Za darmo

Άννα Καρένιν

Tekst
iOSAndroidWindows Phone
Gdzie wysłać link do aplikacji?
Nie zamykaj tego okna, dopóki nie wprowadzisz kodu na urządzeniu mobilnym
Ponów próbęLink został wysłany

Na prośbę właściciela praw autorskich ta książka nie jest dostępna do pobrania jako plik.

Można ją jednak przeczytać w naszych aplikacjach mobilnych (nawet bez połączenia z internetem) oraz online w witrynie LitRes.

Oznacz jako przeczytane
Czcionka:Mniejsze АаWiększe Aa

«Αλλ' αν δεν εννοήση όλην την σοβαρότητα του γεγονότος αυτού, δεν θα τον συγχωρήσω ποτέ!.. Προτιμότερον να μη είπω τίποτε. Προς τι να τον εμβάλω εις δοκιμασίαν;.»

Και ησθάνετο ότι και το χέρι της και το φύλλον το οποίον εκράτει έτρεμον περισσότερον.

– Σας παρακαλώ, ειπέτε μου τα πάντα! επανέλαβεν εκείνος λαβών την χείρα της Άννας.

– Να σας το είπω;.

– Ναι, ναι, ναι.

– Είμαι.. έγκυος! είπεν η Άννα διά φωνής ταπεινής και βραδείας.

Το φύλλον του δένδρου έτρεμε δυνατώτερα εις το χέρι της Άννας, αλλά δεν εταπείνωσε τους οφθαλμούς, προσηλωμένους πάντοτε επ' αυτού, ίνα διακρίνη ποίαν εντύπωσιν θα του ενεποίει η αποκάλυψις εκείνη.

Ο Βρόνσκυ ωχρίασεν, ηθέλησε να ομιλήση, αλλ' εσιώπησε, και, εγκαταλιπών το χέρι της Άννας, εταπείνωσε την κεφαλήν.

.. «Ναι, κατενόησεν όλην την σοβαρότητα του γεγονότος» εσκέφθη η Άννα, και του έθλιψε την χείρα μετ' ευγνωμοσύνης.

Αλλ' ηπατάτο υποθέτουσα ότι είχε κατανοήσει την σημασίαν της ειδήσεως εκείνης υπό την έννοιαν, υπό την οποίαν την αντελαμβάνετο εκείνη ως γυναίκα.

Επί τη πρώτη εντυπώσει είχεν αισθανθή μετά δεκαπλής δυνάμεως το αλλόκοτον εκείνο συναίσθημα του αποτροπιασμού, το οποίον τον κατελάμβανεν από τινος ήδη χρόνου, αλλά ταυτοχρόνως, κατενόησεν ότι η κρίσις την οποίαν ηύχετο, είχεν επέλθει, ότι δεν ήτο πλέον δυνατόν ν' αποκρύψωσι τον δεσμόν των από τον σύζυγον, και ότι επρόκειτο πλέον να θραύσωσι την ψευδή εκείνην κατάστασιν.

– Μάλιστα, είπε διά τόνου αποφασιστικού πλησιάσας αυτήν, ουδέποτε ούτε σεις ούτε εγώ αυτός εξετιμήσαμεν τας σχέσεις μας ως απλήν απόλαυσιν, και τώρα γνωρίζομεν τι μας υπολείπεται να κάμωμεν.. Πρέπει να τεθή τέρμα εις το ψεύδος αυτό εν τω οποίω ζώμεν.

– Να τεθή τέρμα;.. Πώς το εννοείτε, Αλέξιε; είπεν εκείνη χαμηλοφώνως.

Είχε πραϋνθή η ταραχή της και η μορφή της ηκτινοβόλει υπό τρυφερόν μειδίαμα.

– Πρέπει να εγκαταλείψης τον σύζυγόν σου και να ενώσωμεν τας υπάρξεις μας.

– Είναι ηνωμέναι ήδη, είπε διά μόλις ακουομένης φωνής εκείνη.

– Ναι, βεβαίως, αλλ' ανάγκη πλέον να ενωθώμεν τελείως.

– Αλλά πώς, πώς, Αλέξιε; ειπέ το μου! ανεφώνησεν εκείνη με θλιβερόν μειδίαμα, το οποίον εδείκνυεν ότι κατενόει ότι η κατάστασις είχε καταστή αδιέξοδος.

– Διακρίνεις, επανέλαβε, καμμίαν δυνατήν λύσιν εις την κατάστασιν ταύτην; Μήπως δεν είμαι σύζυγος του συζύγου μου;

– Υπάρχουν διέξοδοι δι' όλας τας καταστάσεις. Πρέπει μόνον να έχη κανείς θάρρος. Τούτο θα είναι πάντοτε προτιμότερον από την σημερινήν σου θέσιν. Αντιλαμβάνομαι άριστα πόσον βασανίζεσαι υπό του κόσμου, υπό του υιού σου, υπό του συζύγου σου.

– Α! όχι, όχι υπό του συζύγου μου, είπεν εκείνη μειδιάσασα. Αυτόν δεν τον σκέπτομαι. Αυτός δεν υφίσταται.

– Δεν είσαι ειλικρινής.. Σε γνωρίζω καλά.. , μαρτυρείς επίσης και εξαιτίας εκείνου.

– Αλλά δεν υποπτεύεται τίποτε, είπεν η Άννα.

Φλοξ επορφύρωσε την μορφήν της, αι παρειαί της, το μέτωπόν της, ο τράχηλός της κατέστησαν ερυθρά και δάκρυα αίσχους ανέβλυσαν εκ των οφθαλμών της.

– Όχι, ας μη ομιλώμεν περί αυτού.

– Ολίγον μας ενδιαφέρει αν ο σύζυγός σου υποπτεύη ή δεν υποπτεύει, είπεν ο Βρόνσκυ διά φωνής σταθεράς και γαληνίου.. Δεν δυνάμεθα.. , δεν δύνασθε σεις μάλλον να μείνετε εδώ, κατόπιν κυρίως της αποκαλύψεως την οποίαν μου εκάματε.

– Αλλά τι με συμβουλεύετε; επανέλαβεν εκείνη με το αυτό φαινομενικόν μειδίαμα.

Η Άννα, ήτις εφοβείτο μη τον έβλεπε να παίρνη ελαφρά την είδησιν της εγκυμοσύνης της, ήτο τόρα λίαν δυσηρεστημένη διότι εξήγεν εκ τούτου συμπεράσματα τόσον ριζικά.

