Za darmo

Quo Vadis

Tekst
iOSAndroidWindows Phone
Gdzie wysłać link do aplikacji?
Nie zamykaj tego okna, dopóki nie wprowadzisz kodu na urządzeniu mobilnym
Ponów próbęLink został wysłany

Na prośbę właściciela praw autorskich ta książka nie jest dostępna do pobrania jako plik.

Można ją jednak przeczytać w naszych aplikacjach mobilnych (nawet bez połączenia z internetem) oraz online w witrynie LitRes.

Oznacz jako przeczytane
Quo vadis
Quo vadis
Darmowy e-book
Szczegóły
Czcionka:Mniejsze АаWiększe Aa

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ζ'

Ο Πετρώνιος επανήλθεν εις την οικίαν του, ενώ ο Νέρων και ο

Τιγγελίνος μετέβαινον εις το άτριον της Ποππέας, όπου τους ανέμενον οι άνθρωποι, μετά των οποίων προηγουμένως είχε συνομιλήσει ο

Τιγγελίνος.

Ήσαν εκεί δύο ραββίνοι της Τρανστιβέρης, ενδεδυμένοι μακράς επιδεικτικάς εσθήτας και φέροντες μίτραν επί της κεφαλής, είς νέος γραφεύς, όστις εχρησίμευεν ως γραμματεύς των και ο Χίλων. Μόλις είδον τον Καίσαρα, οι ιερείς ωχρίασαν εκ συγκινήσεως και, υψώσαντες τας χείρας μέχρι των ώμων, εκάλυψαν τα μέτωπα με τας παλάμας.

«Χαίρε, μονάρχα των μοναρχών και βασιλεύ των βασιλευόντων! είπεν ο πρεσβύτερος. Χαίρε, δέσποτα του κόσμου, προστάτα του λαού εκλεκτέ! Χαίρε, Καίσαρ, λέων εις τους ανθρώπους, ω συ, του οποίου η βασιλεία είναι ομοία με το φως του ηλίου και με τας κέδρους του Λιβάνου και με πηγήν ζώντος ύδατος και με βάλσαμον της Ιεριχούς! Χαίρε.»

– Κατηγορείτε τους χριστιανούς ότι έκαυσαν την Ρώμην; είπεν ο

Καίσαρ.

– Ημείς, δέσποτα, δεν τους κατηγορούμεν, ειμή ότι είναι οι εχθροί του ανθρωπίνου γένους, οι εχθροί της Ρώμης και ιδικοί σου εχθροί, και ότι από πολλού ηπείλησαν με πυρ την Πόλιν και τον κόσμον. Τα λοιπά θα σου εξηγηθώσιν υπό του ανδρός τούτου, του οποίου τα χείλη δεν θα μολυνθώσι ποσώς διά ψεύδους, επειδή εις τας φλέβας της μητρός του έρρεε το αίμα του εκλεκτού λαού.

Ο Νέρων εστράφη προς τον Χίλωνα:

– Ποίος είσαι συ;

– Πιστός σου, θείε Όσιρι, και δυστυχής στωικός.

– Απεχθάνομαι τους στωικούς, είπεν ο Νέρων. Η γλώσσα των και η περιφρόνησίς των προς την τέχνην μού προκαλούν αηδίαν, ως και η εκουσία αθλιότης των και η ακαθαρσία των.

– Αυθέντα, είμαι στωικός εξ ανάγκης. Κάλυψε μόνον τον στωικισμόν μου, ω Ακτινοβόλε, κάλυψέ τον με στέφανον ρόδων και θες έμπροσθέν του ένα αμφορέα οίνου – και αυτός θα ψάλη τον Ανακρέοντα ώστε να κάμη να σιγήσουν οι Επικούριοι.

Ο Νέρων ευχαριστηθείς από τον τίτλον «ακτινοβόλος» εμειδίασε και είπε:

– Μου είσαι αρεστός.

– Αυτός ο άνθρωπος είναι τέλειος; ανέκραξεν ο Τιγγελίνος.

– Πρόσθεσε, κύριε, την γενναιοδωρίαν σου εις το ιδικόν μου βάρος, υπέλαβεν ο Χίλων· ειδεμή ο άνεμος θα παρασύρη το φιλοδώρημα.

– Πράγματι, δεν αξίζεις όσον ο Βιτέλλιος, είπεν ο Καίσαρ.

– Έ! θείε τοξότα, το πνεύμα μου δεν είναι από μόλυβδον.

– Βλέπω ότι ο Νόμος δεν σου απαγορεύει να με ονομάζης θείον.

– Αθάνατε! ο Νόμος μου είσαι συ· οι χριστιανοί βλασφημούσι τον νόμον τούτον και δι' αυτό τους μισώ.

– Λέγε, τι γνωρίζεις περί των χριστιανών;

– Θα μου επιτρέψης να κλαύσω πρώτον, θεσπέσιε;

– Όχι, είπεν ο Νέρων· τα δάκρυα με ενοχλούν.

