Za darmo

Άννα Καρένιν

Tekst
iOSAndroidWindows Phone
Gdzie wysłać link do aplikacji?
Nie zamykaj tego okna, dopóki nie wprowadzisz kodu na urządzeniu mobilnym
Ponów próbęLink został wysłany

Na prośbę właściciela praw autorskich ta książka nie jest dostępna do pobrania jako plik.

Można ją jednak przeczytać w naszych aplikacjach mobilnych (nawet bez połączenia z internetem) oraz online w witrynie LitRes.

Oznacz jako przeczytane
Czcionka:Mniejsze АаWiększe Aa

Οι οφθαλμοί του νεαρού αξιωματικού δεν απεσπώντο από της θύρας, η δε μορφή του προσέλαβεν έκφρασιν καινοφανή και αλλόκοτον.

Παρετήρει φαιδρώς, ατενώς, δειλώς, υπεγειρόμενος βραδέως από του καθίσματός του.

Η Άννα εισήρχετο εις το σαλόνι.

Όπως πάντοτε ευθυτενής και χωρίς ν' αφήση να παρεκτραπή η κατεύθυνσις του βλέμματός της, διέταξε, – με το ταχύ, σταθερόν και ελαφρόν βάδισμά της, το οποίον την διέκρινεν από τας λοιπάς γυναίκας του κόσμου, – τα ολίγα βήματα, τα οποία την εχώριζον από της οικοδεσποίνης, έθλιψε δε την χείρα ταύτη εμειδίασε και ητένισε με το αυτό μειδίαμα τον Βρόνσκυ.

Ο αξιωματικός εχαιρέτησε, υποκλιθείς βαθύτατα και της προσέφερε κάθισμα.

Εκείνη απεκρίθη δι' απλής κλίσεως της κεφαλής, εκοκκίνισε και εσκυθρώπασεν.

Η συνομιλία, διακοπείσα διά της αφίξεως της Άννας, απεσβέσθη ως η φλοξ λυχνίας, την οποίαν κάποιος εφύσησεν.

– Είνε αλήθεια ότι η νεαρά Βλασιέβα νυμφεύεται τον κύριον Ταπώφ;

– Δεν εννοώ πώς σκέπτονται οι γονείς. Λέγουν ότι πρόκειται περί γάμου εξ έρωτος.

– Γάμου εξ έρωτος; Τι ιδέας προκατακλυσμιαίας που έχει. Ποίος ομιλεί περί έρωτος εις την εποχήν μας; είπεν η πρέσβειρα.

– Παλαιά βλακώδης μόδα, αλλ' υφίσταται ακόμη, είπεν ο Βρόνσκυ.

– Τόσον το χειρότερον δι' όσους την διατηρούν.. Δεν γνωρίζω άλλους γάμους ευτυχείς πλην των συναπτομένων διά της λογικής.

– Αλλά τότε, πόσον συχνά η ευτυχία των διά της λογικής γάμων τρίβεται ως κόνις, όταν επέλθη το αίσθημα, το οποίον απεκρούσθη! είπεν ο Βρόνσκυ.

– Αλλ' ονομάζομεν γάμον λογικής οσάκις εκατέρωθεν έχη χορτασθή ο έρως, διότι «ο έρως ομοιάζει με την σκαρλαντίνα· όλοι θα τον περάσωμεν!»

Τότε, θα έπρεπε να εμβολιαζώμεθα κατά του έρωτος, όπως κατά της ευλογιάς.

Χωρίς αστεϊσμούς, εγώ είμαι πεπεισμένη, ότι, διά να γνωρίση κανείς τον έρωτα, πρέπει κατ' αρχάς ν' απατηθή και κατόπιν να επανορθώση την πλάνην του, είπεν η πριγκήπισσα Μπέτσυ.

– Και μετά τον γάμον ακόμη; ηρώτησε χαριτολογούσα η πρέσβειρα.

– Ουδέποτε είναι αργά διά την βελτίωσιν μιας καταστάσεως, είπεν ο διπλωμάτης.

– Ακριβώς, είπεν η πριγκήπισσα Μπέτσυ, πρέπει κανείς ν' απατηθή και να ικανοποιηθή.. Τι σκέπτεσθε σεις, Άννα; προσέθηκεν απευθυνθείσα προς την νεαράν γυναίκα, ήτις παρηκολούθει την συνομιλίαν χωρίς να προσφέρη λέξιν, με έν σταθερόν αδιόρατον μειδίαμα επί των χειλέων.

– Σκέπτομαι, είπεν η Άννα παίζουσα με το ένα της γάντι.. σκέπτομαι.. αφού υπάρχουν τόσα κεφάλια, τόσαι αντιλήψεις, τόσες καρδιές, τόσα είδη ερώτων..

Ο Βρόνσκυ ανέμενε με λιποθυμούσαν καρδίαν τι επρόκειτο να είπη, και αφήκε στεναγμόν, ωσανεί είχε διαφύγει μέγαν κίνδυνον!

Έξαφνα η Άννα του είπεν αποτόμως:

– Έλαβον επιστολήν από την Μόσχαν. Μου γράφουν ότι η Κίττυ ασθενεί βαρέως.

– Αλήθεια; είπεν ο Βρόνσκυ σκυθρωπάσας.

Η Άννα του έρριψεν αυστηρόν βλέμμα.

– Η είδησις αυτή δεν σας ενδιαφέρει;

– Εξ εναντίας, μ' ενδιαφέρει πολύ. Τι άλλο σας λέγουν, αν δεν είνε αδιακρισία;.

Η Άννα ηγέρθη και επλησίασε την πριγκήπισσαν Μπέτσυ.

– Δώστε μου ένα τσάι, είπε τοποθετηθείσα όπισθεν του καθίσματός της.

Ενώ δε η Μπέτσυ της παρέθετε το τσάι, ο Βρόνσκυ την επλησίασε.

– Τι σας έγραψαν; επανέλαβε.

– Σκέπτομαι συχνά, ότι οι άνδρες δεν εννοούν ό,τι δεν είνε αβρόν, είπεν εκείνη ως να ωμίλει προς εαυτήν και χωρίς ν' αποτείνεται προς αυτόν.

Έκαμε δε ολίγα βήματα και επήγε να καθήση πρό τινος κονσόλας καταφόρτου από λευκώματα.

– Μη δεν αντελήφθην καλώς την έννοιαν των λόγων σας; είπεν εκείνος προσφέρων αύτη κύπελλον τεΐου.

