Za darmo

Quo Vadis

Tekst
iOSAndroidWindows Phone
Gdzie wysłać link do aplikacji?
Nie zamykaj tego okna, dopóki nie wprowadzisz kodu na urządzeniu mobilnym
Ponów próbęLink został wysłany

Na prośbę właściciela praw autorskich ta książka nie jest dostępna do pobrania jako plik.

Można ją jednak przeczytać w naszych aplikacjach mobilnych (nawet bez połączenia z internetem) oraz online w witrynie LitRes.

Oznacz jako przeczytane
Quo vadis
Quo vadis
Darmowy e-book
Szczegóły
Czcionka:Mniejsze АаWiększe Aa

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΓ'

Βροχή τριήμερος και χαλαζοθύελλαι είχον διακόψει τα θεάματα, ο λαός ανησύχει. Το πλήθος απήτει να επαναληφθούν οι αγώνες και τέλος, μετά τρεις ημέρας, το αμφιθέατρον εγέμισεν από χιλιάδας θεατάς. Ο Καίσαρ αυτός έφθασεν ενωρίς, όπως και αι Εστιάδες και η αυλή.

Την ημέραν εκείνην το θέαμα έμελλε να αρχίση διά μάχης μεταξύ χριστιανών. Προς τον σκοπόν τούτον τους είχον ενδύσει ως μονομάχους και τους είχον οπλίση με όπλα επιθετικά και αμυντικά, ως εξ επαγγέλματος ξιφομάχους. Αλλά διεψεύσθησαν αι ελπίδες των. Οι χριστιανοί εγκατέλιπον επί της άμμου τα δίκρανα, τας λόγχας και τα μαχαίρια και ήρχισαν να ασπάζωνται αλλήλους ενθαρρυνόμενοι αμοιβαίως εις την εγκαρτέρησιν.

Ο Καίσαρ έδωκεν διαταγήν και αληθείς θηριομάχοι εξαπελύθησον εναντίον των, και κατέσφαξαν εν ριπή οφθαλμού το γονατισμένον ποίμνιον.

Αφού απεκόμισαν τους νεκρούς, ήρχισε σειρά εικόνων μυθολογικών κατ' επίνοιαν του Καίσαρος. Είδον λοιπόν τον Ηρακλέα θνήσκοντα επί του όρους Οίτης με φλόγας αληθινάς.

Ο Καίσαρ απήτησεν όπως παρίσταται εις το αμφιθέατρον και ο Χίλων, διότι ηυχαριστείτο βλέπων αυτόν λιποψυχούντα από τα θεάματα. Αλλ' αι εικόνες διεδέχοντο ραγδαίως αλλήλας. Τα ανόσια βασανιστήρια παρθένων, τας οποίας εμόλυνον θηριομάχοι ενδεδυμένοι δοράς θηρίων, κατηύφραινον την καρδίαν του λαού. Τέλος κορασίδες χριστιαναί διεμελίσθησαν υπό αγρίων ίππων. Ο λαός επευφήμει τον Καίσαρα.

Εν τω μεταξύ είχον καθαρίσει την κονίστραν και έσκαπτον οπάς, των οποίων η τελευταία σειρά απείχεν ολίγα μόνον βήματα από της αυτοκρατορικής εξέδρας. Τα υπόγεια ηνοίχθησαν αίφνης και όλαι αι θύραι των εξεκένωσαν εις την κονίστραν πλήθη χριστιανών εντελώς γυμνών και φερόντων σταυρούς επί των ώμων των.

Η άμμος έβριθε κόσμου. Γερόντια επροχώρουν τρέχοντα και κύπτοντα υπό το βάρος των δοκών· παρά το πλευρόν αυτών ήρχοντο άνδρες εις την ακμήν της ηλικίας των, γυναίκες με λυτήν κόμην, με την οποίαν προσεπάθουν να καλύψουν την γυμνότητά των, έφηβοι και μικρά παιδία.

Τα θύματα και οι σταυροί ήσαν ως επί το πλείστον εστεμμένα με άνθη. Οι υπηρέται του ιπποδρόμου κατεμωλώπιζον τους δυστυχείς διά μαστιγώσεων αναγκάζοντες αυτούς να αποθέσωσι τους σταυρούς των προ των ήδη ανοιγμένων λάκων και να ίστανται παραπλεύρως αυτών. Όσοι κατά την πρώτην ημέραν των αγώνων δεν είχον προφθάσει να ριφθώσιν εις τους κύνας και τα θηρία, επρόκειτο να θανατωθώσιν.

Οι μελανόδερμοι δούλοι ήρπαζον τους χριστιανούς και τους εξήπλωνον επί των σταυρών, έπειτα εκάρφωνον τας χείρας αυτών επί των δοκών. Ολόκληρον το αμφιθέατρον αντήχει από τους κτύπους των σφυρίων.

Αίφνης από τα εδώλια, τα ευρισκόμενα πλησίον της κονίστρας μία φωνή ηγέρθη, φωνή ήρεμος και εμφαντική, ήτις, έλεγεν:

– .. Η ημέρα της ευσπλαγχνίας ήλθεν, η ημέρα της σωτηρίας και της ευτυχίας· σας το είπον, ο Χριστός, θα σας ενώση γύρω του, θα σας παρηγορήση και θα σας τάξη εκ δεξιών του. Έχετε πίστιν, διότι ο ουρανός ανοίγεται δι' υμάς.

Εις τους λόγους τούτους, πάντες έστρεψαν τα βλέμματά των προς τα εδώλια· όσοι ευρίσκοντο ήδη επί του σταυρού ύψωσαν τας ωχράς και ταλαιπωρημένας κεφαλάς και προσέβλεψαν τον ομιλούντα.