– Και έχεις πολύ δίκαιον, ω θείε Καίσαρ!

– Ωμίλει περί των χριστιανών, είπεν ανυπομονούσα η Ποππέα.

– Θα γίνη, όπως διατάττεις, Ίσις, απήντησεν ο Χίλων. Ιδού. Από της νεότητός μου αφιερώθην εις την φιλοσοφίαν και ανεζήτησα την αλήθειαν. Την εζήτησα εις τους αρχαίους σοφούς και εις την Ακαδημίαν των Αθηνών και εις το Σεράπειον της Αλεξανδρείας. Ακούσας να γίνεται λόγος περί των χριστιανών, ενόμισα ότι ήτο νέα τις σχολή, όπου θα εύρισκον ίσως μόρια τινα αληθείας. Και ήλθα εις σχέσεις προς αυτούς, κατά δυστυχίαν μου! Ο πρώτος χριστιανός εις τον οποίον με επλησίασεν η κακή μου μοίρα, ήτο είς ιατρός εν Νεαπόλει, ονόματι Γλαύκος. Δι' αυτού έμαθον ολίγον κατ' ολίγον, ότι ούτοι ελάτρευον κάποιον Χριστόν, όστις τους είχεν υποσχεθή την εξόντωσιν όλων των ανθρώπων και τον όλεθρον όλων των πόλεων επί της γης, και ότι αυτούς μόνον θα αφήση να ζώσιν, υπό τον όρον όπως ούτοι τον βοηθήσουν εις το έργον της καταστροφής. Διά τούτο, άναξ, μισούσιν όλους τους ανθρώπους, δηλητηριάζουσι τας κρήνας και βλασφημούν την Ρώμην και όλους τους ναούς, όπου λατρεύονται οι θεοί μας. Ο Χριστός εσταυρώθη, αλλά τους υπεσχέθη ότι την ημέραν καθ' ήν θα κατεστρέφετο η Ρώμη, θα επανέλθη επί της γης και θα δώση εις αυτούς την βασιλείαν του κόσμου.

– Τώρα ο λαός θα εννοήση διατί εκάη η Ρώμη! διέκοψεν ο Τιγγελίνος.

– Πολλοί άνθρωποι το εννοούσιν ήδη, αυθέντα, υπέλαβεν ο Χίλων διότι περιτρέχω τους κήπους και το Πεδίον του Άρεως και διδάσκω. Αλλ' εάν καταδεχθήτε να με ακούσετε μέχρι τέλους, θα μάθετε ποίους λόγους έχω διά να τους εκδικηθώ. Ο ιατρός Γλαύκος δεν μου έλεγε ποσώς κατ' αρχάς ότι το δόγμα των παρήγγελλεν εις αυτούς το μίσος των ανθρώπων. Απ' εναντίας μου επανελάμβανεν ότι ο Χριστός ήτο Θεός αγαθός και ότι βάσις της διδασκαλίας του ήτο η αγάπη. Η ευαίσθητος ψυχή μου δεν ηδυνήθη να αντιστή εις τοιαύτην διδασκαλίαν. Ηγάπησα τον Γλαύκον και έδωσα πίστιν εις αυτόν. Εμοίραζα μαζί του κάθε ξηρόν τεμάχιον άρτου και κάθε νόμισμα. Και ηξεύρεις, αυθέντα, πώς επληρώθην εις αντάλλαγμα; Μεταξύ Νεαπόλεως και Ρώμης μου έδωσε μίαν μαχαιριάν και επώλησε την σύζυγόν μου, την Βερενίκην μου, την τόσον νέαν και ωραίαν, εις ένα έμπορον δούλων. Εάν ο Σοφοκλής εμάνθανε την ιστορίαν μου.. Αλλά τι λέγω; Ο ακούων με είναι μεγαλείτερος του Σοφοκλέους.

– Δυστυχισμένε άνθρωπε! είπεν η Ποππέα.

– Όταν έφθασα εις Ρώμην, προσεπάθησα να εισχωρήσω πλησίον των πρεσβυτέρων των διά να τύχω δικαιοσύνης κατά του Γλαύκου. Ενόμιζον ότι θα τον υπεχρέουν να μου αποδώση την σύζυγόν μου. Τοιουτοτρόπως εγνώρισα τον αρχιερέα των· εγνώρισα Παύλον τινα, όστις ήτο δεσμώτης εδώ, και τον απέλυσαν· εγνώρισα τον υιόν του Ζεβεδαίου και τον Λίνον και τον Κρίσπον και πολλούς άλλους. Ειξεύρω πού αυτοί κατώκουν προ της πυρκαϊάς· ειξεύρω πού συναθροίζονται· δύναμαι να δείξω έν υπόγειον του Βατικανού λόφου και έν κοιμητήριον όπισθεν της Νουμεντιανής πύλης, όπου κάμνουν τας τελετάς των τας ανοσίους. Εκεί είδα τον Απόστολον Πέτρον, εκεί είδα τον Γλαύκον να σφάζη παιδιά, όπως ο Απόστολος ραντίζη διά του αίματός των τας κεφαλάς των προσηλύτων, και ήκουσα την Λίγειαν, την θετήν θυγατέρα της Πομπωνίας Γραικίνας, ήτις, επειδή δεν ηδυνήθη να προσκομίση αίμα βρέφους, εκαυχάτο ότι εμάγευσε τουλάχιστον την μικράν Αυγούσταν, το θυγάτριόν σου, θείε Όσιρι, και το ιδικόν σου, ω Ίσις!