Εκείνη έρριψε βλέμμα επί του παραπλεύρως της ευρισκομένου καναπέ και ο Βρόνσκυ εκαθέσθη επ' αυτού.

– Ναι, προ πολλού ήδη προυτιθέμην να σας το είπω, ήρχισεν η Άννα χωρίς να τον κυττάζη: εφέρθητε κακώς, κακώς πολύ κακώς.

– Μήπως δεν γνωρίζω ότι εφέρθην κακώς; Αλλά, τις πταίει διά τούτο;

– Διατί μου το λέγετε αυτό; εψιθύρισεν η Άννα ατενίζουσα αυτόν αυστηρώς.

– Γνωρίζετε άριστα διατί, απήντησεν εκείνος αδιστάκτως και αντιμετωπίσας γελαστά το βλέμμα της.

Εταράχθη εκείνη και όχι αυτός.

– Τούτο αποδεικνύει μόνον ότι δεν έχετε καρδίαν! είπεν η Άννα.

Αλλά το βλέμμα της έλεγεν ότι εγνώριζεν ότι είχε καρδίαν ο Βρόνσκυ, και, δη, διά τούτο ακριβώς, τον εφοβείτο.

– Το γεγονός, το οποίον υπαινίττεσθε, ήτο γοητεία και όχι έρως, είπεν ο νέος.

– Μη λησμονείτε ότι σας έχω απαγορεύσει να προφέρετε αυτήν την λέξιν, την χυδαίαν αυτήν λέξιν, είπεν η Άννα ριγήσασα.

Αλλ' εννόησεν αυτοστιγμεί ότι διά μόνης της φράσεως εκείνης «σας έχω απαγορεύσει» ανεγνώριζεν εαυτή δικαιώματα επ' εκείνου και τον ενεθάρρυνε να της ομιλή περί έρωτος.

– Είνε καιρός τώρα αφ' ότου επεθύμουν να σας το είπω, εξηκολούθησε παρατηρούσα αυτόν κατάματα και αποφασιστικώς με την μορφήν πεφλογισμένην, ήλθον δε σήμερον επίτηδες, διότι εγνώριζα ότι θα σας έβλεπα. Ήλθα διά να σας είπω ότι το ζήτημα αυτό πρέπει να τελειώση. Ουδέποτε ηρυθρίασα ενώπιον ουδενός και σεις με υποχρεώνετε να αισθάνωμαι εμαυτήν ένοχον κατά τινα λόγον.

– Τι επιθυμείτε παρ' εμού; είπεν εκείνος απλώς και με τόνον σοβαρώτατον.

– Επιθυμώ να επιστρέψητε εις Μόσχαν διά να ζητήσητε συγγνώμην από την Κίττυ.

– Δεν το επιθυμείτε αυτό; είπεν εκείνος.

– Διέβλεπεν ότι η Άννα έλεγεν ό,τι εβίαζεν εαυτήν να λέγη και όχι ό,τι πράγματι επεθύμει να είπη.

– Αν με αγαπάτε, όπως λέγετε, εψέλλισεν εκείνη, κάμετε ό,τι πρέπει διά να είμαι ήσυχος.

Η μορφή του Βρόνσκυ εφωτίσθη.

– Δεν βλέπετε ότι αποτελείτε δι' εμέ ολόκληρον την ζωήν μου; Αλλ' αγνοώ την ησυχίαν και δεν δύναμαι να σας την μεταβιβάσω. Την ζωήν μου ολόκληρον, τον έρωτα ναι.. Δεν δύναμαι να φαντασθώ πώς είνε δυνατόν να υπάρχη το μεν άνευ του δε. Σεις και εγώ αποτελούμεν έν άτομον, μίαν ύπαρξιν. Δεν διαβλέπω εις το μέλλον το δυνατόν της ησυχίας ούτε διά σας, ούτε δι' εμέ. Διαβλέπω την απελπισίαν, την δυστυχίαν.. την συμφοράν.. Διαβλέπω όμως και την ευτυχίαν ομού, και ποίαν ευτυχίαν! Δεν είνε δυνατή η ευτυχία αύτη; προσέθηκε διά του άκρου των χειλέων, αλλά το ήκουσεν εκείνη.

Ενέτεινε δ' απάσας τας δυνάμεις του πνεύματός της διά να του απαντήση όπως επεθύμει, αλλ' αντί τούτου, προσήλωσεν επ' αυτού το ακτινοβολούν εξ έρωτος βλέμμα της και δεν απεκρίθη τίποτε.

«Ιδού η ευτυχία!» εσκέφθη εκείνος μετ' εκτάσεως. «Ενώ εγώ απελπιζόμην και εσκεπτόμην ότι δεν θα εξευρίσκετο ποτέ λύσις, ιδού ότι μ' επισκέπτεται η ευτυχία.. Με αγαπά. Μου το βεβαιώνει».

– Κάμετέ το λοιπόν προς χάριν μου, μη μου λέγετε ποτέ τοιαύτα λόγια και θα είμεθα καλοί φίλοι, είπεν εκείνη, ενώ το βλέμμα της επέτρεπε να νοηθώσιν όλως τ' αντίθετα.

– Φίλοι ουδέποτε θα καταστώμεν το γνωρίζετε άριστα. Θα γίνωμεν όμως ή οι ευτυχέστεροι ή οι δυστυχέστεροι των ανθρώπων, τούτο δε εξαρτάται από σας.

Ηθέλησε να του απαντήση, αλλ' εκείνος την διέκοψεν.

– Έν μόνον σας ζητώ, σας ζητώ το δικαίωμα του ελπίζειν, του πάσχειν όπως τώρα, αλλ' αν και τούτο ακόμη δεν είνε δυνατόν, διατάξατέ με να εξαφανισθώ και θα εξαφανισθώ. Αν η παρουσία μου σας στενοχωρή δεν θα μ' επανίδητε πλέον.

– Δεν ζητώ να σας αποφύγω.

– Μη λοιπόν προσπαθήτε να μεταβάλλετε τίποτε. Αφήσατε τα πράγματα ν' ακολουθήσουν τον δρόμον των, είπεν ο νέος διά φωνής τρεμούσης.. Ιδού ο σύζυγός σας.

Πράγματι, ο Καρένιν εισήρχετο εις την αίθουσαν με την επιβλητικήν και αδεξίαν του στάσιν. Αφ' ού δ' έρριψε βλέμμα επί της συζύγου του και του Βρόνσκυ, επλησίασε την οικοδέσποιναν και έλαβε κύπελλον τεΐου, μεθ' ό ήρχισε να ομιλή με την βραδείαν και ηχηράν φωνήν του, υπό τον παιγνιώδη τόνον, όστις του ήτο συνήθης.