Εκείνος επροχώρησε μέχρι του φραγμού, όστις περιέκλειε το στάδιον και ήρχισε να τους ευλογή διά του σημείου του σταυρού.

Ήτο ο απόστολος Παύλος.

Προς μεγάλην έκπληξιν των υπηρετών, πάντες εκείνοι, τους οποίους ακόμη δεν επρόφθασαν να σταυρώσουν, εγονυπέτησαν.

Ο Παύλος ο Ταρσεύς ηυλόγει τους μάρτυρας.

Είς φρουρός επλησίασε τον απόστολον και ηρώτησε:

– Ποίος είσαι συ, ο οποίος ομιλείς προς τους καταδίκους;

– Ρωμαίος πολίτης, απεκρίθη ο Παύλος ηρέμως.

Έπειτα στραφείς προς τα θύματα:

– Έχετε πεποίθησιν, διότι η ημέρα αύτη είνε ημέρα της ευσπλαγχνίας και θα αποθάνετε εν ειρήνη, ω δούλοι του Θεού!

Ο ιππόδρομος τώρα εφαίνετο ότι είχε μεταβληθή εις δάσος όπου, επί εκάστου δένδρου, εκρέματο ανά είς άνθρωπος εσταυρωμένος. Τα εγκάρσια ξύλα των σταυρών και αι κεφαλαί των μαρτύρων εφωτίζοντο υπό του ηλίου, η κονίστρα είχε καλυφθή από πυκνάς σκιάς περιπεπλεγμένας εις υπομέλαν πλέγμα, εις ό, εδώ και εκεί, εσημειούντο ρομβοειδή σχήματα χρυσής άμμου. Όλη η ευχαρίστησις των θεατών συνίστατο εις το να βλέπουν το βραδύ ψυχορράγημα των θυμάτων. Το εκ σταυρών δάσος ήτο τόσον πυκνόν, ώστε οι υπηρέται μετά δυσκολίας διήρχοντο μεταξύ των δένδρων τούτων. Ο πέριξ γύρος είχε πληρωθή κυρίως από γυναίκας.

Ουδείς ακόμη εκ των μαρτύρων είχεν εκπνεύσει, αλλά τινές εξ εκείνων οίτινες, είχον σταυρωθή πρώτοι, ήσαν λιπόθυμοι. Ουδείς εγόγγυζεν, ουδείς εζήτει οίκτον. Οι μεν είχον κλίνει την κεφαλήν επί του ώμου ή χαμηλότερον επί του στήθους, ως εάν είχον καταληφθή από ύπνον, άλλοι εφαίνοντο σκεπτικοί, άλλοι τέλος, με τους οφθαλμούς προς τον ουρανόν, εκίνουν ελαφρώς τα χείλη.

Μεταξύ των εσταυρωμένων ήτο και ο Κρίσπος, του οποίου ο σταυρός υψούτο απέναντι του αυτοκρατορικού θώκου.

Οι οφθαλμοί του έλαμπον πάντοτε εκ της αυτής ασβέστου ζωηρότατος και υπό τα άνθη εφαίνετο αυτό το πρόσωπον το αυστηρόν και αδυσώπητον.

Δύο αιθίοπες επλησίασαν τον Κρίσπον διά να τον εξαπλώσουν επί του σταυρού.

Αδελφοί, δέεσθε υπέρ εμού! ανέκραξεν εκείνος.

Το πρόσωπόν του δεν ήτο πλέον αμάλακτον· τα χαρακτηριστικά του τα ψυχρά εξέφραξον τώρα γαλήνην και πραότητα.

Διηυκόλυνεν εις τους δημίους το έργον των, εκτείνας ο ίδιος τους βραχίονας επί του σταυρού και τους οφθαλμούς ανατείνων εις τον ουρανόν, ήρχισε να προσεύχεται διαπύρως. Έβλεπε πέριξ του όλους επί των σταυρών.

Προ του φρικιαστικού εκείνου δάσους των σταυρών, τα εξηπλωμένα σώματα, η σιγή εκείνη η νεκρική, αι φαιδραί κραυγαί του λαού εσίγησαν αιφνιδίως.

Την στιγμήν εκείνην ο Κρίσπος ήνοιξε τους οφθαλμούς και είδε τον Νέρωνα. Το πρόσωπόν του έλαβεν έκφρασιν τόσον αδιάλλακτον, το βλέμμα του εσπινθηροβόλησε τόσον φοβερά, ώστε οι Αυγουστιανοί ήρχισαν να ψιθυρίζουν μεταξύ των δεικνύοντες αυτόν διά του δακτύλου, και τέλος ο Καίσαρ έστρεψε την προσοχήν του προς αυτόν και επλησίασε νωχελώς τον σμάραγδον εις τον οφθαλμόν του. Έγινεν απόλυτος σιγή.

Όλα τα βλέμματα ήσαν προσηλωμένα επί του Κρίσπου, όστις εφαίνετο ότι προσεπάθει να αποσπάση από του σταυρού την δεξιάν του χείρα.

Έπειτα το στήθος του εσταυρωμένου εκολπώθη, τα πλευρά εφούσκωσαν και έκραξεν:

– Ουαί σοι! Μητραλοία! Δολοφόνε!

Εις την ύβριν ταύτην, ήτις ελέχθη εις επήκοον όλου του λαού, ο Καίσαρ ερρίγησε και αφήκε τον σμάραγδον να πέση. Η φωνή του Κρίσπου, πάντοτε φοβερωτέρα, αντήχει εις όλον το αμφιθέατρον:

– Ουαί σοι, δολοφόνε της μητρός και του αδελφού σου!

