Za darmo

Quo Vadis

Tekst
iOSAndroidWindows Phone
Gdzie wysłać link do aplikacji?
Nie zamykaj tego okna, dopóki nie wprowadzisz kodu na urządzeniu mobilnym
Ponów próbęLink został wysłany

Na prośbę właściciela praw autorskich ta książka nie jest dostępna do pobrania jako plik.

Można ją jednak przeczytać w naszych aplikacjach mobilnych (nawet bez połączenia z internetem) oraz online w witrynie LitRes.

Oznacz jako przeczytane
Quo vadis
Quo vadis
Darmowy e-book
Szczegóły
Czcionka:Mniejsze АаWiększe Aa

Όταν εσβέσθη και η τελευταία αρμονία, εστράφη προς τους κεκλημένους:

– Φίλοι, είπεν, ομολογήσατε, ότι τελειώνω.

Δεν ηδυνήθη να τελειώση την φράσιν του. Με υπερτάτην χειρονομίαν, ο βραχίων του περιέβαλε την Ευνίκην και η κεφαλή του ανέπεσεν. Αλλ' οι συμπόται βλέποντες τας δυο εκείνας λευκάς μορφάς ομοίας προς δυο θαυμάσια αγάλματα, ησθάνθησαν ότι εχάνετο εν τω προσώπω αυτών ο τελευταίος στολισμός της Ρωμαϊκής κοινωνίας, το κάλλος και η ποίησίς της.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Αλλά και η βασιλεία του Νέρωνος δεν ήτο πεπρωμένον να διαρκέση επί πολύ. Αν και ο κόσμος δεν ήλπιζε ταχείαν απελευθέρωσιν από τον τριακοντούτην μόλις τερατώδη Καίσαρα, ουχ' ήττον όμως ήρχισαν πού και πού κρούσματα ανταρσίας και εκ των πρώτων επανεστάτησεν ο Βίνδιξ μετά των γαλατικών λεγεωνών.

Η επανάστασις αύτη δεν εφάνη κατ' αρχάς σπουδαία. Αυτός ο Καίσαρ, εις τον οποίον η επανάστασις θα εχρησίμευεν ως πρόφασις διά νέας αρπαγάς, πολύ ολίγον ελάμβανεν υπ' όψιν τον Βίνδικα και μάλιστα εξεδήλωσε χαράν διά το κίνημα· όταν όμως έμαθεν ότι ο Βίνδιξ τον είχεν ονομάσει καλλιτέχνην άξιον οίκτου, ο Καίσαρ έσπευσε να επιστρέψη εξ Ελλάδος, όπου εθριάμβευεν. Εις Ρώμην του παρεσκευάσθη μεγαλοπρεπής υποδοχή.

Η είσοδός του εις την πόλιν υπερέβαλε παν ό,τι είχον ιδή οι άνθρωποι έως τότε. Έκαμε χρήσιν του άσματος, το οποίον είχε χρησιμεύσει εις τον θρίαμβον του Αυγούστου. Κατηδάφισαν έν τόξον του αμφιθεάτρου διά ν' ανοίξωσι δίοδον εις την πομπήν.

Η Σύγκλητος, οι ιππείς και πλήθος αναρίθμητον ήλθον εις προϋπάντησίν του.

«Χαίρε Αύγουστε! Χαίρε Ηράκλεις! Χαίρε Ζευ, Ολύμπιε, αθάνατε!» έκραζον.

Όπισθέν του εφέροντο οι στέφανοι και τα ονόματα των πόλεων, εν αις είχε θριαμβεύσει, και πλάκες, εφ' ων ανεγράφοντο οι πρωταγωνισταί οι νικηθέντες παρ' αυτού.

Άμα τη αφίξει του εις Ρώμην, ηθέλησε, διά να ευχαριστήση τον λαόν, να προαγγείλη σειράς παραστάσεων και θεαμάτων μελλόντων να αποτρέψουν τον επικείμενον κίνδυνον. Εν τούτοις, προς δυσμάς, τα νέφη συνεσωρεύοντο και καθίσταντο οσημέραι πυκνότερα. Το ποτήριον είχεν υπερεκχειλίσει. Η κωμωδία ήγγιζεν εις το τέλος της.

Άλλοτε εφαντάζετο ότι θα κατέστελλε την επανάστασιν των Γαλατών, όχι διά των στρατιωτών του, αλλά διά του άσματος και ήλπιζεν ότι θα προλάβη κάθε κίνημα επαναστατικόν.