– Ο Ραμπουγιέ σας είνε πλήρης! είπε παρατηρών τον κύκλον των κεκλημένων, αι Χάριτες και αι Μούσαι!

Ο Βρόνσκυ και η Άννα εξηκολούθουν να μένωσι παράμερα πλησίον της μικράς τραπέζης.

– Το πράγμα αρχίζει να γίνεται απρεπές, είπε μία κυρία.

– Τι σας έλεγα; παρετήρησεν η φίλη της Άννας.

Αλλ' ήδη όλαι αι κυρίαι, μη εξαιρουμένης και της πριγκηπίσσης Μιαγκάια και της Μπέτσυ, είχον αντιληφθή τον Βρόνσκυ και την Άνναν απομονωμένους ως να τους εστενοχώρει ο γενικός κύκλος.

Μόνον ο Καρένιν δεν είχε στρέψει τα βλέμματα ουδ' εφ' άπαξ προς το μέρος αυτών και δεν είχε διακόψει την συζήτησιν, ήτις τον ενδιέφερεν.

Αντιληφθείσα την εντύπωσιν ην παρήγεν ο μονόλογος αυτός εντός της αιθούσης της, η πριγκήπισσα Μπέτσυ έθηκεν αντικαταστάτιδα εις την θέσιν της διά ν' ακούση τον Καρένιν και επλησίασε την Άνναν.

– Γοητεύομαι πάντοτε οσάκις ακούω τον σύζυγόν σας, λόγω της φωτεινότητος και της σαφηνείας των λόγων του, είπεν. Αι πολυπλοκώτεραι των ιδεών μου καθίστανται ευληπτόταται όταν τας αναπτύσσει αυτός.

– Ω ναι! είπεν η Άννα μετά μειδιάματος ακτινοβολούντος εξ ευτυχίας και χωρίς να εννοή ούτε μίαν καν λέξιν αφ' όσα της έλεγεν η Μπέτσυ.

Επλησίασε δε εις την μεγάλην τράπεζαν και έλαβε μέρος εις την γενικήν συνομιλίαν.

Ο Καρένιν έμεινεν επί ημίσειαν ακόμη ώραν, μεθ' ό επλησίασε την σύζυγόν του και την εκάλεσε ν' απέλθωσιν ομού. Αλλά χωρίς να τον κυττάξη εκείνη, απεκρίθη ότι θα έμενε διά το δείπνον. Ο Καρένιν εχαιρέτησε και απεσύρθη.

Μετά το σουπέ, ο ηνίοχος του Καρένιν μετά δυσκολίας συνεκράτει τον τεφρόχρουν ίππον, όστις, ριγών εκ του ψύχους, εποδοκτύπα ενώπιον του προστόου. Ο δε λακές, όρθιος, είχεν ανοίξη την θυρίδα καθ' όν χρόνον η Άννα, απήλλασσε γοργώς τας δαντέλλας της περιχειρίδος της καρφωθείσας εις τας πορποπερόνας της γούνας της, και, με χαμηλωμένην την κεφαλήν ηκροάτο μετ' εκτάσεως τους λόγους του συνοδεύοντος αυτήν Βρόνσκυ.

– Αναμφιβόλως, δεν μου έχετε είπει τίποτε, και, άλλως τε, τίποτε δεν ζητώ, γνωρίζετε όμως ότι εκείνο του οποίου έχω ανάγκην, δεν είνε η φιλία σας… μίαν μόνον ευτυχίαν παραδέχομαι υπάρχουσαν εν τη ζωή και αποτελείται αύτη από την λέξιν εκείνην, την οποίαν δεν αγαπάτε.. Ναι, από τον έρωτα!

– Τον έρωτα;.. επανέλαβεν εκείνη βραδέως και διά φωνής ενδομύχου, και, εξαίφνης, έχουσα ήδη απαλλάξει τας δαντέλλας της, προσέθηκε:

– Δεν την αγαπώ αυτήν την λέξιν, διότι σημαίνει πάρα πολλά δι' εμέ, πολύ περισσότερα αφ' όσα σεις δύνασθε να εννοήσητε.

 

– Ω ρεβουάρ!

Του έτεινε την χείρα, διήλθε με βήμα γοργόν ενώπιον του θυρωρού και εισεπήδησεν εντός της αμάξης.

* * *

Ο Καρένιν δεν διείδε τίποτε το απρεπές εις το ότι η σύζυγός του είχε παρακαθήσει εις την τράπεζαν ιδιαιτέρως μετά του Βρόνσκυ και εις το ότι ούτοι διεξήγαγαν ζωηράν συνομιλίαν, παρετήρησεν όμως ότι άλλα πρόσωπα εν τη αιθούσει είχον κρίνει την συμπεριφοράν εκείνην έκτροπον, και, διά τον λόγον αυτόν, την έκρινε και αυτός απρεπή. Απεφάσισε δε να ομιλήση περί τούτου προς την σύζυγόν του.

Όταν επέστρεψεν εις την οικίαν του ο Καρένιν μετέβη κατ' ευθείαν εις το γραφείον του, κατά την συνήθειάν του, εκάθησεν επί του ανακλιντήρος του, ήνοιξεν έν βιβλίον και ανέγνωσε μέχρι της πρώτης πρωινής ώρας, όπως έπραττε κατά πάσαν ημέραν, από καιρού εις καιρόν μόνον, έτριβε το ευρύ του μέτωπον και ανεκίνει την κεφαλήν ως διά να αποδιώξη κάτι.

Κατά την συνήθη ώραν ανήλθεν εις τον θάλαμόν του, αλλά, αντί να ευρεθή απησχολημένος όπως πάντοτε με τας υποθέσεις του Κράτους, εσκέπτετο τώρα μόνον την σύζυγόν του.

Ο Καρένιν, αντιθέτως προς την συνήθειάν του, δεν εξηπλώθη επί της κλίνης του, αλλ' ήρχισε να διασκελίζη το δωμάτιον, με τας χείρας ηνωμένας όπισθεν της ράχεώς του.

Όταν ο Καρένιν απεφάσισεν ότι ώφειλε να ομιλήση προς την σύζυγόν του, η απόφασις αύτη του είχε φανή απλουστάτη και εύκολος την εκτέλεσιν· αλλ' αναλογιζόμενος τώρα το απροσδόκητον αυτό γεγονός, ευρήκε την εκτέλεσίν της πολύ δύσκολον.