Ουαί σοι, Αντίχριστε! Η άβυσσος ανοίγεται υπό τους πόδας σου! Ο θάνατος τείνει προς σε τους βραχίονάς του διά να σε αρπάση, και ο τάφος σε παραμονεύει! Ουαί σοι, πτώμα ζων, διότι θα αποθάνης με τον τρόμον και θα τιμωρηθής εις τον αιώνα.

Φρικτώς ηπλωμένος επί του σταυρού, όμοιος προς ζωντανόν σκελετόν, εκίνει το λευκόν του γένειον άνωθεν της αυτοκρατορικής εξέδρας, σκορπίζων τα πέταλα των ρόδων, τα οποία τον εστεφάνωνον.

– Ουαί σοι, δολοφόνε! Η ώρα σου ήγγικε.

Κατέβαλε τελευταίον αγώνα· προς στιγμήν εφάνη ότι έμελλε να απαλλάξη την χείρα του την καρφωμένην και να την επισείση προς τον Καίσαρα. Αλλ' αίφνης οι βραχίονές του εξετάθησαν περισσότερον, όλον το σώμα του κατέπεσεν, η κεφαλή του έκλινεν επί του στήθους και απέθανεν.

Εις το δάσος των σταυρών, οι μάρτυρες, οι ασθενέστεροι, απεκοιμώντο ο είς μετά τον άλλον τον ύπνον της αιωνιότητος.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΔ'

Από τινος καιρού ο Βινίκιος διήρχετο τας νύκτας του εκτός της οικίας του και δεν εσκέπτετο πλέον ειμή πώς να ίδη την Λίγειαν και εν τη φυλακή ακόμη. Είξευρεν ότι ο Ναζάριος, παρ' όλα τα εμπόδια, είχε κατορθώσει να εισέλθη εις το δεσμωτήριον, ως νεκροπομπός. Απεφάσισε και αυτός να καταφύγη εις την ιδίαν μέθοδον. Αντί αδροτάτης αμοιβής, ο φύλαξ των Δυσωδών Λάκκων τον προσέλαβε τέλος εις τον αριθμόν των υπηρετών, τους οποίους έστελλε την νύκτα να μεταφέρωσι τους νεκρούς από τας φυλακάς. Το σκότος της νυκτός, τα δουλικά ενδύματά του, το πανί το βρεγμένον με έλαιον τερεβενθίνης, όπερ εκάλυπτε την κεφαλήν του, ο άθλιος φωτισμός των φυλακών, πάντα ταύτα συνετέλεσαν εις το να μη αναγνωρισθή ούτος.

Ότε ο κεντηρίων εξήτασε τα σήματά των, ως νεκροθαπτών, η μεγάλη σιδηρά πύλη της Εσκιλίνης φυλακής ηνοίχθη προ αυτών και ο Βινίκιος είδεν ευρύχωρον υπόγειον, εκ του οποίου εισήρχοντο εις μέγαν αριθμόν άλλων υπογείων. Λυχνίαι εφώτιζον το υπόγειον, το οποίον ήτο πλήρες φυλακισμένων. Άλλοι εξηπλωμένοι κατά μήκος των τοίχων, εκοιμώντο.. ίσως ήσαν νεκροί: άλλοι εσχημάτιζον κύκλον πέριξ μιας σκάφης ευρισκομένης εις το κέντρον, πλήρους ύδατος, και έπινον: άλλοι εκάθηντο κατά γης, στηρίζοντες τους αγκώνας επί των γονάτων και την κεφαλήν εις τας δύο χείρας. Εδώ και εκεί παιδία ανεπαύοντο περιμαζευόμενα επί των μητέρων των.

Ηκούοντο γογγυσμοί ασθενών, λυγμοί, ψιθυρισμοί προσευχών, ύμνοι βομβούντες χαμηλή τη φωνή και αι βλησφημίαι των δεσμοφυλάκων. Αι κνήμαι του Βινικίου εκλονίζοντο.

Επί τη σκέψει ότι η Λίγεια ευρίσκετο εις την κόλασιν εκείνην, αι τρίχες της κεφαλής του ηνωρθώθησον και ο λαιμός του επνίγη. Το αμφιθέατρον, οι οδόντες των θηρίων, οι σταυροί, – όλα ήσαν προτιμότερα από τα φρικώδη εκείνα υπόγεια, τα όζοντα εκ των πτωμάτων.

– Πόσοι είνε οι νεκροί σήμερον: ηρώτησε τον φύλακα των Λάκκων.

– Δώδεκα και πλέον, απήντησεν ο επιστάτης της φυλακής, αλλ' από τώρα μέχρι πρωίας θα είναι περισσότεροι: ήδη μερικοί ψυχορραγούν εκεί κάτω παρά τους τοίχους.

Εν τοσούτω ο Βινίκιος ανεζήτει εις μάτην την Λίγειαν και τω επήλθεν η ιδέα ότι δεν θα την έβλεπε πλέον ζωντανήν.

Ευτυχώς ο φύλαξ των Λάκκων ήλθεν εις βοήθειάν του.

– Πρέπει να μεταφέρετε τους νεκρούς αμέσως, είπεν ούτος, εάν δεν

θέλετε να αποθάνετε σεις και οι φυλακισμένοι.

– Είμεθα δέκα δι' όλα τα υπόγεια, παρετήρησεν ο δεσμοφύλαξ, και όμως

πρέπει να κοιμηθώμεν.

– Τότε θα σου αφήσω τέσσαρας από τους ανθρώπους μου: αυτοί θα

περιηγηθούν τα υπόγεια διά να ίδωσιν εάν υπάρχουν νεκροί.

 

– Αύριον θα σε κεράσω, εάν κάμης αυτό. Αλλά ας φέρουν έκαστον πτώμα προς έλεγχον: ήλθε διαταγή να τους διατρυπώμεν εις τον λαιμόν, και έπειτα εις τον Λάκκον!

