Za darmo

Quo Vadis

Tekst
iOSAndroidWindows Phone
Gdzie wysłać link do aplikacji?
Nie zamykaj tego okna, dopóki nie wprowadzisz kodu na urządzeniu mobilnym
Ponów próbęLink został wysłany

Na prośbę właściciela praw autorskich ta książka nie jest dostępna do pobrania jako plik.

Można ją jednak przeczytać w naszych aplikacjach mobilnych (nawet bez połączenia z internetem) oraz online w witrynie LitRes.

Oznacz jako przeczytane
Quo vadis
Quo vadis
Darmowy e-book
Szczegóły
Czcionka:Mniejsze АаWiększe Aa

Αλλ' ηνοίχθη άλλη κιγκλίς· και εις την κονίστραν εχύθησαν εν αγρία ορμή αγέλαι ολόκληροι κυνών αγρίων, γιγάντιοι κοκκινότριχες μολοσσοί της Πελοποννήσου, ραβδωτοί κύνες των Πυρρηναίων και αρπακτικοί της Ιβερνίας, όμοιοι προς λύκους, όλοι πειναλέοι με πλευρά κοίλα και αιμοδιψείς οφθαλμούς. Οι ωρυγμοί και αι υλακαί ενέπλησαν όλον το αμφιθέατρον οι χριστιανοί, αφού ετελείωσαν τον ύμνον των, έμειναν γονυπετείς, ακίνητοι και ως απολιθωμένοι, στενάζοντες μια φωνή:

«Προ Κρίστο! Προ Κρίστο!» (υπέρ Χριστού!).

Οσφρανθέντες ανθρώπους υπό τας δοράς θηρίων και εκπεπληγμένοι εκ της ακινησίας των, οι κύνες δεν ετόλμησαν να ριφθώσιν αμέσως κατ' αυτών. Οι μεν εζήτουν να αναρριχηθώσιν εις τους φραγμούς των θεωρείων, άλλοι έτρεχον πέριξ της κονίστρας υλακτούντες ως εάν κατεδίωκον αόρατον θήραμα. Ο λαός δυσηρεστήθη. Χιλιάδες φωνών προεκάλουν θόρυβον, θεαταί τινες εμιμούντο τους βρυχηθμούς των θηρίων, άλλοι εγαύγιζον ως κύνες, άλλοι τέλος εξηρέθιζον τα κτήνη εις όλας τας γλώσσας. Το αμφιθέατρον εδονείτο εκ των κραυγών. Οι κύνες ερεθισθέντες ώρμων προς τους ανθρώπους τους γονυπετείς, και έπειτα ωπισθοχώρουν πάλιν κροτούντες τας σιαγόνας των. Τέλος είς μολοσσός εβύθισε τους οδόντας εις τον ώμον γυναικός τινος γονυπετούς και την συνέτριψε διά του όγκου του.

Τότε δεκάδες κυνών εφώρμησαν κατά του σωρού. Το πλήθος έπαυσε να ωρύεται διά να παρατηρή μετά περισσοτέρας προσοχής· μεταξύ των ωρυγών και των ψυχορραγημάτων ηγείροντο ακόμη θρηνώδεις φωναί ανδρών και γυναικών: «Προ Κρίστο! Προ Κρίστο!»

Το αίμα έρρεεν ως χείμαρρος από τα διαμελιζόμενα σώματα. Οι κύνες εξέσχιζον μεταξύ των αιμοσταγή μέλη. Η οσμή του αίματος και των τεμαχισμένων εντοσθίων είχε καλύψει τα αρώματα της Αραβίας και επλήρου όλον τον ιππόδρομον.

Τέλος, δεν εφαίνοντο πλέον ειμή εδώ και εκεί άνθρωποι γονυπετείς.

Μετ' ολίγον και αυτοί κατεσπαράχθησαν εν κρότω αδηφάγων σιαγόνων και εν μέσω ολολυγμών.

Την στιγμήν, καθ' ην οι χριστιανοί εισήρχοντο εις την κονίστριαν, ο Βινίκιος είχεν εγερθή διά να διευθυνθή, καθώς είχεν υποσχεθή εις τον σταδιοφύλακα, προς το μέρος όπου μεταξύ των δούλων του Πετρωνίου εκρύπτετο ο Απόστολος.

Την πρώτην στιγμήν, η σκέψις ότι ίσως ο σταδιοφύλαξ να ηπατήθη, ότι η Λίγεια πιθανόν να ευρίσκετο μεταξύ των θυμάτων, τον είχε παραλύσει εντελώς.