– Πρέπει να είπης εις τον σύζυγόν σου, και να τον εγκαταλείψης.

– Πολύ καλά· δέχθητε ότι ακολουθώ την συμβουλήν σας.. Ξεύρετε τι θα επακολουθήση; Θα σας το είπω εκ των προτέρων.

Κάποια λάμψις κακεντρεχείας απήστραψεν εις τα μάτια της, των οποίων η έκφρασις ήτο προτήτερα τόσον γλυκεία.

– «Α!.. αγαπάτε άλλον και προέβητε μετ' αυτού εις δεσμόν εγκληματικόν;» (η Άννα απεμιμείτο τον σύζυγόν της και, όπως εκείνος, ετόνιζεν ιδιαιτέρως την λέξιν «εγκληματικόν»). Σας προειδοποίησα ήδη περί των συνεπειών ενώπιον της θρησκείας, της κοινωνίας και της οικογενείας. Δεν με ηκούσατε. Τόρα δεν δύναμαι να παραδώσω το όνομά μου εις την ατίμωσιν, και τον υιόν μου, – ήθελε να είπη, αλλά διεκόπη διά να μη αστεϊσθή με το όνομα του υιού της.. – Εν ενί λόγω, θα είπη με το ύφος του ως πολιτικού ανδρός, με όλην την σαφήνειαν και την ακριβολογίαν που τον διακρίνει, θα είπη ότι δεν δύναται, ότι δεν του επιτρέπεται να με αφήση ν' αναχωρήσω και ότι θα λάβη όλα τα μέτρα τα αναγκαία διά να σταματήση το σκάνδαλον. Και θα εκτελέση μετ' ηρεμίας και ακριβείας παν ό,τι μου προανήγγειλεν. Ιδού τι θα μας συνέβαινε.. Δεν είνε άνθρωπος αυτός, είνε μηχανή, και μηχανή κακεντρεχής, όταν είναι ωργισμένος, προσέθηκεν αναπαριστώσα τον Καρένιν καθ' όλας τας λεπτομερείας της μορφής του, του τρόπου του λέγειν του και επιφορτίζουσα αυτόν με παν ό,τι της απήρεσκεν εν αυτώ, και μη συγχωρούσα αυτόν τίποτε εξαιτίας του τρομερού σφάλματος το οποίον αυτή είχε διαπράξει εις βάρος του. ,

– Αλλά, Άννα, είπεν ο Βρόνσκυ με φωνήν θωπευτικήν, προσπαθών να την καταπραϋνη, όπως και αν έχη το πράγμα, πρέπει οπωσδήποτε να τω εξηγηθής, και, κατόπιν, να ενεργήσωμεν σύμφωνα προς τας αποφάσεις που θα λάβη.

– Ώστε, πρέπει να φύγω μαζί σας;

– Και διατί όχι;.. Δεν είναι αδύνατον βέβαια;

– Μάλιστα, να φύγω και να καταστώ ερωμένη σας, είπεν εκείνη μετ' οργής.

– Άννα! εφώνησεν ο νέος με τόνον θωπευτικής επιπλήξεως.

– Μάλιστα, επανέλαβεν εκείνη, να καταστώ ερωμένη σας και να συντρίψω τα πάντα.

Και πάλιν επεθύμει να ομιλήση περί του υιού της, αλλά δεν ηδυνήθη να προφέρη το όνομα τούτο.

Ο Βρόνσκυ δεν ηδύνατο να εννοήση πώς η Άννα, παρά τον θεμελιωδώς έντιμον χαρακτήρα της, πώς ηδύνατο να υποφέρη την κατάστασιν την ψευδή εις την οποίαν ευρίσκετο χωρίς να έχη τον πόθον να εξέλθη εξ αυτής· δεν ηδύνατο να μαντεύση ότι κυρία τούτου αφορμή ήτο η λέξις αύτη: «ο υιός μου», την οποίαν δεν κατώρθωνε να προφέρη.

Όταν εσκέπτετο το παιδί της και τας σχέσεις τας υφισταμένας μεταξύ του υιού της και μιας μητρός, ήτις είχεν εγκαταλείψει τον πατέρα του παιδιού της, κατελαμβάνετο υπό τοιούτου τρόμου, ώστε δεν ηδύνατο πλέον να λογικεύεται.

Τότε, ως γυναίκα, προσεπάθει να κατευνάζηται διά δικαιολογητικών ψευδών, και ηύχετο όπως τα πάντα παραμείνωσιν τοιαύτα, ώστε να δυνηθή να λησμονήση το τρομακτικόν τούτο πρόβλημα:

Τι θ' α π ε γ ί ν ε τ ο – ο – υ ι ό ς – τ η ς;

– Σε παρακαλώ, σε ικετεύω, είπεν αίφνης προς τον Βρόνσκυ με την ειλικρινή και τρυφεράν φωνήν της, δραξαμένη των χειρών αυτού, μη μου ομιλήσης ποτέ πλέον περί τούτου.

– Αλλά, Άννα!

– Ποτέ! Κατανοώ άριστα όλην την φρικαλεότητα και όλην την ταπείνωσιν της θέσεώς μου, αλλά δεν είναι όσον σκέπτεσαι εύκολον να εξέλθω της θέσεως ταύτης. Άφες με ελευθέραν να ενεργήσω και υπάκουσόν με. Μη μου ξαναμιλήσης περί τούτου. Μου το υπόσχεσαι; Υποσχέσου το μου, υποσχέσου το μου!

– Υπόσχομαι παν ό,τι επιθυμείς, αλλά δεν μπορώ να είμαι ήσυχος, κατόπιν προπάντων εκείνου το οποίον μοι εξεμυστηρεύθης. , Δεν ειμπορώ να είμαι ήσυχος, όταν βλέπω ότι υφίσταται μαρτύριον.

– Ναι, ενίοτε πάσχω, αλλά τούτο θα παρέλθη αν δεν επανέλθης πλέον εις αυτό το ζήτημα. Πάσχω μόνον οσάκις μου κάμνης σχετικόν λόγον.

– Δεν σε εννοώ, απήντησεν ο Βρόνσκυ.

– Α! γνωρίζω… είπεν η Άννα διακόψασα αυτόν, πόσον στοιχίζει εις τον τίμιον χαρακτήρα σου το ψεύδεσθαι και σε λυπούμαι. Αναλογίζομαι πολλάκις την θυσίαν, την οποίαν μου έκαμες και ότι συνέτριψες την ζωήν σου προς χάριν μου.