– Καλά! αλλά θα μου δώσης να πιω.

Ο φύλαξ των λάκκων διώρισε τέσσαρας άνδρας, και μεταξύ αυτών τον Βινίκιον· αυτός δε μετά των άλλων ήρχισε να συσσωρεύη τα πτώματα επί των κάρρων.

Ο Βινίκιος ανέπνευσε. Τώρα τουλάχιστον είχε την βεβαιότητα ότι θα επανεύρη την Λίγειαν. Ήρχισεν ερευνών λεπτομερώς το πρώτον υπόγειον και δεν ανεκάλυψε τίποτε. Εις το δεύτερον και το τρίτον αι έρευναί του απέβησαν επίσης άκαρποι.

Ο Βινίκιος εισήλθεν εις τέταρτον υπόγειον, μικρότερον των προηγουμένων, και ύψωσε το φανάριόν του.

Αίφνης ερρίγησε. Του εφάνη ότι έβλεπεν υπό τας σιδηράς ράβδους φεγγίτου, την γιγαντιαίαν μορφήν του Ούρσου. Έσβεσεν αμέσως την λυχνίαν του και επλησίασε:

– Συ είσαι, Ούρσε;

Ο γίγας ύψωσε την κεφαλήν.

– Τις ει;

– Δεν με αναγνωρίζεις;

– Έσβυσες το φως, πώς θέλεις να σε αναγνωρίσω;

Αλλ' ο Βινίκιος διέκρινε την Λίγειαν πλαγιασμένην παρά τον τοίχον επί τινος μανδύου και χωρίς να είπη λέξιν, εγονάτισε πλησίον της.

Ο Ούρσος τον ανεγνώρισε τότε και είπε:

– Ευλογημένον το όνομα του Χριστού! Αλλά μη την εξυπνάς, αυθέντα.

Ο Βινίκιος την εθεώρει δακρύων και συγκεκινημένος.

Εις την θέαν ταύτην, κατελήφθη από έρωτα ομοιάζοντα με τον δριμύτατον πόνον, απά έρωτα πλήρη οίκτου, ευλαβείας και σεβασμού. Έπεσε πρηνής και εστήριξε τα χείλη του εις το άκρον του μανδύου. εφ' ου ανεπαύετο η νεάνις.

«Ο Χριστός θα την σώση.. Ούρσε, μη φοβείσαι», είπεν.

Αίφνης, η Λίγεια ήνοιξε τους οφθαλμούς και έθεσε τας καιούσας χείρας της επί των χειρών του γονυπετούς Βινικίου.

– Σε βλέπω, είπεν αύτη. Είσαι συ: Α! ήξευρα ότι θα ήρχεσο.

– Ήλθα, φιλτάτη. Ο Χριστός να σε λάβη από την προστασίαν του και να

σε σώση, Λίγεια, αγαπητή μου.

Δεν ηδύνατο να είπη περισσότερα, δεν ήθελε ποσώς να προδώση την θλίψιν του έμπροσθέν της.

– Είμαι ασθενής, Μάρκε, και είτε εις το αμφιθέατρον είτε εδώ, πρέπει να αποθάνω.. Είχα παρακαλέσει εις τας προσευχάς μου να σε ίδω προ του θανάτου· ήλθες: ο Χριστός με εισήκουσε,

Και ενώ εκείνος δεν ηδύνατο να προφέρη άλλην τινά λέξιν και την έθλιβεν απλώς επί του στήθους του, εκείνη προσέθηκε:

– Ήξευρα ότι θα ήρχεσο. Και σήμερον ο Σωτήρ μας επέτρεψε να είπωμεν το χαίρε προς αλλήλους. Ήδη, Μάρκε, ήδη απέρχομαι προς Αυτόν, αλλά σε αγαπώ και θα σε αγαπώ πάντοτε.

Εσιώπησε διά να εισπνεύση ολίγον αέρα, έπειτα έλαβε την χείρα του

Βινικίου και την ύψωσε μέχρι των χειλέων της.

Ο Βινίκιος κατέστη κύριος εαυτού, έπνιξε τον πόνον του και ωμίλησε με φωνήν, την οποίαν προσεπάθει να καταστήση ατάραχον, θέλων να την παρηγορήση:

– Όχι, αγαπητή μου, δεν θα αποθάνης. Ο Απόστολος με προέτρεψε να έχω πίστιν, και μου υποσχέθη να δεηθή διά σε. Ο Χριστός όστις τον ηγάπησε, δεν θα του αρνηθή τίποτε.. Όχι, Λίγεια! Ο Χριστός θα με ελεήση.. Δεν θα αποθάνης.

– Μάρκε!

– Λέγε, αγαπητή μου.

– Δεν πρέπει να με κλαύσης. Ενθυμού, ότι θα έλθης πλησίον μου, εκεί επάνω. Η ζωή μου δεν θα είνε μακρά, αλλ' ο Θεός θα μου χαρίση την ψυχήν σου. Και θέλω να δύναμαι να είπω εις τον Χριστόν ότι, μολονότι απέθανα, μολονότι με είδες θνήσκουσαν και μολονότι συ έμενες εν τη απελπισία, δεν κατηράσθης το θέλημά Του. Εκείνος θα μας ενώση· σε αγαπώ και θέλω να είμαι μαζί σου..

Και πάλιν είχεν ανάγκην αέρος, και με φωνήν μόλις καταληπτήν είπε:

– Υποσχέθητί μοι τούτο, Μάρκε!

– Επί της ιεράς κεφαλής σου, υπόσχομαι!

Τότε, εν μέσω του αμυδρού φωτός, είδε το πρόσωπόν της Λιγείας να ακτινοβολή. Εκείνη έφερεν ακόμη μίαν φοράν την χείρα του Βινικίου εις τα χείλη της και εψιθύρισε:

– Η σύζυγός σου.. είμαι σύζυγός σου.