Αλλ' όταν ήκουσε τας φωνάς: «Προ Κρίστο!» όταν είδε την βάσανον απειραρίθμων θυμάτων, άτινα θνήσκοντα ωμολόγουν την πίστιν και εδόξαζον τον Θεόν, κατενόησεν ότι ήτο αμάρτημα και να ζητή τις χάριν!

Εν τοσούτω παρεκάλει ακόμη, προσηύχετο με τα χείλη στεγνά: »Χριστέ! Χριστέ! λυπήσου την και ο Απόστολός σου δέεται δι' εκείνην! » Έπειτα έχασε τας αισθήσεις του και ελησμόνησε πού ευρίσκετο. Του εφάνη μόνον ότι το αίμα εφούσκωνεν ως πλήμμυρα ανερχομένη, και έμελλε να εκχειλίση από τον περίβολον του φονικού θεάτρου και να καταπλημμυρήση την Ρώμην ολόκληρον.

Δεν ήκουε πλέον ούτε τας ωρυγάς των κυνών, ούτε τας φωνάς των αυγουστιανών, οίτινες αίφνης έκραξαν:

– Ο Χίλων ελιποθύμησε!

Ούτος τω όντι, λευκός ως σινδών, εκάθητο με υπτίαν την κεφαλήν, με το στόμα χάσκον και εφαίνετο ως νεκρός.

Την στιγμήν εκείνην ώθησαν εις το στάδιον νέα πλήθη θυμάτων, περιβεβλημένα δοράς θηρίων. Όπως και τα προηγούμενα, εγονυπέτησαν και αυτά αμέσως. Αλλ' οι κύνες, εξαντληθέντες, ηρνούντο να τα ξεσχίσουν.

Ολίγα μόνον θηρία ερρίφθησαν κατά των πλησιεστέρων θυμάτων, τα άλλα κατεκλίθησαν, ύψωσαν τα ρύγχη, εξ ων εστάλαζε το αίμα και ήρχισαν να ασθμαίνωσι βαρέως με σπασμούς των φουσκωμένων πλευρών.

Τότε ο λαός ανήσυχος μέχρι βάθους ψυχής, αλλά και μεθυσμένος εκ της αιματοχυσίας και παραφερόμενος υπό φρενοβλαβούς μανίας, έρριψε διατόρους κραυγάς:

– Τους λέοντας! τους λέοντας! Απολύσατε τους λέοντας.

Οι λέοντες ήσαν εφεδρεία διά την επομένην ημέραν. Αλλ' εις τα αμφιθέατρα ο λαός επέβαλλε την θέλησίν του εις πάντας και εις αυτόν τον Καίσαρα!

Ο Νέρων έκαμε νεύμα να ανοίξωσι το υπόγειον θηριοτροφείον, όπερ ιδών ο λαός κατεπραΰνθη αμέσως. Ήκουσαν τον τριγμόν των κιγκλίδων, όπισθεν των οποίων ευρίσκοντο οι λέοντες. Εις την θέαν των οι σκύλλοι εμαζεύθησαν εις το απέναντι μέρος με υλακάς πνιγμένας. Εκείνοι εξώρμησαν ανά είς επί της κονίστρας πυρροχαίται και τεράστιοι, με μεγάλας κεφαλάς βαθυτρίχους. Και αυτός ο Καίσαρ έστρεψε προς αυτούς τα λυπημένον πρόσωπόν του και επλησίασε τον σμάραγδον εις τον οφθαλμόν του να τους ίδη καλλίτερον. Οι Αυγουστιανοί εχαιρέτισαν τους λέοντας διά χειροκροτημάτων, το πλήθος τους ηρίθμει με τα δάκτυλα, κατασκοπεύον με άπληστον όμμα την εντύπωσιν, την οποίαν επροξένουν εις τους χριστιανούς τους γονυπετείς εις το κέντρον, οι οποίοι πάλιν επανελάμβανον την κραυγήν των: &υπέρ Χριστού! υπέρ Χριστού!& κενήν εννοίας διά πολλούς και ενοχλητικήν διά πάντας.

