Za darmo

Άννα Καρένιν

Tekst
iOSAndroidWindows Phone
Gdzie wysłać link do aplikacji?
Nie zamykaj tego okna, dopóki nie wprowadzisz kodu na urządzeniu mobilnym
Ponów próbęLink został wysłany

Na prośbę właściciela praw autorskich ta książka nie jest dostępna do pobrania jako plik.

Można ją jednak przeczytać w naszych aplikacjach mobilnych (nawet bez połączenia z internetem) oraz online w witrynie LitRes.

Oznacz jako przeczytane
Czcionka:Mniejsze АаWiększe Aa

Η Άννα εκοκκίνισεν και διεκόπη.

– Ω; οι άνδρες το αντιλαμβάνονται αμέσως, παρετήρησεν η Δόλλυ.

– Θα εβυθιζόμην εις απόγνωσιν, αν αποκαλύπτετο σοβαρόν τι εκ μέρους του, ανεφώνησεν η Άννα.. Είμαι άλλωστε βεβαία, ότι όλα αυτά θα διασκεδασθώσι γρήγορα, μόλις η Κίττυ και αυτός παύσουν να με βλέπουν.

– Θα σε βεβαιώσω, άλλως τε, Άννα, ότι δεν επικροτώ εγώ αυτόν τον γάμον διά την Κίττυ. Και, αν ο Βρόνσκυ, διότι σε είδεν άπαξ μόνον, ηράσθη σου, προτιμότερον είναι να μη γείνη αυτός ο γάμος.

– Αναχωρώ, αφού κατέστησα εχθράν μου την Κίττυ, την οποίαν αγαπώ με όλην μου την καρδιά! Αλλά, θα τα διευκρινίσης συ όλα αυτά, Δόλλυ, δεν είν' έτσι;

Κατά την στιγμήν της αναχωρήσεως προσήλθεν ο Ομπλόνσκυ.

Η ευαισθησία της Άννας μετεδόθη εις την Δόλλυ, και, όταν την ενηγκαλίσθη διά τελευταίαν φοράν, της εψιθύρισε.

– Ποτέ δεν θα λησμονήσω ό,τι έκαμες δι' εμέ. Και συ, μη λησμόνει ποτέ ότι σε αγαπώ και θα σ' αγαπώ πάντοτε ως την καλλιτέραν μου φίλην.

– Δεν εννοώ διά ποίον λόγον μ' ευχαριστείς! είπεν η Άννα ασπαζομένη αυτήν και καταστέλλουσα τα δάκρυά της.

– Με εννόησες, με εννοείς, χαίρε, αγαπητή μου!

«Τώρα, όλα ετελείωσαν, και χάρις τω Θεώ!.» εσκέφθη η Άννα καθημένη επί του εδωλίου ενός κλινοφόρου βαγονίου, παραπλεύρως της θαλαμηπόλου της.

Ανεμνήσθη τότε πάνθ' όσα είχον συμβή εν Μόσχα, ανεπόλησε τον χορόν, τον Βρόνσκυ, την μορφήν αυτού την ερωτίλην και ταπεινήν, πανθ' όσα συνέβησαν μεταξύ των και δεν ευρήκε τίποτε το επίμεμπτον εν αυτοίς.

Ηγέρθη διά να μετατρέψη τον ρουν των εντυπώσεών της, και αφήρεσε την μπελερίνα του θερμού της ταξειδιωτικού επανωφορίου. Επί στιγμήν αντελήφθη ότι άνθρωπός τις εισελθών εις το βαγόνι, ένας υψηλόσωμος και ισχνός μουζίκος, περιβεβλημένος μανδύαν από του οποίου έλειπον αρκετά κομβία, ήτο ο θερμαστής· τον είδε να εξετάζη το θερμόμετρον και παρετήρησεν ότι ο άνεμος και η χιών εισώρμησαν εξόπισθέν του εις το διαμέρισμα εκείνο· αλλά πάραυτα εσυγχύσθησαν και αύθις τα πάντα.

Η φωνή ανθρώπου βυθισθέντος εντός των χιόνων κάτι της εφώναξεν εις το ους. Η Άννα αντελήφθη ότι είχον φθάσει είς τινα σταθμόν και ότι ο οδηγός εφώναζε το όνομα του σταθμού. Εζήτησεν από την θαλαμηπόλον της να της δώση το σάλι και την μπελερίνα, τα έρριψε δε επί των ώμων της και διηυθύνθη προς την θύραν.

– Θα εξέλθη η κυρία; ηρώτησεν η υπηρέτρια.

– Ναι, έχω ανάγκην να αναπνεύσω, κάμνει υπερβολική ζέστη εδώ.

Ήνοιξε την θυρίδα. Η χιών και ο άνεμος την απώθησαν, και, παλαίοντες, κατ' αυτής, την ημπόδισαν ν' ανοίξη την θύραν. Τέλος όμως, κατώρθωσε ν' ανοίξη.

Άνθρωπός τις φέρων στρατιωτικόν μανδύαν την επλησίασε και απέφραξε το ψυχορραγούν φως του λαμπτήρος.

Αυτοστιγμί η Άννα ανεγνώρισε τον Βρόνσκυ.

Εκείνος υπεκλίθη ενώπιόν της υψώσας την χείρα μέχρι του γείσου του πηλικίου του και τη προσέφερε τας υπηρεσίας του.

Η Άννα δεν απεκρίθη, αλλά τον ητένισεν επί πολύ, καίτοι δε ευρίσκετο εν τη σκιά, διέκρινεν εν τούτοις, ή ενόμισεν ότι διέκρινε, την έκφρασιν της μορφής και των οφθαλμών του.

Ήτο και πάλιν η ιδία εκείνη έκφρασις του αιδήμονος θαυμασμού, η οποία την προηγουμένην ημέραν τόσω βαθείαν της είχεν εμποιήσει εντύπωσιν.

Κατά το διάστημα των δύο τελευταίων ημερών, και, μίαν στιγμήν προτήτερα, επανελάμβανε προς εαυτήν συνεχώς ότι ο Βρόνσκυ ήτο δι' αυτήν τίποτε περισσότερον από ένας εκ των νέων εκείνων, τους οποίους συναντώμεν καθ' εκάστην κατά εκατοντάδας, και ότι ουδέποτε θα κατεδέχετο να προσέξη εις αυτόν ιδιαιτέρως.. Και όμως ιδού ότι τώρα που τον επανεύρισκεν απροόπτως, την κατελάμβαμε κάποιο συναίσθημα ευφροσύνου υπερηφανείας.