Όπισθεν του τοίχου, οι πραιτωριανοί, οίτινες έπαιζον τους πεσσούς, εξέβαλον φωνάς φιλονεικίας.

Ο Βινίκιος και η Λίγεια είχον λησμονήσει την φυλακήν, όλον τον κόσμον, και ενούντες τας ουρανίους ψυχάς των, ήρχισαν να προσεύχωνται.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΕ'

Μόλις εξημέρωνε, τα πρώτα κύματα του πλήθους είχον αρχίσει να συρρέουν προς τους κήπους του Καίσαρος.

Ο λαός εν εορτασίμω περιβολή, στεφανωμένος με άνθη, επήγαινε ψάλλων ενθουσιωδώς εις το αμφιθέατρον, διά να απολαύση, θέαμα νέον και λαμπρόν, το οποίον ο Καίσαρ ηθέλησε να δώση τελευταίον διά να ευχαριστήση περισσότερον τον λυσσασμένον όχλον. Σχεδόν πάντες ήσαν μεθυσμένοι.

Δαδούχοι και λαμπαδηφόροι ήσαν παρατεταγμένοι και εφώναζον θριαμβευτικώς καθ' όλην την οδόν Τέκταν επί της γεφύρας Αιμιλιανού και εκ της ετέρας πλευράς του Τιβέρεως, εις τα πέριξ του ιπποδρομίου του Νέρωνος, και μάλιστα επί του Λόφου του Βατικανού. Συνέρρεον τα πλήθη χειμαρρωδώς, διότι το θέαμα ανθρώπων καιομένων επί πασσάλων ήτο εκ των απολαυστικωτέρων. Την φοράν μάλιστα ταύτην, επειδή ήτο πληθώρα καταδίκων, το θέαμα επρομηνύετο μεγαλοπρεπέστερον. Θέλοντες να αποτελειώσουν τους χριστιανούς και να περιστείλουν την επιδημίαν, ήτις εκ των φυλακών εξετείνετο επί μάλλον και μάλλον ανά την πόλιν, ο Καίσαρ και ο Τιγγελίνος είχον κενώσει όλα τα υπόγεια, εις τρόπον ώστε δεν έμενον πλέον ειμή δεκάδες τινές ατόμων, φυλαττομένων διά το τέλος των αγώνων.

Και το πλήθος, αφού διέβη τας κιγκλίδας του κήπου, κατέστη άφωνον εκ της καταπλήξεως. Αι κυριώτεραι λεωφόροι αι εισχωρούσαι εις τας λόχμας, αι εκτεινόμεναι κατά μήκος των λειμώνων, αι συστάδες των δένδρων, αι λίμναι, τα ιχθυοτροφεία και αι ανθόσπαρτοι πρασιαί είχον πληρωθή από πασσάλους αλειμμένους με ρητίνην, επί των οποίων είχον δεθή χριστιανοί. Εκ του ύψους των γηλόφων, όπου το βλέμμα δεν εισέδυε παρά διά μέσου των δένδρων, ηδύνατό τις να παρατηρήση ολοκλήρους σειράς πασσαλίσκων και σώματα στολισμένα δι' ανθέων κισσού και φύλλων μυρσίνης. Εν τούτοις το σκότος επήρχετο και οι πρώτοι αστέρες είχον ανατείλει. Πλησίον εκάστου καταδίκου ήλθον και ετάχθησαν δούλοι ωπλισμένοι με δάδας, και όταν το κέρας εσήμανε την έναρξιν του θεάματος, ούτοι έθεσαν το πυρ εις την βάσιν των πασσάλων.

Το χόρτον το βρεγμένον με πίσσαν και κρυμμένον υπό τα άνθη, έλαμψεν αμέσως με μίαν φλόγα καθαράν, η οποία, διαρκώς αυξάνουσα, ήρχισε να εκτυλίσση τους στεφάνους του κισσού και να λείχη τους πόδας των θυμάτων.

Ο λαός εσιώπησεν, οι κήποι αντήχησαν εκ μιας και μόνης απείρου οιμωγής, αποτελουμένης εκ χιλιάδων κραυγών οδύνης. Εν τούτοις τινές των μαρτύρων, εγείροντες τους οφθαλμούς προς τον αστερόεντα ουρανόν, έψαλλον την δόξαν του Χριστού. Ο λαός ήκουεν. Αλλά και αι σκληρότεραι καρδίαι κατελήφθησαν υπό τρόμου, όταν, εκ του ύψους των μικρών πασσάλων, σπαρακτικαί κραυγαί παιδίων ήρχισαν να φωνάζουν: Μητέρα! Μητέρα! Και αυτοί οι μεθυσμένοι συνεταράχθησαν από φρικίασιν εις την θέαν των μικρών κεφαλών των αθώων εκείνων προσώπων, συσπωμένων εκ του πόνου ή καλυπτομένων υπό του καπνού, όστις ήρχιζεν ήδη να πνίγη τα θύματα.

Αι φλόγες εξηκολούθουν να ανέρχωνται και κατεβίβρωσκον έν προς έν τα θύματα. Αι κύριαι δίοδοι επλήσθησαν φλογών· αι συστάδες των δένδρων εφωταγωγήθησαν· τα φύλλα των εφάνησαν ρόδινα και ήρχισαν να κιτρινίζουν από τας φλόγας.

Και εφώτισεν ως εν μέση ημέρα.

Η οσμή της ψηνομένης σαρκός επλήρωσε τους κήπους, αλλ' αμέσως επί των θυμιατηρίων των τοποθετημένων μεταξύ των πασσάλων, οι δούλοι έρριψαν μύρτον και αλόην.