Οι λέοντες, καίτοι πειναλέοι, δεν έσπευσαν ποσώς προς τα θύματα. Αι υπέρυθροι αντανακλάσεις, αίτινες επλημμύριζον την άμμον, ετάρασσον την όρασίν των και εκείνοι υπέκλειον τα βλέφαρα θαμβωμένοι. Τινές εξέτεινον οκνηρώς τα υποκίτρινα μέλη των, άλλοι ήνοιγον το ρύγχος και εχασμώντο, ως να ήθελον να δείξουν τους οδόντας των, αλλ' ολίγον κατ' ολίγον η οσμή του αίματος των διαμελισμένων σωμάτων, τα οποία έκειντο εις σωρούς επί της κονίστρας, επενήργησαν επ' αυτών. Μετ' ολίγον αι κινήσεις των έγιναν ανήσυχοι, αι χαίται των ωρθώθησαν, οι μυκτήρες των εκρότησαν θορυβωδώς· είς λέων εφώρμησεν αίφνης κατά του πτώματος γυναικός εχούσης το πρόσωπον κατεσπαρμένον και, θέσας επί του σώματος τους εμπροσθίους πόδας, ήρχισε με την αρπακτικήν του γλώσσαν να λείχη το αίμα το πηκτόν. Είς άλλος επλησίασεν ένα χριστιανόν, όστις εκράτει εις τας αγκάλας του παιδίον ραμμένον εντός δέρματος δορκάδος. Το παιδίον έντρομον με θρήνους και με κραυγάς προσεκολλάτο σπασμωδικώς εις τον πατέρα του, όστις θέλων να διατηρήση την ζωήν του τέκνου του, εις μίαν στιγμήν, προσεπάθησε να το αποσπάση από του τραχήλου του διά να το δώση είς τους όπισθεν ευρισκομένους. Αλλ' αι κραυγαί και αι προσπάθειαι εξώργισαν τον λέοντα· ούτος εξέβαλε βραχνόν και σύντομον βρυχηθμόν, συνέτριψε το παιδίον δι' ενός κτυπήματος του ποδός και ήρπασε διά του στόματός του το κρανίον του πατρός, το οποίον συνέτριψε.

Τότε όλα τα θηρία εξεχύθησαν κατά των χριστιανών. Γυναίκες τινες δεν ηδυνήθησαν να κρατήσωσι κραυγάς τρόμου, τας οποίας έπνιξαν αι επευφημίαι του λαού, παύσασαι και αυταί μετ' ολίγον χάριν της επιθυμίας των θεατών όπως ίδωσι τα πάντα. Και είδον πράγματα φρικιαστικά· κεφαλάς καταπινομένας εις στόματα χαίνοντα ως βάραθρα, στήθη σπαρασσόμενα δι' ενός μόνου κτύπου οδόντος, καρδίας και πνεύμονας αποσπωμένους και ήκουον τα οστά τρίζοντα μετά κρότου υπό τας σιαγόνας. Λέοντες αρπάζοντες τα θύματά των από τα πλευρά ή από την ράχιν έτρεχον με μανιώδη άλματα διά της κονίστρας ως να εζήτουν όπως τα καταβροχθίσουν εις σκοτεινόν μέρος· άλλοι εμάχοντο προς αλλήλους ανορθούμενοι και περισφίγγοντες ο είς τον άλλον, ως παλαισταί, και επλήρουν το αμφιθέατρον με βροντώδεις κραυγάς. Οι θεαταί ηγείροντο από τας θέσεις των, τινές άφινον τα καθίσματά των και κατήρχοντο εις τας κατωτέρας σειράς διά να ίδωσι καλλίτερον και συνωθούντο και συνεθλίβοντο μέχρι θανάτου.

Από καιρού εις καιρόν ηκούοντο απάνθρωποι φωναί· άλλοτε ανευφημίαι· άλλοτε βρυχηθμαί, γρυλλισμοί και κρότοι σιαγόνων και ουρλιάσματα κυνών· ενίοτε πάλιν ηκούοντο οιμωγαί και θρήνοι..

Ο Καίσαρ με τον σμάραγδον εις το ύψος του οφθαλμού του παρετήρει μετά προσοχής. Το πρόσωπον του Πετρωνίου εξέφραζεν αηδίαν και περιφρόνησιν.

Ο Χίλων, λιπόθυμος, είχεν ήδη αποκομισθή εκείθεν, αλλά το υπόγειον εξήμει πάντοτε νέα θύματα εις την κονίστραν.

