Za darmo

Άννα Καρένιν

Tekst
iOSAndroidWindows Phone
Gdzie wysłać link do aplikacji?
Nie zamykaj tego okna, dopóki nie wprowadzisz kodu na urządzeniu mobilnym
Ponów próbęLink został wysłany

Na prośbę właściciela praw autorskich ta książka nie jest dostępna do pobrania jako plik.

Można ją jednak przeczytać w naszych aplikacjach mobilnych (nawet bez połączenia z internetem) oraz online w witrynie LitRes.

Oznacz jako przeczytane
Czcionka:Mniejsze АаWiększe Aa

Όταν το τραύμα του εθεραπεύθη εντελώς ήρχισε να προετοιμάζεται προς αναχώρησιν.

– Να την επανίδω άπαξ ακόμη, και κατόπιν να ενταφιασθώ και ν' αποθάνω, εσκέπτετο.

Αποχαιρετών την πριγκήπισσαν Μπέτσυ, της ενεπιστεύθη τον ενδόμυχον αυτού πόθον. Αύτη δε του εχρησίμευσεν ως μεσάζουσα και του έφερε την αρνητικήν απάντησιν της Άννας.

– Τόσον το καλλίτερον! εσκέφθη ο Βρόσκυ, ήτο μία αδυναμία εκ μέρους μου, και η συνέντευξις αυτή θα μου αφήρει τας τελευταίας μου δυνάμεις.

Το πρωί της επιούσης, η Μπέτσυ μετέβη να τον ίδη και τον επληροφόρησεν ότι ο Ομπλόνσκυ την είχε διαβεβαιώσει θετικώς ότι ο Καρένιν συγκατετίθετο εις το διαζύγιον, και ότι, κατά συνέπειαν, ηδύνατο να ίδη την Άνναν.

Χωρίς να σκεφθή ούτε να κατευοδώση καν την επισκέπτριάν του, λησμονήσας όλας του τας αποφάσεις, χωρίς ούτε και ν' αναλογισθή αν ο Καρένιν ευρίσκετο εις την οικίαν του, ο Βρόνσκυ διηυθύνθη κατ' ευθείαν εις της Άννας. Ανήλθε την κλίμακα εν σπουδή, χωρίς να προσέξη εις κανένα, και διά βήματος γοργού, ερρίφθη επ' αυτής και εκάλυψε διά φιλημάτων την μορφήν της, τας χείρας και τον τράχηλον.

Η Άννα είχε προπαρασκευασθή διά την συνέντευξιν εκείνην· είχε σκεφθή τι θα του έλεγεν, αλλά δεν ευρήκε τόρα τα λόγια που είχε παρασκευάση. Ο έρως του Βρόνσκυ την ενίκησεν. Όταν δε ηθέλησε να τον πραϋνη και να πραϋνθή και αυτή, ήτο πλέον πολύ αργά. Το αίσθημα του Βρόνσκυ εκυριάρχει αυτής. Τα χείλη της έτρεμον και επί πολύ δεν ηδυνήθη ν' αρθώση λέξιν.

– Ναι, με κατέκτησες, είμαι 'δική σου, του είπε.

– Δεν ήτο δυνατόν να τελειώση διαφορετικά το πράγμα, είπεν ο Βρόνσκυ. Εφ' όσον ζώμεν, έτσι θα είνε, το εννοώ τόρα.

– Είν' αλήθεια, είπεν εκείνη.

Η Άννα ωχρία επί μάλλον και μάλλον, εν ώ κατεφίλει την κεφαλήν του.

– Εν τούτοις, μεθ' όσα συνέβησαν, υπάρχει κάτι το απαίσιον εις ό,τι πράττομεν, προσέθηκεν.

– Όλα θα παρέλθουν και θα είμεθα τόσον ευτυχείς!

– Ναι, αλλ' αισθάνομαι εμαυτήν πολύ αδύνατον.

Και τα χείλη της υπέστησαν νέον τρόμον.

– Θα πάμε 'ςτήν Ιταλία και εκεί θ' ανακτήσης την υγείαν σου, είπεν ο Βρόνσκυ.

Τον ητένισε κατάματα.

– Είνε δυνατόν να ζήσωμεν ως σύζυγοι, μόνοι μας, απαρτίζοντες ημείς ολόκληρον την οικογένειάν μας;

– Μ' εκπλήσσει μόνον το πώς δεν υπήρξε διαρκώς τοιαύτη η ζωή μας, είπεν ο Βρόνσκυ.

– Ο Στίβα λέγει ότι συγκατατίθεται εις όλα, αλλ' εγώ δεν δύναμαι να δεχθώ την μεγαλοψυχίαν του. Δεν επιθυμώ το διαζύγιον. Δεν μ' ενδιαφέρει τίποτε τόρα. Μόνον, δεν γνωρίζω τι απεφάσισεν ως προς τον Σεριόγια.

Ο Βρόνσκυ δεν κατώρθωσε να εννοήση πώς ειμπορούσε την στιγμήν εκείνην να συλλογίζεται τον υιόν της και το διαζύγιον! Δεν ήσαν αδιάφορα πράγματα αυτά;

– Μη ομιλείς περί αυτών, μη τα σκέπτεσαι καν, είπε, συστρέφων την χείρα της Άννας εντός της ιδικής του και προσπαθών να εφελκύση εις εαυτόν την προσοχήν της.

Αλλ' εκείνη δεν τον παρετήρει πλέον:

– Αχ! διατί να μη αποθάνω; Θα ήτο προτιμότερον αυτό, απεκρίθη.

Δάκρυα σιγαλά κατέρρευσαν επί των παρειών της, αλλ' επίεζεν εαυτήν να μειδιά διά να μη λυπήση τον Βρόνσκυ.

Προ μικρού, ο Βρόνσκυ είχε θεωρήσει επωνείδιστον, αδύνατον σχεδόν, ν' αποκρούση την τιμητικήν και επικίνδυνον άμα θέσιν, ήτις του είχε προσφερθή εν Τασκένδη, αλλά τόρα, χωρίς στιγμήν δισταγμού, απέκρουσε την τιμήν αυτήν. Είτα δε, διακρίνας κάποιαν αποδοκιμασίαν, εγκατέλειψεν εντελώς το στράτευμα.

.........

Ένα μήνα βραδύτερον, ο Καρένιν ευρέθη μόνος μετά του υιού του εις τα δωμάτιά του.