– Ηγνόουν ότι ευρίσκεσθε εις το τραίνον τούτο! Διατί ανεχωρήσατε εκ Μόσχας; ηρώτησεν.

Ο Βρόνσκυ προέφερε τα λόγια που ανέμενεν η ψυχή της νεαράς γυναικός και που εφοβείτο η λογική της.

– Συγχωρήσατέ με αν η συμπεριφορά μου σας είναι δυσάρεστος, εξηκολούθησεν εκείνος.

Ο Βρόνσκυ ωμίλει φιλοφρόνως και μετ' αιδήμονος σεβασμού αλλά μετά τόσης σταθερότητος και εμμονής, ώστε εκείνη εβράδυνε πολύ να εύρη λέξεις απαντήσεως.

– Ό,τι λέγετε είναι κακόν, είπε τέλος η νεαρά γυνή. Και, αν είσθε αγαθός, λησμονήσατε αυτά τα λόγια, όπως θα τα λησμονήσω και εγώ.

– Ουδέποτε θα λησμονήσω ούτε έν από τα λόγια σας, ούτε μίαν από τας κινήσεις σας, δεν δύναμαι να το πράξω!

– Αρκεί, αρκεί! εφώναξεν εκείνη, μάτην προσπαθούσα να προσδώση έκφρασιν αυστηράν εις την μορφήν της, ην ο Βρόνσκυ απελάμβανε δι' απλήστων βλεμμάτων.

Δραξαμένη δε της λαβής του βαγονίου, ώρμησεν επί των βαθμίδων και έφθασε ταχέως εις το επίστεγον αυτού. Χωρίς δε να ενθυμήται πλέον ούτε τους ιδίους της λόγους ούτε τους του Βρόνσκυ, κατενόησεν ότι η συνομιλία εκείνη, ήτις επί μίαν μόλις στιγμήν είχε διαρκέσει, τους είχε τρομακτικώς προσεγγίσει. Και ησθάνθη τρόμον συνάμα και ευτυχίαν.

Έμεινεν επί τινας στιγμάς σιωπηλή, είτα δε εισήλθεν εις το διαμέρισμα και ανέλαβε την θέσιν της.

Η κατάστασις της νευρικής υπερεντάσεως, ην τόσον ισχυρώς είχεν αισθανθή, ενετείνετο ήδη επί μάλλον και μάλλον, και εφοβείτο έκρηξιν. Καθ' όλην την νύκτα δεν ηδυνήθη να κλείση μάτι.

Μόνον περί την πρωίαν η Άννα εναρκώθη επί του εδολίου της. Όταν δ' αφυπνίσθη ήτο πλέον ημέρα και το τραίνον επλησίαζεν εις την Πετρούπολιν. Αμέσως τότε ανελογίσθη το σπίτι της, τον σύζυγόν της, τον υιόν της και ανέκτησε τας συνήθεις της απασχολήσεις.

Μόλις το τραίνον εσταμάτησε και κατήλθεν εις την αποβάθραν η πρώτη μορφή, ην αντίκρυσεν, ήτο η μορφή του συζύγου της.

– Α! Θεέ μου! γιατί τα αυτιά του έγειναν τόσον μακρυά; διελογίσθη παρατηρούσα την ψυχράν και τυπικήν του μορφήν και ιδίως τους χόνδρους των ώτων του, οίτινες συνεκράτουν τον γύρον του στρογγυλού καπέλλου του.

Μόλις διακρίνας την σύζυγόν του, ο Καρένιν έσπευσεν εις υπάντησίν της με τα χείλη διεσταλμένα υπό το σύνηθες αυτού αινιγματώδες μειδίαμα και παρατηρών αυτήν πυρωδώς με τα μεγάλα του και κουρασμένα μάτια.

Κάποιο συναίσθημα δυσθυμίας έπληξε την καρδίαν της Άννας όταν αντίκρυσε το έμμονον και κεκμηκόν εκείνο βλέμμα, ως να είχεν ελπίσει ότι θα το εύρισκε διαφορετικόν. Κατεπλήσσετο δε κυρίως από το σηναίσθημα της δυσαρεσκείας προς εαυτήν, το οποίον ησθάνθη επανευρούσα τον σύζυγόν της. Το συναίσθημα τούτο δεν ήτο νέον, το εγνώριζεν, αλλά, προτήτερα, δεν της είχε κάμει εντύπωσιν. Την φοράν αυτήν όμως το διέκρινε καθαρά και υπέφερεν εξ αυτού.

– Ναι, όπως αντιλαμβάνεσαι, πρόκειται περί συζύγου τρυφερού, προθύμου όπως αν είχομεν νυμφευθή προ ενός μόλις έτους, και όστις φλέγεται από τον πόθον να σ' επανίδη! είπεν ο Καρένιν με την βραδείαν και λεπτήν του φωνήν και με τόνον που μετεχειρίζετο πάντοτε, οσάκις ωμίλει προς αυτήν, τόνον ημιείρωνα.

– Ο Σεριόγια είνε καλά; ηρώτησεν εκείνη.

– Αυτή είναι η όλη ανταμοιβή μου διά τον διάπυρον έρωτά μου; Το παιδί μας είνε καλά, πολύ καλά!

* * *

Ο Βρόνσκυ ούτε επεζήτησε καν να κοιμηθή κατά την νύκτα εκείνην.

Είχε μείνει καθήμενος επί του εδωλίου, του, κυτάζων δ' εμπρός του ασκόπως ή παρατηρών τους εισερχομένους και εξερχομένους.

Αλλά δεν έβλεπε κανένα και τίποτε. Δεν εγνώριζε και ούτε διηρώτα καν εαυτόν τι θα προέκυπτεν εκ της περιπετείας του.

Δεν εκοιμήθη καθ' όλην την νύκτα, διότι δεν έπαυσεν αναπολών απάσας τας στιγμάς καθ' ας την είχε ίδει, όλα τα λόγια τα οποία είχε προφέρει, και εικόνες δυνατού μέλλοντος εκυμαίνοντο εντός της φαντασίας του και επλήρουν εκστάσεως την καρδίαν του.

Όταν κατήλθε του βαγονίου εις την Πετρούπολιν, εσταμάτησεν ενώπιον του διαμερίσματός του διά ν' αναμείνη την έξοδον της Άννας.

Θα την ίδω μίαν ακόμη φοράν, διελογίσθη με ακούσιον μειδίαμα.