Ιστάμενος όρθιος εις την τελευταίαν σειράν του αμφιθεάτρου, ο απόστολος Πέτρος εθεώρει τους αγωνιώντας. Κανείς δεν τον έβλεπε, διότι όλαι αι κεφαλαί ήσαν εστραμμέναι προς την παλαίστραν. Ηγέρθη, και, όπως πριν είχεν ευλογήσει εντός της αμπέλου του Κορνηλίου, διά τον θάνατον και την αιωνιότητα, εκείνους οι οποίοι επρόκειτο να φυλακισθώσιν, ούτω και τώρα ο Πέτρος ηυλόγει διά του Σταυρού τα λογικά σφάγια τα ψυχορραγούντα υπό τους οδόντας των θηρίων, – ηυλόγει το αίμα των και την βάσανόν των, – ηυλόγει τους νεκρούς, τους μεταβεβλημένους εις όγκους αμόρφους, και τας ψυχάς τας αφιπταμένας μακράν της αιματοβαφούς άμμου και της πόλεως των αιματηρών οργίων και με σπαραγμόν ψυχής προσηύχετο:

Κύριε! έλεγε, γεννηθήτω το θέλημά Σου! Διά την δόξαν σου, ως μαρτύριον της αληθείας, θανατούνται τα πρόβατα ταύτα της ποίμνης Σου. Συ μοι είπας: «Ποίμαινε τα πρόβατά μου!». Και τώρα Σου τα αποδίδω, Κύριε και Συ ο Θεός μου, παράλαβέ τα πλησίον σου, ίασαι τας πληγάς των, πράυνον τους πόνους των και απόδος εις αυτούς εκατονταπλασίονα την αμοιβήν των βασάνων, όσας υπέστησαν διά το όνομά Σου. Και οι μάρτυρες ύψωνον προς αυτόν τους οφθαλμούς. Τότε τα πρόσωπά των ηκτινοβόλουν, προσεμειδίων βλέποντα υπεράνω των κεφαλών των, εκεί υψηλά, το σημείον του Σταυρού.

Αίφνης ο Καίσαρ, εκ λύσσης ή και εκ της επιθυμίας να υπερβάλη παν ό,τι η Ρώμη είχεν ιδή έως τότε, εψιθύρισε λέξεις τινάς εις τον πραίφεκτον. Ούτος κατήλθε της εξέδρας και μετέβη εν σπουδή εις τα υπόγεια. Και αυτό το πλήθος έμεινε κατάπληκτον, όταν είδε τας κιγκλίδας να ανοίγωνται εκ νέου. Τότε ερρίφθησαν θηρία ποικιλώτατα· τίγρεις του Ευφράτου, πάνθηρες της Νουμηδίας, άρκτοι, λύκοι, ύαιναι και θώες. Το στάδιον ολόκληρον κατεπλημμύρησεν από αεικίνητον κύμα δερμάτων ποικιλοχρώμων ή ξανθοχρόων. Εδημιουργήθη κυκεών, όπου οφθαλμός δεν διέκρινε πλέον παρά μίαν φοβεράν και αεικίνητον δίνην ράχεων θηρίων. Το θέαμα απώλεσε την εντύπωσιν της πραγματικότητος. Ήτο υπερβολικόν!

Εν τω μέσω των βρυχηθμών, των ωρυγών, των γρυλλισμών, ανήρχετο εδώ και εκεί από των βάθρων των θεατών, ο οξύς και σπασμωδικός γέλως των γυναικών, των οποίων αι δυνάμεις πλέον εξηντλήθησαν. Πολλοί εφοβήθησαν. Τα πρόσωπα εσκυθρώπασαν.

Πλείσται φωναί έκραξαν:

«Αρκεί! Αρκεί!».

Αλλ' ήτο ευκολώτερον να απολύσωσι τα θηρία παρά να τα διώξωσι από την κονίστραν. Ο Καίσαρ εν τούτοις εύρε, διά να καθαρίση τον στίβον, μέσον το οποίον ήτο συγχρόνως νέα διασκέδασις διά τον λαόν. Εις όλας τας παρόδους, μεταξύ των βάθρων, εφάνησαν με τόξα εις τας χείρας ομάδες αιθιόπων της Νουμηδίας με ενώτια και με πτερά εις τας κόμας. Ο λαός εμάντευσε τι έμελλε να επακολουθήση και τους εχαιρέτισε διά κραυγών ευχαριστήσεως. Οι Νουμήδαι επλησίασαν εις τον γύρον της κονίστρας και ήρχισαν να κατατοξεύωσι τα θηρία. Ήτο πράγματι θέαμα νέον. Τα εβενώδη σώματα με τα ευλύγιστα μέλη έκλινον προς τα οπίσω και τα βέλη έπιπτον ως βροχή επί των θηρίων. Η βοή των χορδών και ο συριγμός των πτερωτών βελών ηνούντο με τα ουρλιάσματα των ζώων και τας κραυγάς του θαυμασμού των θεατών. Οι λύκοι, οι πάνθηρες, αι άρκτοι εξηπλούντο νεκραί παρά τα πτώματα των κατεσπαραγμένων χριστιανών. Εδώ και εκεί είς λέων, αισθανόμενος εις την πλευράν του νυγμόν βέλους, έστρεφε με απότομον κίνημα το ρύγχος το ερρυτιδωμένον από λύσσαν, διά να αρπάση και κατασυντρίψη το ξύλον. Άλλοι οίμωζον εκ του πόνου. Τα μικρά κτήνη εν φοβερώ πανικώ διέτρεχον τυφλώς την κονίστραν ή εκτύπων τας κεφαλάς των κατά των κιγκλιδωμάτων.