Η Άννα και ο Βρόνσκυ ανεχώρησαν δι' Ιταλίαν χωρίς να δεχθώσι το διαζύγιον, όπερ εκείνη απέκρουσεν αποφασιστικώς.

ΜΕΡΟΣ ΠΕΜΠΤΟΝ

Ο Βρόνσκυ και η Άννα εταξείδευον ανά την Ευρώπην από τριών ήδη μηνών. Είχον διαμείνει εις Βενετίαν, εις Ρώμην, εις Νεάπολιν και είχον φθάσει προ ολίγου εις μικράν τινα ιταλικήν πόλιν, όπου εσκέπτοντο να μείνουν επί τινα καιρόν.

Κατά την περίοδον ταύτην της ταχείας της αναρρώσεως και της προ μικρού ανακτηθείσης ελευθερίας της η Άννα ησθάνετο εαυτήν τελείως ευτυχή και πλήρη από την χαράν της ζωής. Η ανάμνησις της συμφοράς του συζύγου της δεν εδηλητηρίαζε διόλου την ευτυχίαν της· ήτο πολύ τρομερά η ανάμνησις αύτη και την απεμάκρυνεν αφ' εαυτής· αφ' ετέρου δε, η συμφορά του συζύγου της τής είχε προμηθεύσει ευτυχίαν υψίστην, ώστε να μη δύναται να μετανοήση δι' ό,τι είχε πράξει.

Η ανάμνησις όλων όσα της είχον συμβή μετά την ασθένειάν της, της συμφιλιώσεως με τον σύζυγόν της, της ρήξεως αυτής, της ειδήσεως του απονενοημένου διαβήματος του Βρόνσκυ, της εμφανίσεώς του εις την οικίαν της, των προετοιμασιών του διαζυγίου, της αναχωρήσεως από της συζυγικής στέγης, των αποχαιρετισμών του υιού της, όλα αυτά της εφαίνοντο ως όνειρον παραληρήματος, από του οποίου είχεν αφυπνισθή εις το εξωτερικόν, μόνη μετά του Βρόνσκυ.

Οσάκις τη επήρχετο η ανάμνησις αύτη του παρελθόντος, καθησυχάζετο αναλογιζομένη ένα ορθολογισμόν, τον οποίον είχε κάμει ευθύς από των πρώτων ημερών της ρήξεώς της.

– Εδημιούργησα μοιραίως την δυστυχίαν του ανθρώπου αυτού, αλλά δεν επιθυμώ να επωφεληθώ της συμφοράς του ταύτης· πάσχω επίσης και θα πάσχω πάντοτε· χάνω ό,τι πολυτιμότερον είχα, την καλήν μου φήμην και τον υιόν μου. Ενήργησα κακώς, διά τούτο δεν ζητώ πλέον την ευτυχίαν, δεν θα δεχθώ το διαζύγιον και θα υποστώ το αίσχος της καταστάσεως ταύτης και τον πόνον του αποχωρισμού μου από τον υιόν μου.

Αλλ' όσον και αν επηύχετο η Άννα το μαρτύριον, το αληθές είνε ότι δεν έπασχεν. Ουδεμίαν υφίστατο ταπείνωσιν. Χάρις εις το τακτ, όπερ κατείχον αμφότεροι εις μέγαν βαθμόν, κατώρθωνον, αποφεύγοντες τας Ρωσσίδας κυρίας, να μη ευρίσκωνται ποτέ εις το εξωτερικόν εις θέσιν δυσχερή. Πανταχού συνήντων ανθρώπους, οίτινες εφαίνοντο κατανοούντες την κατάστασίν των καλλίτερα και απ' αυτούς τους ιδίους.

Και δεν υπέφερεν επίσης εν αρχή εκ του αποχωρισμού του υιού της, αν και πολύ τον ηγάπησεν. Η κορασίς, το π α ι δ ί – τ η ς, ήτο τόσον χαριτωμένη και είχε τόσον κατακτήσει την καρδίαν της Άννας αφ' ότου ήτο μόνη μετ' αυτής, ώστε η νεαρά γυνή σπανίως εσυλλογίζετο τον υιόν της.

Ο πόθος της ζωής, ενισχυθείς υπό της επανακτήσεως της υγείας, ήτο τόσον ισχυρός και αι συνθήκαι της νέας της υπάρξεως τόσον ευχάριστοι και πρωτότυποι, ώστε η Άννα ησθάνετο εαυτήν απολύτως ευτυχή.

Όσον καλλίτερον εγνώριζε τον Βρόνσκυ, τόσον πλειότερον τον ηγάπα. Τον ηγάπα διά τε το άτομόν του και διά τον προς αυτήν έρωτά του· ήτο πάντοτε ευτυχής αισθανομένη ότι ήτο ολόκληρος ιδικός της και η παρουσία του της ήτο πάντοτε ευχάριστος. Όλαι αι ιδιότητες του χαρακτήρος του, εις τον οποίον ενεβάθυνεν επί μάλλον και μάλλον, την εγοήτευον ανεκφράστως.

Ο θαυμασμός, τον οποίον ησθάνετο προς αυτόν την ετρόμαζε πολλάκις· προσεπάθει ν' ανακαλύψη εν αυτώ έν τι ελλάτωμα και δεν το κατώρθωνε.. Δεν ετόλμα δε να του υποδείξη ότι συνησθάνετο πόσον ήτο κατωτέρα του.. Αλλά δεν ηδύνατο να μη του εκδηλώνη ευγνωμοσύνην διά τον έρωτά του. Αυτός, όστις, κατά την κρίσιν της, είχε τόσα πλούσια προσόντα διά την υπηρεσίαν του Κράτους, και θα ηδύνατο να παίξη σημαίνοντα ρόλον, είχε θυσιάσει προς χάριν της την φιλοδοξίαν του και δεν εξεδήλωνέ ποτε την ελαχίστην απόχρωσιν μεταμελείας. Πλέον ή άλλοτε ποτε την ηγάπα τόρα και την εξετίμα συγχρόνως. Και ουδ' επί στιγμήν έπαυεν αγρυπνών όπως τίποτε να μη την κάμη να αισθανθή το ψευδές της καταστάσεώς της.