Αλλά προτού δυνηθή να ίδη την Άνναν, παρετήρησε τον Καρένιν, τον οποίον ο σταθμάρχης συνώδευε μετά σεβασμού διά μέσου του πλήθους.

– Α! ναι, ο σύζυγος!

Διά πρώτην μόλις φοράν τώρα ο Βρόνσκυ κατενόησεν ότι εκείνη συνεδέετο προς άλλον. Εγνώριζε κάλλιστα ότι η Άννα ήτο νυμφευμένη, αλλά δεν επίστευεν εις την ύπαρξιν του συζύγου τούτου, και επείσθη περί τούτου μόνον όταν τον αντίκρυοε με την κεφαλήν, τους ώμους, τα κνήμας του με το μαύρο πανταλόνι, και, προπάντων, όταν είδε πως ο σύζυγος εκείνος, με την συναίσθησιν του ιδιοκτήτου, έλαβεν ηρέμα την χείρα της Άννας.

Είδε πώς επλησίασαν αλλήλους οι δύο σύζυγοι, και, με την οξυδέρκειαν ερωτευμένου, αντελήφθη την έλαφράν δυσφορίαν μετά της οποίας η Άννα απεκρίθη προς τον Καρένιν.

– Όχι, δεν τον αγαπά, δεν δύναται να τον αγαπά! εψιθύρισεν αποφασιστικώς ο Βρόνσκυ.

Διευθυνθείς δε προς αυτήν, αντελήφθη μετά χαράς, ότι ησθάνετο την προσέγγισιν του· είχε στραφή προς αυτόν, και κητάξασα αυτόν εξηκολούθησε την μετά του συζύγου συνομιλίαν της.

– Επεράσατε καλά την νύκτα; είπεν ο Βρόνσκυ υποκλιθείς ενώπιον της Άννας και του Καρένιν ταυτοχρόνως, αφήσας δ' εις τούτον την ελευθερίαν να κρίνη ή όχι κατά βούλησιν τον χαιρετισμόν του.

– Σας ευχαριστώ.. , κάλλιστα, είπεν η Άννα.

Η μορφή της εφαίνετο κουρασμένη, αλλ' εις διάστημα μιας στιγμής, όταν τον ητένισεν, οι οφθαλμοί της εφωτίσθησαν, και η φευγαλέα εκείνη ζωηρότης κατέστησε τον Βρόνσκυ ευτυχή.

Ητένισεν εκείνη τον σύζυγόν της ίνα αντιληφθή αν εγνώριζε τον Βρόνσκυ.

Ο Καρένιν παρετήρει τον αξιωματικόν μετά δυσφορίας, διερωτών εαυτόν αφηρημένος ποίος άρα γε να ήτο.

Το γαλήνιον και σταθερόν ύφος του Βρόνσκυ συνεκρούσθη προς την ψυχράν σταθερότητα του Καρένιν ως δρεπάνη επί λίθου.

– Ο κόμης Βρόνσκυ, είπεν η Άννα.

– Α! νομίζω ότι κάποτε συνηντήθημεν, είπεν ο Καρένιν αδιαφόρως τείνας αυτώ την χείρα.

– Ανεχώρησες εκ Πετρουπόλεος μετά της μητρός και επιστρέφεις μετά του υιού, προσέθηκε τονίζων κάθε συλλαβήν.

– Επανέρχεσθε αναμφιβόλως ληξάσης της αδείας σας; είπε προς τον Βρόνσκυ.

Και χωρίς ν' αναμείνη απάντησιν, εξηκολούθησεν αποταθείς προς την σύζυγόν του με τόνον παιγνιώδη.

– Λοιπόν! έρρευσαν πολλά δάκρυα εις την Μόσχαν κατά τους αποχαιρετισμούς;

Υπεδείκνυεν εις τον Βρόνσκυ ότι επεθύμει να μείνη μόνος μετά της συζύγου του· έφερε μάλιστα την χείρα εις τον πίλον του αλλ' ο νέος είπε προς την Άνναν:

 

– Θα λάβω την τιμήν να έλθω να λάβω ειδήσεις σας.

Ο Καρένιν εστήριξεν επί του Βρόνσκυ κουρασμένον βλέμμα.

– Θα λογισθώμεν πολύ ευτυχείς, είπε ψυχρώς, δεχόμεθα κατά Δευτέραν.

Είτα δε, αποχαιρετήσας οριστικώς τον Βρόνσκυ, είπε προς την σύζυγόν του φιλοπαίγμων:

Έτυχα της ευτυχίας να διαθέτω ημίσειαν ώραν διά να έλθω εις συνάντησίν σου, ηδυνήθην τοιουτοτρόπως να σου εκδηλώσω όλην μου την τρυφερότητα.

– Τονίζεις υπερβολικά τας φιλοφρονήσεις σου διά να τας αντιλαμβάνωμαι, απήντησεν εκείνη με τον ίδιον τόνον, τείνουσα χωρίς να το θέλη το ους προς τον θόρυβον των βημάτων του Βρόνσκυ, όστις εβάδιζεν όπισθέν της.

* * *

Το πρώτον πρόσωπον το οποίον έσπευσεν εις υποδοχήν της Άννας, μόλις έφθασεν εις την οικίαν της, υπήρξεν ο υιός της: το παιδίον έδραμεν εις την κλίμακα, παρά τας νουθεσίας της διδασκαλίσσης του, φωνάζον με παράφορον χαρά: «Μαμά, μαμά!» Όταν δε την επλησίασεν, έμεινε κρεμασμένον από το λαιμό της.

– Σας το είπα εγώ, πως η μαμά ήταν, είπε προς την διδασκάλισσαν, το είξευρα εγώ!.

Όπως ο σύζυγός της, ομοίως και ο υιός της παρήγαγεν επί της Άννας εντύπωσιν, ήτις ωμοίαζε προς απογοήτευσιν. Τον εφαντάζετο ωραιότερον αφ' όσον ήτο. Και τώρα ήτο ηναγκασμένη να υποστρέψη εις την αληθή πραγματικότητα, διά να τον αγαπά όπως τον εύρισκεν.

Ο Σεριόγια ήτο θελκτικός με τους ξανθούς του πλοκάμους, με τα γαλανά του μάτια και με τα μικρά του ελαφρά και παχουλά ποδαράκια, μέσα εις τας καλώς εφαρμοζούσας περικνημίδας του.

