσης μεταβληθή ως και προς εκείνην, έπαυσε τοιουτοτρόπως να τον απασχολή.

Το μόνον όπερ απησχόλει το πνεύμα του κατά την στιγμήν αυτήν, ήτο ο τρόπος κατά τον οποίον θα ηδύνατο ν' αποσείση μετ' άκρας αξιοπρεπείας, και συνεπώς, μετ' άκρας δικαιοσύνης, τον βόρβορον, διά του οποίου τον είχε ρυπάνει κατά την πτώσιν της, διά να δυνηθή να συνεχίση την δραστηρίαν την έντιμον και την χρήσιμον ζωήν του.

– Δεν δύναμαι να είμαι δυστυχής εγώ, διότι μία αξία περιφρονήσεως γυνή διέπραξεν έν σφάλμα! Οφείλω μόνον να προσπαθήσω να εύρω την καλλιτέραν διέξοδον όπως εξέλθω της τρομεράς θέσεως, εις την οποίαν με ενέβαλεν η γυνή αύτη. Και την διέξοδον αυτήν θα την εύρω.. Δεν είμαι ούτε ο πρώτος ούτε ο τελευταίος.

Και διά της φαντασίας του τότε διήλθεν ολόκληρος σειρά ιστορικών ονομάτων.. Την παρηκολούθησε δε από του περιφήμου Μενελάου μέχρι της ατελευτήτου παρελάσεως συζύγων απατηθέντων εις τας ανωτάτας κοινωνικάς τάξεις της Ρωσσίας:.

«.. Δαρδάλωφ, Πολτάβσκυ, πρίγκηψ Καριμπάνωφ, κόμης Πασκούδιν, Ντραμ.. Ναι, και ο Ντραμ επίσης, ένας άνθρωπος τόσον έντιμος, τόσον πνευματώδης.. και ο Σιμιένωφ, και ο Τσαγγούιν, και ο Σεγγόνιν.»

«.. Είνε αληθές ότι κάποιος γελοίος ηλίθιος πίπτει εφ' όλων των ανθρώπων αυτών, αλλ' ουδέποτε διέκρινα εν τη ατυχία των άλλο τι από απλήν δυστυχίαν, και επάλαισα και εγώ κατά της δυστυχίας ταύτης», διελογίσθη ο Καρένιν, αν και ηπατήθη εις το ζήτημα τούτο.

Ουδέποτε είχε παλαίσει κατά τοιούτου είδους ατυχημάτων, και εξ εναντίας, εξετίμα εαυτόν τόσον πλειότερον όσον έβαινεν αυξανόμενος ο αριθμός των γυναικών που απατώσι τους συζύγους των.

«.. Είνε ατύχημα, το οποίον ημπορεί να συμβή εις κάθε άνθρωπον, και το ατύχημα τούτο έπληξε και εμέ.. Πρόκειται μόνον να υποστώ το πάθημα μου υπό τας αρίστας κατά το δυνατόν συνθήκας..»

Ήρχισε να αναλύη εν πάση λεπτομερεία τας ενεργείας των ανδρών της γνωριμίας του, οίτινες είχον ευρεθή εις την ιδικήν του θέσιν.

«.. Ο Δαριάνωφ εκτυπήθη εν μονομαχία.»

– Τι θα εκέρδιζα προκαλών αυτόν;

Ο Καρένιν ανελογίσθη την νύκτα, ην θα διήρχετο προ της μονομαχίας, κατόπιν το περίστροφον διευθυνόμενον κατ' αυτού, ερρίγησε και κατενόησε ότι δεν έπρεπε να αποστείλη τον μάρτυρά του.

«.. Ας δεχθώμεν ότι μανθάνω σκοποβολήν.. ιδού εγώ επί του πεδίου της τιμής, πιέζω την σκανδάλην», εσκέπτετο κλείων τους οφθαλμούς, «και.. τον σκοτώνω.

Έσεισε την κεφαλήν διά να αποδιώξη τας τρελλάς αυτάς ιδέας.

«.. Ποία έννοια ενυπάρχει εις την δολοφονίαν ενός ανθρώπου ανοσιουργούντος όπως καθορισθώσιν αι σχέσεις μου προς την εγκληματήσασαν γυναίκα μου και τον υιόν μου;.. Και μετά τούτο θα ευρισκόμην πάλιν εις την ανάγκην να επιζητήσω μίαν λύσιν. Αλλά το περισσότερον προφανές, το πιθανώτερον, το έξω πάσης αμφιβολίας, είτε εγώ θα φονευθώ ή θα τραυματισθώ!.. εγώ, ο αθώος, θύμα, νεκρός ή τραυματίας.. Αυτό είνε πολύ περισσότερον ηλίθιον.

Αποτρέψας τοιουτοτρόπως την πιθανότητα μιας μονομαχίας, ο Καρένιν ήρχισε να εξετάζη το ενδεχόμενον του διαζυγίου, ετέρας δηλαδή διεξόδου, την οποίαν είχον προτιμήσει μερικοί εκ των απατηθέντων συζύγων, καθ' όσον ενεθυμείτο.