– Καίσαρ, ακούεις! είπεν η Ποππέα.

– Αυτό είναι δυνατόν, ανέκραξεν ο Νέρων.

– Θα συνεχώρουν τας ιδίας μου ύβρεις, εξηκολούθησεν ο Χίλων, αλλ' ακούσας τούτο ηθέλησα να την μαχαιρώσω. Δυστυχώς ημποδίσθην υπό του ευγενούς Βινικίου, ο οποίος την ερωτεύεται.

– Ο Βινίκιος; Αλλ' εκείνη τον αφήκε και έφυγε, παρά να.

– Έφυγε, αλλ' εκείνος ήρχισε να την αναζητή, μη δυνάμενος να ζήση άνευ αυτής. Αντί αθλίου μισθού, εγώ τον εβοήθησα εις τας ερεύνας του και του υπέδειξα την οικίαν, όπου κατώκει εκείνη μεταξύ των χριστιανών, κατά την Τρανστιβέρην. απήλθομεν ομού, λαβόντες μεθ' ημών τον παλαιστήν Κρότωνα, τον οποίον ο ευγενής Βινίκιος είχε μισθώσει χάριν μείζονος ασφαλείας. Αλλ' ο Ούρσος, ο δούλος της Λιγείας, έπνιξε τον Κρότωνα. Είναι άνθρωπος φοβεράς ρώμης, άναξ, άνθρωπος όστις συστρέφει τον λαιμόν των ταύρων τόσον ευκόλως, όπως συστρέφει άλλος ένα μανιτάρι.

– Μα τον Ηρακλέα! ανέκραξεν ο Νέρων, του θνητού, όστις έπνιξε τον

Κρότωνα αξίζει να στηθή ο ανδριάς. Αλλά πλανάσαι ή πλάττεις μύθους, γέρον, καθότι ο Κρότων εφονεύθη διά τραύματος μαχαίρας υπό του

Βινικίου.

– Άναξ, είδα με τους ιδίους οφθαλμούς μου τας πλευράς του Κρότωνος να κατασυντρίβωνται μεταξύ των χειρών του Ούρσου, όστις κατόπιν κατέβαλε τον Βινίκιον. Θα τον εφόνευεν, αν δεν παρενέβαινεν η Λίγεια. Ο Βινίκιος έμεινεν άρρωστος επί μακρόν, αλλά τον επεμελήθησαν με την ελπίδα, ότι θα εγίνετο χριστιανός χάριν του έρωτος, και τωόντι έγινε.

– Ο Βινίκιος; ηρώτησεν απορών ο Καίσαρ.

– Και ο Πετρώνιος ομοίως; ηρώτησεν εν σπουδή ο Τιγγελίνος.

– Θαυμάζω την οξυδέρκειάν σου, άρχον, είπεν ο Χίλων.. ίσως πολύ

ενδεχόμενον!

– Τώρα εννοώ την μανίαν του εις το να υπερασπίζεται τους

χριστιανούς.

Αλλ' ο Νέρων ήρχισε να γελά.

– Ο Πετρώνιος χριστιανός!.. Ο Πετρώνιος να γίνη εχθρός της ζωής και της ηδονής! Μη είσθε ανόητοι και μη ζητήτε να το πιστεύσω.

– Εν τούτοις ο ευγενής Βινίκιος έγινε χριστιανός, όπως είνε χριστιανοί και η Πομπωνία, ο μικρός Άουλος και η Λίγεια. Εγώ τον υπηρέτησα πιστώς· εις ανταμοιβήν εκείνος με εμαστίγωσε, κατ' απαίτησιν του ιατρού Γλαύκου, αν και είμαι γέρων, και τότε ήμην ασθενής και πειναλέος. Και ωρκίσθην εις τον Άδην ότι δεν θα το ελησμόνουν. Άναξ, εκδικήθητι αυτούς διά το αδίκημα, το οποίον μου έκαμαν και θα σου παραδώσω τον Πέτρον τον Απόστολον και τον Λίνον και τον Κλίτον, και τον Γλαύκον και τον Κρίσπον, τους πρεσβυτέρους των και την Λίγειαν και τον Ούρσον. Θα σας υποδείξω εκατοντάδας και χιλιάδας εξ αυτών θα σας δείξω τους ευκτηρίους οίκους των, τα νεκροταφεία των.. Αι φυλακαί σας θα είνε ανεπαρκείς διά να τους χωρέσουν.. Μέχρι τούδε εις τας δυστυχίας μου εζήτησα παρηγορίαν εις μόνην την φιλοσοφίαν. Δος μου αυτήν διά των ευνοιών σου.. Είμαι γέρων, δεν εγνώρισα ακόμη την ζωήν. Δος μου την ανάπαυσιν.