Η Άννα ησθάνετο φυσικήν σχεδόν ηδονήν επί τη προσεγγίσει του και ταις θωπείαις του και κάποιαν πνευματικήν γαλήνην οσάκις συνήντα το άκακον βλέμμα του, το πλήρες εμπιστοσύνης και αγάπης, και οσάκις ήκουε τας αφελείς του ερωτήσεις.

Του παρέδιδε δώρα τα οποία του είχον αποστείλει τα τέκνα της Δόλλυ, οπότε τη ανηγγέλθη η κόμησσα Λυδία Ιβανόβνα, μία γυραιά φίλη των Καρένιν, αποτελούσα το κέντρον ενός των κοσμικών συνδέσμων.

Ήτο γυνή υψηλού αναστήματος, πολύσαρκος, με κιτρινωπήν χροιάν καχεξίας και με ωραία μαύρα ρεμβώδη μάτια. Η Άννα την ηγάπα πολύ, την ημέραν όμως εκείνην διά πρώτην φοράν διέκρινε όλα της τα ελαττώματα.

– Λοιπόν, αγαπητή μου έφερες τον κλάδον της ελαίας; ερώτησεν η κόμησσα Λυδία Ιβανόβνα μόλις εισελθούσα εις το δωμάτιον.

– Ναι, τώρα πλέον ετελείωσαν όλα, ουδέποτε άλλωςτε υπήρξε τόσον σοβαρόν το ζήτημα, όσον το υπεθέτομεν ημείς.

Αλλά η κόμησσα Λυδία Ιβανόβνα, ήτις ενδιαφέρετο διά παν ό,τι δεν την αφεώρα προσωπικώς, είχε την συνήθειαν να μη ακούη ποτέ όσα απηυθύνοντο ειδικώς προς αυτήν.

– Μάλιστα, υπερβολική η δυστυχία και αι θλίψεις επί της γης και σήμερον είμαι εξηντλημένη.

– Τι έχετε; ηρώτησεν η Άννα καταστείλασα έν μειδίαμα.

– Αρχίζω ν' απαυδώ θραύουσα ματαίως λόγχας χάριν της αληθείας!

Ευχαριστημένη δε από το ευτυχές εκείνο αποτέλεσμα η κόμησσα Λυδία απεσύρθη εν πάση σπουδή, διότι ώφειλε να παραστή, κατά το διάστημα του απογεύματος, εις πολλά κομητάτα.

Ο Καρένιν επέστρεψεν εκ του Υπουργείου κατά τας τέσσαρας, και, όπως συνέβαινε συχνά, δεν έλαβε καιρόν να εισέλθη εις το διαμέρισμα της συζύγου του. Είχε να δεχθή διαφόρους απαιτητάς και να υπογράψη πολλά ενδιαφέροντα έγγραφα. Οι Καρένιν είχον πάντοτε συνδαιτημόνας τρία ή τέσσαρα πρόσωπα, και η Άννα κατήλθεν εις το σαλόνι διά να δεχθή μίαν γηραιάν εξαδέλφην του συζύγου της, τον πρόεδρον του ανακτοβουλίου μετά της συζύγου του και κάποιον νέον ιδιαιτέρως συστηθέντα εις τον Καρένιν.

Εις τας πέντε ακριβώς, ο Καρένιν, εν επισήμω περιβολή με δύο παράσημα και λευκήν κραβάταν, εισήλθεν εις την αίθουσαν.

Κάθε στιγμή της ζωής του ήτο ειδικώς διατεθειμένη και κανονισμένη εκ των προτέρων. «Άνευ σπουδής και άνευ αναπαύλας», τοιούτο το αξίωμά του.

Εχαιρέτησεν όλους του τους κεκλημένους και εκάθησε αμέσως κατόπιν, μειδιών προς την σύζυγόν του.

– Μάλιστα, είπεν, η μόνωσίς μου ετελείωσε. Δεν ειμπορείς να φαντασθής πόσον είνε ανιαρόν να τρώγη κανείς μόνος του!

Κατά το διάστημα του φαγητού ηρώτησε την σύζυγόν του περί των λαβόντων χώραν εν Μόσχα, ομιλών με περιφρονητικόν μειδίαμα περί του Στίβα Ομπλόνσκυ, αλλ' η συνομιλία παρέμεινε γενική.

Μετά το γεύμα ο Καρένιν επέρασεν ημίσειαν ώραν εις το σαλόνι, είτα δε, με το μειδίαμα εις τα χείλη, έθλιψε και πάλιν την χείρα της συζύγου του, απεχαιρέτησε τους ξένους του και μετέβη εις το Υπουργικόν συμβούλιον.

Η Άννα εισήλθεν εις τον θάλαμον του υιού της και επέρασεν όλον το απόγευμα μαζί του, τον επλάγιασεν εις την κλίνην του μόνη της και τον ετύλιξεν εντός των σκεπασμάτων του.

Ήτο ευτυχής διότι είχε μείνει εις το σπίτι και διότι επέρασε τας μεταμεσημβρινάς της ώρας υπό τοιαύτας συνθήκας.

Ησθάνετο εαυτήν πραϋνθείσαν, την καρδίαν της ανεκουφισμένην και διέβλεπε καθαρά ότι παν, ό,τι είχε παραστή ενώπιόν της την προτεραίαν κατά το σιδηροδρομικόν της ταξείδιον, υπό μορφήν τόσον ελκυστικήν, ήτο εν τη πραγματικότητί του απλούν κοινόν επεισόδιον της κοσμικής ζωής και ότι δεν είχε λόγον να ερυθρά δι' αυτό ούτε ενώπιον του κόσμου ούτε ενώπιον της ιδίας της συνειδήσεως.

Η Άννα εκάθησε προ της εστίας αναγινώσκουσα μυθιστόρημα και ανέμενε την επιστροφήν του συζύγου της. Κατά τας εννέα και μισή ήκουσε τον ήχον του κωδωνίσκου του Καρένιν, και, μετά μίαν στιγμήν, εισήλθεν ούτος εις τον θάλαμόν της.

– Ήλθες επί τέλους! είπεν η Άννα τείνουσα προς αυτόν την χείρα, ην ο Καρένιν ησπάσθη καθεσθείς παραπλεύρως της συζύγου του.

– Βλέπω τέλος ότι το ταξείδι σου επέτυχεν, είπε.

– Τελείως! απήντησεν η Άννα.