Ήδη από της αρχής του θεάματος, ο Καίσαρ είχε φανή εις το μέσον του λαού, επί λαμπρού τεθρίππου με λευκούς ίππους. Έφερεν ένδυμα αμαξηλάτου με πράσινον χρώμα, ως εσυνηθίζετο εν τη αυλή του. Άλλα άρματα ηκολούθουν πλήρη αυλικών με ενδύματα μεγαλοπρεπή. Συγκλητικοί, ιερείς, μουσικοί μετημφιεσμένοι εις ζώα και εις σατύρους έπαιζον κιθάρας, άρπας, οξυαύλους και κέρατα. Ο Καίσαρ, έχων δεξιόθεν τον Τιγγελίνον και αριστερόθεν τον Χίλωνα, του οποίου ο τρόμος τον έτερπεν, ωδήγει τους ίππους του βραδέως, θεωρών τα καιόμενα σώματα και ακούων τας αναφωνήσεις του λαού. Οι υπερμεγέθεις βραχίονές του, τεταμένοι επί των νεφρών, εφαίνοντο ότι έκαμνον το σημείον της ευλογίας προς τον λαόν του. Το πρόσωπόν του και οι ημίκλειστοι οφθαλμοί του εμειδίων, και, στεφανωμένος με χρυσόν, έλαμπε μεταξύ όλων των ανθρώπων ως ο ήλιος ή ως Θεός.

Εστάθη πλησίον της μεγάλης κρήνης, εις την διασταύρωσιν δύο λεωφόρων, κατήλθεν εκ του τεθρίππου, έκαμε νεύμα εις τους συνοδούς του και ανεμίχθη εις το πλήθος διά να παρατηρήση τα θύματα ή διά να αστειευθή με τον Χίλωνα, του οποίου το πρόσωπον απεκάλυπτε βαθείαν απελπισίαν. Την στιγμήν εκείνην παρετήρει μίαν παρθένον, της οποίας ο κόλπος ήρχισε να σπινθηρίζη εις την φλόγα. Περιήλθον και τους άλλους πασσάλους, απολαμβάνοντες του απαισίου θεάματος της αγωνίας των καιομένων θυμάτων.

Τέλος έφθασαν προ ενός υψηλοτάτου ιστού στολισμένου με μύρτα και στεφανωμένου με κισσόν. Οι υπέρυθροι σπινθήρες έλειχον ακόμη τα γόνατα του θύματος, αλλά δεν ηδύνατο κανείς να διακρίνη το πρόσωπόν του, το οποίον εκάλυπτον με καπνόν οι χλωροί κλαδίσκοι αναφλεγόμενοι.

Αίφνης η νυκτερινή αύρα απεμάκρυνε τον καπνόν, απεκάλυψε κεφαλήν γέροντος με ψαρόν γένειον. Εις την θέαν ταύτην, ο Χίλων συνεταράχθη και συνεσφίχθη ως όφις πληγείς, και από το στόμα του έφυγε κραυγή ομοία μάλλον προς κρωγμόν κόρακος ή με φωνήν ανθρωπίνην.

– Ο Γλαύκος! ο Γλαύκος!

Από του ύψους του καιομένου πασσάλου, ο ιατρός Γλαύκος προσέβλεπε. Με θλιβερόν πρόσωπον κεκλιμένον προς τα κάτω, εθεώρει τον άνθρωπον όστις τον είχε προδώσει, όστις του είχεν αφαιρέσει την σύζυγον και το τέκνον του, τον είχε προσελκύσει εις ενέδραν δολοφόνων, και όστις, αφού όλα τα εγκλήματα τω είχον συγχωρηθή εν ονόματι του Χριστού, τον είχε και πάλιν παραδώσει εις τους δημίους. Οι οφθαλμοί του Γλαύκου ήσαν προσηλωμένοι επί του προσώπου του Έλληνος.

Πάντες ενόησαν ότι μεταξύ των δύο εκείνων ανθρώπων κάτι συνέβαινεν, αλλ' ο γέλως διέστειλε τα χείλη των θεατών, διότι το πρόσωπον του Χίλωνος ήτο φρικτόν. θα έλεγε τις ότι αι γλώσσαι του πυρός έκαιον το ιδικόν του σώμα.

Αίφνης ο Χίλων ηγέρθη, έτεινε τους βραχίονας και έκραξε με φωνήν φρικώδη και σπαρακτικήν:

– Γλαύκε! εν ονόματι του Χριστού! συγχώρησέ με.

Όλοι εσίγησαν γύρω· ρίγος διέδραμε τους παρεστώτας και πάντες ύψωσαν τους οφθαλμούς προς τον πάσσαλον.

Η κεφαλή του μάρτυρος εκινήθη ηρέμα και ήκουσαν φωνήν οιμώζουσαν κατερχομένην από του ύψους του ιστού:

– Συγχωρώ.

Ο Χίλων έπεσε πρηνής ολολύζων ως θηρίον και με τας δύο χείρας ήρχισε να σωρεύη χώμα επί της κεφαλής του. Αι φλόγες ανεπήδησαν αιφνιδίως, περιέβαλον το στήθος και το πρόσωπον του Γλαύκου, εξηπλώθησαν εις τον μύρτινον στέφανον επί της κεφαλής του και κατέφαγον τας ταινίας εις το ύψος του ιστού, όστις ανεφλέγη ολόκληρος, αναδίδων μεγάλην λάμψιν.

Αλλ' ο Χίλων ηνωρθώθη με πρόσωπον τόσον ηλλοιωμένον, ώστε οι αυγουστιανοί ενόμισαν ότι έβλεπον προ αυτών άλλον άνθρωπον. Οι οφθαλμοί του έλαμπον με ισχυρότατον φως, το ερρυτιδωμένον μέτωπόν του εφανέρωνε την έκστασιν. Ο Έλλην ούτος, χαύνος και δειλός ακόμη, εφαίνετο ως ιερεύς εμπνευσμένος υπό του Θεού του, μέλλων ν' αποκαλύψη φοβεράς αληθείας.