Η Ποππέα, ήτις είχε κατανοήσει ότι εις όλην την Ρώμην μόνη η Λίγεια ηδύνατο να γίνη αντίζηλός της, μάλιστα δε να νικήση, από καιρού εζήτει να εύρη μέσον εξοντώσεως αυτής και μετεχειρίσθη προς τούτο τον Χίλωνα.

Άναξ, είπε, εκδικήθητι το τέκνον μας!

– Σπεύσατε! ανέκραξεν ο Χίλων. Σπεύσατε! Άλλως ο Βινίκιος θα λάβη καιρόν να την κρύψη. Θα σας δείξω την οικίαν, όπου εγκατεστάθη μετά την πυρκαϊάν.

– Θα σου δώσω δέκα άνδρας. Ύπαγε αμέσως, είπεν ο Τιγγελίνος.

– Άρχον, δεν γνωρίζεις τον Ούρσον! και πεντήκοντα άνδρας αν μου δώσης, μόνον μακρόθεν θα δείξω την οικίαν. Περιπλέον, εάν δεν φυλακίσετε συγχρόνως τον Βινίκιον, είμαι χαμένος.

Ο Τιγγελίνος προσέβλεψε τον Νέρωνα.

– Δεν θα ήτο καλόν, ω θείε, να απαλλαγώμεν ταυτοχρόνως και του θείου και του ανεψιού;

Ο Νέρων εσκέφθη.

– Όχι, όχι τώ [?] Ποτέ δεν θα θελήσουν να πιστεύσουν ότι ο

Πετρώνιος, ο Βινίκιος ή η Πομπωνία Γραικίνα έκαυσαν την Ρώμην. Αι οικίαι των ήσαν τόσον ωραίαι!.. Σήμερον χρειάζονται άλλα θύματα.

Θα έλθη και η σειρά των.

– Άναξ, δος μοι στρατιώτας διά να με φυλάττουν, είπεν ικετευτικώς ο

Χίλων.

– Ο Τιγγελίνος θα φροντίση δι' αυτό.

– Θα κατοικήσης πλησίον μου, είπεν ο αρχηγός.

 

Το πρόσωπον του Χίλωνος έλαμπεν εκ χαράς.

– Θα σας τους παραδώσω όλους! Μόνον σπεύσατε! έκραξε με βραχνιασμένην φωνήν. Σπεύσατε!

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Η'

Καταλιπών την οικίαν του Καίσαρος, ο Πετρώνιος μετέβη εις την εν

Καρίναις οικίαν του, ήτις, χάρις εις τον κήπον τον περικυκλούντα τους τοίχους εκ των τριών πλευρών και χάρις εις την απέναντι αυτής

Καικιλιανήν Αγοράν είχε διαφύγει την πυρκαϊάν.

Έλαβεν αμέσως λουτρόν και κατόπιν ανεπαύθη συλλογιζόμενος τα συμβάντα μεταξύ Καίσαρος, Τιγγελίνου και αυτού. Εσκέπτετο να αντιμετωπίση με θάρρος πάσαν ραδιουργίαν και πάσαν κατ' αυτού προσβολήν. Εσκέπτετο προσέτι ότι αν ήτο αρχηγός των πραιτοριανών αυτός, θα παρέδιδεν εις τον όχλον τον Τιγγελίνον τον αχρείον και θα υπεστήριζε τον Βινίκιον και την Λίγειαν, και μετ' αυτών όλους τους χριστιανούς. Αλλά τώρα να μη δύναται ούτε καν να υπερασπίση τον εαυτόν του;

Οξυδερκής, ως ήτο, αντελαμβάνετο ότι ο κίνδυνος δεν ήτο άμεσος, διότι ο Νέρων έχων ακόμη ανάγκην των γνωμών του, προ παντός διά τους αγώνας, τους οποίους θα έδιδε και κατά τους οποίους θα μετεχειρίζετο ως θύματα τους Χριστιανούς, θα τον άφηνε προς το παρόν ήσυχον. Ο Νέρων δεν είχεν αφήσει την ευκαιρίαν να διατυπώση μερικά ωραία και υψηλά αξιώματα περί της φιλίας και της συγγνώμης, ούτως ώστε ο Πετρώνιος είχε προς στιγμήν δεμένας τας χείρας. Έπρεπε να ζητήση προφάσεις, και πριν ή εφεύρη τοιαύτας, παρήρχετο καιρός.