Ο Καρένιν δεν ήτο ζηλότυπος.

Η ζηλοτυπία, κατά την αντίληψίν του, απετέλει ύβριν προς την σύζυγόν εις την οποίαν πρέπει να έχη κανείς εμπιστοσύνην.

Δεν εσκέπτετο διά ποίον λόγον έπρεπε να έχη την πεποίθησιν ότι η νεαρά του γυνή θα τον ηγάπα πάντοτε, αλλά και δεν ησθάνετο καμμίαν δυσπιστίαν, και διά τον λόγον τούτον είχεν εμπιστοσύνην εις αυτήν και διελογίζετο ότι έπρεπε να έχη εμπιστοσύνην.

Τώρα, καίτοι αι περί ζηλοτυπίας ιδέαι του παρέμενον αι αυταί, ησθάνετο εν τούτοις ότι ευρίσκετο ενώπιον καταστάσεως εκφευγούσης της λογικής.

Διά πρώτην φοράν, διηρώτα εαυτόν αν η σύζυγος του ήτο δυνατόν να αγαπά άλλον, και έμεινε περίτρομος προ του ερωτήματος τούτου.

Δεν απεξεδύθη και εξηκολούθησε να βηματίζη κατά μήκος και πλάτος με το κανονικό του βάδισμα.

– Ναι, εσκέπτετο, πρέπει να λάβω μίαν απόφασιν και πρέπει να της είπω την γνώμην μου και την απόφασίν μου.

– Αλλά, να της είπω τι; Ποίαν απόφασιν; Τι έλαβε χώραν; Τίποτε! Συνομίλησε μαζί του επί πολύ κάπως; Πόσαι γυναίκες εις τας κοσμικάς συγκεντρώσεις δεν ομιλούν επί τόσον μετ' άλλων ανδρών, πλην των συζύγων των; Έπειτα.. το να φανώ ζηλότυπος, αποτελεί ταπείνωσιν, και δι' εμέ και δι' αυτήν.

Αλλά, πάραυτα, αι αντίθετοι ιδέαι εκυριάρχησαν αυτού.

Έτριψε το μέτωπόν του και εκάθησεν εντός του καλλωπιστηρίου της συζύγου του.

Όταν εκύτταξε την τράπεζαν της Άννας, επί της οποίας υπήρχε κάποια αρχή σημειώματος, οι διαλογισμοί του έλαβον άλλην τροπήν. Ήρχισε να σκέπτεται την γυναίκα του και ν' αναλογίζεται όσα εκείνη ησθάνετο και εσκέπτετο.

Διά πρώτην φοράν τότε, αναπαρέστησεν εαυτώ εις ζωηράς γραμμάς την ατομικήν ζωήν της Άννας, τας ιδιαιτέρας της σκέψεις, τας επιθυμίας της και τας ιδέας, τας οποίας ηδύνατο και ώφειλε να έχη· η ατομική του ζωή του εφάνη τότε τόσον τρομακτική, ώστε έσπευσε να την αποδιώξη μακράν της αντιλήψεώς του.

– Οφείλω να σκεφθώ, να λάβω μίαν απόφασιν, να επέμβω και να θέσω τέρμα εις όλα αυτά, είπεν υψηλοφώνως.

– Το ζήτημα των αισθημάτων της, εκείνο που δύναται να συμβαίνη εντός της ψυχής της, είνε ζήτημα της ιδίας της συνειδήσεως και αφορά την θρησκείαν. Λοιπόν, το ζήτημα αυτό των ιδιαιτέρων της συναισθημάτων δεν αφορά εμέ. Καθήκον εμού ως αρχηγού της οικογενείας, επιφορτισμένου την διεύθυνσιν αυτής, το καθήκον μου ως προσώπου υπευθύνου εν μέρει είναι να της υποδείξω τον κίνδυνον, τον οποίον προβλέπω, να την προειδοποιήσω περί τούτου και να χρησιμοποιήσω μάλιστα την εξουσίαν μου· οφείλω να εξηγηθώ μαζί της.

Και ο Καρένιν διέβλεπεν ήδη ευκρινώς τι ώφειλε να είπη προς την σύζυγόν του.

Συνέθεσε λοιπόν εντός της κεφαλής του ευκρινέστατα και σαφέστατα, ως αληθή επίσημον έκθεσιν, την προσφώνησιν, ην θ' απηύθυνε προς την σύζυγόν του.

– Οφείλω: 1ον να εξηγήσω την σημαντικότητα της κοινής γνώμης και των συνεπειών αυτής· 2ον θρησκευτική ερμηνεία του γάμου· 3ον αν υπάρξη λόγος, να υποδείξω την συμφοράν που δύναται να απειλήση τον υιόν μας, 4ον να της υποδείξω τας συνεπείας μιας τοιαύτης πράξεως, δι' αυτήν την ιδίαν.

Κάποιον όχημα εσταμάτησεν ενώπιον της οικίας.

Ο Καρένιν έμεινεν όρθιος εν τω μέσω της αιθούσης.

Βήματα γυναικεία αντήχησαν επί της κλίμακος.

Ήκουε προσεγγίζοντα τα βήματα της Άννας.

Η Άννα εβάδιζε με την κεφαλήν κεκλιμένην και παίζουσα με τους κροσούς του επωμίου της.

Η μορφή της ηκτινοβόλει ζωηράν λάμψιν, αλλά δεν ήτο ακτινοβολία φαιδρά, ανεμίμνησκε την τρομεράν έκρηξιν πυρκαϊάς εν τω μέσω ζοφεράς νυκτός.

Διακρίνασα τον σύζυγόν της, ανύψωσε την κεφαλήν και εμειδίασεν, ως να εξήρχετο από κάποιον όνειρον.

– Δεν εκοιμήθης ακόμη; Αυτό είνε εκπληκτικόν, είπεν αφαιρέσασα τον πέπλον της και βαδίσασα κατ' ευθείαν προς το καλλωπιστήριόν της χωρίς να σταματίση.. Είνε καιρός να κοιμηθής, Αλέξιεφ Αλεξάνδροβιτς, προσέθηκεν από του θαλάμου της.

– Άννα, έχω να σου ομιλήσω.

– Εις εμέ; έκαμεν εκείνη έκπληκτος.

Επλησίασε δε εις το κατώφλι της θύρας και τον εκύτταξε.

– Τι έχεις να μου πης;

Εκάθησεν.