– Τι συμβαίνει; Παρεφρόνησεν!.. ηκούοντο ψίθυροι.

Εκείνος εστράφη προς το πλήθος, ύψωσε την δεξιάν χείρα και ήρχισε να λέγη, ή μάλλον, να φωνάζη με στεντορίαν φωνήν, όπως όχι μόνον οι Αυγουστιανοί, αλλά και ο συρφετός όλος τον ακούση:

– Λαέ της Ρώμης! εις τον θάνατόν μου ομνύω, ότι θανατούνται αθώοι! Ο εμπρηστής είναι αυτός:

Και έδειξε τον Νέρωνα.

Επήλθε στιγμή σιωπής. Οι αυλικοί έμειναν ως απολιθωμένοι. Ο Χίλων ίστατο ακίνητος με χείρα τρέμουσαν και δεικνύων διά του δακτύλου τον Καίσαρα. Θόρυβος ηγέρθη.

Ως κύματα συνταρασσόμενα και αιφνιδίως ωθούμενα υπό της τρικυμίας, ο λαός όρμησε προς τον γέροντα διά να τον ίδη εγγύτερον. Φωναί εκραύγαζον: «Κρατήστε τον», άλλαι: «Αλλοίμονον εις ημάς!»

Θύελλα συριγμών και ωρυγμών εξέσπασεν: «Αινόβαρδε! Δολοφόνε! Μητροκτόνε! Εμπρηστά! Ο κυκεών ηύξανεν. Αίφνης ιστοί τινες καταναλωθέντες υπό του πυρός, κατέπεσαν ως βροχή σπινθήρων.

Τυφλόν κύμα του όχλου παρέσυρε τον Χίλωνα προς το βάθος του κήπου.

Παντού οι πάσσαλοι πυρίκαυστοι ήρχιζον να πίπτουν επί της οδού, πληρούντες τας λόχμας καπνού, σπινθήρων, οσμής κεκαυμένου ξύλου και κνίσσης ανθρωπίνου κρέατος. Τα φώτα εσβύνοντο πανταχού. Οι κήποι εβυθίζοντο εις τα σκότη.

Ο Χίλων επλανάτο, μη γνωρίζων προς ποίον μέρος να στρέψη τα βήματά του. Προσέκρουεν επί ημικαύστων πτωμάτων, παρέσυρε δαυλούς, οίτινες τον περιεκάλυπτον με απειλητικόν νέφος σπινθήρων και ενίοτε εκάθητο και παρετήρει γύρω του με χαύνα βλέμματα. Τέλος εξήλθεν εκ της σκιάς και ωθούμενος υπό ακαταμαχήτου δυνάμεως, εβάδισε προς την κρήνην, όπου ο Γλαύκος είχεν εκπνεύσει.

Μία χειρ έψαυσε τον ώμον του.

Ο γέρων εστράφη, και ιδών έμπροσθέν του ένα άγνωστον, ανέκραξε:

– Τι; Ποίος είσαι;

– Απόστολος Παύλος, ο Ταρσεύς.

– Είμαι κατηραμένος.. Τι θέλεις;

Ο Απόστολος απεκρίθη:

– Θέλω να σε σώσω.

Ο Χίλων εστηρίχθη επί δένδρου.

– Δι' εμέ δεν υπάρχει πλέον σωτηρία! είπε με ασθενή φωνήν.

 

– Δεν ηξεύρεις λοιπόν ότι ο Θεός εσυγχώρησε τον μετανοήσαντα ληστήν; ηρώτησεν ο Παύλος.

– Και συ δεν ηξεύρεις τι έπραξα εγώ;

– Είδον το άλγος σου και ήκουσα ότι εμαρτύρεις περί της αληθείας.

– Ω, κύριε!

Ο Χίλων έψαυσε την ιδίαν κεφαλήν του με τας δύο χείρας, ως να ησθάνετο ότι παρεφρόνει.

– Συγχώρησιν! Δι' εμέ!.. Συγχώρησιν!.

– Ο Θεός ημών είναι Θεός ελέους, απεκρίθη ο Παύλος· σε εσυγχώρησε.

– Συγχώρησιν δι' εμέ! ώμοζεν ο Χίλων.

– Στηρίξου επί του βραχίονός μου και ακολούθει με, είπεν ο Απόστολος. Ο Θεός ημών είναι Θεός ελέους και σωτήρ ημών. Ήλγησας και ενώπιον του πασσάλου του Γλαύκου και ο Χριστός είδε το άλγος σου. Είπες δε αφόβως προς τον Νέρωνα ότι «ο εμπρηστής είναι εκείνος». Και ο Χριστός δεν ελησμόνησε την μετάνοιάν σου.

Ο Χίλων έπεσε γονυκλινής, έκρυψε το πρόσωπον εις τας χείρας του και έμεινεν ακίνητος. Ο Παύλος ανέβλεψε προς τον ουρανόν και προσηυχήθη:

– Κύριε, έλεγεν, επίβλεψον επί του ταλαιπώρου τούτου.

Αλλ' εις τους πόδας του αίφνης μία οιμώζουσα επίκλησις ηκούσθη:

– Ναι, Κύριε Ιησού Χριστέ!.. συγχώρησέ με!

Τότε ο Παύλος εβοήθησε τον Χίλωνα να ανέλθη παρά την λεκάνην της

κρήνης, και εβύθισε τρις την κεφαλήν του γέροντος εις το ύδωρ λέγων:

«Βαπτίζεται ο δούλος του Θεού Χίλων, εις το όνομα του Πατρός, και του

Υιού, και του Αγίου Πνεύματος! Αμήν!»