Αυτός ο τόσον δυνατός και τόσον γενναίος, δεν είχε πλέον θέλησιν πλησίον της και μόνη του σκέψις ήτο να προλαμβάνη τας επιθυμίας της. Δεν ηδύνατο να κατανοήση επακριβώς την λεπτότητα εκείνην, αν και το υπερβολικόν του ενδιαφέρον, αν και η ατμόσφαιρα εκείνη των περιποιήσεων δι' ων την περιέβαλλε, της έφερον πολλάκις δυσφορίαν.. Ο Βρόνσκυ εν τούτοις, δεν ήτο απολύτως ευτυχής, αν και εκείνο, το οποίον είχεν από πολλού τόσον διαπύρως ποθήσει, είχε συντελεσθή.

Αντελήφθη εντός ολίγου ότι μόλις ένα κόκκον άμμου είχεν απολαύσει από το όρος εκείνο της ευτυχίας, το οποίον ανέμενε. Κατενόησε την αιωνίαν πλάνην, ην διαπράττουν οι άνθρωποι, φανταζόμενοι ότι η ευτυχία κατακτάται διά της πραγματοποιήσεως των πόθων των.

Κατά τας πρώτας ημέρας της ενώσεώς των, όταν παρητήθη της στρατιωτικής στολής, διησθάνθη όλην την γοητείαν της ελευθερίας εν γένει, διότι δεν την είχε γνωρίσει προτήτερα και την απόλαυσιν του ελευθέρου έρωτος· ήτο ευτυχής, αλλ' η ευτυχία αύτη δεν διήρκεσεν επί πολύ.

Δεν εβράδυνε να αισθασθή, ότι εντός της ψυχής του εβλάστανεν ο πόθος κάτι να επιθυμήση δηλαδή η ανία! Ακουσίως του τότε επεδίδετο εις την ικανοποίησιν των μάλλον προσκαίρων ιδιοτροπιών του, τας οποίας εξελάμβανεν ως επιθυμίας και σκοπόν της ζωής.

Ο Βρόνσκυ δεν ηδύνατο πλέον ν' αποβλέψη εις τας απολαύσεις της αγάμου ζωής, ήτις απερρόφα άλλοτε τον χρόνον του εν Ρωσσία, διότι άπαξ μόνον βραδύνας εις κάποιο δείπνον μετά παλαιών του φίλων, παρετήρησε ότι η Άννα είχεν αισθανθή εκ τούτου βαθείαν θλίψιν, δυσανάλογον προς την αιτίαν.. Λόγω δε της αβεβαίας θέσεώς των, δεν ηδύνατο να διατηρή σχέσεις ούτε μετά της εκλεκτής εντοπίου κοινωνίας, ούτε μετά των παρεπιδήμων Ρώσσων.

Ως προς δε τα περίεργα της χώρας, τα είχεν ήδη όλα ιδεί, και εν τη ιδιότητί του ως Ρώσσου και ανθρώπου πνευματώδους, δεν απέδιδεν εις αυτά την σημασίαν, ην τοις προσέδιδον οι Άγγλοι.

Διά τούτο, όπως ζώον πεινασμένον ρίπτεται κατά παντός αντικειμένου που συναντά, ελπίζον ότι θα εύρη εν αυτώ βοσκήν, ο Βρόνσκυ ερρίπτετο εις την πολιτικήν, εις τα νέα βιβλία και εις τας εικόνας.. Νεαρός έτι είχεν εκδηλώσει κλίσιν προς την ζωγραφικήν. Είχε το ταλάν να εννοή την τέχνην και να μιμήται με γούστο και με ακρίβειαν· επίστευσεν εαυτόν προικισμένον με τα προσόντα αληθούς καλλιτέχνου, και, μετά τινα δισταγμόν περί του ποίον είδος ζωγραφικής θα εξέλεγε, θρησκευτικήν, ιστορικήν ή ρεαλιστικήν, επεδόθη εις το έργον.

Αντελαμβάνετο όλα τα είδη και ηδύνατο να εμπνέεται από το καθέν, αλλά δεν ηδύνατο να κατανοήση ότι δύναταί τις να εμπνέεται απ' ευθείας από εκείνο που εγκλείει εντός του, χωρίς να γνωρίζη τους ζωγραφικούς κλάδους, και χωρίς να ασχολήται να μάθη αν εκείνο που θα συνθέση ανήκει εις τούτο ή εκείνο το είδος. Επειδή δε ηγνόει την ανάγκην αυτήν του εκφράζειν τας ιδίας του εμπνεύσεις, και ειργάζετο υπό την επήρειαν αντικειμένων ενσαρκωθέντων ήδη υπό της τέχνης, ειργάζετο ταχέως και ευχερώς και επετύγχανεν ακόπως να απομιμήται αδιάφορον ποίον είδος.

 

Επροτίμησε την Γαλλικήν σχολήν, την τόσον χαριτωμένην και εντυπωτικήν. Έκαμε δε την εικόνα της Άννας με εντοπίαν περιβολήν, και η εικών εκείνη εφάνη και εις αυτόν και εις πάντας όσοι την είδον, εις υπερβολήν επιτυχής.

Αλλ' η κλίσις του Βρόνσκυ προς την ζωγραφικήν δεν διήρκεσεν επί πολύ, και έσχεν αρκούσαν διορατικότητα, ώστε να μη περατώση την προσωπογραφίαν της Άννας.

Εννόησε συγκεχυμένως ότι αι ελλείψεις του έργου του, αίτινες παρήρχοντο απαρατήρητοι εν αρχή, θα καθίσταντο κατάφωροι εφ' όσον θα προυχώρει εις την τελειοποίησίν του.

Με την σταθερότητα του χαρακτήρος, ήτις του ήτο φυσική έπαυσε να ζωγραφίζη, χωρίς να δώση εξηγήσεις και χωρίς να ζητήση να δικαιολογηθή. Η Άννα εξεπλάγη από την απόφασιν εκείνην, και άπαξ στερηθέντες της ασχολίας εκείνης, η ζωή της εφάνη υπερβολικά μονότονος εις την Ιταλικήν εκείνην πόλιν, και απεφάσισαν να επιστρέψωσιν εις Ρωσσίαν.

Θα διήρχοντο πρώτον από την Πετρούπολιν, όπου ο Βρόνσκυ θα επραγματοποίει τέλος την διανομήν των γαιών του μετά του αδελφού του, και η Άννα θα έβλεπε τον υιόν της, κατόπιν δε θα μετέβαινον να περάσουν το καλοκαίρι εις την μεγάλην πατρογονικήν ιδιοκτησίαν του Βρόνσκυ.