– Άριστα! ας ομιλήσωμεν, αν είνε ανάγκη. Αλλά θα ήτο φρονιμότερον να κοιμηθώμεν.

– Άννα, πρέπει να σε πληροφορήσω, είπεν ο Καρένιν.

– Να με πληροφορήσης; περί τίνος.

Το βλέμμα της ήτο τόσον φυσικόν και τόσον εύχαρι, ώστε κάθε άνθρωπος όστις δεν την είχε γνωρίσει τόσον στενώς όσον ο Καρένιν, δεν θα ηδύνατο να διακρίνη ουδέν το προσποιητόν ούτε εις τον τόνον ούτε εις την σημασίαν των λόγων της.

Ο Καρένιν όμως, όστις την εγνώριζεν, όστις είξευρεν ότι όταν θα κατεκλίνετο μετά πέντε λεπτά, θα του εζήτει τον λόγον, όστις είξευρεν ότι θα του ανεκοίνου αμέσως και την μάλλον ασήμαντον χαράν της ως και την ελαχίστην της θλίψιν, ο Καρένιν, βλέπων αυτήν υπό τοιαύτην έκφρασιν, κατενόησεν ότι κάτι συνέβαινε.

Διείδεν ότι το βάθος της ψυχής της Άννης, το οποίον έως τότε ήτο πάντοτε ολάνοικτον εις αυτόν, ήτο τώρα κατάκλειστον.

– Επιμένω να σε πληροφορήσω, είπεν εκείνος διά φωνής βραδίας, ότι διά της ελαφρότητος και της απρονοησίας σου, δύνασαι να δώσης εις τον κόσμον προσχήματα να ομιλή περί σου. Η υπερβολικά ζωηρά σου συνομιλία μετά του κόμητος Βρόνσκυ (προέφερε δε το όνομα τούτο επισήμως και ηρέμα) είλκυσε την προσοχήν του κόσμου.

Ομίλει και παρετήρει τα γελαστά της μάτια, τα οποία τον ετρόμαζον τόρα λόγω του ακατανοήτου της εκφράσεώς των, και ησθάνετο το όλως ανωφελές των λόγων του.

– Διαρκώς όμοιος είσαι! απήντησεν εκείνη ως να μη τον εννοούσε και παίρνουσα, από όσα της είχεν είπει, την τελευταίαν του μόνον φράσιν. Πότε είσαι δυσηρεστημένος διότι με βλέπεις στενοχωρημένην, πότε στενοχωρείσαι διότι διασκεδάζω. Απόψε δεν εστενοχωρήθην, αυτό σε παροργίζει;

Ο Καρένιν εσιώπησε και έτριψε το μέτωπον και τα μάτια του.

Κατενόησεν ότι αντί να προειδοποιήση την σύζυγόν του ότι διέτρεχε τον κίνδυνον να παρεξηγηθή από τον κόσμον, προσέθιγε την συνείδησίν της και ότι επάλαιεν ενώπιον φανταστικού τείχους.

– Ιδού τι εμμένω να σου είπω, και σε παρακαλώ να με ακούσης. Γνωρίζεις, ότι δι' εμέ, η ζηλοτυπία είναι αίσθημα ταπεινωτικόν, και διά τούτο ουδέποτε θ' αφεθώ να κυριευθώ παρ' αυτής. Υπάρχουσιν όμως μερικαί υποχρεώσεις, τας οποίας δεν δυνάμεθα να περιφρονώμεν ατιμωρητεί. Δεν είμαι εγώ ο αντιληφθείς ότι κάτι παρέλειψες σήμερον, αλλά, συμφώνως προς την εντύπωσιν ην παρήγαγες επί της συγκεντρώσεως, άπαντες παρετήρησαν ότι δεν προσεφέρθης όπως θα ήτο αρμόζον.

– Όχι, απ' αυτά δεν εννοώ τίποτε! είπεν η Άννα υψώσασα τους ώμους.

«Ως προς αυτόν, του είναι αδιάφορον», εσκέφθη η Άννα, «αλλά το παρετήρησε και το επρόσεξεν ο κόσμος, και αυτό τον ανησυχεί».

Ηγέρθη διά να επιστρέψη εις τον κοιτώνα της, αλλ' εκείνος προυχώρησεν ως να ήθελε να την σταματήση.

Η Άννα δεν τον είχεν ακόμη αντιληφθή τόσον άσχημον και σκυθρωπόν.

Εσταμάτησε, και ανατείνασα την κεφαλήν προς τα οπίσω πλαγίως, ήρχισε με νευρικάς κινήσεις ν' αποσπά τας καρφίδας από τα μαλλιά της.

– Σε ακούω, είπεν επισήμως και με τόνον ειρωνικόν. Σε ακούω με πολύ ενδιαφέρον, διότι θα επεθύμουν να εννοήσω περί τίνος πρόκειται.

Ωμίλει και εξεπλήσσετο διά την σταθερότητα του τόνου της φωνής της και διά την εκλογήν των λόγων της.

– Δεν έχω διόλου το δικαίωμα ν' αναμιχθώ εις όλας τας λεπτομερείας των αισθημάτων σου. Θεωρώ τούτο ανωφελές, και μάλιστα επικίνδυνον.. Ερευνώντες εντός της ψυχής μας, εξαναγκάζομεν κάποτε ν' αναδύωσιν εκείνα, τα οποία έπρεπε να μένουν αόρατα. Τα αισθήματά σου τα ατομικά αφορώσι την ιδίαν σου συνείδησιν· αλλά και ενώπιόν σου, και ενώπιον εμού αυτού, και ενώπιον του Θεού, είμαι υποχρεωμένος να σου υπενθυμίσω το καθήκον σου. Η ζωή μας είναι συνδεδεμένη, και όχι υπό των ανθρώπων, αλλ' υπό του Θεού. Μόνον έγκλημα δύναται να θραύση τα δεσμά αυτά, και τα τοιούτου είδους εγκλήματα προκαλούσι πάντοτε την τιμωρίαν.

– Δεν εννοώ τίποτε! είπεν εκείνη. Ω! Θεέ μου, και προς μεγίστην μου δυστυχίαν, είμαι και τρελλή από τη νύστα ,.

Ανεζήτησε δε μέσα στα μαλλιά της τας τελευταίας καρφίδας.

– Έλεος Άννα, μη ομιλείς τοιουτοτρόπως, ίσως να απατώμαι, αλλά πίστευσέ με, παν ό,τι λέγω, το λέγω τόσον δι' εμέ όσον και διά σε. Είμαι σύζυγός σου και σε αγαπώ.