 

Εν τοσούτω τα βέλη εσύριζον αδιακόπως και μετ' ολίγον παν ό,τι έζη κατέπεσε με τους τελευταίους σφαδασμούς της αγωνίας.

Τότε εις το στάδιον ώρμησαν εκατοντάδες δούλων ωπλισμένων με αξίνας, με πτυάρια, με σάρωθρα, με χειραμάξια με κάνιστρα διά να συλλέξουν και αποκομίσουν τα πτώματα και σπλάγχνα. Έφερον δε και σάκκους πλήρεις άμμου. Εντός ολίγου ολόκληρος ο στίβος εσείετο από την πυρετώδη εργασίαν των. Εν ριπή οφθαλμού μετέφεραν τα πτώματα, εκαθάρισαν το αίμα και τας ακαθαρσίας, ηυλάκωσαν, ισοπέδωσαν και εκάλυψαν την κονίστραν με άφθονον στρώμα ξηράς άμμου. Τούτου γενομένου, ερωτιδείς έτρεξαν και εσκόρπισαν πέταλα ρόδων και κρίνων, Ήναψαν και πάλιν τα θυμιατήρια και αφήρεσαν το καταπέτασμα, διότι ο ήλιος είχεν ήδη κατέλθει αρκετά.

Το πλήθος των θεατών παρετήρουν αλλήλους εν εκπλήξει, σκεπτόμενοι καθ' εαυτούς ποίον θέαμα τους επερίμενεν ακόμη την ημέραν εκείνην. Τους ανέμενε θέαμα, εις το οποίον κανείς δεν είχε προπαρασκευασθή. Ο Καίσαρ, όστις από τινος είχεν εγκαταλείψει τον εξώστην, εφάνη αιφνιδίως επί της ανθοσπαρμένης κονίστρας, ενδεδυμένος πορφύραν και με χρυσούν στέφανον.

Δώδεκα αοιδοί τον ηκολούθουν ωπλισμένοι με κιθάρας. Εκείνος με αργυράν βάρβιτον εις την χείρα, εγερθείς επροχώρησε με βήμα επίσημον μέχρι του κέντρου, εχαιρέτισεν επανειλημμένως και ύψωσε τους οφθαλμούς προς τον ουρανόν. Επί μίαν στιγμήν έμεινεν ακίνητος, ως να ανέμενε να εμπνευσθή, έπειτα πλήξας τας χορδάς ήρχισε:

_«Με την φωνήν της θείας λύρας, εκάλυψες τας προσευχάς, τας κραυγάς, τους στεναγμούς, αναίσθητε Σμινθεύ!4 Αλλά και σήμερον ακόμη ο οφθαλμός, ως άνθος, το οποίον εκάλυψαν σταγόνες δρόσου, πληρούται δακρύων· ω θλίψις!

Ότε, εις την απήχησιν του ύμνου μου, ανέτειλεν αίφνης εκ του πενθίμου σαβάνου των αρχαίων ερειπίων της η ημέρα του τρόμου, η ημέρα της πυρκαϊάς.

»Σμινθεύ! – πού ήσο, Σμινθεύ την ημέραν εκείνην;»_

Η φωνή του Νέρωνος διερράγη και οι οφθαλμοί του υγράνθησαν. Εις τα βλέφαρα των Εστιάδων ελαμπύριζαν δάκρυα. Ο λαός, ο οποίος ήκουεν άφωνος, εξερράγη αίφνης εις ατελεύτητον λαίλαπα επευφημιών:

Και ο Απόστολος Πέτρος έψαυσε με τας δύο χείρας την κεφαλήν του την πολιάν και τρέμουσαν και έκραξεν εν τη ψυχή του:

– Κύριε! Κύριε! Εις ποίον άνθρωπον παρέδωκες την αυτοκρατορίαν του κόσμου!.. Και ανάγκη να νικήσωμεν εν τω ονόματί Σου, ημείς, οι άοπλοι!