* * *

Ο Καρένιν ελησμόνησε την κόμησσαν Λυδίαν, αλλ' αυτή δεν τον ελησμόνησε. Καθ' ήν στιγμήν ευρίσκετο εις τον παροξυσμόν της μονήρους του απελπισίας, ήλθεν εις συνάντησίν και εισήλθεν εις το δωμάτιόν του χωρίς να αναγγελθή.

Τον κατέλαβεν επί του ανακλιντήρος του, με την κεφαλήν μεταξύ των χειρών του και τους αγκώνας επί της τραπέζης.

– Παρεβίασα το σύνθημα, είπεν.

Εισήλθε δε με βήματα γοργά, δυσχερώς αναπνέουσα εκ συγκινήσεως και σπουδής.

– Γνωρίζω τα πάντα! Αγαπητέ φίλε!

Του έθλιψε την χείρα μεταξύ των δύο παλαμών της, και με τα ωραία της ρεμβώδη της μάτια, τον εκύταξε κατάματα.

Ο Καρένιν ηγέρθη, απέσυρε την χείρα του με ύφος δυσφορίας και προσέφερε κάθισμα εις την επισκέπτριάν του.

– Σας παρακαλώ, κόμησσα! Δεν δέχομαι κανένα, διότι υποφέρω.

Τα χείλη του έτρεμον.

– Φίλε μου, επανέλαβεν η κόμησσα Λυδία, διά φωνής πνιγμένης από την συγκίνησιν, δεν πρέπει να εγκαταλείπεσθε εις το άλγος σας. Η συμφορά σας είνε μεγάλη, αλλ' οφείλετε να εύρητε μίαν παρηγορίαν.

– Είμαι κατεστραμμένος, δεν υφίσταμαι πλέον, είμαι άνθρωπος αφανισμένος. Η θέσις μου είνε τόσω μάλλον τρομερά καθ' όσον δεν ευρίσκω παρ' ουδενί, ουδέ και εις εμέ αυτόν, σημείον να στηριχθώ.

– Θα το εύρητε, αναζητήσατέ το, όχι εις εμέ, αν και σας παρακαλώ να πιστεύετε εις την φιλίαν μου, είπεν η κόμησσα στενάξασα. Στήριγμά μας είνε η αγάπη, ην τρέφει προς ημάς, το φορτίον της είνε ελαφρόν, προσέθηκε με το βλέμμα εκείνο της εκστάσεως, όπερ εγνώριζε καλώς ο Καρένιν. Αυτός θα μας βοηθήση και θα μας υποστηρίξη.

Τα λόγια αυτά εγλύκαναν τον πόνον του Καρένιν, αν και ήσαν μεστά εκ της ροπής εκείνης προς τον μυστικισμόν, τον οποίον ουδόλως επεδοκίμαζεν.

– Αισθάνομαι εμαυτόν ανίσχυρον, συντετριμμένον. Δεν είχα τίποτε προΐδει και τώρα δεν εννοώ τίποτε.

– Κατανοώ, φίλε μου, είπεν η κόμησσα Λυδία, κατανοώ τα πάντα. Θα εύρητε τον βοηθόν εν τη παρηγορία, όχι παρ' εμοί, αλλ' υψηλότερον.. Ήλθον επίτηδες διά να σας βοηθήσω, αν δύναμαι.. Αν τουλάχιστον σας απήλλατα όλων αυτών των ταπεινωτικών μικροφροντίδων του σπιτιού.. Εννοώ ότι πρόκειται περί ζητημάτων εξαρτωμένων εκ της γυναικός και ότι χρειάζεται δι' αυτά γυναικεία παρέμβασις,. Θα μου το επιτρέψητε.

Ο Καρένιν της έθλιψε την χείρα άνευ τινός εκδηλώσεως ευγνωμοσύνης, αλλά και χωρίς να είπη τίποτε.

– Θα μεριμνώμεν μαζί διά τον Σεριόγια. Δεν είμαι ισχυρά εις τα πρακτικά ζητήματα, αλλά θα γίνω και θα καταστώ αναπληρωτής σας.. Μη μ' ευχαριστήτε, δε ενεργών εγώ..

– Δεν δύναμαι να μη σας ευχαριστήσω καθόλου.

– Αλλά, φίλε μου, μη εγκαταλείπεσθε εις το αίσθημα περί του οποίου μοι ωμιλήσατε. Θα ησθάνεσθε άραγε αίσχος δι' εκείνο που αποτελεί την υψίστην χριστιανικήν αρετήν: «Ο ταπεινών εαυτόν υψωθήσεται», αλλά και πάλιν δεν είνε ανάγκη να μ' ευχαριστήτε. Ε κ ε ί ν ον πρέπει να ευχαριστήτε, Ε κ ε ί ν ο υ πρέπει να ζητείτε την βοήθειαν. Ε κ ε ί ν ο ς μόνος δύναται να παρέχη την γαλήνην, την παρηγορίαν, την σωτηρίαν και την αγάπην.

Ο Καρένιν δεν ηγάπα το μυστικιστικόν νέον πνεύμα. Ήτο πιστός και ενδιεφέρετο διά την θρησκείαν από πολιτικής ιδίως απόψεως, αλλ' η δογματική, ήτις επέτρεπεν εαυτή σχολιασμούς και ήνοιγε την θύραν εις συζητήσεις και αναλύσεις, του απήρεσκε και ευρίσκετο εις αντίφασιν προς τας αρχάς της.

– Σας είμαι λίαν, ευγνώμων διά τας πράξεις και διά τους λόγους σας, είπε προς την κόμησσαν, όταν εκείνη επεράτωσε την προσευχήν της. Η κόμησσα έθλιψεν άπαξ έτι αμφοτέρας τας χείρας του φίλου της· είτα δε, μετά βραχείαν σιγήν, εσπόγγισε τα μάτια της και είπε:

– Και τόρα, επιλαμβάνομαι του έργου.. πηγαίνω πλησίον του Σεριόγια.. Δεν θα σας ανησυχήσω παρά μόνον εις επειγούσας περιστάσεις.

Η παρέμβασις της κομήσσης Λυδίας υπήρξε λίαν αποτελεσματική· έφερεν εις τον Καρένιν στήριγμα ηθικόν διά των ενδείξεων της αγάπης και της εκτιμήσεως δι' ων τον περιέβαλε, και ταυτοχρόνως τον μετεμόρφωσεν, από πιστού αδιαφόρου και αδρανούς όπως ήτο, εις διάθερμον οπαδόν της καινοφανούς εκείνης ερμηνείας του Χριστιανισμού, ήτις διεδίδετο τότε εις την Πετρουπολιτικήν κοινωνίαν.