Προς στιγμήν η μορφή της Άννας εσκυθρώπασε και η ειρωνεία του βλέμματός της απεσβέσθη· αλλ' οι λόγοι εκείνοι· «σε αγαπώ» την εξηρέθιζον.

– Αγαπά; Είναι ικανός ν' αγαπά; Αν δεν ετύχαινε να ακούση ότι υφίσταται ο έρως, ούτε θα εχρησιμοποίει καν την λέξιν αυτήν. Δεν γνωρίζει μάλιστα ούτε τι έστι έρως.

– Αλέξιε Αλεξάνδροβιτς, αληθινά, δεν σ' εννοώ, είπεν. , ειπέ καθαρά ό,τι έχεις να πης.

– Άφες με να τελειώσω.. Σε αγαπώ… αλλά δεν ομιλώ περί εμού, τα πρόσωπα τα οποία αφορά τούτο απ' ευθείας είναι ο υιός μας και συ η ιδία. Ίσως οι λόγοι μου σου φαίνονται παράκαιροι· ίσως και ν' απατώμαι.. Εν τοιαύτη περιπτώσει, σε παρακαλώ να με συγχωρήσης· αλλ' αν αναγνωρίζης ότι αι παρατηρήσεις αύται παρουσιάζουν κάποιαν βασιμότητα, και αν σοι το υπαγορεύη η καρδιά σου, εξηγήσου, σε παρακαλώ.

Χωρίς να εννοή, ο Καρένιν έλεγε κάθε άλλο πλην εκείνου το οποίον προυτίθετο να είπη.

– Δεν έχω τίποτε να εξηγήσω, είπεν εκείνη ζωηρώς αίφνης, καταστείλασα μετά κόπου έν μειδίαμα. Άλλως τε, αλήθεια, είναι καιρός να κοιμηθώμεν.

Ο Καρένιν ανέπεμψε στεναγμόν και εξήλθε του σαλονίου.

Από της εσπέρας εκείνης ζωή όλως νέα ήρχισε διά τον Καρένιν και την σύζυγόν του.

Η Άννα μετέβαινεν εις τας κοσμικάς συγκεντρώσεις, εσύχναζεν εις της πριγκηπίσσης Μπέτσυ και πανταχού συνήντα τον Βρόνσκυ.

Ο Καρένιν το έβλεπεν, αλλ' ουδέν ηδύνατο να πράξη.

Εις όλας του τας αποπείρας όπως επιτύχη μίαν εξήγησιν, εκείνη αντέτασσε το αδιείσδυτον τείχος της γελαστής καταπλήξεως.

Εξωτερικώς η ζωή των παρέμενεν η αυτή, αλλ' αι ιδιαίτεραι σχέσεις των είχον μεταβληθή ριζικώς.

Πάντοτε οσάκις ανελογίζετο την κατάστασίν του ή την θέσιν του, εσκέπτετο ότι ώφειλε να δοκιμάση και νέαν απόπειραν.

Διετήρει ακόμη την ελπίδα να επαναγάγη την σύζυγόν του εις λογικάς συναισθήσεις διά της τρυφερότητος και της πειστικότητος, αλλά μόλις ήρχιζε να ομιλή μετ' αυτής, κατενόει ότι το πνεύμα του κακού και του ψεύδους, το οποίον είχε λάβει κατοχήν της Άννης, διωχετεύετο και εις αυτόν τον ίδιον και τον ημπόδιζε να εκφράση εκείνο, το οποίον προυτίθετο να της είπη.

Απηυθύνετο προς αυτήν με τον αόριστον της φωνής του τόνον, αλλά εις τον τόνον αυτόν του ήτο αδύνατον να διατυπώση τους λόγους ους ώφειλε να προφέρη.

* * *

Ο πόθος, όστις, επί ολόκληρον έτος, είχεν αποτελέσει τον μοναδικόν μαγνίτην της ζωής του Βρόνσκυ, αντικαταστήσας όλας τας παλαιάς ερωτικάς του κλίσεις, και όστις διά την Άνναν ήτο το όνειρον της ευτυχίας της αδυνάτου, της τρομακτικής και κατά τοσούτο μάλλον ελκυστικής. – ο πόθος αυτός είχεν ικανοποιηθή.

Ωχρός, με την κάτω σιαγόνα τρέμουσαν, ο Βρόνσκυ ίστατο ενώπιον της Άννας και την ικέτευε να πραϋνθή, χωρίς να γνωρίζη τι θα ηδύνατο να την πραΰνη.

– Άννα, Άννα, έλεγε διά φωνής τρεμούσης, Άννα, έλεος!

Αλλ' όσον ούτος ύψωνε την φωνήν, κατά τοσούτον εκείνη εταπείνου την κεφαλήν, την άλλοτε υπερήφανον και χαρωπήν και τώρα συντετριμμένην και αισθανομένην αίσχος· εκυρτούτο προς τα εμπρός, και ολισθαίνουσα εκ του διβανίου, επί του οποίου εκάθητο, εσύρετο προς το δάπεδον προ των ποδών αυτού, και θα κατέπιπτεν επί του τάπητος, αν δεν την συνεκράτει.

– Θεέ μου! συγχώρησόν με! έλεγεν ολολύζουσα και θλίβουσα τας χείρας του Βρόνσκυ επί του στήθους της.

 

Ησθάνετο εαυτήν τόσον εγκληματίαν και τόσον ένοχον, ώστε δεν της υπελείπετο παρά να ταπεινούται και να ζητή συγγνώμην, και επειδή πλέον δεν είχε κανένα άλλον πλην αυτού εις την ζωήν, παρ' αυτού ικέτευε συγγνώμην.

Τον παρετήρει, ησθάνετο φύσει την εξουθένωσίν της και δεν ηδύνατο ν' αρθρώση λέξιν.

Ο Βρόνσκυ της εκάλυψε την μορφήν και τους ώμους με φιλήματα.

Εγονυπέτησε δε και ηθέλησε να ατενίση την μορφήν της Άννας· αλλ' εκείνη την απέκρυψε και δεν επρόφερε λέξιν.

Τέλος ανηγέρθη επιπόνως και τον απώθησε.

Η μορφή της ήτο πάντοτε ωραία, αλλά τόρα εξέφραζε μεγαλείτερον πόνον.

– Τα πάντα ετελείωσαν! είπεν. Ενθυμού ότι του λοιπού συ μόνος μου μένεις εν τω κόσμω.