Αλλ' όταν έμαθε την εξέγερσιν του Γάλβα και την προσχώρησιν της Ισπανίας, ο Νέρων εκυριεύθη από παροξυσμόν εμμανούς λύσσης. Έθραυσε τα ποτήρια, ανέτρεψε την τράπεζαν του συμποσίου και έδωκε διαταγάς, τας οποίας ούτε ο Ήλιος, ούτε αυτός ο Τιγγελίνος ετόλμησαν να εκτελέσουν: Το να σφάξουν τους Γαλάτας, τους κατοικούντας εν Ρώμη, να καύσουν και πάλιν την Πόλιν, να απολύσουν τα θηρία και να μεταφέρουν την πρωτεύουσαν εις Αλεξάνδρειαν, τω εφάνη έργον μεγαλοπρεπές, καταπληκτικόν και εύκολον. Αλλ' αι ημέραι της παντοδυναμίας του είχον παρέλθει και οι συνένοχοι αυτοί των εγκλημάτων του τον εθεώρουν ήδη φρενοβλαβή.

Ο εν τω μεταξύ επισυμβάς θάνατος του Βίνδικος και αι διχόνοιαι των επαναστατημένων στρατιών, εφάνησαν και πάλιν ότι έκαμνον την πλάστιγγα να κλίνη προς το μέρος του. Ήδη νέα συμπόσια, νέοι θρίαμβοι και νέαι καταδίκαι ανηγγέλλοντο. Αλλά μίαν νύκτα, εκ του στρατοπέδου των πραιτωριανών έφθασεν επί λευκού θυμοειδούς ίππου είς ταχυδρόμος κομίζων την είδησιν, ότι όλοι οι στρατιώται και εν αυτή τη Πόλει ακόμη ύψωσαν την σημαίαν της αποστασίας και ανηγόρευσαν τον Γάλβαν αυτοκράτορα.

Ο Καίσαρ εκοιμάτο. Αφυπνισθείς έντρομος από τας φωνάς των γυναικών του, εκάλεσε τους άνδρας της σωματοφυλακής, αλλά κανείς δεν απεκρίθη. Το παλάτιον ήτο έρημον.

Εις τας αποκέντρους γωνίας δούλοι ήρπαζον εν σπουδή ό,τι έπιπτεν εις τας χείρας των. Εις την θέαν του ετράπησαν εις φυγήν. Εκείνος επλανάτο έρημος ανά το παλάτιον, πληρών την νύκτα διά κραυγών τρόμου και απελπισίας.

Τέλος οι απελεύθεροί του Φάων, Σπείρος και Επαφρόδιτος ήλθον εις βοήθειάν του. Ήθελον να τον αναγκάσωσι να φύγη λέγοντες ότι δεν έπρεπε ουδέ στιγμήν πλέον να χάση. Εκείνος εβαυκαλίζετο ακόμη με ελπίδας. Εάν, πενθηφορών, προσεφώνει την σύγκλητον, οι πατέρες θα ηδύναντο να αντισταθώσιν εις την ευγλωττίαν του και εις τα δάκρυά του; Εάν έκαμε χρήσιν όλης της τέχνης του, όλης της επιτηδειότητός του ως ηθοποιού, δεν ήτο βέβαιος ότι θα τους έπειθε; Δεν θα του έδιδον τουλάχιστον την εξαρχίαν της Αιγύπτου;

Συνηθισμένοι να τον κολακεύουν, δεν ετόλμησαν να αρνηθώσι φανερά. Αλλά τον ειδοποίησαν ότι πριν φθάση εις την Αγοράν, θα εξεσχίζετο υπό του λαού, και τον ηπείλησαν ότι θα τον εγκατέλιπον, εάν δεν ίππευεν αμέσως.

Ο Φάων τω προσέφερεν άσυλον εις την έπαυλίν του, την κειμένην έξω της Νομεντιανής Πύλης. Με τας κεφαλάς σκεπασμένας με τους μανδύας των απήλθον έφιπποι προς τα σύνορα της Ρώμης. Η νυξ ωχριάτο. Εις τας οδούς μία ασυνήθης κίνησις εδείκνυε την ταραχήν την επικρατούσαν την ώραν εκείνην. Προχωρούντες πλησίον του στρατοπέδου ήκουσαν βροντήν επευφημιών υπέρ του Γάλβα.

Ο Νέρων ενόησε τέλος ότι η ώρα του ήτο εγγύς· Εκυριεύθη υπό τρόμον και τύψιν συνειδήσεως.