Από τινων ημερών, η κόμησσα Λυδία ευρίσκετο υπό το κράτος σφοδράς συγκινήσεως: είχε μάθει ότι η Άννα και ο Βρόνσκυ είχον επιστρέψει εις Πετρούπολιν. Έπρεπε λοιπόν να σωθή ο Καρένιν από πάσης συναντήσεως με την σύζυγόν του, έπρεπε μάλιστα και να προστατευθή από την οδυνηράν είδησιν ότι η τρομερά εκείνη γυνή ευρίσκετο εις την ιδίαν με αυτόν πόλιν και ήτο εκτιθεμένος, συνεπώς, κατά πάσαν στιγμήν, να την συναντήση.

Η κόμησσα Λυδία εφρόντισε, τη παρεμβάσει φίλων να λάβη πληροφορίας περί των προθέσεων των β δ ε λ υ ρ ώ ν – ε κ ε ί ν ω ν – α ν θ ρ ώ π ω ν, και εφρόντιζεν άμα, κατά το διάστημα τούτο, να καθοδηγή πάσαν κίνησιν του φίλου της όπως αποτρέψη τυχαίαν συνάντησίν του μετ' αυτών.

Μίαν πρωίαν της έφεραν σημείωμα του οποίου ανεγνώρισε μετά φρίκης τον γραφικόν χαρακτήρα.. Επέρασε δε πολύ ώρα έως ου κατορθώση να καθήση διά να το αναγνώση· είχε καταληφθή από παροξυσμόν άσθματος, εκ του οποίου υπέφερε. Κατηυνάσθη δε τέλος και ανέγνω τας ακολούθους γραμμάς:

«Κυρία,

«Τα χριστιανικά αισθήματα, τα οποία πληρούσι την καρδίαν σας μου παρέχουν την ασυγχώρητον τόλμην ν' αποταθώ προς υμάς. Είμαι δυστυχής διότι απεχωρίσθην του υιού μου. Σας ικετεύω να μου επιτρέψητε να τον επανίδω εφ' άπαξ προ της αναχωρήσεώς μου. Συγχωρήσατέ με αν επαναφέρω εις την μνήμην σας.

«Απευθύνομαι προς υμάς και όχι προς τον Αλέξιον Αλεξάνδροβιτς, διότι δεν επιθυμώ η ανάμνησίς μου να επιφέρη άλγος εις τον μεγαλόψυχον αυτόν άνθρωπον. Γνωρίζω ποίαν φιλίαν τρέφετε προς αυτόν, θα μ' εννοήσετε σεις.

«Θα μου στείλετε τον Σεριόγια ή θα μου υποδείξετε την ώραν, καθ' ήν δύναμαι να έλθω εις το σπίτι διά να τον ίδω, ή ίσως θα τον ίδω εκτός της οικίας; Δεν αναμένω άρνησιν, διότι γνωρίζω την αγαθότητα εκείνου, από τον οποίον εξαρτάται η άδεια. Δεν δύνασθε να φαντασθήτε την έντασιν του πόθου ον έχω να επανίδω τον υιόν μου, και δεν δύνασθε να φαντασθήτε επίσης την έκτασιν της ευγνωμοσύνης ην θα αισθανθώ προς υμάς!

Άννα».

Κάθε γραμμή της επιστολής ταύτης εξώργιζε την κόμησσαν Λυδίαν.. Ήνοιξε δε αμέσως την χαρτοθήκην της και έγραψε προς τον Καρένιν, ον ήλπιζε να ίδη εις την Αυλήν, μετά μίαν ώραν.

«Έχω ανάγκην να σας ομιλήσω περί υποθέσεως σοβαράς και οδυνηράς. Θα συνεννοηθώμεν διά το κατάλληλον μέρος. Το καταλληλότερον θα ήτο εις το σπίτι μου, όπου θα σας προσφέρω το τσάι σας. Είνε απολύτως αναγκαίον να σας ίδω».

Και, ίνα τον προδιαθέση κατά τι, προσέθηκε:

«Δωρείται Ε κ ε ί ν ο ς τον σταυρόν, αλλά δωρείται ομού και τας δυνάμεις».

Η παρουσίασις εις την Αυλήν είχε περατωθή και οι προσκεκλημένοι, προτού χωρισθώσιν, ανεκοίνουν προς αλλήλους τας τελευταίας ειδήσεις της ημέρας και συνεζήτουν επί των προσφατωτέρων διακρίσεων και των μεταβολών εις τας ανωτέρας θέσεις.

Εις μίαν γωνίαν ένας κατάλευκος γέρων συνωμίλει μετά τινος δεσποινίδος της τιμής, υψηλής, ωραίας, ήτις τον ηρώτα περί των νέων διορισμών.

– Τι λέτε περί του Καρένιν; ηρώτησε κάποιος πρίγκηψ πλησιάσας τον όμιλον των συζητητών.

– Λέγω ότι έλαβε το παράσημον του Αλεξάνδρου Νηούσκυ.

– Εγώ ενόμιζα ότι το είχε προ πολλού.

– Όχι.. Κυτάξετέ τον εκεί, στη γωνία, συνομιλεί μεθ' ενός των ισχυροτέρων μελών του Συμβουλίου της Επικρατείας· φέρει την αυλικήν του στολήν με την νέαν ταινίαν χιαστί.. Είνε ευτυχής και ακτινοβόλος.

– Όχι, έχει γηράσει, παρετήρησε νεαρός ευπατρίδης της Αυλής.

– Τον εγήρασαν η ένοιες. Περνά τη ζωή του συντάσσων σχέδια. Θα ιδήτε ότι δεν θα αφήση τον συνομιλητήν του προτού εκθέση το τελευταίον του σχέδιον, παράγραφον προς παράγραφον.

– Νομίζω ότι η κόμησσα Λυδία αντικαθιστά τώρα την γυναίκα του.

– Α! δεν επιτρέπω να κακολογήται η κόμησσα Λυδία.

– Είνε κακό να αγαπά τον Καρένιν;

– Είνε αληθές ότι η Καρενίνα ευρίσκεται εδώ;

– Όχι στην Αυλή, αλλά στην Πετρούπολιν βρίσκεται. Την συνήντησα χθες με τον Βρόνσκυ εις την Μορσκάια.