Διηγήθη δε όσα είχον συμβή καθ' οδόν, ωμίλησε περί της μητρός του Βρόνσκυ, περί του επεισοδίου του λαβόντος χώραν άμα τη αφίξει της, περί του οίκτου ον ησθάνθη κατ' αρχάς διά τον αδελφόν της, είτα δε και διά την Δόλλυ.

– Δεν παραδέχομαι ότι πρέπει να συγχωρήται μία τοιαύτη διαγωγή, έστω και αν πρόκειται περί του αδελφού σου, είπεν αυστηρώς ο Καρένιν.

Η Άννα εμειδίασε.

Κατενόησεν ότι ο σύζυγος της ωμίλει τοιουτοτρόπως ίνα αποδείξη ότι οι δεσμοί της συγγενείας δεν θα επιρρέαζον διόλου τη ειλικρίνειαν της γνώμης του.

Εγνώριζε το διακριτικόν τούτο του χαρακτήρος του συζύγου της, και το επεκρότει.

– Λογίζομαι ευτυχής διότι παρήλθον όλα καλώς και επανήλθες.

Ο Καρένιν συνωμίλησε κατόπιν μετά της συζύγου του επί πολιτικών ζητημάτων επί τινας στιγμάς, μεθ' ό της έθλιψε την χείρα, την εφίλησεν εκ νέου και απεσύρθη εις το σπουδαστήριόν του.

– Οπωσδήποτε είνε εξαίρετος άνθρωπος, δίκαιος αγαθός και λίαν διακεκριμένος εντός του κύκλου του, διελογίσθη η Άννα καθ' εαυτήν, ως να τον υπερήσπιζε κατά κατηγόρου διακηρύσσοντος ότι αυτός ο άνθρωπος δεν ήτο δυνατόν ν' αγαπηθή.

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΝ

Περί τα τέλη του χειμώνος, συνεκροτήθη ιατρικόν συμβούλιον παρά τη πριγκηπίσση Τσερμπάτσκυ όπως αποφανθή ποία ήτο η νόσος υφ' ής επασχεν η Κίττυ και τι έπρεπε να γείνη, όπως της επανέλθουν αι διαρκώς εξαντλούμεναι δυνάμεις της.

Ο ιατρός της οικογενείας της είχε διατάξει λάδι της μουρούνας, κατόπιν δε σίδηρον, επειδή όμως δεν παρουσιάζετο καμμία βελτίωσις, ο δε ιατρός απεφαίνετο ότι έπρεπε ν' αναχωρήση την άνοιξιν και να διαμείνη επί τινα χρόνον εις το εξωτερικόν, η πριγκήπισσα προσεκάλεσε κάποιαν ιατρικήν διασημότητα.

Ο ακόμη νεαρός ούτος επιστήμων, ένας πολύ ωραίος ανήρ, εζήτησε να στηθοσκοπήση την πάσχουσαν.

Αφού λοιπόν εξήτασε μετά προσοχής και εστηθοσκόπησε την νοσούσαν τρελλήν εξ εντροπής, ο ιατρός παρέμεινε συνομιλών με τον οικογειακόν ιατρόν.

Ούτος ήρχισε να εκθέτη δειλώς την γνώμην του, κατά την οποίαν ευρίσκοντο εις εκδήλωσιν ενάρξεως προσβολής φυματιώσεως, αλλ' ότι..

– Γνωρίζετε, είπεν η ιατρική εξοχότης, ότι ουδέποτε δυνάμεθα να διαγνώσωμεν την αρχήν της νόσου· εφ' όσον δεν υπάρχουν σπήλαια, τίποτε το ασφαλές δεν υφίσταται, δυνάμεθα όμως να έχωμεν υπονοίας. Υπάρχουν ενδείξεις μόνον^ θρέψις ατελής, νευρική υπερέξαψις κ.τ.λ κ.τ.λ. Το ζήτημα λοιπόν τίθεται ως εξής: Επειδή υποπτεύομαι προσβολήν φυματιώσεως, τι δυνάμεθα να κάμωμεν προς διευκόλυνσιν της θρέψεως;

– Αλλά… ένα ταξείδι εις το εξωτερικόν! επρότεινεν ο ιατρός της οικογενείας.

– Είμαι εχθρός των ταξειδίων. Και, εννοείτε, αν υπάρχη αρχή φυματιώσεως, το ταξείδιον εις την αλλοδαπήν κατ' ουδέν θα ωφελήση. Ανάγκη λοιπόν να διατάξωμεν κάτι, το οποίον θα διευκολύνη την θρέψιν χωρίς να ερεθίση τον οργανισμόν.

Η ιατρική επισημότης εξέθηκε το σχέδιόν του εγκείμενον εις θεραπείαν διά της χρήσεως υδάτων του Σόντεν, των οποίων κύριον προτέρημα είνε ότι δεν δύνανται να βλάψουν.

– Εντούτοις, παρετήρησεν ο ιατρός της οικογενείας, όστις ηκροάτο μετά σεβασμού τους λόγους του συναδέλφου του θα υπεδείκνυα την εκ ταξειδίου εις την αλλοδαπήν ωφέλειαν λόγω της μεταβολής των συνηθειών, της απομακρύνσεως από τα μέρη τα προκαλούντα αναμνήσεις.. και τέλος της προς τούτο επιθυμίας της μητρός της πασχούσης.

– Α! εν τοιαύτη περιπτώσει, ας αναχωρήσουν, ας αναχωρήσουν! Φοβούμαι μόνον μη της κάμουν κακόν αυτοί οι τσαρλατάνοι οι Γερμανοί.. Αλλ' επί τέλους, ας αναχωρήσουν, ας αναχωρήσουν.

Ο ιατρός εισήλθεν εις το σαλόνι και εξέθηκεν επιστημονικώς ενώπιον της πριγκηπίσσης, ως προς γυναίκα εξαιρετικώς πνευματώδη, την κατάστασιν της Κίττυ, και κατέληξε διά των υποδείξεων του τρόπου της χρήσεως των μεταλλικών υδάτων, τα οποία εντούτοις δεν ήσαν διόλου αναγκαία.

Εις το ερώτημα:

– Ένα ταξείδι εις το εξωτερικόν θα ήτο ωφέλιμον;

Έμεινεν επί πολύ σκεπτόμενος, ωσανεί επρόκειτο να λύση δυσκολώτατον πρόβλημα· τέλος δε ευρήκε την λύσιν:

«Αι πριγκήπισσαι δύνανται βέβαια ν' αναχωρήσουν, αλλ' υπό τον όρον να μη δώσωσι την παραμικράν πίστιν εις τους αγύρτας και ν' απευθύνωνται διαρκώς προς αυτόν».