Εύρον την Νομεντιανήν πύλην ημιανοικτήν. Περαιτέρω, υπερέβησαν το Οστριανόν, όπου είχε διδάξει και βαπτίσει ο Απόστολος. Περί την αυγήν έφθασαν εις την έπαυλιν του Φάονος.

Εκεί οι απελεύθεροι δεν τω απέκρυψαν πλέον ότι ήτο καιρός να αποθάνη. Εκείνος παρήγγειλε να σκάψουν τον λάκκον και εξηπλώθη επί της γης διά να δυνηθούν να λάβουν το ακριβές μέτρον του σώματός του. Το φουσκωμένον πρόσωπόν του έγινε πελιδνόν και επί του μετώπου του ανεφάνησαν σταγόνες ιδρώτος όμοιαι προς τας σταγόνας δρόσου. Εβαυκαλίσθη και πάλιν. Με συντετριμμένην φωνήν, την οποίαν προσεπάθει να καταστήση τραγικήν, εδήλωσεν ότι δεν ήτο ακόμη καιρός να αποθάνη. Έπειτα ήρχισε τας απαγγελίας του. Τέλος εζήτησε να καή το πτώμα του. «Οποίος καλλιτέχνης χάνεται!» επανελάμβανε μετά τρόμου.

Αίφνης ταχυδρόμος του Φάονος ήλθε να αναγγείλη ότι η Σύγκλητος είχε θεσπίσει ήδη και ο μητροκτόνος θα ετιμωρείτο κατά το έθος.

– Ποίον είνε το έθος τούτο; ηρώτησεν ο Νέρων, με λευκά τα χείλη.

– Θα σου βάλουν την φούρκαν εις τον λαιμόν, θα σε μαστιγώσουν μέχρι θανάτου και θα ρίψουν το πτώμα σου εις τον Τίβεριν! είπεν ο Επαφρόδιτος, απαθής.

Ο Καίσαρ ήνοιξε την χλαμύδα του.

– Είναι καιρός πλέον! ούτως έδοξε τοις θεοίς.

Και ανατείνας τους οφθαλμούς και τας χείρας προς τον ουρανόν ανεφώνησεν:

– Οποίος καλλιτέχνης χάνεται!

Την στιγμήν εκείνην καλπασμός ίππου ηκούσθη. Ο εκατόνταρχος μετά των στρατιωτών του ήρχετο βεβαίως να ζητήση την κεφαλήν του Αινοβάρδου.

– Εμπρός λοιπόν! έκραξαν οι απελεύθεροι.

Ο Νέρων εστήριξε την μάχαιραν εις τον λαιμόν του. Αλλ' ώθει αυτήν με χείρα δειλήν και έβλεπέ τις, ότι δεν θα ετόλμα ποτέ να βυθίση την λεπίδα. Αίφνης ο Επαφρόδιτος του εβίασε την χείρα και η μάχαιρα εισήλθε μέχρι της λαβής. Οι οφθαλμοί του εξήλθον των κογχών, φρικώδεις, παμμέγιστοι, πλήρεις τρόμου.

– Σου φέρω την χάριν, σου χαρίζουν την ζωήν! έκραξεν ο εκατόνταρχος.

– Πολύ αργά! ερρόγχασεν εκείνος.

Και προσέθηκεν:

– Α! πίστις!..

Εν ακαρεί ο θάνατος εσκότισε την κεφαλήν του. Από τον βαρύν τράχηλόν του το υπομέλαν αίμα, παφλάζον, εξηκοντίζετο επί των ανθέων του κήπου. Οι πόδες του εσπαράχθησαν επί του εδάφους και εξέπνευσε.

Την επαύριον η πιστή Ακτή εκάλυψε το σώμα του με πολυτίμους οθόνας και το έκαυσεν επί πυράς αρωμάτων.

Ούτω παρήλθεν ο Νέρων, καθώς παρέρχεται η πλήμμυρα, η τρικυμία, το πυρ, ο πόλεμος ή ο λοιμός.. Και ούτω, μετά την εξαφάνισιν του φρενοβλαβούς αυτού κακούργου, έκτοτε επί των υψωμάτων του Βατικανού βασιλεύει της πόλεως και του δυτικού κόσμου ο ναός του Πέτρου.

Όχι μακράν της αρχαίας Καπικινής Πύλης, υψούται σήμερον μικροσκοπικός ναΐσκος μετά της ημισβέστου ταύτης επιγραφής: QUO VADIS DOMINE!

ΤΕΛΟΣ