– Είνε άνθρωπος που δεν έχει.. αλλ' ο αυλικός ευπατρίδης δεν συνεπλήρωσε την σκέψιν του, εσιώπησε και παρεμέρισε διά να περάση κάποιος πρίγκηψ της αυτοκρατορικής Αυλής, τον οποίον εχαιρέτησεν υποκλινέστατα.

Ο Καρένιν, καθ' ήν περίπου στιγμήν τον εγκατελίμπανεν η σύζυγός του, είχε πληγή υπό της μεγαλητέρας συμφοράς την οποίαν ειμπορεί να πάθη ένας δημόσιος υπάλληλος. Η προοδευτική του καρριέρα είχεν αποφραχθή αποτόμως.

Όλος ο κόσμος το είχε διαγνώσει, μόνον αυτός δεν υπώπτευε τίποτε. Κατείχεν ακόμη θέσιν σημαντικωτάτην, εξηκολούθει να είνε μέλος διαφόρων κομητάτων και αποστολών, αλλ' θεωρείτο πλέον ως άνθρωπος που τα προσέφερεν όλα και από τον οποίον δεν περιμένει κανείς τίποτε πλέον. Κάθε τι που επρότεινεν εθεωρείτο ως πράγμα γνωστόν ήδη και του οποίου δεν υπήρχεν ανάγκη. Αυτός εξ εναντίας, τεθείς έξω της κυβερνητικής δράσεως, έβλεπε καλλίτερον παρά ποτε τα σφάλματα των συναδέλφων του, και εθεώρει καθήκον του να υποδεικνύη τα μέσα της διορθώσεώς των. Και, επί μάλλον και μάλλον ενηβρύνετο διά τα σχέδιά του.

«Ο μήποτε νυμφευθείς φροντίζει διά τα έργα του Κυρίου και διά να αρέσκη εις τον Κύριον».

Ο Καρένιν, όστις περί πολλού είχε τώρα, όπως εις κάθε τι συμμορφούται προς το Ευαγγέλιον, ανεπόλει ευχαρίστως την ρήσιν ταύτην. Ενόμιζεν ότι αφ' ότου τον εγκατέλειψεν η σύζυγός του, υπηρέτει καλλίτερα τον Κύριον διά των προτάσεών του. Η δε ανυπομονησία, ην εξεδήλου το μέλος του Συμβουλίου μεθ' ού συνωμίλει, δεν ετάραττε τον Καρένιν, και δεν έπαυσεν ομιλών παρά μόνον όταν ο συνομιλητής του επωφελήθη της διελεύσεως ενός μέλους της αυτοκρατορικής οικογενείας διά να το σκάση.

Μείνας μόνος, ο Καρένιν έκυψε την κεφαλήν διά να συγκεντρώση τας ιδέας του, παρετήρησε δε έπειτα γύρω του και διηυθύνθη προς την θύραν όπου διέκρινε την κόμησσαν Λυδίαν.

– Θερμά συγχαρητήρια, τω είπεν αύτη αποθαυμάζουσα το νέον παράσημον του Καρένιν.

Κατέστειλε μειδίαμα ευφροσύνης, ύψωσε τους ώμους και έκλεισε τα μάτια, ως να ήθελε να υποδηλώση ότι η ταινία εκείνη δεν είχε την δύναμιν να του χαρίση την ευτυχίαν. Αλλ' η κόμησσα εγνώριζεν άριστα ότι απετέλει μίαν από τας χαράς του, αν και κατ' ουδένα λόγον θα το παρεδέχετο.

– Σας περιμένω σήμερον εις το σπίτι μου, είπεν η κόμησσα Λυδία· έχω να σας ομιλήσω επί θέματος, το οποίον θα σας είνε οδυνηρόν.. Τα πάντα θα εθυσίαζα διά να σας απαλλάξω από μερικάς αναμνήσεις, αλλά δυστυχώς, δεν ομιλούν όλοι ομοίως.. Έλαβα επιστολήν εκ μέρους της.. Ευρίσκεται εν Πετρουπόλει!

Ο Καρένιν ερρίγησεν, αλλ' αμέσως η μορφή του ανέκτησε την αυστηράν απάθειαν, ήτις εξέφραζε την συναίσθησιν της αδυναμίας του προ της καταστροφής εκείνης.

– Το επερίμενα, είπεν.

Η κόμησσα Λυδία τον ητένισε μετά θαυμασμού, και δάκρυα σημπαθείας προ του μεγαλείου της ψυχής του Καρένιν ύγραναν τους οφθαλμούς της.

* * *

Όταν ο Καρένιν εισήλθεν εις το σαλονάκι της κομήσσης Λυδίας Ιβανόβνας, αύτη τον ανέμενε ροφώσα το τσάι της.

Η Κόμησσα του παρέδωκε το σημείωμα της Άννας. Ο Καρένιν το ανέγνωσε και έμεινεν επί πολύ σιωπηλός.

– Δεν φρονώ ότι έχω το δικαίωμα να της απαγορεύσω αυτήν την συνέντευξιν, είπε δυστακτικώς υψώσας τους οφθαλμούς προς την οροφήν.

– Φίλε μου, σεις δεν βλέπετε κακόν πουθενά.

– Εξ εναντίας, βλέπω ότι είνε πανταχού.. αλλά θα ήτο δίκαιον;.

Η μορφή του εξεδήλου αναποφασιστικότητα, ως ν' ανεζήτει έν τι μέσον, κάποιο στήριγμα, κάποιον οδηγόν εις ζήτημα το οποίον υπερέβαινε τας νοητικάς του δυνάμεις.

 

– Όχι, διέκοψεν η κόμησσα.. Όλα έχουν τα όριά τους. Εννοώ την ανηθικότητα, προσέθηκε – ουχί απολύτως ειλικρινώς, διότι ουδέποτε είχε κατορθώσει να κατανοήση πλήρως τι το οδηγούν τας γυναίκας εις την ανηθικότητα. – Αλλά δεν εννοώ την σκληρότητα.. και μάλιστα κατά τίνος; Καθ' υμών.. πώς; Τολμά αυτή να έλθη να κατοικήση εις την πόλιν όπου διαμένετε σεις; Ασφαλώς, κάτι κανείς διδάσκετε διαρκώς, και την φοράν ταύτην διδάσκομαι να εννοώ το μεγαλείον σας και την ποταπότητα αυτής της γυναικός.