Μετά την αναχώρησιν της ιατρικής προσωπικότητος η χαρά εφάνη επανελθούσα εις την οικίαν.

Η πριγκήπισσα ήτο φαιδροτάτη και η Κίττυ ελιποθύμει εκ της χαράς. Ευρίσκετο συχνάκις, σχεδόν διαρκώς, υποχρεωμένη να υποκρίνεται αισθήματα τα οποία δεν ησθάνετο.

Ολίγον μετά την αναχώρησιν του δόκτορος έφθασεν η Δόλλυ.

Εγνώριζεν ότι επρόκειτο να συγκροτηθή ιατρικόν συμβούλιον και ήρχετο να πληροφορηθή περί της τύχης της Κίττυ, ήτις θα απεφασίζετο από της ημέρας εκείνης.

Όταν εισήλθεν εις τον κοιτώνα της αδελφής της, κοιτώνα φωτεινόν και ροδόχρουν, παρετήρησε την Κίττυ καθημένην επί μακράς χαμηλής καθέκλας πλησίον της θύρας, με τα μάτια προσηλωμένα επί μιας γωνίας του τάπητος.

Η Κίττυ ητένισε την αδελφήν της και η ψυχρά και κάπως αυστηρά έκφρασις της μορφής της απέβη έμμονος.

– Επεθύμουν να σου ομιλήσω.

– Περί τίνος; ηρώτησεν η Κίττυ ζωηρώς, ανυψώσασα την κεφαλήν μετά τρόμου.

– Περί τίνος θα σου ωμίλουν, αν δεν επρόκειτο περί της δυστυχίας σου;

– Δεν είμαι δυστυχής!

– Έλα δα, Κίττυ, νομίζεις ότι δεν γνωρίζω τι σου συμβαίνει; Τα ξεύρω όλα. Όλαις μας τα περάσαμεν αυτά.. Δεν αξίζει να πάσχης εξ αιτίας του.

– Ναι, διότι με επεριφρόνησεν, ήρχισε λέγουσα η Κίττυ με τρέμουσαν φωνήν.. Μη το είπης αυτό, σε παρακαλώ, μη το 'πής.

– Αλλά δεν το λέγω, ούτε και κανείς άλλος το λέγει. Εγώ φρονώ ότι σε ηγάπα και σε αγαπά, αλλά.

– Αχ! αυτός ο οίκτος μου κάμνει, κακό, κραύγασαν η Κίττυ μετ' οργής.

– Δεν έχω ανάγκην παρηγοριών.Είμαι εις υπερβολήν υπερήφανος ώστε να μη επιτρέπω εις εμαυτήν αγαπώ άνθρωπον που δεν μ' αγαπά.

– Δεν λέγω το εναντίον.'Πέ μου μόνον ένα πράγμα, ο Λεβίν σου ωμίλησεν;

Ο υπαινιγμός ούτος προς τον Λεβίν έκαμε την Κίττυ τελείως έξω φρενών.

Ανεπήδησεν από του καθήσματός της και ωμίλησε χειρονομούσα μανιωδώς.

– Προς τι ν' αναμιγνύωμεν τον Λεβίν εις όλα αυτά;.. Δεν εννοώ τι ευχαρίστησιν δύνασαι να 'βρίσκης βασανίζουσά με.. Είπα και επαναλαμβάνω ότι είμαι υπερήφανος και ότι δεν θα έκαμνα ποτέ εγώ, εκείνο που κάμνεις συ, να ξαναγυρίσης δηλαδή προς ένα άνδρα που σε προσέβαλε, που ηγάπησεν άλλην γυναίκα.. Δεν εννοώ πώς ημπορεί κανείς να ενεργήση όπως ενήργησες συ,. Συ, ημπορείς, εγώ όμως όχι!

Ητένισε δ' άμα την άδελφήν της, και, αντιληφθείσα ότι η Δόλλυ έμενε σιωπηλή και με την κεφαλήν χαμαί νεύουσαν, η Κίττυ, αντί να εξέλθη του θαλάμου της, όπως προυτίθετο προ μικρού, εκάθισε πλησίον της θύρας κρύψασα την μορφήν εντός του μανδυλίου της.

Η σιωπή διήρκεσεν επί δύο λεπτά.

Η Δόλλυ διελογίζετο την κατάστασίν της. Η ταπείνωσις την οποίαν διαρκώς συνησθάνετο την έπληττε πολύ οδυνηρότερον οσάκις της την υπενθύμιζεν αυτή της η αδελφή. Δεν ηδύνατο να πιστεύση τόσην σκληρότητα εκ μέρους της Κίττυ και επεθύμει να μη την πιστεύη.

Αλλ' αίφνης ήκουσε τον θρουν μιας εσθήτος, μετά βόμβου λυγμών παρατεταμένων, και δύο βραχίονες εξετάθησαν περί τον βραχίονά της.

Η Κίττυ ευρίσκετο γονυπετής ενώπιόν της.

– Αγαπητή, αγαπητή μου Δόλλυ, αν είξευρες πόσον είμαι δυστυχής.

Και η πλημμυρούσα από τα δάκρυα μορφή της απεκρύβη εντός των ενδυμάτων της Δόλλυ.

Αύτη εγνώριζεν ήδη παν ό,τι επεθύμει να μάθη: επείσθη ότι η δυστυχία, η αθεράπευτος δυστυχία της Κίττυ ενέκειτο εις το ότι είχεν αποκρούσει το Λεβίν, ενώ ο Βρόνσκυ την είχεν απατήσει, και ότι ήτο έτοιμη ν' αγαπήση τον Λεβίν και να μισήση τον Βρόνσκυ.

 

– Δεν αισθάνομαι θλίψιν, είπεν η Κίττυ, αλλά δύνασαι να κατανοήσης ότι τα πάντα απέβησαν δι' εμέ επαίσχυντα, όπως οι πάντες μου φαίνονται αγροίκοι, και μάλιστα πρώτη εγώ. Δεν δύνασαι συ ν' αντιληφθής ποίαι χυδαίαι σκέψεις με κατέχουσιν ήδη.

– Ποίας χυδαίας σκέψεις δύνασαι να έχης· ηρώτησεν η Δόλλυ μειδιάσασα.