Εν τοσούτω, έξωθεν, από τας εξόδους τας ανοικτάς διά τον αερισμόν του αμφιθεάτρου, ήρχετο ο κρότος των κάρρων, εις τα οποία απέθετον τα αιματωμένα λείψανα των χριστιανών, ανδρών, γυναικών και παιδίων, όπως τα μεταφέρωσιν εις τους φοβερούς Δυσώδεις Λάκκους.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΒ'

Ο ήλιος είχε χαμηλώσει προς την δύσιν. Το θέαμα είχε λήξει. Το πλήθος κατέλιπε το αμφιθέατρον συρρέον διά των εξόδων προς την Πόλιν. Οι αυλικοί ακολουθούντες τον Νέρωνα ανεχώρησαν και αυτοί

Ο Πετρώνιος και ο Βινίκιος διέτρεξαν το διάστημα σιωπηλοί, φοβούμενοι διά την τύχην της Λιγείας. Το φορείον εσταμάτησεν έμπροσθεν της επαύλεως. Κατήλθον. Αμέσως τους επλησίασε μία σκοτεινή μορφή.

Ο ευγενής τριβούνος Βινίκιος είνε εδώ;

– Εγώ είμαι απήντησεν ο τριβούνος. Τι με θέλετε;

– Είμαι ο Ναζάριος, ο υιός της Μαριάμ. Έρχομαι από την φυλακήν και σου φέρω ασπασμούς από την Λίγειαν.

Ο Βινίκιος εστηρίχθη επί του βραχίονός του και ήρχισε να τον παρατηρή εις τους οφθαλμούς υπό το φως των δάδων, μη δυνάμενος να προφέρη λέξιν. Αλλ' ο Ναζάριος εμάντευσε την ερώτησιν, ήτις εχάνετο εις τα χείλη του.

– Ζη. Ο Ούρσος με στέλλει προς σε, αυθέντα, διά να σου είπω ότι με όλον τον πυρετόν του ικετεύει τον Ύψιστον και επαναλαμβάνει το όνομά σου.

– Δόξα εις τον Χριστόν! απήντησεν ο Βινίκιος. Εκείνος έχει την δύναμιν να μου την αποδώση. Λοιπόν, ας μη χάνωμεν καιρόν. Και ωδήγησε τον Ναζάριον εις την βιβλιοθήκην, όπου ο Πετρώνιος μετ' ολίγον τους υπεδέχθη.

Ο Βινίκιος έλαβε τον λόγον:

– Ειπέ εις τους δεσμοφύλακας τους ανήκοντας εις την μερίδα μας να την θέσουν εντός φερέτρου, ως νεκράν. Ευρέ ανθρώπους διά να την απαγάγουν μαζί με σε την νύκτα. Πλησίον των Δυσωδών Λάκκων θα υπάρχουν άνθρωποι με φορείον· εις αυτούς θα παραδώσετε το φέρετρον. Θα υποσχεθής εκ μέρους μου εις τους δεσμοφύλακας όσον χρυσόν δύναται να σηκώση έκαστος εξ αυτών εις τον μανδύαν του.

Ενώ ωμίλει το πρόσωπόν του είχεν αποβάλει την έκφρασιν της νάρκης, ήτις τω ήτο συνήθης· εντός του εξηγείρετο ο στρατιώτης και η ελπίς του απέδιδε την παλαιάν ενεργητικότητά του.

Ο Ναζάριος ύψωσε τας χείρας κραυγάζων:

– Είθε ο Χριστός να της αποδώση την υγείαν, διότι θα ελευθερωθή!

– Πιστεύεις ότι οι φύλακες θα συναινέσουν: ηρώτησεν ο Πετρώνιος.

– Ναι! είπεν ο Βινίκιος· οι φύλακες συνήνεσαν ήδη εις την φυγήν της· θα συγκατεθώσιν επίσης ευκολώτερον να την αποκομίσωμεν ως λείψανον.

– Υπάρχει άνθρωπος, όστις με σίδηρον πεπυρακτωμένον εξελέγχει αν τα σώματα, τα οποία αποκομίζομεν, είνε πράγματι νεκρά, είπεν ο Ναζάριος. Αλλ' αρκούσιν ολίγα σεστέρτια διά να μη ψαύση με τον σίδηρον το πρόσωπόν της. Αντί ενός χρυσού νομίσματος θα ψαύση το φέρετρον και όχι το σώμα.

– Είθε ο Χριστός να σας βοηθήση, είπεν ο Βινίκιος.