Ο Καρένιν εφαίνετο ευχαριστημένος από τον ρόλον του.

– Αλλά ποίος θα βάλη τον πρώτον λίθον.. Εγώ εσυγχώρησα τα πάντα, διά τούτο δ' ακριβώς δεν ειμπορώ να την στερήσω εκείνου, που δι' αυτήν αποτελεί μίαν φυσικήν ανάγκην, της προς το παιδί της αγάπης.

– Αλλά, πρόκειται αληθώς περί μητρικής στοργής φίλε μου; Είνε ειλικρινής; Σεις συνεχωρήσατε, συγχωρείτε σεις, αλλ' έχομεν το δικαίωμα να ρυπάνωμεν την ψυχήν αυτού του αγγέλου; Την θεωρεί νεκράν. Ικετεύει τον Θεόν να της συγχωρήση τας αμαρτίας της.. και είνε προτιμότερον να μείνουν εκεί τα πράγματα. Τι θα σκεφθή τώρα;

– Δεν το είχον σκεφθή αυτό, είπεν ο Καρένιν.. Έχετε ίσως δίκαιον!

Η κόμησσα έκρυψε την μορφήν εντός των χειρών της και εσιώπησεν.

– Αν θέλετε την συμβουλήν μου, είπε τέλος αποκαλύπτουσα την μορφήν της, δεν σας συμβουλεύω να επιτρέψητε την συνάντησιν αυτήν. Νομίζετε ότι δεν διακρίνω ότι όλαι σας αι πληγαί αιμάσουν και πάλιν; Ας δεχθώμεν ότι, όπως πάντοτε, θυσιάζεσθε και πάλιν. Αλλά προς τι να βασανίσωμεν το παιδί; Αν υπολείπεται εις αυτήν την γυναίκα ελάχιστον λείψανον ανθρωπίνης συναισθήσεως, και αυτή η ιδία δεν πρέπει να εύχεται μίαν τοιαύτην συνάντησιν.. Όχι, αφ' ού εσκέφθην ωρίμως, δεν σας το συμβουλεύω αυτό.. Και, αν μου επιτρέπετε, θα της απαντήσω υπ' αυτό το πνεύμα.

Ο Καρένιν συγκατετέθη, και η κόμησσα έγραψε την ακόλουθον επιστολήν.

«Κυρία,

«Το ν' ανακληθήτε εις την μνήμην του υιού σας θα ήτο ως να υπεβάλοντο εις αυτόν ερωτήματα, εις τα οποία η απάντησις είνε αδύνατος χωρίς να εμπνευσθή εις την ψυχήν του παιδίου πνεύμα καταδίκης ενός όντος, το οποίον πρέπει να του είνε ιερόν. Διά τούτο σας παρακαλώ να δεχθήτε την άρνησιν του συζύγου σας υπό το χριστιανικόν πνεύμα, το οποίον την ενέπνευσεν. Ικετεύω τον Παντοδύναμον να σας ευσπλαχνισθή.

Κόμησσα Λυδία».

Η επιστολή αύτη επέφερε το ανομολόγητον αποτέλεσμα, όπερ η κόμησσα Λυδία επεδίωκεν εν αγνοία της: επλήγωσε θανασίμως την Άνναν..

Ο Καρένιν αφ' ετέρου, επιστρέψας εις την οικίαν του, ευρέθη ανίκανος να επιδοθή εις τας συνήθεις του ασχολίας· δεν ηδύνατο ν' ανακτήση την γαλήνην εκείνην του πιστού και του σωθέντος ανθρώπου, την οποίαν κατείχε πρότερον.. Η ανάμνησις της ενόχου συζύγου του, προς την οποίαν είχε συμπεριφερθή ως άγιος όπως δικαίως τον είχε χαρακτηρίση η κόμησσα Λυδία, δεν θα ήτο ικανή να τον ταράξη· αλλά δεν ήτο ήσυχος· δεν ηδύνατο ν' αναγνώση δεν ηδύνατο ν' αποδιώξη την οδυνηράν ανάμνησιν των μετά της Άννας σχέσεων του και των διαπραχθέντων σφαλμάτων.

Αλλ' οι συλλογισμοί ούτοι δεν διήρκεσαν επί πολύ. Επανεύρε δε την γαλήνην και το ψυχικόν εκείνο μεγαλείον, όπερ του επέτρεπε να λησμονή τα πράγματα που δεν ηρέσκετο να ενθυμήται.

– Λοιπόν! είπεν ο Σεριόγια εις τον θυρωρόν παραδίδων αυτώ το επανωφοράκι του με την γούναν. Ήλθε σήμερα ο υπάλληλος με το δεμένο μάγουλο; Τον εδέχθη ο μπαμπάς;

– Ο κύριος τον εδέχθη· μόλις έφυγεν ο αρχιγραμματεύς, τον ανήγγειλα, είπε γελαστά ο θυρωρός.

– Και, έκαμε τίποτα γι' αυτόν ο μπαμπάς;

Ο θυρωρός ένευσε καταφατικώς.

Ο υπάλληλος με το δεμένο μάγουλο, όστις είχε πολλάκις ήδη προσέλθει να υποβάλη κάποιαν παράκλησιν εις τον Καρένιν, είχεν ελκύσει το ενδιαφέρον και του Σεριόγια και του θυρωρού. Το παιδάκι τον είχε συναντήσει κάποτε εις τον αντιθάλαμον, όταν ικέτευε τον θυρωρόν να τον αναγγείλη και έλεγεν ότι δεν του έμενε πλέον τίποτε άλλο παρά ν' αποθάνη της πείνης, αυτός και τα παιδιά του.. Από της ημέρας εκείνης ο Σεριόγια τον επήρεν υπό την προστασίαν του και ενδιεφέρετο περί της τύχης του.

– Λοιπόν! εφαίνετο ευχαριστημένος όταν εβγήκεν από το γραφείον του μπαμπά; ηρώτησεν.

– Ω! επηδούσεν από τη χαρά του 'σαν τρελλός.

Η επιούσα ήτο η επέτειος των γεννεθλίων του Σεριόγια, και ενδιεφέρθη να μάθη αν είχε σταλή τίποτε δι' αυτόν.