– Και εγώ επίσης αναλογίζομαι παν ό,τι εθυσίασες προς χάριν μου! Δεν δύναμαι δε να συγχωρήσω εις εμαυτόν το ότι εγώ υπήρξα αφορμή να καταστής δυστυχής..

– Εγώ δυστυχής; είπεν η Άννα πλησιάσασα αυτόν και παρατηρούσα αυτόν με μειδίαμα πλήρες έρωτος και εκτάσεως.. Εγώ δυστυχής; Όχι, ιδού η ευτυχία μου.

Ήκουσεν αίφνης την φωνήν του υιού της επιστρέφοντος εκ του περιπάτου. Έρριψε δε φευγαλέον βλέμμα επί του εξώστου και ηγέρθη δι' ενός άλματος.

Το βλέμμα της Άννας εσπινθηροβόλει την φλόγα, ην ο Βρόνσκυ εγνώριζε κάλλιστα. Διά κινήσεως ταχείας ανύψωσε τα ωραία της χέρια, τα φορτωμένα από δακτύλια, έλαβε την κεφαλήν του Βρόνσκυ μεταξύ των παλαμών της, τον ητένισε με βλέμμα παρατεταμένον και πλησιάσασα το πρόσωπόν της εις τα ανοικτά και μειδιώντά του χείλη, εφίλησε φευγαλέως το στόμα του και τα δύο του μάτια, είτα δε τον απώθησε μακράν της.

Ηθέλησε ν' απομακρυνθή αλλά την εσταμάτησε.

– Πότε; είπε χαμηλοφώνως παρατηρών αυτήν παραφόρως.

– Σήμερον, κατά την συνήθη μας ώραν, απήντησεν εκείνη ημιφώνως.

Αφήκε δε στεναγμόν και με το ελαφρόν και γοργόν της βάδισμα προυχώρησεν εις υποδοχήν του Σεριόγια.

– Ω ρεβουάρ! είπε προς τον Βρόνσκυ. Πλησιάζει η στιγμή της μεταβάσεώς σας εις τους αγώνας.. Η Μπέτσυ υπεσχέθη ότι θα έλθη να με πάρη.

* * *

Όταν ο Βρόνσκυ συνεβουλεύθη εκ νέου το ωρολόγιόν του, παρετήρησεν ότι ήτο πέμπτη και ημίσεια και ότι είχε πολύ αργήσει.

Παν ό,τι το οδυνηρόν υπήρχεν εις τας μετά της Άννης σχέσεις τον, παν ό,τι έμεινεν αόριστον μετά την συνομιλίαν των, εξηνεμίζετο ήδη, και εσκέπτετο μετά χαράς τας ιπποδρομίας, εις τας οποίας ήτο βέβαιος ότι θα έφθανεν εν καιρώ.

Από στιγμής επίσης εις στιγμήν η αναμονή της ευτυχίας της συνεντεύξεως της νυκτός εξερρήγνυτο φαιδρώς εντός της φαντασίας του.

Ο πόθος εν τούτοις των ιππικών αγώνων τον απερρόφα επί μάλλον και μάλλον καθ' όσον εισέδυεν εις την ατμόσφαιραν του αθλητισμού, προπορευόμενος των οχημάτων, τα οποία μετέβαινον επί τόπου εκ πάσης διευθύνσεως.

Έφθασεν αποφεύγων ιδίως τους ανθρώπους του κόσμου, οίτινες περιεδιάβαζον συνομιλούντες άμα ενώπιον των περιπτέρων.

Ο μεγαλείτερος αδελφός του Βρόνσκυ, συνταγματάρχης, βραχύς το ανάστημα αλλά με όσον και ο Αλέξιος ευρείς τους ώμους, ωραιότερος όμως κατά τα χαρακτηριστικά, με μύτη κόκκινη και κεφάλι μεθύσου γελαστής και ανυποκρίτου εκφράσεως, τον επλησίασε και του είπε:

– Έλαβες το μπιλλιέττο μου; Δεν ειμπορεί κανείς να σε εύρη πουθενά.

 

Ο Αλέξανδρος Βρόνσκυ, παρά την έκλυτον ζωήν του και παρά την κλίσιν του εις τον πότον, πράγματα γνωστά εις όλους, ήτο τέλειος ευπατρίδης. Ομιλών δε τόρα μετά του αδελφού του περί ζητημάτων λίαν δυσαρέστων, επειδή εγνώριζεν ότι τους εκύτταζαν, είχε την μορφήν γελαστήν και εφαίνετο ως να εφαιδρολόγει μάλλον.

– Έλαβα το μπιλλιέτο σου, είπεν ο Αλέξιος, αλλά δεν εννοώ διατί κάθεσαι και σκοτίζεσαι διά τον ιδιαίτερόν μου βίον.

– Διατί σκοτίζομαι;.. Διότι, προ μιας στιγμής, μου παρετήρησαν ότι δεν ευρίσκεσο εδώ και ότι την Δευτέραν σε είδον εις Πέτερχωφ.

– Υπάρχουν πράγματα, τα οποία δεν δύνανται να εκφρασθώσι παρά μόνον υπό των αμέσως ενδιαφερομένων, και το ζήτημα αυτό που σε απασχολεί, είναι έν απ' αυτά.

– Εν τοιαύτη περιπτώσει, δίδει κανείς την παραίτησίν του, ή.

– Σε παρακαλώ να μη αναμιγνύεσαι. Αυτό και μόνον έχω να σου είπω.

Η μορφή του Αλεξίου ωχρίασεν.

Αγαθός εκ φύσεως, δυσκόλως παρεφέρετο, αλλ' οσάκις εξωργίζετο, καθίστατο επικίνδυνος.

Έδραμεν εις το κέντρον του ιπποδρομίου, όπου ωδήγουν ήδη τους ίππους διά τον δρόμον μετ' εμποδίων.

Εκ του δεξιού προσεκομίζετο η επιδεξία και χαριτωμένη Φρουφρού, και, πλησίον αυτής οι σταυλίται αφήρουν το επίσαγμα του Γλαδιάτορος του μονομάχου!.. τα ωραία και δυνατά εκείνα σώματα και οι λεπτοί και καλλιτεχνικοί των πόδες προσείλκυον ακουσίως εαυτού την προσοχήν του Βρόνσκυ.

– Εφ' ίππους! κραύγασαν ο διευθύνων τους αγώνας αξιωματικός.