– Τας χυδαιοτέρας, τας αγροικοτέρας… Δεν πρόκειται περί στενοχωρίας, ούτε περί τύψεως, είνε κάτι χειρότερο αυτό που αισθάνομαι, ωσανεί παν ό,τι υπήρχεν εν εμοί αγαθόν εξηφανίσθη αίφνης και μου έμειναν μόνον τα πονηρά και τα κακεντρεχή. Εν παραδείγματι ο μπαμπάς μου απευθύνει τον λόγον, και μου φαίνεται ότι τίποτε άλλο δεν σκέπτεται παρά να μου εύρη σύζυγον.. Η μαμά με οδηγεί εις τον χορόν, και νομίζω ότι το κάμνει διά να με ξεφορτωθή το ταχύτερον. Γνωρίζω ότι δεν είνε αληθινά αυτά, αλλά δεν ειμπορώ ν' αποδιώξω αυτάς τας εντυπώσεις, είναι ισχυρότεραι, από την θέλησίν μου.. Νομίζω ότι όλοι με εμένα έχουν να κάμουν, ότι με βολιδοσκοπούν. Άλλοτε η μεγαλυτέρα μου ευχαρίστησις ήτο να πηγαίνω εις τας κοσμικάς συγκεντρώσεις με φόρεμα χορού· εθαύμαζα εμαυτήν^ τόρα εντρέπομαι, νομίζω ότι ευρίσκομαι έξω του στοιχείου μου.. Επί τέλους.

Η Κίττυ εταράχθη, ήθελε να είπη ότι αφ' ης η μεταβολή εκείνη είχεν απέλθει εν αυτή, ησθάνετο αποστροφήν προς τον Ομπλόνσκυ και ότι δεν ημπορούσε να τον βλέπη χωρίς να της έρχονται εις τον νουν δυσάρεστοι αναπαραστάσεις.

– Βεβαίως, όλα τώρα μου φαίνονται χυδαία, μικροπρεπή.. αιτία ίσως είναι η αρρώστια μου.

* * *

Εν τη πραγματικότητι ο μεγάλος κόσμος της Πετρουπόλεως αποτελεί έν σύνολον αδιαίρετον όπου πάντες γνωρίζονται μεταξύ των και ανταλλάσσουσιν επισκέψεις. Υπάρχουν εν τούτοις διάφοροι κατηγορίαι μέσα εις την υψηλήν αυτήν κοινωνίαν.

Η Άννα Καρένιν είχε φίλους εις τρεις διαφόρους κατηγορίας.

Η πρώτη ήτο η του συζύγου της, ο επίσημος κόσμος, όστις συνέκειτο από συναδέλφους και από υφισταμένους του Καρένιν, συνοδευομένους και χωριζομένους αυτεπαγγέλτως και κατά διαφόρους τρόπους λόγω των διαφόρων των κοινωνικών συνθηκών.

Η Άννα μόλις ανεμιμνήσκετο του σχεδόν θρησκευτικού σεβασμού ον είχε δοκιμάσει κατά τας πρώτας ημέρας του γάμου της προς όλας τας προσωπικότητας ταύτας.

Τώρα πλέον τας εγνώριζεν όλας, όπως γνωρίζει κανείς τους γείτονάς του εις μικράν επαρχιακήν πόλιν. Ήτο εν γνώσει των αδυναμιών και των συνηθειών ενός εκάστου, εγνώριζε ποίαι σχέσεις εβασίλευον μεταξύ των, ως και τας σχέσεις αυτών προς την κεντρικήν προσωπικότητα, και ο κόσμος αυτός των αρρένων κυβερνητικών συμφερόντων δεν κατώρθωνε να εγείρη το ενδιαφέρον της, παρά τας παραινέσεις της κομήσσης Λυδίας Ιβανόβνας, και τον απέφευγεν.

Ο δεύτερος κύκλος εντός του οποίου εκινείτο η Άννα ήτο ο της κομήσσης Λυδίας Ιβανόβνας, και τη παρεμβάσει του οποίου ο Καρένιν είχε συμπληρώσει την καρριέρα του. Ούτος συνέκειτο από γυναίκας γηραιάς, ασχήμους και ευσεβείς, και από άνδρας ευφυείς, σοφούς και φιλοδόξους. Είς εκ των πνευματωδών αυτών ανδρών ωνόμαζε τον κύκλον αυτόν: «Συνείδησιν της Πετρουπολιτικής κοινωνίας».

Ο Καρένιν εποιείτο περί πολλού τον κόσμον αυτόν και η Άννα, ήτις εγνώριζεν απαραμίλλως να ταυτίζηται προς τα πάντα, κατά την πρώτην περίοδον του γάμου της, ευρήκε το μέσον να εξοικονομήση εν αυτώ φίλους.

Μετά την επιστροφήν της όμως εκ Μόσχας, ο κόσμος αυτός της κατέστη ανυπόφορος.

Της εφαίνετο μάλιστα ότι και αυτή και όλοι εκείνοι οι άνθρωποι εφορούσαν μάσκες, και μετέβαινεν όσον αραιότερον ηδύνατο εις της κομήσσης Λυδίας Ιβανόβνας.

Η τρίτη κατηγορία των σχέσεων της Άννας ήτο ο αληθινός κόσμος, ο κόσμος των χορών, των γευμάτων, των μεγαλοπρεπών αμφιέσεων· ο κόσμος ο οποίος με το ένα χέρι εκρατείτο από την Αυλήν διά να μη διωλισθήση εις τον ημίκοσμον, ον ενόμιζεν ότι περιεφρόνει, αλλά του οποίου συνεμερίζετο όλα τα γούστα.

Η Άννα είχεν εισαχθή εις τον κόσμον τούτον υπό της συζύγου του εξαδέλφου της, της πριγκηπίσσης Μπέτσυ Τβερσκάια, η οποία είχεν εκατόν είκοσι χιλιάδων ρουβλίων εισόδημα και οποία ευθύς άμα τη αφίξει της εξαδέλφης της εις Πετρούπολιν την επήρεν υπό την προστασίαν της, την περίβαλλε με μυρίας περιποιήσεις και την προσείλκυσεν εις τον ίδιόν της κόσμον χλευάζουσα την κόμησσαν Λυδίαν Ιβανόβναν.

– Όταν θα γείνω γρηά και άσχημη, θα κάμω και εγώ όπως εκείνη, διά σας όμως που είσθε νέα και ωραία, δεν ήλθε ακόμη η στιγμή να εισέλθετε εις αυτό το άσυλον.