Η επιδίωξις του διαζυγίου δεν θα ήτο δυνατόν να έχη άλλο τι αποτέλεσμα πλην μιας σκανδαλώδους δίκης, ήτις θα απετέλει εύρημα διά τους εχθρούς του και δι' όλους εκείνους, οίτινες ουδέν άλλο επεζήτουν, παρά να υποβιβάσουν την υψηλήν θέσιν, ην κατείχεν ούτος εν τω κόσμω.

Εκτός δε τούτου, κατά την τελευταίαν ταύτην περίπτωσιν, ήτο προφανές ότι η σύζυγός του θραύσασα πλέον τους προς αυτόν δεσμούς της, θα συνεδέετο στενώς μετά του εραστού της.

Αλλ' εν τη ψυχή του Καρένιν, παρά την περιφρονητικήν αδιαφορίαν, ην ενόμιζεν ότι ησθάνετο διά την Άνναν, διετηρείτο πάντοτε κάποιον αίσθημα· ο πόθος να την εμποδίση να νυμφευθή τον Βρόνσκυ, διότι δεν ήθελε να αποκομίση εκείνη κέρδος εκ του ιδίου της σφάλματος.

 

Εκτός όμως του πλήρους διαζυγίου, θα ηδύνατο να ενεργήση όπως ο Καριμπάνωφ, ο Πασκούδιν και ο αγαθός εκείνος Ντραμ, να χωριστή δηλαδή της συζύγου του, – διελογίσθη επίσης όταν κατεπραΰνθη η πρώτη του έξαψις.

Αλλά και το μέτρον αυτό θα προυκάλει επίσης σκάνδαλον, και προ πάντων, όπως το διαζύγιον, θα έρριπτε την Άνναν εις τας αγκάλας του εραστού της.

«.. Όχι! αυτό είνε αδύνατον, αδύνατον!» είπεν υψηλοφώνως· «είνε αδύνατον να καταστώ εγώ δυστυχής, αυτή όμως και εκείνος δεν πρέπει να γίνωσιν ευτυχείς!»

Η ζηλοτυπία η οποία τον είχε βασανίσει κατά την περίοδον της αβεβαιότητος, εξηφανίσθη, αλλ' είχεν αντικατασταθή υπό ετέρου συναισθήματος· υπό του πόθου όχι μόνον να μη θριαμβεύση η Άννα, αλλά και να υποστή την ποινήν, ην απήτει το παράπτωμά της.

Και δεν απεδέχετο μεν κατά βάθος το τελευταίον τούτο συναίσθημα, αλλ' εις τα έγκατα της ψυχής του ηύχετο να τιμωρηθή εκείνη διότι είχε διαταράξει την γαλήνην του και την τιμήν του.

Αφού εξήτασεν εκ νέου την διά μονομαχίας λύσιν, το διαζύγιον ή τον χωρισμόν, και τα απέκρουσεν εκ νέου ο Καρένιν κατέληξεν εις το συμπέρασμα ότι δι' αυτόν μία διέξοδος υπήρχε· να κρατήση την σύζυγόν του, να κρύψη από τα μάτια του κόσμου πάντα όσα είχον λάβει χώρα, να προσφύγη εις όλα τα αναγκαία μέσα όπως διασπάση τας σχέσεις της Άννας και του Βρόνσκυ και προπάντων. – δεν το ωμολόγει τούτο, – όπως την τιμωρήση.

«.. Θα τη διακηρύξω την απόφασίν μου, θα την κάμω να εννοήση, ότι αφ' ού εζύγισεν ωρίμως την οδυνηράν θέσιν ην εδημιούργησεν εις την οικογένειάν μας, η αρίστη διέξοδος δι' αμφότερα τα μέρη, είνε το «εξωτικόν» σ τ ά τ ο υ – κ β ο. – Θα της είπω ότι είμαι έτοιμος να υπογράψω την τοιαύτην διευθέτησιν υπό τον ρητόν όρον, ότι και αυτή θα υποταχθή εις την θέλησίν μου, δηλαδή ότι θα διαρρήξη πάντα δεσμόν προς τον εραστήν της..»

Όταν δε η απόφασις αύτη ελήφθη οριστικώς υπό του Καρένιν, ευρήκεν ούτος και κάποιον ανώτερον λόγον προς υποστήριξίν της.

«.. Συμμορφούμενος προς την απόφασιν ταύτην, ακολουθώ πληρέστατα και τα παραγγέλματα της θρησκείας», διελογίσθη.. «Αυτός είνε ο μόνος τρόπος, όστις μοι επιτρέπει να μη αποδιώξω βιαίως την ένοχον γυναίκα και να της παράσχω την διευκόλυνσιν της αποτίσεως του εγκλήματός της, όσον δε βαρύ και αν είνε το καθήκον όπερ επιβάλλω εις εμαυτόν, θα θυσιάσω οπωσδήποτε μέρος των δυνάμεών μου χάριν της αναμορφώσεως και της σωτηρίας της.»