– Δεν δύναμαι να λησμονήσω ποτέ εκείνο που αποτελεί την ζωήν μου. Χάριν μιας στιγμιαίας ευτυχίας.

– Ποίας ευτυχίας! είπεν εκείνη μετ' αποτροπιασμού και φρίκης, και χωρίς να το θέλη η απογοήτευσις εκείνη μετηγγίσθη και εις αυτόν. Έλεος, έλεος, ούτε λόγον πλέον περί τούτου.

Ανηγέρθη αποτόμως και απεμακρύνθη απ' αυτού.

Η Άννα ησθάνετο ότι δεν ηδύνατο να εύρη λέξεις όπως εκφράση το αίσθημα του αίσχους της χαράς και της φρίκης, όπερ την επλήρου ολόκληρον αφού διήλθε το κατώφλιον της νέας της ζωής, και δεν ήθελε τίποτε να είπη διά να μη βεβηλώση το συναίσθημα τούτο διά λόγων ακαταλλήλων.

– Ούτε λέξιν επί πλέον, επανέλαβεν η Άννα, και τον αφήκε με έκφρασιν παγεράς απογνώσεως, ήτις βαθύτατα τον εξέπληξε.

* * *

Κατά την ημέραν των ιπποδρομιών, εις το Κράσνοϊε – Σέλο, ο Βρόνσκυ προσήλθε ταχύτερον του συνήθους εις το σύνταγμά του.

Είχε καθήσει, φέρων ρεδιγκόταν ανοικτήν επί του λευκού του γιλέκου, στηριζόμενος επί της τραπέζης δι' αμφοτέρων των αγκώνων και εκύτταζε μηχανικώς γαλλικόν τι μυθιστόρημα ανοικτόν επί του πινακίου του.

Παρετήρει το βιβλίον τούτο διά ν' αποφύγη να ομιλή προς τους εισερχομένους και εξερχομένους αξιωματικούς και διά να εγκαταλειφθή εις τας ιδίας του σκέψεις.

Ανελογίζετο την υπόσχεσιν, ην τω είχε δώσει η Άννα, να του ορίση συνέντευξιν την ιδίαν εκείνην ημέραν, μετά τας ιπποδρομίας.

Δεν την είχεν ιδεί προ τριών ημερών, και, επειδή ο Καρένιν επέστρεφεν ήδη έκ τινος ταξειδίου του εις το εξωτερικόν, δεν εγνώριζεν αν η Άννα θα ήτο ελευθέρα να προσέλθη· και διελογίζετο πώς θα εβεβαιώνετο περί τούτου.

Διά τελευταίαν φοράν την είχεν ιδεί, παρά τη εξαδέλφη του, Μπέτσυ, κατά τινα εξοχικήν εκδρομήν, και μετέβαινεν όσον το δυνατόν σπανιώτερον εις την εξοχικήν οικίαν του Καρένιν.

Επόθει συνεπώς να μεταβή εκεί αυθημερόν και διελογίζετο πώς θα ηδύνατο να ενεργήση προς επιτυχίαν τούτου.

«Θα είπω ότι η Μπέτσυ με απέστειλεν όπως ερωτήσω εκ μέρους της αν η Άννα θα ήρχετο εις τους αγώνας.. Ω! θα πάω, θα πάω· ασφαλώς θα πάω!» εσκέφθη αποφασιστικώς και ανύψωσε την κεφαλήν υπέρ το βιβλίον του.

Ανελογίσθη την ευδαιμονίαν, ην θα εδοκίμαζεν επαναβλέπων αυτήν, και η μορφή του ηκτινοβόλησε.

Μετά το γεύμα του, επέβη αμάξης και διέταξε να τον οδηγήσωσιν εις το Πέτερχωφ.

Ηυφραίνετο σκεπτόμενος ότι θα εύρισκε την Άννα μόνην, διότι εγνώριζεν ότι ο Καρένιν είχε παραμείνει εν Πετρουπόλει. Ελπίζων δε ότι θα ήτο μόνη, ο Βρόνσκυ, ίνα ελκύση όσον το δυνατόν ολιγώτερον την εφ' εαυτού προσοχήν, όπως έπραττε πάντοτε, κατήλθε της αμάξης πολύ μακρύτερα της οικίας της και ετελείωσε τον δρόμον πεζή. Δεν εισήλθε δε διά του προστόου, αλλά διά του κήπου.

Είχε λησμονήσει όλας τας απασχολούσας αυτόν σκέψεις. Μία μόνη ιδέα εκυριάρχει του νοός του, ότι επρόκειτο να την ίδη, όχι εντός της φαντασίας του, αλλά ζώσαν, ολόκληρον, τοιαύτην οποία ήτο εν τη πραγματική της υποστάσει.

Ανήρχετο ήδη τας βαθμίδας του εξώστου πατών με ολόκληρον το πέλμα διά να μη κάμνουν κρότον τα βήματά του, οπόταν ανελογίσθη το μάλλον ανησυχητικόν σημείον των σχέσεών του· ανελογίσθη τον υιόν της Άννας, του οποίου το ερωτηματικόν βλέμμα τον ενέβαλλεν εις αμηχανίαν.

Το αγοράκι εκείνο, πλειότερον παντός ετέρου, ευρίσκετο αδιαλείπτως επί του δρόμου του.

Οσάκις το παιδίον ευρίσκετο μαζί των, ούτε ο Βρόνσκυ ούτε η Άννα εποιούντο τον παραμικρόν υπαινιγμόν προς παν, ό,τι το παιδίον δεν έπρεπε κατ' ουδένα λόγον να εννοήση ή να υποπτεύση. Θα εθεώρουν ανάξιον εαυτών και ταπεινωτικόν να ευρεθώσιν εις την ανάγκην να το εξαπατήσουν. Επί παρουσία του, συνεπώς, ωμίλουν ως απλοί φίλοι.

Παρά την προφύλαξιν όμως ταύτην, ο Βρόνσκυ παρηκολούθει πολλάκις το βλέμμα, το οποίον προσήλωνεν επ' αυτού το μικρό αγοράκι, βλέμμα προσεκτικόν και τεταραγμένον· παρετήρει επίσης την παράδοξον αιδημοσύνην του και την ανισότητα της ευθυμίας την οποίαν εξεδήλωνε προς αυτόν· οτέ μεν θωπευτικόν, οτέ δε παγερόν, ωσανεί ο μορτάκος εκείνος εμάντευεν ότι μεταξύ του ανθρώπου εκείνου και της μητρός του υφίσταντο σχέσεις ενδιαφέρουσαι, των οποίων όμως δεν είχε την δύναμιν να κατανοήση την σημασίαν.