Κατά τους πρώτους χρόνους η Άννα απέφυγε την πριγκήπισσαν Μπέτσυ, διότι η συχνή συναναστροφή του κοσμικού της κύκλου απήτει δαπάνας υπερβαινούσας τα υλικά της μέσα, αι δ' ατομικαί της κλίσεις την προσείλκυον μάλλον προς τον κύκλον της κομήσσης.

Μετά την εν Μόσχα όμως διαμονήν της, εδοκίμασε το αντίθετον αίσθημα· παρημέλησε τας εναρέτους της φίλας και μετέστη εκουσίως εις τον μεγαλόκοσμον, όπου συνήντα τον Βρόνσκυ. Κάθε φοράν δε που τον έβλεπε, κάποια ειδική χαρά την συντάραττε.

Συνηθέστερον τον συνήντα παρά τη κομήσση Μπέτσυ, το γένος Βρονσκάια και εξαδέλφη του νεαρού αξιωματικού.

Ούτος δε μετέβαινε πανταχού όπου ηδύνατο να ίδη την Άνναν, και πανταχού της εξέφραζε τον έρωτά του. Εκείνη δεν του παρείχε καμμίαν διευκόλυνσιν, αλλά πάντοτε οσάκις τον συνήντα η ψυχή της επυρακτούτο από το αυτό αίσθημα της ψυχικής εξάψεως, υφ' ού είχε καταληφθή την ημέραν καθ' ήν τον αντίκρυσε διά πρώτην φοράν εντός του βαγονίου κατά την άφιξίν της εις Μόσχαν.

Συνησθάνετο οσάκις τον αντίκρυζε την χαράν φωτίζουσαν τους οφθαλμούς της, και διαστέλλουσαν εις γλυκύ μειδίαμα τα χείλη της, και δεν ηδύνατο ν' αποσβέση την εκδήλωσιν της χαράς εκείνης.

Εν αρχή είχε πιστεύσει ότι τούτο προήρχετο εκ της ανοχής ην επεδείκνυε προς αυτόν ακολουθούντα αυτήν πανταχού· αλλ' όταν κάποτε της συνέβη να μεταβή είς τινα εσπερίδα όπου ενόμιζεν ότι θα τον εύρισκε και όπου δεν τον ευρήκε, κατενόησεν εκ της απείρου θλίψεως, ήτις την κατέλαβεν, όχι μόνον η παρακολούθησίς τον εκείνη δεν της ήτο διόλου δυσάρεστος, αλλά και ότι αυτή απετέλει το μέγιστον της ζωής της ενδιαφέρον!

Τα οχήματα διεδέχοντο άλληλα ενώπιον του ευρυτάτου μεγάρου της πριγκηπίσσης Μπέτσυ.

Οι επισκέπται απεβιβάζοντο επί του ευρέος προστόου και ο χονδρός Ελβετός ήνοιγε σιωπηλώς τα πελώρια θυρόφυλλα της υελοφόρου σταυλοθύρας.

Η οικοδέσποινα και οι προσκεκλημένοι της εισήλθον ταυτοχρόνως, διά θυρών αντικρυζουσών, εις το μέγα σαλόνι με τα σκιερά χρώματα, το καλυπτόμενον από παχείς τάπητας. Εις το μέσον, επί τινος τραπέζης, το χιονώδες τραπεζομάνδυλον, το αργυρούν σαμοβάρ και η διαφανής πορσελάνη των σκευών του τεΐου ηκτινοβόλουν υπό τας λάμψεις των λαμπάδων.

Η πριγκήπισσα Μπέτσυ εκάθησε προ του σαμοβάρ και αφήρεσε τα γάντια της.

Οι προσκεκλημένοι, μετακινούντες τα καθίσματά των τη βοηθεία σιωπηλών υπηρετών, διηρέθησαν εις δύο ομίλους, τον μεν περί την οικοδέσποιναν, τον δε εις το άλλο άκρον της αιθούσης παρά την σύζυγον ενός Πρεσβευτού.

Εξηκολούθουν δε κάποιαν συνομιλίαν ην εύρισκον εξαιρετικώς ευχάριστον, διότι ωμίλουν περί των Καρένιν, περί αμφοτέρων των συζύγων.

– Από του εις Μόσχαν ταξειδίου της η Άννα μετεβλήθη πολύ, έλεγε μία από τας φίλας της, έχει κάτι τι το αλλόκοτον.

– Συναπεκόμισε μαζί της την σκιάν του Αλεξίου Βρόνσκυ, είπεν η σύζυγος του πρεσβευτού.

– Ποίον γλωσσοτρώτε; ηρώτησεν η πριγκήπισσα Μπέτσυ.

– Τον Καρένιν, απήντησεν η Πρέσβειρα καθεσθείσα παρά την τράπεζαν και μειδιώσα.

– Λυπούμαι που δεν ήκουσα, εφώνησεν η πριγκήπισσα Μπέτσυ ρίψασα βλέμμα προς την θύραν της εισόδου.

– Α! μας ήλθατε επί τέλους, είπε μετά μειδιάματος προς τον Βρόνσκυ, όστις εισήγετο ήδη.

Ο νεαρός αξιωματικός όχι μόνον εγνώριζεν όλα τα εν τη αιθούση συγκεντρωμένα πρόσωπα, αλλά και τα έβλεπε καθ' εκάστην σχεδόν, εισήλθε, συνεπώς, μετά της αφελείας ανθρώπου επιστρέφοντος εις δωμάτιον από του οποίου εξήλθε προ μικρού μόλις.

– Ερωτάτε πόθεν έρχομαι; απήντησεν εις σχετικήν ερώτησιν της πρεσβείρας. Εν τοιαύτη περιπτώσει πρέπει να δικαιολογηθώ. Έρχομαι από το «Θέατρον των Κωμωδιών»· το έχω επισκεφθή δι' εκατοστήν φοράν και πάντοτε με νέαν μου ευχαρίστησιν. Είνε απόλαυσις!.. Γνωρίζω ότι τούτο είνε προσβλητικόν δι' εμέ, αλλά στην Όπερα αποκοιμούμαι, ενώ εις την Κωμωδίαν μένω έως ότου πέση η αυλαία και διασκεδάζω.

Βήματα αντήχησαν όπισθεν της θύρας του σαλονιού και πριγκήπισσα Μπέτσυ γνωρίζουσα ότι ήτο η Άννα Καρένιν έριψε βλέμμα επί του Βρόνσκυ.