Καίτοι ο Καρένιν κατενόει, ότι ουδεμίαν ηδύνατο ν' ασκήση επίδρασιν ηθικήν επί της συζύγου του, ότι εξ όλων του των προς αναμόρφωσιν και ανάπλασίν της προσπαθειών του, θα εξεπορεύετο ψεύδος μόνον… καίτοι κατά το διάστημα των τρομερών αυτών ωρών της ζωής του ουδ' επί στιγμήν είχε διαλογισθή να ζητήση συμβουλάς από την θρησκείαν, αφ' ης στιγμής η απόφασίς του εταυτίζετο προς τας απαιτήσεις της χριστιανικής ηθικής, ενόμισεν ουχ ήττον ότι η θρησκευτική αύτη κύρωσις τω παρείχε πλήρη ικανοποίησιν, και τον επαρηγόρει μάλιστα κατά τι.

Ήτο ευτυχής διαλογιζόμενος ότι, κατά στιγμήν τόσον κρίσιμον, ουδείς θα ηδύνατο να είπη ότι δεν ενήργησε σύμφωνα προς τα παραγέλματα της θρησκείας, της οποίας την σημαίαν εκράτει τόσον υψηλά, εν τω μέσω της γενικής παγερότητος και αδιαφορίας.

Εξακολουθών να εξετάζη τας νέας λεπτομερείας, ο Καρένιν διηρωτήθη διατί τάχα αι μετά της Άννας σχέσεις του δεν θα ηδύναντο να αποκατασταθώσιν οίαι και κατά το παρελθόν.

Αναντιρρήτως, δεν θα του ήτο δυνατόν να τη αποδίδη την εκτίμησιν και την αγάπην, ην έτρεφε προς αυτήν πρότερον, αλλά δεν υπήρχε δι' αυτόν λόγος να συντρίψη την ιδίαν του ζωήν και να παράσχη, διότι εκείνη είχε δειχθή γυνή κακή και άπιστος.

«.. Ναι, ο χρόνος, που όλα τα διευθετίζει, θα παρέλθη και αι σχέσεις μας θα επαναγίνωσιν οποίαι υπήρξαν και πρότερον», διελογίσθη ο Καρένιν, «θα επαναγίνωσι δηλαδή τοιαύται, ώστε η ζωή μου να μη ευρίσκεται πλέον εν διαταραχή. Αυτή οφείλει να είνε δυστυχής, αλλ' εγώ είμαι αθώος και διά τούτο εγώ δεν πρέπει να είμαι δυστυχής!»

* * *

Πλησιάζων προς την Πετρούπολιν, ο Καρένιν εσταμάτησεν οριστικώς εις το σχέδιον τούτο και συνέθεσεν εντός της κεφαλής του την επιστολήν, ην θα έγραφε προς την σύζυγόν του.

Όταν απήλθεν εις τον αντιθάλαμον όπου ευρίσκετο ο θυρωρός, έρριψε βλέμμα επί των επιστολών και των επισήμων εγγράφων των ελθόντων εκ του υπουργείου και διέταξε να μεταφερθώσιν εις το γραφείον του.

– Μη δεχθήτε κανένα, είπε προς τον θυρωρόν.

Έκαμε δις τον γύρον του δωματίου, εσταμάτησε προ τον μεγάλου του γραφείου, επί του οποίου ο θαλαμηπόλος του είχεν ήδη ανάψει έξ λαμπάδας και εκάθησε τακτοποιήσας τα επί της τραπέζης του αντικείμενα.

Εστήριξεν είτα αμφοτέρους τους αγκώνας του επί του γραφείου, εσκέφθη επί στιγμήν και ήρχισε να γράφη χωρίς ουδέ εφ' άπαξ να διακοπή.

«.. Κατά την τελευταίαν μας συνάντησιν, σας ανακοίνωσα την πρόθεσίν μου όπως σας καταστήσω γνωστήν την απόφασίν μου.

«Ιδού η απόφασίς μου: οιαιδήποτε και αν υπήρξαν αι πράξεις σας, δεν θεωρώ εμαυτόν έχοντα το δικαίωμα να θραύσω τους δεσμούς, διά των οποίων δύναμις ανωτέρα μας έχει συνδέσει.

«Η οικογένεια δεν δύναται να καταστραφή διά του πείσματος, διά της ασεβείας ή και διά του πταίσματος ακόμη ενός των συμβληθέντων, και η ζωή μας οφείλει να εξακολουθήση βαδίζουσα όπως και κατά το παρελθόν. Αναγκαίον δε τούτο και δι' εμέ, και διά σας και διά τον υιόν μας.

«Είμαι βέβαιος ότι μεταμελείσθε τώρα διά το δώσαν αφορμήν εις την επιστολήν ταύτην και ότι θα με βοηθήσετε προς ολοκληρωτικήν απόσβεσιν των αιτίων της διαστάσεώς μας και προς λήθην του παρελθόντος. Εν εναντία περιπτώσει, δύνασθε μόνη σας να προΐδητε τι σας αναμένει, σας και τον υιόν σας.