Πράγματι, με την παιδικήν του φωτεινότητα της αντιλήψεως, διέβλεπε καθαρά ότι ο πατήρ του και η διδασκάλισσα Κιάτια, χωρίς να λέγουν κακόν τι διά τον Βρόνσκυ, τον ητένιζον μετά δυσαρεσκείας και φόβου, εν ώ η μητέρα του τον εχαρακτήριζεν ως τον καλλίτερόν της φίλον:

– Τι να σημαίνη άρα γε τούτο; Ποίος λοιπόν είνε αυτός ο άνθρωπος; Διατί πρέπει να τον αγαπώ; Είνε σφάλμα δικό μου άρα γε που δεν καταλαβαίνω τι άνθρωπος είναι, ή μήπως είμαι χωρίς να το εννοώ, κακό παιδί;

Την φοράν όμως αυτήν ο Σεριόγια δεν ήτο εις το σπίτι και η Άννα ήτο ολομόναχη, καθημένη εις τον εξώστην, όπου ανέμενε την επιστροφήν του υιού της εξελθόντος εις περίπατον.

Είχε καθήσει όπισθεν των ανθέων, εις μίαν γωνίαν της ταράτσας, και δεν ήκουσε τον Βρόνσκυ πλησιάζοντα.

Η μελαχροινή της κεφαλή ήτο κεκλιμένη, και εστήριζε το μέτωπόν της επί του ποτιστήρος, του τοποθετημένου επί του γείσου και τον περιέβαλε διά των ωραίων της δακτυλιοφόρων δακτύλων τα οποία ο Βρόνσκυ εγνώριζε τόσον καλώς.

Το κάλλος ολοκλήρου του ατόμου της, της κεφαλής της, του τραχήλου της, των χειρών της, συνεκίνει εκάστοτε τον Βρόνσυ και τον εγοήτευεν ως να τ' αντίκρυζε διά πρώτην φοράν.

Εσταμάτησε διά να την απολαύση μετά μαγεύοντος θαυμασμού.

Μόλις όμως εδοκίμασε να κάμη έν βήμα όπως την πλησιάση, η Άννα εμάντευσε την παρουσίαν του, απώθησε τον ποτιστήρα και έστρεψε προς αυτόν το φλογισμένον πρόσωπόν της.

– Τι έχετε; ηρώτησεν εκείνος πλησιάσας.

– Δεν σ' επερίμενα.

– Ω! τι κρύο χέρι, είπεν ο νέος.

– Μ' ετρόμαξες!.. Είμαι μόνη και περιμένω τον Σεριόγια. Όπου και αν είνε φθάνουν.

Αν και εβίαζεν όμως εαυτήν να φανή ήρεμος, τα χείλη της έτρεμον.

– Συγχωρήσατέ με αλλά δεν ηδυνάμην να περάσω ολόκληρον ημέραν χωρίς να σας ίδω.

– Να σας συγχωρήσω! Αλλ' είμαι τόσον ευτυχής διά την επίσκεψίν σας!

– Αλλ' είσθε ασθενής ή σας συνέβη καμμία σύγχυσις; εξηκολούθησεν εκείνος χωρίς ν' αφήση το χέρι της και κύπτων προς αυτήν.. Τι σκέπτεσθε;

– Πάντοτε τα ίδια, συνεπλήρωσεν εκείνη μειδιάσασα.

Η Άννα έλεγε την αλήθειαν.

Οιανδήποτε στιγμήν και αν ηρωτάτο, θα ηδύνατο ν' αποκριθή:

«Πάντοτε τα ίδια!» Πάντοτε δηλαδή ανελογίζετο εκείνο που απετέλει ταυτοχρόνως την ευτυχίαν και την δυστυχίαν της.

Καθ' ήν στιγμήν είχε φθάσει ο νέος, εκείνη διηρωτάτο διατί τάχα δι' άλλας γυναίκας, διά την κόμησσαν Μπέτσυ, της οποίας εγνώριζε τας σχέσεις μετά του Τούσκεβιτς, όλα ήσαν εύκολα, ενώ δι' αυτήν τα πάντα καθίσταντο μαρτύριον.

Σήμερον δε η σκέψις αυτή, εξ αιτίας κάποιας ανακαλύψεως την οποίαν είχε κάμει, την επέθλιβε περισσότερον ή άλλοτε.

Τον ηρώτησεν εν τούτοις περί των ιπποδρομιών.

Διά να την διασκεδάση, της διηγήθη με τον μάλλον αφελή τρόπον τας λεπτομερείας των προετοιμασιών του.

«Πρέπει να το είπω ή να σιωπήσω;» εσκέπτετο εκείνη ατενίζουσα αυτόν εντός των ωραίων του οφθαλμών, των γαληνίων και ηδυπαθών.

«Είνε τόσον ευτυχής! Είνε τόσον απερροφημένος από τας ιπποδρομίας του, ώστε δεν θα εννοήση όλην την έκτασιν και την σημασίαν του γεγονότος τούτου.»

Αλλά δεν μου είπατε τι σκέπτεσθε καθ' ήν στιγμήν εισήλθα; είπεν εκείνος διακόψας την διήγησίν του. Σας παρακαλώ, ειπέτε το μου.

Εκείνη δεν απεκρίθη, έκλινε πλαγίως την κεφαλήν και τον ητένισεν εκ των κάτω ερωτηματικώς διά των μεγάλων της οφθαλμών, οι οποίοι έλαμπον υπό τας μακράς της βλεφαρίδας.

Το χέρι της, το οποίον έπαιζε με ένα φύλλον δένδρου, έτρεμεν.

Η μορφή του Βρόνσκυ εξέφραζε την ευπείθειαν εκείνην, την αφοσίωσιν εκείνην του σκλάβου, την οποίαν αείποτε ανεκάλυπτεν εν αυτώ και η οποία τόσον την εγοήτευε.

– Διαβλέπω ότι επεσυνέβη κάτι το σημαντικόν, είπεν. Αλλά ειμπορώ να είμαι έστω και επί μίαν στιγμήν ήσυχος όταν γνωρίζω ότι έχετε κάποιαν θλίψιν, την οποίαν δεν συμμερίζομαι; Εμπιστευθήτε την μου, σας το ζητώ ως χάριν!.. Σας ικετεύω!