Ο Βρόνσκυ, κατανοών ότι απετέλει το σημείον της ακτινοβολίας διά την ομήγυριν, κατελήφθη από την κατάστασιν εκείνην της νευρικής υπερεντάσεως, ήτις τω προσέδιδε πάντοτε κινήσεις βραδείας και θετικάς.

– Μη βιάζεσθε, τω είπεν ο Καρδ, – ο γυμναστής του.

Ήτο, όπως πάντοτε γαλήνιος και σοβαρός, και εκράτει τον ίππον εξ αμφοτέρων των ηνίων.

– Αν δύνασθε, προπορευθήτε των άλλων. Αλλά μη αποθαρρυνθήτε μέχρι της τελευταίας στιγμής, έστω και αν μείνετε όπισθεν.

Προτού η Φρουφρού λάβη καιρόν ν' αδημονήση, ο Βρόνσκυ, δι' ενός ελαφρού και ρωμαλέου άλματος, έθεσε τον πόδα επί του αναβατήρος, και, ελαφρώς και ισορρόπως, εκαθέσθη επί του εφιππίου, του οποίου το δέρμα έτριξε.

Με το συνηθισμένον του κίνημα, συνέπλεξε τα ηνία μεταξύ των δακτύλων του, μεθ' ό ο Καρδ εξώθησε τον ίππον και οπισθοχώρησεν.

Υπήρχον εννέα «εμπόδια»: ο ποταμός, ένας ευρύς φράκτης προ του περιπτέρου, μία τάφρος ξηρά, μία τάφρος πλήρης ύδατος, είς τεχνητός λοφίσκος, μία ιρλανδική «μπανκέττα», – έν από τα δυσκολώτερα εμπόδια, – σχηματιζομένη δι' ενός προμαχώνος κατασκεπούς από θάμνους, και όπισθεν του οποίου ηνοίγετο τάφρος αόρατος εις τον ίππον, εις τρόπον ώστε το ζώον ώφειλεν ή να υπερπηδήση αμφότερα τα εμπόδια ή να φονευθή, – κατόπιν ήρχοντο δύο ακόμη τάφροι μεθ' ύδατος και τρίτη ξηρά.

Όλαι αι διόπτραι διηυθύνθησαν επί του παντοιοχρώμου ομίλου των ιππέων καθ' όσον παρετάσσοντο ούτοι εις γραμμήν.

– Φεύγουν! φεύγουν! εφώναξαν πανταχόθεν, κατόπιν σιγής καθ' ήν παρηκολουθήθη πάσα κίνησις μετ' άκρας προσοχής.

Πεζοπόροι, καθ' ομίλους και μεμονωμένοι προσέτρεχαν από θέσεως, εις θέσιν ίνα ίδωσι καλλίτερα.

Κατά την έναρξιν του δρόμου η γραμμή των ιππέων επεμηκύνθη, συνεθλάσθη, είτα δε καθ' ομίλους εκ δύο ή τριών επλησίασεν εις τον ποταμόν.

Διά τα μάτια των θεατών, εφαίνετο ότι όλοι είχον εξορμήσει ταυτοχρόνως, αλλ' αυτοί ούτοι οι ιππείς κατενόουν ότι προέβαινον επαλλήλως και ότι οι μεν προυχώρουν, οι δε υπελείποντο των άλλων κατά έν ή δύο δευτερόλεπτα, τούθ' όπερ δι' αυτούς ήτο σημαντικώτατον.

Η Φρουφρού, ταραγμένη και εις υπερβολήν νευρική, είχεν αφήσει να της διαφύγη η στιγμή του συνθήματος και πολλοί ίπποι είχον εξορμήσει προ αυτής. Ο Βρόνσκυ εν τούτοις εκέρδισε τον απωλεσθέντα χρόνον προτού φθάση εις τον ποταμόν και προεπέρασεν εύκολα τους αντιπάλους του· δεν είχε πλέον ενώπιόν του παρά μόνον τον Γλαδιάτορα, ούτινος επέβαινεν ο Μακχότιν, και ολίγον μακρύτερα την θαυμασίαν Άρτεμιν, ης επέβαινεν ο Κουζοβέλωφ, πεθαμένος μάλλον παρά ζωντανός.

Ανεπαισθήτως δε, ως να ήτο πτερωτή, η Φρουφρού ώρμησεν εις καταδίωξίν των, αλλά, καθ’ ήν στιγμήν ο Βρόνσκυ εκυμαίνετο εναέριος σχεδόν, παρετήρησε κάτωθέν του, υπό τα πέταλα σχεδόν του ίππου του, τον Κουζοβέλωφ, όστις, μετά της Αρτέμιδος, επάλαιεν απεγνωσμένως επί της αντίπεραν όχθης.

Ο Βρόνσκυ κατείδε τότε, ότι ακριβώς εις την θέσιν όπου η Φρουφρού ώφειλε να θίξη το έδαφος, εκινδύνευε να συναντήση την κεφαλήν ή την κνήμην της Αρτέμιδος.. Αλλ' η θαυμασία ίππος, όπως μια γαλή πίπτει κατά γης, κατέβαλε φοβερόν αγώνα κνημών και οσφύων κατά το επακολουθήσαν άλμα, και αποφυγούσα την Αρτέμιδα, εσφενδονίσθη πολύ πέραν αυτής.

.. «Ω! μπράβο, ωραία μου!» διελογίσθη ο Βρόνσκυ.

Ήτο ήδη απολύτως κύριος του ίππου του και τον συνεκράτει, προτιθέμενος να διαπεράση τον μέγαν φραγμόν κατά πόδας του Γλαδιάτορος, ίνα προσπαθήση να τον υπερβή αμέσως κατόπιν.

Ο μέγας φραγμός υψούτο κατέναντι του αυτοκρατορικού περιπτέρου. Ο Αυτοκράτωρ ολόκληρος η Αυλή και το πλήθος των θεατών παρετήρουν τον Βρόνσκυ και τον Μακχότιν, όστις υπερέβαινε τον πρώτον κατά το μήκος ενός ίππου, αλλ' ο Βρόνσκυ δεν έβλεπε τίποτε άλλο πλην των ώτων και του τραχήλου της Φρουφρού, την γην, η οποία εφαίνετο ως κυλυομένη προς αυτόν και τας λευκάς κνήμας του Γλαδιάτορος, όστις παρέμεινε πάντοτε εις την ιδίαν απόστασιν.