Ο Πετρώνιος εσκέπτετο:

Πρέπει όλος ο κόσμος να πεισθή ότι εκείνη απέθανεν, είπεν ούτος. Δεν έχεις κάπου εις τα βουνά κανένα αγρονόμον, εις τον οποίον να ημπορής να τρέφης εμπιστοσύνην;

– Ναι, έχω ένα, απήντησεν ο Βινίκιος. Εις τα όρη, παρά την Καριόλαν, έχω ένα άνθρωπον ασφαλή, όστις με εβάστασεν εις τους βραχίονάς του όταν ήμην παιδίον, και όστις μου είναι πάντοτε αφωσιωμένος.

Ο Πετρώνιος του έτεινε τας πινακίδας.

– Γράψε του να έλθη αύριον. Θα στείλω αμέσως ταχυδρόμον, είπε, και απήλθε μετά του Ναζαρίου.

Την επομένην ο Νίγηρ, ο αγρονόμος του Βινικίου, παρουσιάσθη εις τον κύριόν του. Χάριν προφυλάξεως είχεν αφήσει εις έν πανδοχείον της Σιδούρρης, μετά των ημιόνων και του φορείου, τους τέσσαρας εμπίστους δούλους του, τους οποίους είχεν εκλέξει μεταξύ των Βρεττανών.

Η Βινίκιος τον ωδήγησεν εις τον κοιτώνα του και εκεί του ενεπιστεύθη το μυστικόν.

– Είναι λοιπόν χριστιανή; ανέκραξεν ο Νίγηρ, με βλέμμα εκστατικόν

προς τον Βινίκιον.

Και εγώ χριστιανός είμαι, απήντησεν ο Τριβούνος.

Δάκρυα ανέβλυσαν από τους οφθαλμούς του Νίγηρος.

– Δόξα σοι, Κύριε Ιησού, ότι αφήρεσας τον πέπλον από τους προσφιλεστέρους μου οφθαλμούς εις τον κόσμον!

Μετ' ολίγον εισήλθεν ο Πετρώνιος φέρων μαζί του και τον Ναζάριον.

– Καλά νέα! είπε μακρόθεν.

Πράγματι τα νέα ήσαν καλά. Εν πρώτοις ο Γλαύκος, ο ιατρός, εγγυάτο διά την ζωήν της Λιγείας, αν και αύτη είχε τον πυρετόν των φυλακών, εκ του οποίου απέθνησκον καθ' εκάστην εκατοντάδες ανθρώπων εις το ενδόμυχον του δεσμωτηρίου και αλλαχού. Όσον αφορά τους δεσμοφύλακας και τον άνθρωπον, όστις εξήλεγχε τον θάνατον με τον πεπυρακτωμένον σίδηρον, τους είχον εξαγοράσει, όπως και ένα άλλον βοηθόν, καλούμενον Άττιν.

– Έχομεν ανοίξη οπάς εις το φέρετρον έλεγεν ο Ναζάριος. Ο μόνος κίνδυνος είναι μήπως η Λίγεια εκπέμψη στεναγμόν ή είπη λέξιν, όταν θα περάσωμεν πλησίον των πραιτωριανών. Άλλως τε ο Γλαύκος θα της δώση υπνωτικόν. Το κάλυμμα του φερέτρου δεν θα είναι καρφωμένον. θα το σηκώσετε ευκόλως και θα μεταφέρετε την ασθενή εις το φορείον μας, ενώ ημείς θα θέσωμεν εις το φέρετρον σάκκον άμμου.

– Θα μεταφέρετε και άλλους νεκρούς από την φυλακήν; ηρώτησεν ο

Πετρώνιος.

– Απέθανον αυτήν την νύκτα περί τους είκοσι και προ της εσπέρας θα αποθάνουν και άλλοι, απήντητεν ο Ναζάριος. Είμεθα υποχρεωμένοι να ακολουθήσωμεν την εκφοράν, αλλά θα αργοπορώμεν, διά να μείνωμεν οπίσω. Σεις περιμένετε εις τα πρόθυρα του μικρού ναού της Λιβιτίνης5. Ο Θεός να δώση να είναι σκοτεινή η νυξ.

Η συνδιάλεξις έληξεν. Αφού έμειναν σύμφωνοι δι' όλα, ο Νίγηρ μετέβη εις το πανδοχείον πλησίον των ανθρώπων του, ακολουθούμενος υπό του Πετρωνίου και του Βινικίου. Ο Ναζάριος επέστρεψεν εις την φυλακήν φέρων σάκκον χρυσού υπό τον χιτώνα του.