«Ελπίζω ότι θα δυνηθώ να σας αναπτύξω πάντα ταύτα εν λεπτομερείαις, όταν θα επανιδωθώμεν.

«Επειδή η περίοδος της αγροτικής διαμονής εγγίζει εις το τέλος της, σας παρακαλώ να επανέλθητε εις Πετρούπολιν όσον το ταχύτερον, ουχί δε βραδύτερον της τρίτης.

«Θα δώσω όλας τας αναγκαίας διαταγάς. Σας υποδεικνύω δε, ότι αποδίδω μεγάλην σημασίαν εις την ικανοποίησιν της τελευταίας μου ταύτης αξιώσεως.

«Αλέξιος Καρένιν».

«Υ. Γ. – Εσωκλείω τα χρήματα, τα οποία πιθανόν να σας χρειασθούν διά τας δαπάνας σας».

Ανέγνωσε και αύθις την επιστολήν και ευρέθη ευχαριστημένος εξ αυτής· δεν ευρήκεν εν αυτή ούτε μίαν καν λέξιν σκληράν, ούτε μίαν καν μορφήν, αλλά και ουδεμίαν καν συγκαταβατικότητα.

Εδίπλωσε τον έγγραφον χάρτην, τον ελείανε δι' ογκώδους χαρτοκοπτήρος εξ ελεφαντόδοντος, ετοποθέτησε τα χαρτονομίσματα εντός του φακέλλου και εκωδώνισε καλών ένα υπηρέτην.

– Θα παραδώσης την επιστολήν αυτήν εις τον ταχυδρόμον διά να την μεταβιβάση αύριον εις την Άνναν Καρένιν, εις την εξοχήν, είπεν εγερθείς.

Ο Καρένιν διέταξε να του φέρουν το τσάι εις το γραφείον του.

Ύπερθεν του καθίσματος του ήτο ανηρτημένη μία φωτογραφία της Άννας.

Ο Καρένιν την περιειργάσθη.

Τα μάτια της Άννας με το ανερμήνευτον βλέμμα τον ητένιζον με ήθος χλευαστιπόν και προπετές, όπως κατά το εσπέρας της μεταξύ των εκμυστηρεύσεως.

Η θέα της περί την κεφαλήν της μαύρης δαντέλλας, της παρελισσομένης καλλιτεχνικώτατα, των βαθυχρώμων μαλλιών της και της ωραίας λευκής χειρός της γεμάτης δακτυλίους, επενήργησεν επ' αυτού ως πρόκλησις αυθάδης.

Αφού επί στιγμήν ητένισε την φωτογραφίαν, ο Καρένιν, ερρίγησε, τα χείλη του εκλείσθησαν, και απέστρεψε την κεφαλήν, αφέθη δε να καταπέση επί του καθίσματός του και ήρχισε να φυλλομετρή κάποιο βιβλίον.

* * *

Αν και η Άννα είχε πάντοτε αντικρούσει τον Βρόνσκυ μετ' οργής και επιμονής, οσάκις τη υπεδείκνυεν ότι η θέσις της απέβαινεν αφόρητος, την εύρισκεν ουχ' ήττον και αυτός ψευδή ουχί έντιμον και επεθύμει να ηδύνατο να την μεταβάλη.

Επιστρέφουσα εκ των ιπποδρομίων μετά του συζύγου της, του είχεν είπει τα πάντα, εν μια στιγμή νευρικής υπερδιεγέρσεως, και παρά το οδυνηρόν συναίσθημα το οποίον είχε συναισθανθή, ήτο ευχαριστημένη διότι είχε προβή εις την εκμυστήρευσιν εκείνην.

Μείνασα μόνη, ανεγνώρισεν ότι ήτο ευτυχής, ότι την φοράν αυτήν τα πάντα πλέον θα διεφωτίζοντο, και ότι δεν θα υπήρχον πλέον ψεύδη μεταξύ των. Δεν αμφέβαλλε δε πλέον ότι η θέσις της θα διεκανονίζετο οριστικώς.

Η νέα αύτη φάσις της ζωής της θα ήτο ευκρινής, χωρίς αβεβαιότητας και χωρίς υποκρισίας.

Η βάσανος, την οποίαν της εστοίχισαν αι προς τον σύζυγον εκμυστηρεύσεις της, θα αντημείβετο διά του γενονότος, ότι του λοιπού, τα πάντα θα ήσαν σαφή και καθαρά.

Το αυτό εσπέρας είδε τον Βρόνσκυ, αλλά δεν του ανεκοίνωσεν όσα είχον λάβει χώραν μεταξύ αυτής και του συζύγου της, αν και η εκμυστήρευσις αύτη θα ήτο απαραιτήτως αναγκαία όπως διαφωτισθή τελείως η θέσις της.

Όταν εξύπνησε την επιούσαν πρώτη της σκέψις υπήρξαν οι λόγοι τους οποίους είχεν απευθύνει προς τον σύζυγόν της και οι οποίοι της εφάνησαν τώρα τόσον τρομεροί, ώστε δεν ηδύνατο να εννοήση πώς έσχε το θάρρος να προφέρη λέξεις τόσον χυδαίας.