Από τότε ο Πετρώνιος μόνον τον Βινίκιον εσκέπτετο, τον οποίον απεφάσισε να σώση. Ο Βινίκιος, του οποίου η συνοικία είχε καή, διέμενε πλησίον του θείου του και ευρίσκετο κατ' ευτυχή σύμπτωσιν εις την οικίαν.

– Ήσο εις της Λιγείας σήμερον; τον ηρώτησε κατ' αρχάς ο Πετρώνιος.

– Τώρα μόλις την άφησα, απεκρίθη εκείνος.

– Άκουσε τι θα σου είπω και λάβε αμέσως τα μέτρα σου. Σήμερον εις του Καίσαρος απεφάσισαν να αποδώσουν εις τους Χριστιανούς την πυρπόλησιν της Ρώμης, θα αρχίσουν διωγμόν και βασανιστήρια. Η καταδίωξις δύναται να αρχίση εις κάθε στιγμήν. Λάβε την Λίγειαν και φύγετε αμέσως πέραν των Άλπεων ή εις την Αφρικήν. Σπεύσον, διότι το Παλατίνον ευρίσκεται πλησιέστερον προς την Τρανστιβέρην παρά προς την οικίαν μου.

Ο Βινίκιος ήτο άριστος πολεμιστής, ώστε να μη χάση καιρόν εις περιττάς ερωτήσεις. Ήκουσε συνωφρυωμένος, αλλά χωρίς να τρομάξη. Εις τον χαρακτήρα του η πρώτη φροντίς ήτο η επιθυμία να πολεμήση.

– Πηγαίνω, είπε.

– Ακόμη μίαν λέξιν· λάβε έν βαλάντιον πλήρες χρυσού, λάβε όπλα και μίαν δράκα εκ των χριστιανών σου. Εν ανάγκη απάγαγέ την διά της βίας!

Ο Βινίκιος ευρίσκετο ήδη εις το κατώφλιον του ατρίου.

– Στείλε μου ειδήσεις διά τινος δούλου, έκραξεν ακόμη ο Πετρώνιος.

Μείνας μόνος ήρχισε να περιπατή άνω και κάτω εντός του ατρίου, σκεπτόμενος τι έμελλε να απογίνη.

Τας σκέψεις του διέκοψεν η εισελθούσα την στιγμήν εκείνην Ευνίκη.

Εις την θέαν της ο Πετρώνιος ελησμόνησε τον Καίσαρα, ελησμόνησε την δυσμένειαν, εις την οποίαν είχεν υποπέσει, ελησμόνησε τον Βινίκιον και την Λίγειαν και τους διωγμούς τους απειλούντας αυτούς και όλους τους Χριστιανούς.

– Αυθέντα μου! είπεν η Ευνίκη.

– Ελθέ, Ευνίκη, δος μου τα χείλη σου.. Με αγαπάς;

– Ούτε τον Δία θα ηγάπων περισσότερον. Και φρίσσουσα όλη τον εφίλησεν εις τα χείλη.

Μετ' ολίγον, στεφανωμένοι με ρόδα αμφότεροι, παρεκάθηντο εις την τράπεζαν, όπου πίνοντες από κυλίκων κισσοστεφών ηκροώντο τους κιθαριστάς και τα άσματά των.

Την στιγμήν εκείνην εισήλθεν εις την αίθουσαν είς θεράπων και με φοβισμένον ύφος είπεν:

– Αυθέντα, προ της θύρας ίσταται είς κεντυρίων μετά συνοδείας

στρατιωτών και επιθυμεί να σου ομιλήση κατά διαταγήν του Καίσαρος.

Τα άσματα εσίγησαν, ως και ο ήχος των αρπών. Ανησυχία κατέλαβε τους παρισταμένους. Μόνος ο Πετρώνιος δεν έδειξε την ελαχίστην συγκίνησιν και είπεν ως άνθρωπος ενοχλούμενος από συνεχείς προσκλήσεις:

– Θα ηδύναντο να με αφήσουν να δειπνήσω ησύχως. Επί τέλους ας εισέλθη.

Ο δούλος εξηφανίσθη όπισθεν του παραπετάσματος.

Μετά μίαν στιγμήν ηκούσθη βήμα βαρύ και ρυθμικόν, και εις την αίθουσαν εισήλθεν ο εκατόνταρχος Άπερ, τον οποίον εγνώριζεν ο Πετρώνιος, φέρων σιδηρά όπλα και κράνος.

– Ευγενή άρχον, είπεν, ιδού μία επιστολή του Καίσαρος.

Ο Πετρώνιος ήπλωσε νωχελώς την λευκήν χείρα του, έλαβε την πινακίδα και ρίψας βλέμμα εις αυτήν, την ενεχείρισεν ατάραχος εις την Ευνίκην.

– Θέλει να μας αναγνώση απόψε μίαν νέαν ραψωδίαν της Τρωάδος, είπε,

και με προσκαλεί να υπάγω.