Κατά την στιγμήν ακριβώς κατά την οποίαν ο Βρόνσκυ εσκέφθη ότι έπρεπε να υπερβή τον Μακχότιν, η Φρουφρού κατενόησεν εξ εαυτής την σκέψιν του· χωρίς δε αυτός να την εξωθήση επέσπευσεν αισθητώς το βήμα και ήρχισε να πλησιάζη προς τον Μ ο ν ο μ ά χ ον (τον Γλαδιάτορα), είτα δε να προσπερνά.

Ο Βρόνσκυ εκανόνιζε τον δρόμον, αυτό ήθελε και αυτό του είχε συμβουλεύσει ο Καρδ.

Δεν αμφέβαλλε πλέον περί της νίκης του, ο δε ενθουσιασμός του, η χαρά του και η αγάπη του προς την Φρουφρού ηύξανον από στιγμής εις στιγμήν.

Έμεινεν η τελευταία τάφρος, πλάτος δύο μέτρων και πλήρης ύδατος.

Ο Βρόνσκυ δεν τον παρετήρει, και ποθών να φθάση μετ' αισθητής υπεροχής, είλκυσε τα ηνία κυκλικώς κατά την στιγμήν του άλματος, ανυψών και ταπεινών την κεφαλήν του ίππου.

Κατενόει ότι η Φρουφρού κατηνάλισκε το τελευταίον απόθεμα της αντοχής της· ου μόνον ο τράχηλος και οι ωμοί της ήσαν κάθυγροι, αλλ' ο ιδρώς εξεχύνετο επί των ακρωμίδων αυτής, επί της κεφαλής, επί των οξυκορύφων της ώτων, η δε πνοή της είχε καταστή εσπευσμένη και οδυνηρά.

Εγνώριζεν, εν τούτοις, ότι το απόθημα εκείνο των δυνάμεών της θα επήρκει όπως διατρέξη τα τετρακόσια μέτρα, τα οποία υπολείποντο προς υπέρβασιν.

Η Φρουφρού υπερεπήδησε την μικράν τάφρον ομοία με πτηνόν, αλλά ταυτοχρόνως προς μέγαν του τρόμον, ο Βρόνσκυ ησθάνθη ότι, μη ακολουθήσας την κατεύθυνσιν του ζώου, είχεν αφεθή να επαναπέση επί του εφιππίου, – κίνησις ασυγχώρητος.

Ευθύς εκ τούτου η θέσις του μετεβλήθη και κατενόησεν ότι θα του συνέβαινε κάτι το τρομερόν.

Προτού δε λάβη καιρόν ν' αντιληφθή ό,τι θα του συνέβαινεν, αι κνήμαι του Μονομάχου διήλθον ενώπιόν του και ο Μακχότιν, ορμήσας καλπάζων, τον επροσπέρασεν.

Ο Βρόνσκυ προσέθιξε διά του ποδός το έδαφος και η Φρουφρού ήτο ετοίμη να υποκύψη.

Απέσυρε τότε βιαίως τον πόδα του και η Φρουφρού κατέπεσεν επί της πλευράς, χρεμετίζουσα επωδύνως και καταβάλλουσα διά του λεπτού και καθίδρου αυχένος της ματαίους αγώνας ίνα ανεγερθή. Εσφάδαζε δε προ των ποδών του ως πτηνόν θανασίμως τρωθέν.

Το αδέξιον κίνημα του Βρόνσκυ της είχε θραύσει τας οσφύς.

Το ενόησε βραδύτερον· προς το παρόν έβλεπε μόνον ότι ο Ματχότιν προυχώρει γοργώς, ενώ αυτός εκλονίζετο κατάμονος επί του βορβορώδους εδάφους, ακίνητος και ενώπιον του η Φρουφρού εξηπλωμένη, ασθμαίνουσα, με την κεφαλήν εστραμμένην προς αυτόν, τον παρετήρει με το θαυμάσιον όμμα της.

Χωρίς να αντιλαμβάνεται τι είχεν ακριβώς συμβή, ο Βρόνσκυ είλκυε τα ηνία· η Φρουφρού εσπαρτάρησε και πάλιν ωσάν ψάρι, αναγκάσασα εις τριγμούς το εφίππιον· ηλευθέρωσε δε τους εμπροσθίους πόδας, αλλά μη δυνηθείσα ν' ανεγείρη τα οπίσθια, εσφάδασεν εκ νέου και κατέπεσεν αύθις επί της πλευράς.

Ο Βρόνσκυ, με την μορφήν συνεσπισμένην υπό της λύσσης, ωχρός με την κάτω σιαγόνα τρέμουσαν της κατέφερε πλήγμα διά του πέλματος επί της κοιλίας και την έσυρεν αύθις εκ του χαλινού.

Αλλ' η Φρουρού δεν έκαμε την παραμικράν κίνησιν, εβύθισε το ρύγχος της εντός του χώματος και ητένισε τον κύριόν της με το βλέμμα της που ωμιλούσε.

– Τι έκαμα, κραύγασαν ο Βρόνσκυ. Έχασα το αγώνισμα και ένεκα τίνος επονειδίστου, ασυγχωρήτου σφάλματος!

Το πλήθος, ο ιατρός, ο βοηθός χειρουργός, οι αξιωματικοί του συντάγματός του έδραμον προς αυτόν.

Ο Βρόνσκυ ήτο σώος και υγιής. Αλλ' η Φρουφρού είχε θραύσει τας οσφύς και απεφάσισαν ότι έπρεπε να θέσουν τέρμα εις τας οδύνας της, δίδοντες αυτή το απολυτρωτικόν κτύπημα.

* * *

Αι εξωτερικαί σχέσεις μεταξύ Καρένιν και της συζύγου του δεν είχον κατ' ουδέν μεταβληθή. Η μόνη διαφορά ενέκειτο εις το ότι ο Καρένιν ήτο πολύ περισσότερον από άλλοτε απερροφημένος τώρα υπό της εργασίας του.

Από της συζητήσεως ην είχε κάμει μετά της Άννας μετά την εσπερίδα της κομήσσης Μπέτσυ, δεν είχε κάμει πλέον υπαινιγμόν περί των υπονοιών του, ούτε περί της ζηλοτυπίας του.

Είχεν αναλάβει τον είρωνα τόνον της φωνής του, όστις του εφαίνετο μάλλον κατάλληλος εις τας νέας σχέσεις αίτινες είχον αποκαταστή μεταξύ της συζύγου του και αυτού.