Αλλ' η εκμυστήρευσις είχε γείνει πλέον και ο Καρένιν είχεν ανέλθει χωρίς να της είπη τίποτε.

«.. Είδα τον Βρόνσκυ», διελογίσθη η Άννα, «και δεν του διηγήθην τίποτε. Όταν έφυγεν ηθέλησα να τον ανακαλέσω και να του τα είπω όλα, αλλ' εσκέφθην ότι δεν θα ειμπορούσα να του τα εξηγήσω διατί δεν τα ωμολόγησα ταχύτερον. Διατί ηθέλησα να τα είπω και όμως δεν το έκαμα;»

Και εις απάντησιν του ερωτήματος τούτου το δρυμύ του αίσχους ερύθημα επορφύρωσε την μορφήν της. Εννόησε τι της έκλειε το στόμα, και εννόησεν ότι ησθάνετο αίσχος.

Η θέσις της, η οποία την προτεραίαν της εφαίνετο τελείως διασαφηνισμένη, παρουσιάζετο ήδη αδιέξοδος..

Κατελήφθη υπό τρόμου επί τω αναλογισμώ του σκανδάλου, το οποίον δεν είχε σκεφθή.

Οσάκις δε εσκέπτετο την απόφασίν, την οποίαν θα ελάμβανεν ο σύζυγος της, αι μάλλον μαύραι ιδέαι την κατελάμβανον ολόκληρον.

Εφαντάζετο ότι ο επιμελητής του Καρένιν θα προσήρχετο να την εκδιώξη της οικίας της και να διακηρύξη εις τον κόσμον το αίσχος της. Και διηρώτα εαυτήν πού θα μετέβαινεν όταν θα την εξεδίωκον, και απάντησιν δεν εύρισκε.

Όταν πάλιν εσκέπτετο τον Βρόνσκυ, έλεγε καθ' εαυτήν ότι δεν την ηγάπα πλέον, ότι ήρχιζε να την βαρύνεται, ότι δεν ήτο δυνατόν να καταστή εξ ολοκλήρου ιδική του και να αφοσιωθή εις αυτόν, και διά τον λόγον τούτον, διησθάνετο κάποιαν εχθρότητα προς αυτόν.

Ενόμιζεν ακόμη ότι τα λόγια, τα οποία είχεν απευθύνει προς τον σύζυγόν της, και τα οποία επανελάμβανεν ακαταπαύστως τώρα εν τη μνήμη της, ότι τα είχε απευθύνει εις όλον τον κόσμον και ότι όλος ο κόσμος τα είχεν ακούσει. Δεν ηδύνατο να αποφασίση να παρατηρή κατά πρόσωπον τους ανθρώπους που την περιεκύκλουν. Δεν ετόλμα να καλέση διά κωδωνισμού την θαλαμηπόλον της, ακόμη δε ολιγώτερον να κατέλθη του κοιτώνος της όπως ευρέθη αντιμέτωπος του υιού της και της διδασκαλίσσης του.

Η καμαριέρα της, ήτις από πολλής ώρας εκαραδόκει την αφύπνησίν της εξόπισθεν της θύρας, εισήλθεν αυτοβούλως εις της κυρίας της.

Η Άννα την ητένισε με ήθος ερωτηματικόν και εκοκκίνησεν εκ φόβου.

Η θαλαμηπόλος εδικαιολογήθη διότι είχεν εισέλθει, προφασισθείσα ότι ενόμισεν ότι η κυρία έχει κρούσει τον κώδωνα.

Προσεκόμιζε δε μίαν ρόμπαν και ένα μπιλιέτο.

Η κόμησσα Μπέτσυ υπενθύμιζεν εις την Άνναν ότι το πρωί εκείνο θα είχε την Λίζαν Μερλάκωφ και την βαρώνην Στολτς μετά των θαυμαστών των, χάριν μιας παρτίδος «κρόκετ».

– «Ελάτε τουλάχιστον διά να κάμετε μίαν μελέτην ηθών και συμπεριφοράς. Σας περιμένω», έγραφε ως κατακλείδα.

Η Άννα ανέγνωσε το σημείωμα και εστέναξεν παρατεταμένως.

– Δεν έχω ανάγκην από τίποτε, από τίποτε είπε προς την Ανούσκαν ήτις ετακτοποίει τα φιαλίδια και της βούρτσες επί της τραπέζης του καλλωπισμού. Πήγαινε θα ενδυθώ και θα κατέλθω. Άφες με, δεν μου χρειάζεται τίποτε.

Η Ανούσκα εξήλθε του δωματίου, αλλ' η Άννα δεν ήρχισε την τουαλέττα της και έμεινεν εις την αυτήν στάσιν, με την κεφαλήν και τας χείρας χαμηλωμένας· από στιγμής εις στιγμήν ερρίγει σύσσωμος, ως να ήθελε κάτι να είπη, είτα δε επανέπιπτεν εις την αυτήν παθητικήν στάσιν.