– Έχω μόνον διαταγήν να εγχειρίσω την επιστολήν, είπεν ο

εκατόνταρχος.

– Βεβαίως, δεν χρειάζεται απάντησις. Αλλά κάθησε ολίγον να πιής

κάτι.

– Σε ευχαριστώ, ευγενή άρχον· θα πίω εις την υγείαν σου· αλλά δεν

δύναμαι να καθήσω, διότι είμαι εν υπηρεσία.

– Ειξεύρω, είπεν ο Πετρώνιος κατά των χριστιανών.

– Ναι, άρχον.

– Η καταδίωξις ήρχισε προ πολλού;

– Σπείραι τινες ανεχώρησαν διά την Τρανστιβέρην προ μεσημβρίας,

είπεν ο εκατόνταρχος απερχόμενος.

– Ο Καίσαρ σου γράφει, αυθέντα, «ελθέ εάν επιθυμής», είπεν η Ευνίκη.

Θα υπάγης;

– Έχω πολλήν διάθεσιν και αισθάνομαι την επιθυμίαν να ακούσω τους στίχους εκείνους, απήντησεν ο Πετρώνιος. Λοιπόν θα υπάγω, αφού μάλιστα ο Βινίκιος δεν θα δυνηθή να υπάγη.

Αφού ετελείωσε το γεύμα, παρεδόθη εις τας χείρας των κομωτών και των πτυχητριών, και μετά μίαν ώραν, ωραίος ως Θεός, μετεφέρετο εις το Παλατίνον.

Οι φίλοι της χθες, αν και εξεπλάγησαν, διότι τον έβλεπον προσκεκλημένον, παρεμέρισαν, και εκείνος επροχώρησεν εν μέσω αυτών υπερηφάνως και αμέριμνος.

Ο Τιγγελίνος εδάγκασε τα χείλη, ιδών προσερχόμενον τον Πετρώνιον όπως παραστή εις την ανάγνωσιν της «Τρωάδος» του Καίσαρος, καθότι εγνώριζε καλά, ότι νέον στάδιον ηνοίγετο εις τον Πετρώνιον διά του ποιήματος τούτου.

Τω όντι, κατά την ανάγνωσιν, ο Νέρων εκ συνήθειας έστρεφε τους οφθαλμούς προς τον Πετρώνιον, ζητών να διακρίνη επί του προσώπου του τας εντυπώσεις. Ούτος ήκουε προσεκτικώς, επιδοκιμάζων ενίοτε και συγκεντρών την προσοχήν του. Ακολούθως επήνει ή επέκρινεν, απαιτών διορθώσεις, ή ζητών όπως μερικοί στίχοι περισσότερον φιλοτεχνηθώσιν.

Ο Νέρων ησθάνετο ότι ο Πετρώνιος ήτο ο μόνος, όστις ησχολείτο με την ποίησιν χάριν αυτής ταύτης και ότι ήτο ο μόνος ικανός να κρίνη. Συνεζήτει με τον Πετρώνιον περί των στίχων της «Τρωάδος» και, επειδή ο Πετρώνιος ημφισβήτει την ακρίβειαν λέξεων τινων, ο Νέρων του είπε:

– Θα ίδης εις την τελευταίαν ραψωδίαν διατί έκαμα χρήσιν της

εκφράσεως ταύτης.

– Α! εσκέφθη ο Πετρώνιος. Έχω ακόμη να ζήσω μέχρι της τελευταίας

ραψωδίας.

Δύο ή τρεις εκ των αυλικών ακούσαντες τους λόγους του Νέρωνος, είπον καθ' εαυτούς: «Δυστυχία μας, ο Πετρώνιος έχει μέλλον ενώπιόν του· δύναται να ανακτήση εύνοιαν και μάλιστα να λάβη την θέσιν του Τιγγελίνου». Και εκ νέου ήρχισαν να είνε φιλόφρονες προς αυτόν. Αφού ετελείωσεν η εσπερίς, ο Καίσαρ, καθ' ην στιγμήν τον απεχαιρέτιζε, τον ηρώτησεν αίφνης με μοχθηράν χαράν εις τους οφθαλμούς:

– Και ο Βινίκιος διατί αρά γε δεν ήλθε;

Ο Πετρώνιος, αν ήτο βέβαιος ότι ο Βινίκιος και η Λίγεια θα ήσαν ήδη έξω της πόλεως, θα απεκρίνετο: «Ενυμφεύθη με την άδειάν σου και ανεχώρησεν». Αλλ' ενώπιον του αλλοκότου μειδιάματος του Νέρωνος, είπε:

– Η πρόσκλησίς σου, Καίσαρ, δεν τον εύρεν εις τον οίκον του.

– Ειπέ εις τον Βινίκιον, ότι θα χαρώ να τον ίδω, υπέλαβεν ο Νέρων, και σύστησέ του εξ ονόματός μου, να μη λείψη από τους αγώνας, εις τους οποίους θα μετάσχωσιν όλοι οι χριστιανοί.