– Ε, αφέντη, είπεν ο θυρωρός εμφαντικώς, υπάρχει κάποιο πακέτο εκ μέρους της κομήσσης.

– Μεγάλο 'σάν αυτό, 'σάν εκείνο;

– Λιγάκι μικρότερο, αλλά κάτι ώμορφον.

– Κανένα βιβλίο;

– Δεν 'ξεύρω, αλλά, αφέντη μου, πηγαίνετε, σας φωνάζει ο παιδαγωγός σας.

Μετά το μάθημα του καθηγητού ήρχετο το μάθημα του πατρός του.. Αναμένων αυτόν ο Σεριόγια εκάθησεν εις το τραπέζι, έπαιξε με το σουγιά του και έμεινε συλλογισμένος.

Μία των ευνοουμένων ασχολιών του Σεριόγια ήτο ν' αναζητή την μητέρα του κατά τους περιπάτους του. Δεν επίστευε τον θάνατον γενικώς και προ πάντων δεν επίστευεν εις τον θάνατον της Άννας, αν και η κόμησα Λυδία του τον είχε αναγγείλει και ο πατήρ του είχεν επιβεβαιώσει την είδησιν ταύτην. Κατά τους περιπάτους του μάλιστα, εις κάθε χαριτωμένην γυναίκα, με μαύρα μαλλιά και καλοδεμένο σώμα, ενόμιζεν ότι ανεγνώριζε την μαμά του. Η ψυχή του επληρούτο τρυφερότητος, η πνοή του καθίστατο ασθματική και δάκρυα ανήρχοντο εις τους οφθαλμούς του.. Την ανέμενε, πεποιθώς ότι θα τον επλησίαζε και θα αφήρει τον πέπλον της.. Θα ξεσκεπάση τότε την μορφήν του, θα του μειδιάση, θα τον φιλήση, και εκείνος θ' αναπνεύση το άρωμά της, θα αισθανθή την γλυκείαν και μαλακήν επαφήν της χειρός της, και θα κλαύση εκ χαράς όπως τα βράδυα όταν εκυλίετο εις τα πόδια της και εκείνη τον εγαργάλιζεν, εν ώ αυτός εγέλα και εψευτοδάγκανε το λευκό της χέρι, το καταστόλιστο από δακτυλίδια.

Μίαν ημέραν έμαθε τυχαίως, παρά τινος υπηρετρίας, ότι η μήτηρ του δεν είχεν αποθάνει. Ο πατήρ του και η κόμησσα του εξήγησαν ότι είχεν αποθάνει δι' αυτόν, διότι ήτο κακή μητέρα.. Αλλ' επίστευσε πολύ ολιγώτερον εις την εξήγησιν ταύτην, διότι την ηγάπα, και την ανεζήτει και την ανέμενε πάντοτε.

Το πρωί της ημέρας εκείνης, εις τον θερινόν κήπον, είχε παρατηρήσει κάποιαν κυρίαν φέρουσαν πέπλον χρώματος πασχαλιάς. Την είχε παρακολουθήσει διά των οφθαλμών καθ' όσον προυχώρει προς αυτόν, και, με την καρδιά λειποψυχούσαν εξ ελπίδος, διελογίζετο ότι τον επλησίαζεν. Αλλ' η κυρία αντί να τον πλησιάση εστράφη προς τα δεξιά και εξηφανίσθη.

Ησθάνετο κατά την ημέραν εκείνην, βαθύτερον ή άλλοτε, ότι αληθές κύμα τρυφεράς στοργής προς την μητέρα του εξεχείλιζεν εκ της καρδίας του. Και εβυθίσθη εις τας ονειροπολήσεις του, με τα μάτια πνιγόμενα μέσα εις την δίνην της αοριστίας και χαράσσων συνάμα εγκοπάς επί της τραπέζης με το μαχαιράκι του.

– Σεριόγια, ο κύριος πατέρας σας!

Ο Σεριόγια ανεπήδησεν από το κάθισμά του, έδραμεν εις υπάντησιν του Καρένιν, του εφίλησε το χέρι και τον εκύτταξεν ατενώς, αναζητών επί της μορφής του ενδείξεις της χαράς, ην τω εγέννα η παρασημοφορία του.

– Ήτο ευχάριστος ο περίπατός σου; ηρώτησεν ο Καρένιν καθήσας επί τινος φωτέιγ.

Έσυρε προς εαυτόν την βίβλον και την ήνοιξε.

Καίτοι ο Καρένιν πολλάκις είχε δηλώσει εις τον υιόν του ότι κάθε χριστιανός οφείλει να γνωρίζη από στήθους την ιεράν ιστορίαν, αυτός ο ίδιος ελάμβανε πολλάκις ανάγκην να ενισχύη την μνήμην του συμβουλευόμενος το κείμενον, και ο Σεριόγια δεν έλειψε να παρατηρήση τούτο.

– Ω! ναι, μπαμπά, διεσκέδασα καλά, απήντησεν ο Σεριόγια.

Το μάθημα συνίστατο εις την αποστήθισιν μερικών εδαφίων του Ευαγγελίου και εις επανάληψιν της αρχής της Βίβλου.

Ήτο εννέα μόλις ετών, αλλ' είχεν ήδη συνείδησιν της ψυχής του και του ήτο αγαπητή· την εθεώρει ως το βλέφαρον το προφυλάττον την κόρην του οφθαλμού και δεν άφινε να εισδύσουν εις αυτήν παρά μόνοι οι εφωδιασμένοι με το κλειδί της αγάπης, οι δε διδάσκαλοι του παρεπονούντο δι' όσα δεν ήθελε να μάθη, ενώ η ψυχή του ήτο πλήρης εκ του πόθου να τα γνωρίση όλα. Επίσης εμάνθανε πολλά από τον Ελβετόν, από τη γιαγιά, από τη Ναδένκα, από τον παιδαγωγόν του, τους οποίους ηγάπα, ποτε όμως από τους διδασκάλους του. Η ανάπτυξις, ην ο πατήρ του και οι καθηγηταί του ανέμενον εκ της μορφώσεώς του εξεδηλούτο υπό μορφήν όλως διάφορον εκείνης την οποίαν επιζήτουν αυτοί.

Όταν κατεκλίθη, αμέσως ο Σεριόγια ανελογίσθη την μητέρα του και συνέθεσε προσευχήν διά να ζητήση από τον Θεόν να την στείλη πλησίον του την επιούσαν, χάριν των γενεθλίων του.