Αν και ουδέποτε αμφέβαλε περί της θρησκείας, υπό τας εμπνεύσεις της οποίας την είχεν αναθρέψει, η ιδέα του να επιζητήση παρηγορίαν εν τη πίστει της εφαίνετο τόσον αλλόκοτος, όσον και αν επρόκειτο να ζητήση την βοήθειαν αυτήν από τον Καρένιν.

Εγνώριζεν εκ των προτέρων ότι η βοήθεια της θρησκείας θα ήτο δυνατή μόνον αν παρητείτο παντός ότι απετέλει δι' αυτήν την πραγματικήν έννοιαν της ζωής.

Υπέφερε, και ήρχιζε μάλιστα να δοκιμάζη ποιόν τινα φόβον ενώπιον της νέας ταύτης πνευματικής καταστάσεως, την οποίαν δεν εγνώριζεν ακόμη.

Ησθάνετο ότι τα πάντα εντός της ψυχής της ήρχιζον να διχοτομούνται, όπως διχοτομούνται τα αντικείμενα ενώπιον κουρασμένων οφθαλμών.

Ενίοτε δεν εγνώριζε πλέον ούτε τι εφοβείτο ούτε τι ηύχετο και επόθει. Δεν εγνώριζεν αν εφοβείτο ή αν ηύχετο όσα συνέβησαν ή μόνον εκείνο που θα συνέβαινε, και δεν ηδύνατο να καθορίση σαφώς εκείνο το οποίον πράγματι θα επόθει.

 

Κατήλθε της κλίνης της και ήρχισε να βηματίζη εντός του δωματίου.

– Ο καφές είνε έτοιμος, η Δεσποινίς και ο Σεριόγια περιμένουν την Κυρίαν, είπεν η θαλαμηπόλος εισελθούσα και πάλιν.

– Ο Σεριόγια; Τι κάμνει ο Σεριόγια; είπεν η Άννα μετά θέρμης, αναμνησθείσα διά πρώτην φοράν ότι είχεν υιόν.

Η σκέψις του τέκνου της απέσπασεν αποτόμως την Άνναν από της αδιεξόδου θέσεως εν τη οποία ησθάνετο εαυτήν. Ανελογίσθη την αποστολήν της μητρός, ήτις ζη χάριν του υιού της και μόνον ειλικρινή εν μέρει αλλά λίαν μεγαλοποιημένην, ην είχεν επιβάλει εαυτή κατά τα τελευταία ταύτα έτη, και διείδε μετά χαράς ότι εύρισκεν εν αυτή ποιάν τινα δύναμιν ανεξάρτητον της θέσεως εις ήν ευρίσκετο εν σχέσει προς τον σύζυγόν της και τον Βρόνσκυ. Η δύναμις δε εκείνη ήτο ο υιός της.

Οιαδήποτε και αν απέβαινεν η θέσις της, δεν θα ηδύνατο ποτέ να εγκαταλείψη τον υιόν της.

Και αν ο σύζυγός της την απεδίωκεν ή την ανεκήρυττεν άτιμον, και αν ακόμη ο έρως του Βρόνσκυ την εγκατελίμπανε (αντεμετώπισε και αύθις το ενδεχόμενον τούτο μετά πικρίας και τύψεως), ουδέποτε θα παρητείτο, ουδέποτε θα απηρνείτο το τέκνον της.

Ενεδύθη εν σπουδή, κατήλθε, και με βήμα σταθερόν εισήλθεν εις το σαλόνι όπου είχε παραταθή ο καφές και όπου την ανέμενεν ο Σεριόγια και η παιδαγωγός του.

Ο Σεριόγια, ενδεδυμένος κατάλευκα, ίστατο παρά την τράπεζαν ενώπιον του καθρέπτου και έπαιζε με τάνθη που είχε φέρει από τον κήπον. Έμενε δε εκεί με την κεφαλήν και την ράχιν κυρτωμένην, με μίαν έκφρασιν συγκεντρωμένης προσοχής, ην εγνώριζεν εκείνη και η οποία τον προσομοίαζε με τον πατέρα του.

Η Άννα εδράξατο του Σεριόγια από του ώμου, τον ητένισε και με ύφος τρυφερόν μάλλον παρά αυστηρόν, όπερ ετάραξεν άμα και ηυχαρίστησε το παιδίον, και κατόπιν το εφίλησε.

«.. Μήπως δεν ημπορώ να μη το αγαπώ;» διελογίσθη διερευνώσα το φαιδρόν βλέμμα του παιδίου. «.. Μήπως πρόκειται να συνταχθή με τον πατέρα του διά να με τιμωρήσουν; Μήπως δεν θα αισθανθώσιν έλεος δι' εμέ;.»

Τα δάκρυα κατέρρεον επί των παρειών της· διά να τα κρύψη ηνωρθώθη αποτόμως και έσπευσεν εις την ταράτσαν.

– Μήπως δεν θα με συγχωρήσουν; μήπως δεν θα εννοήσουν ποτέ ότι δεν ηδύνατο να γείνη διαφορετικά; διελογίσθη.