Ο πνευματώδης αυτός άνθρωπος, ο τόσον λεπτός εις παν ό,τι αφεώρα τας υποθέσεις του Κράτους, δεν αντελαμβάνετο όλων την τρέλλαν της συμπεριφοράς του προς την γυναίκα του.

Δεν αντελαμβάνετο διότι εφοβείτο τρομερά να προχωρήση μέχρι του βάθους της καταστάσεως, και εκλείδωσε και εμανδάλωσε εντός της ψυχής του την θήκην εντός της οποίας εφύλαττε τα αισθήματά του προς την σύζυγον και τον υιόν του.

Αυτός όστις υπήρξε πάντοτε πατέρας προσεκτικός και εις άκρον επιμελής, προσέλαβεν, ευθύς από της αρχής του χειμώνος, και διά τον υιόν του, τον αυτόν ειρωνικόν τόνον, ον εχρησιμοποίει προς την γυναίκα του.

Ο Καρένιν απέστεργε να σκέπτεται περί της διαγωγής και των αισθημάτων της συζύγου του, και πράγματι, δεν εσκέπτετο.

Η εξοχική έπαυλις των Καρένιν έκειτο εις το Πέτερχωφ, και κατά παν θέρος, η κόμησσα Λυδία ενεκαθίστατο εις την περίχωρον αυτής και ευρίσκετο εις διαρκείς σχέσεις μετά της Άννας.

Κατά το έτος εκείνο, η κόμησσα Λυδία δεν μετέβη εις την εξοχικήν εν Πέτερχωφ διαμονήν της, δεν μετέβη ουδ' εφ' άπαξ εις επίσκεψιν της Άννας και ανεκοίνωσε καταλλήλως προς τον Καρένιν ότι η φιλία της Άννας προς την Μπέτσυ και τον Βρόνσκυ της εφαίνετο εντελώς απρεπής.

Ο Καρένιν την εσταμάτησεν αυστηρώς διακηρύττων ότι η σύζυγός του ήτο ανωτέρα πάσης υπονοίας, και από της ημέρας εκείνης, απέφυγε την κόμησσαν Λυδίαν.

Δεν ήθελε να βλέπη και δεν έβλεπε ποσώς, ότι εν τη κοινωνία, πολλά πρόσωπα απεμακρύνοντο της Άννας· δεν ήθελε να εννοή και δεν κατενόει ποσώς διατί η σύζυγός του είχε τόσον ζωηράν επιθυμίαν να μεταβή εις Τσάρσκοϊε-Σέλο, όπου κατώκει η Μπέτσυ, και δη ου μακράν του μέρους όπου κατεσκήνου το σύνταγμα του Βρόνσκυ.

Δεν επέτρεπεν εις εαυτόν να σκέπτεται περί τούτου και ουδέποτε εσκέπτετο, αλλά ταυτοχρόνως, εις τα έγκατα της ψυχής του, χωρίς ποτέ να το βεβαιώση και προς εαυτόν, και χωρίς να έχη αποδείξεις ή και υπονοίας μόνον, είχε την ακλόνητον πεποίθησιν ότι ήτο σύζυγος απατηθείς και υπέφερεν εκ τούτου τρομερά.

Ποσάκις, κατά το διάστημα των οκτώ ευδαιμόνων ετών της συζυγικής του ζωής, ο Καρένιν, βλέπων γυναίκας απίστους και συζύγους ηπατημένους, διελογίζετο:

– Πώς ημπορούν να ζώσιν υπό τοιαύτας συνθήκας, πώς δεν επιζητούσι να εξέλθωσι της όλης ανωμάλου αυτής θέσεως;

Αλλ' αφ' ης η συμφορά αύτη εβάρυνε και αυτόν τον ίδιον, ου μόνον δεν εσκέπτετο πώς θα ηδύνατο να εξέλθη της θέσεως εκείνης, αλλά ουδέ καν ήθελε να αναλογισθή το πράγμα, διότι η τοιαύτη σκέψις ήτο απαισία, αηδής και ακανόνιστος.

Κατά την ημέραν των αγώνων, ο Καρένιν απεφάσισεν όπως, αμέσως μετά το πρόγευμά του, θα μετέβαινεν εις την εξοχήν όπως ίδη την σύζυγόν του και εκείθεν εις τας ιπποδρομίας, εις τας οποίας ώφειλε να παραστή αφού και η Αυλή θα ευρίσκετο εκεί.

Θα μετέβαινε να ίδη την Άνναν διότι είχε κρίνει ότι η ευπρέπεια απήτει να της κάμνη μίαν επίσκεψιν καθ' εβδομάδα· εκτός δε τούτου, ώφειλε την ημέραν εκείνην, σύμφωνα προς την τάξιν, ην είχε καθιερώσει εις το σπίτι του, να μετρήση, εις την σύζυγόν του το χρήμα διά τας εβδομαδιαίας δαπάνας.

Εκάλεσε δε και τον διευθυντήν του γραφείου του όπως τον συνοδεύση κατόπιν εις Πέτερχωφ, ίνα μεταβώσιν ομού εις τους αγώνας.

Χωρίς να κατανοή σχεδόν διατί, ο Καρένιν ηρέσκετο να έχη μαζί του και ένα τρίτον οσάκις μετέβαινε να βλέπη την σύζυγόν του.

Η Άννα ίστατο ορθία ενώπιον του καθρέπτου της και απετελείωνε τον καλλωπισμόν της οπόταν ήκουσε κρότον τροχών υπό τους οποίους έτριζον οι αμμοχάλυκες του προστόου.

«Πολύ ενωρίς διά την Μπέτσυ!» διελογίσθη.

Εκύτταξε δε από το παράθυρον και είδε την άμαξαν, ως και το μαύρο καπέλλο και τα αυτιά που τόσον καλά εγνώριζε, να προβάλλουν από την θυρίδα του λαντώ.

 

«Σε τι ακατάλληλη στιγμή που φθάνει!. Μήπως έρχεται άρα γε να περάση την νύχτα του εδώ;»

Όλα αυτά της εφαίνοντο τόσον τρομακτικώς αηδή, ώστε, χωρίς ουδέ στιγμήν να σκεφθή, έδραμεν εις προϋπάντησιν του συζύγου της, με την μορφήν ακτινοβόλον και γελαστήν και αισθανομένη εντός της επικρατούν το οικείον της πλέον πνεύμα του δόλου και του ψεύδους.. Και παρεδόθη εις αυτό εξ ολοκλήρου, και ήρχισε να ομιλή χωρίς να ξεύρη καλά καλά τι επρόκειτο να είπη.