Όταν ενύκτωνεν, έπεσε ραγδαία βροχή, ήτις εξητμίσθη επί των πετρών των πυριφλεγών υπό του καύσωσος όλης της ημέρας και επλήρωσε δι' ομίχλης τας οδούς. Έπειτα επηκολούθησαν διαλείμματα νηνεμίας και ραγδαίας βροχής. Ο Βινίκιος και ο Πετρώνιος έλαβον γαλατικούς μανδύας με κουκούλαν. Η καταιγίς είχεν ερημώσει τας οδούς. Από καιρού εις καιρόν αστραπή εφώτιζε με ζωηράν λάμψιν τους τοίχους των νεωστί οικοδομηθεισών οικιών ή των κτιζομένων εισέτι. Εις μίαν λάμψιν διέκριναν τέλος, τον λοφίσκον τον υπερκείμενον του μικροσκοπικού ναού της Λιβιτίνης και κάτωθεν αυτού, αριθμόν τινα ημιόνων και ίππων.

– Νίγηρ! εφώνησε χαμηλοφώνως ο Βινίκιος.

– Εδώ είμαι, αυθέντα, απεκρίθη μία φωνή εν μέσω της βροχής.

– Όλα είναι έτοιμα;

– Όλα είναι έτοιμα, αγαπητέ κύριε. Αλλά προφυλαχθήτε υπό το επίχωμα, διότι θα μουσκευθήτε. Τι καταιγίς! Νομίζω ότι θα πέση χάλαζα.

Πράγματι έπεσαν χόνδροι χαλάζης. Αμέσως η θερμοκρασία κατήλθε.

Επερίμεναν με τα ώτα άγρυπνα.

Η χάλαζα έπαυσεν, αλλά πάραυτα ήρχισε να πίπτη ορμητική βροχή. Είς τινας στιγμάς, ηγείρετο άνεμος φέρων από τους Δυσώσεις Λάκκους την φοβεράν δυσωδίαν των αποσυντιθεμένων πτωμάτων, τα οποία ενεταφίαζον σχεδόν εις την επιφάνειαν της γης. Ο Πετρώνιος, ο Βινίκιος και ο αγροφύλαξ επλησίασαν εν σιγή προς τον λοφίσκον ανησυχούντες. Αλλ' οι φορείς εσταμάτησαν μόνον διά να καλύψουν το πρόσωπόν των και το στόμα διά πανιού και να προφυλαχθώσιν ούτω από την δυσωδίαν, ήτις πέριξ της οστεοθήκης του κοιμητηρίου, ήτο ανυπόφορος· μετ' ολίγον ανέλαβον τα φορεία και εξηκολούθησαν τον δρόμον των. Έν μόνον φέρετρον εστάθη απέναντι του μικρού ναού.

Ο Νίγηρ είπεν αίφνης:

– Βλέπω μίαν λάμψιν διά μέσου της ομίχλης… και άλλην… και άλλην… είναι δάδες.

Εστράφη προς τους υπ' αυτόν άνδρας:

– Προσέχετε τας ημιόνους σας. Προσοχή!

– Έρχονται, είπεν ο Πετρώνιος.

Τα φώτα εφαίνοντο καθαρώτερα. Ηδυνήθησαν να διακρίνωσι τας φλόγας των δάδων, αίτινες ετρεμόσβυνον εις την πνοήν του ανέμου, ο Νίγηρ έκαμε το σημείον του σταυρού και ήρχισε να προσεύχεται. Όταν η πένθιμος πομπή έφθασε μέχρι του ναΐσκου, εσταμάτησεν.

Ο Βινίκιος έτρεξεν ακολουθούμενος υπό του Πετρωνίου, του Νίγηρος και των δύο Βρεττανών δούλων με το φορείον.

Πλην οδυνηρά η φωνή του Ναζαρίου ηκούσθη εις το σκότος:

– Αυθέντα, την μετέφεραν μετά του Ούρσου εις την Εσκιλίνην φυλακήν.

Φέρομεν άλλο σώμα! Την επήραν προ του μεσονυκτίου, αλλοίμονον!

Ο Βινίκιος δεν ηδυνήθη να προφέρη ουδέ λέξιν, έμεινε κεραυνόπληκτος και μόνον με τας περιποιήσεις του Πετρωνίου συνήλθεν. Αλλοίμονον, έλεγε, το παν κατεστράφη, μόνον Εκείνος δύναται να μου την αποδώση.

4Σμινθεύς ελέγετο ο Απόλλων.
5(Επιτυμβίας Αφροδίτης).