Εισήλθε και πάλιν εις το δωμάτιόν της και εδήλωσεν εις την παιδαγωγόν και τους υπηρέτας ότι ανεχώρει το αυτό εσπέρας διά Μόσχαν, και ήρχιζε να συσκευάζη τας αποσκευάς της.

* * *

Εις όλα τα δωμάτια της επαύλεως επηγαινοήρχοντο θυρωροί, κηπουροί και υπηρέται μετακομίζοντες διάφορα αντικείμενα. Τα ερμάρια και αι σκευοθήκαι είχον ανοιχθή.. επί του δαπέδου εσύροντο ξεδιπλωμέναι εφημερίδες· δύο κιβώτια, σάκκοι και δέματα και κύλινδροι είχον ήδη τοποθετηθή εντός του αντιθαλάμου. Η άμαξα των Καρένιν και δύο αγοραία αμάξια ανέμενον προ της εξωτερικής κλίμακος.

Η Άννα, ήτις εν τω πυρετώ της αναχωρήσεως είχε λησμονήσει κάπως τας απασχολούσας αυτήν σκέψεις, επλήρου τον ταξειδιωτικόν της σάκκον, όταν η θαλαμηπόλος της επέστησε την προσοχήν αυτής επί τινος οχήματος, το οποίον επλησίαζεν.

Εκύτταξεν εκ του παραθύρου και διέκρινε τον ταχυδρόμον του Καρένιν κρούοντα την θύραν της εισόδου.

– Πήγαινε και ρώτησε τι είνε, είπεν.

Εκάθησε δ' επί του ανακλιντήρος με τας χείρας επί των γονάτων και έτοιμη διά τα πάντα.

Ο υπηρέτης προσεκόμισεν ογκώδες πακέτο· η επιγραφή προήρχετο εκ μέρους του Καρένιν.

– Ο ταχυδρόμος έχει διαταγήν να περιμείνη απάντησιν, είπεν.

– Καλώς, απήντησεν η Άννα.

Μόλις δε ο υπηρέτης εξήλθεν, ήνοιξε το δέμα διά των τρεμόντων δακτύλων της. Η δέσμη των τραπεζογραμματίων, συγκρατουμένων διά μικράς ταινίας, ωλίσθησεν επί του παρκέτου. Ανέσυρε την επιστολήν και ήρχισε να την αναγινώσκη από το τέλος.

«.. Έκαμα όλας τας προετοιμασίας διά την επάνοδόν σας και αποδίδω μεγίστην σημασίαν εις την ικανοποίησιν της τελευταίας μου αξιώσεως.»

Ανέγνω τα προηγούμενα, κατόπιν τα όπισθεν, ανέγνω το όλον, έπειτα και εκ δευτέρου ολόκληρον την επιστολήν εξ αρχής. Όταν δε ετελείωσεν, ησθάνθη ότι εκρύωνε και ότι την εβάρυνε δυστύχημα πολύ τρομερώτερον και των χειρίστων της προβλέψεων.

Το πρωί μεταμελείτο διότι είχεν ομολογήσει τα πάντα εις τον σύζυγόν της· και τι δεν θα έδιδε διά να δυνηθή να πάρη πίσω τα λόγια της εκείνα!.. Η επιστολή του Καρένιν απεδέχετο ότι τα λόγια εκείνα δεν είχον προφερθή και της παρείχεν υπό την έποψιν ταύτην πλήρη ικανοποίησιν. Η επιστολή ουχ ήττον εκείνη της κατέφερε κτύπημα πολύ οδυνηρότερον αφ' όσον θα ηδύνατο να αναμένη.

«.. Έχει δίκαιον, έχει δίκαιον», είπεν. «Έχει πάντοτε δίκαιον, είνε χριστιανός, είνε μεγαλόψυχος!.. Ναι, κατ' επιφάνειαν, αλλ' εν τη πραγματικότητι είνε άνθρωπος ευτελής και ποταπός! Και αυτό το γνωρίζω μόνη εγώ.. Όλος ο κόσμος τον ονομάζει άνθρωπον ευσεβή, ηθικόν, πνευματώδη, τίμιον, κανείς δεν βλέπει όσα είδον εγώ εν αυτώ. Δεν γνωρίζουν πως, επί οκτώ έτη, απέπνιξε την ζωήν μου, απέπνιξε παν ό,τι υπήρχεν εντός μου ζωντανόν, ότι ουδέ μίαν καν φοράν δεν του επήλθεν η ιδέα ότι είμαι γυναίκα ζωντανή έχουσα ανάγκην έρωτος.. Δεν γνωρίζει κανείς ότι κατά πάσαν στιγμήν με προσέβαλε και έμενεν ευχαριστημένος εξ εαυτού.. Μη δεν προσεπάθησα δι' όλων μου των δυνάμεων να εύρω μίαν δικαιολογίαν εις το είδος της ζωής, το οποίον μοι επέβαλλε;.. Μη δεν προσεπάθησα να τον αγαπήσω, να αγαπήσω τον υιόν μου όταν πλέον δεν ηδυνάμην να αγαπώ τον σύζυγον;.. Ο χρόνος επήλθε και κατενόησα ότι δεν δύναμαι πλέον να αυταπατώμαι, ότι είμαι πλάσμα ζωντανόν και ότι δεν είνε ιδικόν μου σφάλμα αν ο Θεός με διέπλασε τοιαύτην, ώστε να έχω απόλυτον ανάγκην έρωτος και ζωής».