– Α! τι χαρά! έκαμε τείνασα την χείρα προς τον Καρένιν και υποδεχθείσα δι' ενός μειδιάματος τον διευθυντήν του γραφείου του Σλιούδιν. Θα διανυκτερεύσης εδώ, βέβαια;.. Και τόρα πηγαίνομεν μαζί εις τους αγώνας.. Έχω όμως υποσχεθή εις την Μπέτσυ, η οποία πρόκειται να έλθη να με πάρη, να πάω μαζί της.

– Ω! δεν θα χωρίσω εγώ τους αχωρίστους, είπε με τον ειρωνικόν του τόνον.. Ο ιατρός άλλως τε μου συνιστά να περιπατώ.. Θα κάμω λοιπόν την πορείαν πεζή και υπολογίζω ότι θα ευρεθώ εγκαίρως επί τόπου.

– Έχετε αρκετόν καιρόν, είπεν η Άννα.. Θα πάρετε τσάι;

Έκρουσε τον κώδωνα.

– Φέρετε το τσάι και ειπέτε εις τον Σεριόγια ότι ο κύριος ήλθε.. Λοιπόν! πώς είσαι;.

Ο Σλιούδιν κατήλθεν εις τον εξώστην.

Η Άννα εκάθισε πλησίον του συζύγου της.

– Δεν είσαι ευδιάθετος, είπε.

– Πράγματι, απήντησεν ο Καρένιν, εδέχθην σήμερον την επίσκεψιν του ιατρού, ο οποίος μ' εκράτησεν επί πολύ. Είμαι βέβαιος ότι θα μου τον έστειλε κάποιος από τους φίλους μου. Τόσον πολύτιμος τοις είνε η ζωή μου.

– Και τι σου είπεν ο ιατρός;

Τον εξήτασε δε περί της υγείας του και των ασχολιών του, του συνέστησε ν' αναπαυθή και τον εκάλεσε να μεταβή να περάση μαζί της ολίγον χρόνον εις την εξοχήν.

Εξεδήλωσεν όλην της την τρυφερότητα και το ενδιαφέρον, και τω ωμίλει ζωηρώς και με κάποιαν παράδοξον λάμψιν εις τα μάτια.. Αλλ' ο Καρένιν δεν απέδιδε πλέον την παραμικράν σημασίαν εις τον τόνον εκείνον.

Ήκουε μόνον τας λέξεις και ταις απέδιδε την πραγματικήν των έννοιαν.

Απεκρίθη δε όχι ολιγώτερον εκείνης φιλόφρων και τρυφερός αν και με κάπως ειρωνικόν τόνον.

Την στιγμήν εκείνην εισήλθεν ο Σεριόγια συνοδευόμενος υπό της διδασκαλίσσης του.

Αν ο Καρένιν είχε την πρόνοιαν να εξετάση τα περί αυτόν συμβαίνοντα, θα παρετήρει το πεφοβισμένον και δειλόν βλέμμα διά του οποίου το παιδίον ητένισεν αυτόν εν αρχή και κατόπιν την μητέρα του.

Αλλά δεν ήθελε να βλέπη τίποτε, και τίποτε δεν έβλεπεν.

– Α! τον ανθρωπάκο μου!.. μεγαλώνει.. Γίνεται άνδρας. Καλημέρα σας, μικρέ κύριε!

Έτεινε την χείρα προς το τελείως έντρομον παιδίον.

Ο Σεριόγια, όστις υπήρξε πάντοτε δειλός και αιδήμων προ του πατρός του, αφ' ης ούτος τον ωνόμαζε νεαρόν κύριον, απέφυγε τον πατέρα του.

Ητένισε την μητέρα του ως διά να της ζητήση προστασίαν.

Μόνον πλησίον εκείνης ησθάνετο εαυτόν καλά.

Ο Καρένιν ωμίλησε με την διδασκάλισσαν κρατούσαν το αγοράκι του από του ώμου.

Ο Σεριόγια ησθάνθη εαυτόν τόσον δυστυχή, ώστε η Άννα κατενόησεν ότι το παιδίον θα ανελύετο εις δάκρυα.

Ηγέρθη εν σπουδή, απέσυρε την χείρα του Καρένιν από του ώμου του, τον ενηγκαλίσθη, τον εφίλησε, τον ωδήγησεν εις την ταράτσαν και επέστρεψεν αμέσως.

– Θα επανέλθης εδώ μετά τους αγώνας;

Ναι, είπεν ο Καρένιν.. Και ιδού η καλλονή του Πέτερχωφ, η κόμησσα Τβερσκάια, είπε διακρίνας το κομψόν όχημα της κομήσσης Μπέτσυ.

Αύτη δεν κατήλθε της αμάξης, μόνον ο εν πλουσία στολή ακόλουθός της θαλαμηπόλος, με την πελερίναν του και τον μαύρον του επιδεικτικόν πίλον, επήδησε προ της εξωτερικής κλίμακος.

– Έρχομαι! εφώνησεν η Άννα.

Ενηγκαλίσθη τον υιόν της, επλησίασε κατόπιν τον σύζυγόν της και του έτεινε την χείρα.

– Μέγα το ευγενές σου ενδιαφέρον που ήλθες.

Ο Καρένιν ησπάσθη την χείρα της.

– Λοιπόν! ω ρεβουάρ, εξηκολούθησεν η Άννα. θα επανέλθης να πάρης το τσάι εδώ;.

Και εξήλθε σφοδρά και ακτινοβολούσα.

Αλλά, μόλις έπαυσε να βλέπη τον σύζυγόν της, ησθάνθη ως κάποιον έγκαυμα εις την θέσιν όπου την είχον θίξει τα χείλη του.

* * *

Όταν ο Καρένιν έφθασεν εις το πεδίον των ιπποδρομιών, η Άννα ευρίσκετο εις το πλευρόν της πριγκηπίσσης Μπέτσυ, εις το περίπτερον όπου είχε συγκεντρωθή όλη η ανωτέρα κοινωνία της Πετρουπόλεως.

Είχε διακρίνει μακρόθεν τον σύζυγόν της.

Δύο άνδρες, ο σύζυγός της και ο εραστής της, ήσαν δι' αυτήν οι δύο πόλοι της ζωής της, και αντελαμβάνετο την παρουσίαν αυτών άνευ της βοηθείας εξωτερικών αισθήσεων.