Ο Πετρώνιος ανησύχησεν από τους λόγους τούτους, οίτινες, κατ' αυτόν, αφεώρων αμέσως την Λίγειαν. Ανέβη εις το φορείον του, διατάξας να ταχύνωσι το βήμα και να τον οδηγήσουν εις τον οίκον του Βινικίου.

Μακράν αντήχουν κραυγαί, τας οποίας ο Πετρώνιος κατ' αρχάς δεν ενόησεν. Ολίγον κατ' ολίγον αι κραυγαί εκείναι εγίνοντο ισχυρότεραι και εξερράγησαν εις μίαν αγρίαν βοήν:

«Εις τους λέοντας, τους χριστιανούς!»

Εκ του βάθους των πυρπολουμένων οδών προσέτρεχον νέαι σπείραι. Από στόματος εις στόμα διεδόθη η είδησις ότι είχον αρχίσει αι καταδιώξεις προ μεσημβρίας, ότι είχον ήδη αιχμαλωτισθή αρκετοί εκ των εμπρηστών εκείνων. Και εις όλην την πόλιν αι κραυγαί αντήχουν και εκυλίοντο – επί των λόφων και εις τους κήπους – επί μάλλον και μάλλον λυσσώδεις.

«Εις τους λέοντας, τους χριστιανούς!»

– Ο ευγενής Βινίκιος επέστρεψεν; ηρώτησεν ο Πετρώνιος, όταν έφθασεν εις τον οίκον του.

– Προ ολίγου επέστρεψεν, απεκρίθη είς δούλος.

– Ώστε, δεν την ηλευθέρωσεν, είπε καθ' εαυτόν ο Πετρώνιος.

Ρίψας την τήβεννόν του, έσπευσεν εις το άτριον.

Ο Βινίκιος εκάθητο επί τρίποδος με την κεφαλήν μεταξύ των χειρών, στηρίζων τους αγκώνας επί των γονάτων και έκλαιεν. Ακούσας τον κρότον των βημάτων του Πετρωνίου επί του λιθοστρώτου, ήγειρε το πρόσωπον, εις το οποίον μόνον οι οφθαλμοί έζων.

– Ήλθον πολύ αργά; η Λίγεια είναι φυλακισμένη; ηρώτησεν ο Πετρώνιος.

– Ναι, την απήγαγον προ μεσημβρίας.

Επηκολούθησε σιγή.

– Την είδες;

– Ναι.

– Πού είνε;

– Εις την φυλακήν της Μαμερτίνης.

Ο Πετρώνιος εφρικίασε και έρριψε προς τον Βινίκιον βλέμμα εξερευνητικόν. Ο άλλος ενόησε.

Όχι! είπε. Δεν την έκλεισαν εις το ενδόμυχον μέρος της φυλακής, ούτε εις το κυρίως δεσμωτήριον. Αντί γενναίου ποσού, ο δεσμοφύλαξ της παρεχώρησε το δωμάτιόν του. Ο Ούρσος κατεκλίθη πλησίον της θύρας της και αγρυπνεί επ' αυτής.

– Διατί ο Ούρσος δεν την υπερησπίσθη;

– Είχαν στείλη πεντήκοντα πραιτωριανούς. Άλλως τε ο Λίνος τον απέτρεψε.

– Και ο Λίνος;

– Ο Λίνος ψυχορραγεί. Δεν τον απήγαγον μετά των άλλων.

– Τι σκέπτεσαι να κάμης;

– Να την σώσω ή να αποθάνω μετ' αυτής. Και εγώ είμαι χριστιανός.

Ο Βινίκιος εφαίνετο ότι ωμίλει με αταραξίαν, αλλ' εις την φωνήν του έπαλλεν οδύνη τόσον σπαρακτική, ώστε η καρδία του Πετρωνίου εθλίβη.

– Σε εννοώ, είπεν· αλλά πώς θα την σώσης;

– Επλήρωσα αδρότατα τους δεσμοφύλακας, πρώτον διά να την φυλάττουν από τας ύβρεις των, έπειτα διά να μη αντιταχθώσιν εις την φυγήν της.

– Και πότε θα γίνη η φυγή;

– Μου απήντησαν ότι δεν ηδύναντο να μου αποδώσουν την Λίγειαν αμέσως, φοβούμενοι την ευθύνην. Αλλ' όταν αι φυλακαί θα υπερπληρωθούν κόσμου, και όταν χάσουν τον λογαριασμόν των φυλακισμένων, θα μου την παραδώσουν. Αυτό είνε το έσχατον μέσον, Αλλ' εν τω μεταξύ συ θα σώσης αμφοτέρους. Είσαι φίλος του Καίσαρος. Εκείνος μου την έδωκεν. Ύπαγε και σώσον με!