«.. Και τώρα; Θα προτιμούσα να σκοτώση και εμένα και αυτόν.. Θα υπέφερα τα πάντα, θα συνεχώρουν τα πάντα.. Αλλ' όχι.. Πώς δεν εμάντευσα τι απόφασιν επρόκειτο να λάβη; Ώφειλα να γνωρίζω ότι θα ενήργει σύμφωνα προς τον ευτελή του χαρακτήρα.. Θα νικήση αυτός και θα πέσω εγώ. Θα με εξευτελίση ακόμη περισσότερον.»

«Δ ύ ν α σ θ ε – μ ό ν η – σ α ς – ν α – π ρ ο ΐ δ η τ ε – τ ι – σ α ς – α ν α μ έ ν ε ι, σ α ς – κ α ι – τ ο ν – υ ι ό ν – σ α ς», επανέλαβε καθ' εαυτήν αναμιμνησκομένη της επιστολής του συζύγου της.

«.. Με απειλεί να μου αρπάση τον υιόν μου, και αναμφιβόλως, σύμφωνα με τους ηλιθίους των νόμους, δύναται να το κάμη.. Αλλά μήπως δεν γνωρίζω διατί μου κάμνει την απειλήν ταύτην;.. Δεν πιστεύει εις την αγάπην μου προς το παιδί μου ή περιφρονεί το αίσθημα αυτό, το οποίον πάντοτε εχλεύαζε· γνωρίζει όμως ότι δεν θα εγκαταλείψω τον υιόν μου, ότι δεν δύναμαι να τον εγκαταλείψω. Γνωρίζει ότι άνευ του υιού μου, δεν θα δυνηθώ να ζήσω ούτε και μετ' εκείνου που αγαπώ, και ότι, αν εγκαταλίμπανα τον υιόν μου, θα ήμην η ευτελεστέρα και η πιο τιποτένια των γυναικών! Το γνωρίζει. Γνωρίζει ακόμη ότι δεν δύναμαι να υποχωρήσω εις τον πόθον του..»

«Η – ζ ω ή – μ α ς – π ρ έ π ε ι – ν α – ε ί ν α ι – κ α τ' – ε π ι φ ά ν ε ι α – ό π ω ς – κ α ι – π ρ ό τ ε ρ ο ν.»

Η φράσις αύτη της επιστολής του Καρένιν της επανήλθε επίσης εις την μνήμην.

«.. Η ζωή αυτή υπήρξε πάντοτε δυσφόρητος, κατά δε τους τελευταίους χρόνους είχε καταστή απεχθής. Τι θα είνε τόρα; Το γνωρίζει, το εννοεί αυτός καλά! Γνωρίζει ότι δεν δύναμαι να μετανοήσω διά τον έρωτά μου, όστις αποτελεί αυτήν μου την ζωήν ολόκληρον. Γνωρίζει ότι απόρροια όλων αυτών θα είναι το ψεύδος, αλλά πρέπει να εξακολουθήση να με βασανίζη.

«Τον γνωρίζω, γνωρίζω ότι ζη εντός του ψεύδους όπως το ψάρι εντός του ύδατος. Όχι, δεν θα του παράσχω αυτήν την απόλαυσιν. ,. Θα σχίσω τον πέπλον αυτόν του ψεύδους εντός του οποίου υπόσχεται να με φυλακίση· ας συμβή ότι τύχη, όλα είναι προτιμότερα από το ψεύδος και την διπροσωπίαν.

«.. Αλλά, πώς να ενεργήσω; τι να πράξω; Θεέ μου Θεέ μου Υπήρξε ποτε γυναίκα όσον εγώ δυστυχής;»

Επλησίασεν εις την τράπεζάν της διά να γράψη, αλλά δε ηδυνήθη· εσταύρωσε τας χείρας, αφήκε την κεφαλήν της να καταπέση και έκλαυσε μετά λυγμών, με το στήθος ανατινασόμενον όπως κλαίουν τα παιδιά.

Έκλαιε διότι διέβλεπεν ότι η ελπίς να διευκρυνισθή η θέσις της είχε χαθή διά παντός.

Εγνώριζεν ότι όλα θα παρέμενον όποια και εις το παρελθόν, και ακόμη χειρότερα.

Ησθάνετο ότι η θέσις, ην κατείχεν εν τω κόσμω, και η οποία το πρωί της εφαίνετο ασήμαντος, της επίεζε δυνατά την καρδιά και ότι δεν θα είχε το θάρρος να την ανταλλάξη με την επαίσχυντον θέσιν μιας γυναικός που εγκαταλείπει τον σύζυγόν της και τον υιόν της διά να ζήση μετά του εραστού της..