Ούτω, είχε διαισθανθή την προσέγγισιν του Καρένιν εξ αποστάσεως, και χωρίς να το θέλη.. τον παρηκολούθει εν τω μέσω των κυμάνσεων του πλήθους το οποίον διέσχιζε.

Τον είδε πλησιάζοντα εις το περίπτερον, ότε μεν απαντώντα με τυπικήν μεγαλοπρέπειαν εις τους χαιρετισμούς του σεβασμού, ους τω απηύθυναν, ότε% δε χαιρετώντα φιλικώς και αφελώς τους συναδέλφους του.

Εγνώριζε τας συνηθείας και τας διατυπώσεις ταύτας και όλων της απήρεσαν:

«Μόνην την ματαιότητα, τον πόθον της επιτυχίας, ιδών τι έχει μόνον εκτός της ψυχής του, εσκέφθη, ενώ αι υψηλαί του ιδέαι, ο έρως προς την μάθησιν, η αγάπη της θρησκείας, είναι δι' αυτόν απλούν μέσον επιτυχίας».

Ο Καρένιν, αν και εκύτταξε προς το μέρος της συζύγου του, δεν την ανεγνώρισε μέσα εις τα κύματα της μουσελίνας, τας ταινίας, τα αλεξήλια και τα άνθη· αλλ' εις το βλέμμα του η Άννα κατενόησεν ότι την ανεζήτει.

Ακριβώς δε διά τούτο προσεποιήθη ότι δεν τον διέκρινε.

– Αλέξιε Αλεξάνδροβιτς! εφώνησεν η πριγκήπισσα Μπέτσυ, καλούσα τον Καρένιν. Αναζητείτε αναμφιβόλως την σύζηγόν σας, δεν είναι έτσι; Ιδού την!

Το σύνηθες κρύον μειδίαμα διέστειλε τα χείλη του Καρένιν.

– Υπάρχει τόση ακτινοβολία εδώ, ώστε θαμβώνεται κανείς! απήντησεν.

Εισήλθεν εις το περίπτερον και εμειδίασε προς την σύζυγόν του, όπως ένας σύζυγος οφείλει να μειδιά οσάκις την συναντά, εχαιρέτησε την πριγκήπισσαν και τας λοιπάς γνωστάς του κυρίας, απευθύνων λόγους φιλοφροσύνης προς τας δεσποινίδας και ανταλλάσσων φιλοφρονήματα με τους άνδρας.

Αι ιπποδρομίαι δεν ενδιέφερον τον Καρένιν και ήρχισε να περιεργάζεται τους θεατάς με τα κουρασμένα του μάτια. Το βλέμμα του τέλος εστηρίχθη επί της Άννας.

Η μορφή της νεαράς γυναικός ήτο ωχρά και αυστηρά.

Ήτο πρωτοφανές, ότι μέσα εις το πλήθος εκείνο έβλεπεν ένα και μόνον πλάσμα.

Το χέρι της έσφιγγε μετά συσπασμού τη βεντάλια της και συνεκράτει την πνοήν της.

Όταν, αφού ο Μακχότιν και ο Βρόνσκυ διεπέρασαν το μέγα διάφραγμα, ο αξιωματικός όστις ήρχετο κατόπιν αυτών εκυλίσθη κατακέφαλα επί του εδάφους σχεδόν ημιθανής, ψίθυρος δε φρίκης συνεκλόνισεν όλους τους θεατάς, ο Καρένιν παρετήρησεν ότι η Άννα δεν είχεν αντιληφθή το γεγονός και δεν κατενόει την αιτίαν της γενικής συγκινήσεως.

Μετά την παρατήρησιν ταύτην, ήρχισε να παρακολουθή την σύζυγόν του διά πυκνοτέρων και προσεκτικωτέρων βλεμμάτων. Απερροφημένη εξ ολοκλήρου με την θέαν του Βρόνσκυ, η Άννα ησθάνθη οπωσδήποτε το βλέμμα εκείνο των ψυχρών οφθαλμών του συζύγου της, όστις την παρετήρει λοξώς.

Όταν δε ο Βρόνσκυ κατέπεσεν, η Άννα ανέπεμψεν ηχηράν κραυγήν· αλλ' ουδείς εις τούτο διείδε τι το έκτροπον. Ευθύς όμως κατόπιν η μορφή της Άννας εξεδήλωσεν ανησυχίαν, ήτις καθίστατο εντελώς απρεπής. Είχε λησμονήσει όλα τα προσχήματα. Εσπαράσσετο ως πτηνόν συλληφθέν εις την παγίδα, ηγέρθη, ηθέλησε ν' αποχωρήση και επανελάμβανε προς Μπέτσυ.

– Πάμε, πάμε!.

Αλλ' η Μπέτσυ δεν την ήκουε.

Κεκλιμένη προς τα έξω του κιγκλιδώματος, ωμίλει προς κάποιον στρατηγόν.

Ο Καρένιν επλησίασε την σύζυγόν του και τη προσέφερε φιλοφρόνως τον βραχίονα.

– Πηγαίνωμεν, αν το επιθυμείτε, είπεν.

Αλλ' η Άννα ήτο όλη αυτιά διά ν' ακούση ό,τι έλεγεν ο στρατηγός και δεν αντελήφθη τον σύζυγόν της.

– Λέγουν ότι φθηνά θα την γλυτώση αν σπάση μόνον το ένα του πόδι, έλεγεν ο στρατηγός. Είνε φρικώδες.

Η Άννα δεν απεκρίθη τίποτε προς τον Καρένιν, ύψωσε δε τα λορνιόν της και εξήτασε το μέρος όπου είχε καταπέσει ο Βρόνσκυ· αλλ' ήτο τόσον μακράν και τόσον απεφράσσετο υπό κόσμου, ώστε δεν ηδυνήθη να διακρίνη τίποτε.

Κατεβίβασε τότε τα λορνιόν και ηθέλησε ν' απέλθη.

Αλλά την στιγμήν εκείνην, είς αξιωματικός έδραμε προς τον αυτοκράτορα και του ανεκοίνωσε τα λαβόντα χώραν.

Η Άννα έκυψε διά να ακούση.

– Στίβα, Στίβα! εφώναξεν αίφνης διακρίνασα τον αδελφόν της.

Αλλ' ούτος δεν την ήκουσεν.

Η Άννα ηθέλησε και πάλιν να αποσυρθή.

– Σας προσφέρω άπαξ ακόμη τον βραχίονά μου αν επιθυμείτε ν' αποχωρήσετε, είπεν ο Καρένιν.