Νωρίς να απαντήση ο Πετρώνιος εκάλεσεν ένα δούλον και τον έστειλε να φέρη δύο αμαυρούς μανδύας και δύο ρομφαίας.

– Πηγαίνομεν τώρα, είπεν έπειτα ο Πετρώνιος, θα σου τα είπω όλα καθ'

οδόν.

Μετά μίαν στιγμήν ευρίσκοντο εις την οδόν.

– Τώρα, άκουσε, είπεν ο Πετρώνιος. Από σήμερον είμαι υπό δυσμένειαν. Και αύτη η ζωή μου κρέμαται από μίαν κλωστήν. Δεν ισχύω τίποτε πλησίον του Καίσαρος. Και ακόμη χειρότερα. Είμαι πεπεισμένος ότι θα πράξη εναντίον των παρακλήσεών μου. Θα σε εσυμβούλευα να φύγης μετά της Λιγείας ή να την λυτρώσης διά της βίας. Εννοείς ότι εάν κατώρθωνες να φύγης, η οργή του Καίσαρος θα εστρέφετο εναντίον μου. Σήμερον θα έκαμνε κάτι τι μάλλον προς χάριν σου παρά προς χάριν μου. Αλλά μη δίδης πίστιν εις αυτά είνε ανωφελές! Εξάγαγέ την εκ της φυλακής και φύγετε. Εάν δεν επιτύχης τούτο, θα υπάρχη ακόμη καιρός να δοκιμάσης άλλα μέσα. Μάθε εν τούτοις ότι η Λίγεια δεν είναι εις την φυλακήν μόνον διά την πίστιν της. Αμφότεροι είσθε θύματα της οργής της Ποππέας. Αλλά ποίος επρόδωσε την κατοικίαν της;

Αλλ' αίφνης η συνδιάλεξίς των διεκόπη από ένα θηριομάχον μεθυσμένον, όστις ωρύετο με βραχνήν φωνήν «εις τους λέοντας, τους χριστιανούς! εις τα θηρία!»

Απεμακρύνθησαν απ' αυτόν και μετ' ολίγον έφθασαν εις τας Καρίνας, διότι η Αγορά δεν απείχε πολύ. Η νυξ ήρχιζεν ήδη να τελειώνη και ο περίβολος του πύργου διεγράφετο εξερχόμενος εκ της σκιάς. Αίφνης ο Πετρώνιος σταθείς είπεν:

– Οι πραιτωριανοί! Πολλοί αργά εφθάσαμεν!

Η φυλακή της Μαμερτίνης είχε περικυκλωθή από διπλήν ζώνην στρατιωτών. Αι πρώται ακτίνες του φωτός επηργύρουν τα κράνη και τον σίδηρον των δοράτων.

– Ας προχωρήσωμεν, είπεν ο Βινίκιος, και έφθασαν προ των γραμμών των στρατιωτών.

Ο Πετρώνιος, έχων εξαίρετον μνήμην και γνωρίζων όχι μόνον τους αξιωματικούς, αλλά και όλους σχεδόν τους στρατιώτας της πραιτοριανής φρουράς, έκαμε νεύμα εις ένα αρχηγόν.

– Τι συμβαίνει, Νίγερ; Σας υποχρεούσι να φρουρήτε πέριξ της φυλακής!

– Τω όντι, ευγενή Πετρώνιε. Ο πραίφεκτος εφοβείτο μήπως απεπειρώντο

να ελευθερώσουν τους εμπρηστάς.

– Έχετε διαταγήν να μη αφήσετε κανένα να εισέλθη; ηρώτησεν ο

Βινίκιος.

– Όχι, άρχον. Οι φίλοι των θα έρχωνται να τους βλέπουν και ούτω πως

θα συλλάβωμεν και άλλους ακόμη χριστιανούς εις την παγίδα.

των θυμάτων, οι εωθινοί αγώνες ώφειλον να διαρκέσουν επί ημέρας, ??

– Τότε, άφησε με να εισέλθω, είπεν ο Βινίκιος.

 

Την ιδίαν στιγμήν, εκ του βάθους των παχέων τοίχων και από το εσωτερικόν των υπογείων ηκούσθησαν ψαλμωδίαι και ύμνοι. Κατ' αρχάς υπόκωφος, η ψαλμωδία ολίγον κατ' ολίγον καθίστατο ζωηροτέρα. Φωναί ανδρών, γυναικών και παιδίων απετέλουν χορόν αρμονικόν. Εν τη σιγή της αναφαινομένης αυγής, ολόκληρος η φυλακή ήρχισε να ψάλλη ως μία άρπα.

Δεν ήσαν φωναί θλίψεως και απελπισίας, εις αυτάς έπαλλεν η χαρά και ο θρίαμβος.. Οι στρατιώται εκύτταζον ο είς τον άλλον, εμβρόντητοι.

Η αυγή εχρωμάτιζεν ήδη τον ουρανόν με τας ροδαλάς και χρυσάς ακτίνας της.