Ο Χίλων ήγειρε την κεφαλήν και εξέτεινε τας χείρας. Η σελήνη εφώτιζε με το γλυκύ της φως την λευκήν κόμην του και το ακίνητον λευκόν πρόσωπόν του. Αι στιγμαί διεδέχοντο αλλήλας εντός της νυκτός· εκ των μεγάλων ορνιθοτροφείων των κήπων της Δομιτίας έφθασε μέχρις αυτών το άσμα του αλέκτορος. Εκείνος έμεινε γονυπετής, ακινητών ως άγαλμα.

Τέλος ηρώτησε:

– Τι οφείλω να πράξω πριν αποθάνω, δέσποτα;

Ο Παύλος αφυπνίσθη εκ της σκέψεως της αμέτρου εκείνης δυνάμεως, από την οποίαν αι ψυχαί ως η του Έλληνος εκείνου δεν ηδύναντο να διαφύγωσι, και απεκρίθη:

– Έχε πίστιν και μαρτύρει περί της Αληθείας!

Εξήλθον ομού εις την έξοδον του κήπου. Ο απόστολος ηυλόγησε και πάλιν τον γέροντα και εχωρίσθησαν κατ' απαίτησιν αυτού του Χίλωνος, προβλέποντος ότι ο Καίσαρ και ο Τιγγελίνος θα τον κατεδίωκον.

Δεν ηπατάτο ποσώς. Επανελθών οίκαδε, εύρε την οικίαν του περικυκλωμένην υπό πραιτωριανών, οίτινες τον συνέλαβον και τον ωδήγησαν εις το παλατίνον.

Ο Καίσαρ ανεπαύετο ήδη, αλλ' ο Τιγγελίνος ηγρύπνει και τον ανέμενεν.

Εχαιρέτισε τον δυστυχή Έλληνα με πρόσωπον ατάραχον, αλλ' απαίσιον.

– Διέπραξες έγκλημα καθοσιώσεως, του είπε, και δεν θα αποφύγης την τιμωρίαν. Αλλ' εάν αύριον, εν μέσω του αμφιθεάτρου δηλώσης ότι ήσο μεθυσμένος και παρελογίζεσο και ότι οι χριστιανοί είναι πράγματι οι αυτουργοί της πυρκαϊάς, η τιμωρία σου θα περιορισθή μόνον εις μαστίγωσιν και εξορίαν.

– Δεν δύναμαι, άρχον, εψιθύρισε πράως ο Χίλων.

Ο Τιγγελίνος τον επλησίασε με βήματα βραδέα και με πνιγομένην, αλλά φοβεράν, φωνήν ηρώτησε:

– Πώς; δεν δύνασαι, σκυλλογραικέ; Δεν ήσο λοιπόν μεθυσμένος; Δεν

εννοείς τι σε περιμένει λοιπόν; Παρατήρησε απ' εκεί.

Και του έδειξε μίαν γωνίαν του μελάθρου, όπου ίσταντο όρθιοι εις την σκιάν, πλησίον ενός μεγάλου ξυλίνου εδωλίου, τέσσαρες δούλοι εκ Θράκης, κρατούντες σχοινία και λαβίδας εις τας χείρας.

Ο Χίλων απεκρίθη:

– Δεν δύναμαι, αυθέντα!

Η μανία εκόχλαζεν εις την ψυχήν του Τιγγελίνου, αλλ' ούτος συνεκρατήθη ακόμη.

– Είδες πώς αποθνήσκουν οι χριστιανοί; θέλεις να αποθάνης και συ

όπως και εκείνοι;

Ο γέρων ύψωσε προς στιγμήν το ωχρόν πρόσωπόν του· προς στιγμήν τα χείλη του εκινήθησαν εν σιωπή, έπειτα δε είπε:

– Και εγώ πιστεύω εις τον Χριστόν!.

Ο Τιγγελίνος τον παρετήρησεν εμβρόντητος.

– Σκύλλε! Αληθώς παρεφρόνησες!

Ώρμησε κατά του Χίλωνος, του έδραξε τον πώγωνα με τας δύο χείρας, τον εκύλισε κατά γης και τον εποδοπάτησεν, επαναλαμβάνων με αφρίζοντα χείλη:

– Θα αναιρέσης! Θα αναιρέσης τους λόγους σου!

– Δεν δύναμαι, ώμοζεν ο Έλλην, υπό την πτέρναν του Τιγγελίνου.

– Εις την βάσανον τον άνθρωπον τούτον!

Οι Θράκες δούλοι ήρπασαν τον γέροντα, τον εξήπλωσαν επί οκρίβαντος, τον έδεσαν με τα σχοινία και ήρχισαν με τας λαβίδας των να τσιμπούν τα κατεσκληκότα προκνήμια. Αλλ' εκείνος, ενώ τον έδενον, ησπάζετο ταπεινώς τας χείρας των, έπειτα έκλεισε τους οφθαλμούς και έμεινεν ακίνητος, ως νεκρός.

Έζη ακόμη, και, όταν ο Τιγγελίνος έκυψε προς αυτόν και πάλιν, και τον ηρώτησε:

– Θα αναιρέσης;

Τα ωχρά του χείλη εκινήθησαν ελαφρώς και εξ αυτών διέφυγε ψίθυρος μόλις ακουόμενος:

– Δεν.. δύναμαι!.

Ο Τιγγελίνος διέταξε να διακοπή η βάσανος και διηυθύνθη προς το άτριον. Τέλος, εφάνη ότι του επήλθε νέα ιδέα, και στραφείς προς τους Θράκας:

– Αποσπάσατέ του την γλώσσαν!