Za darmo

Ιστορία του Ιωάννου Καποδιστρίου Κυβερνήτου της Ελλάδος

Tekst
0
Recenzje
iOSAndroidWindows Phone
Gdzie wysłać link do aplikacji?
Nie zamykaj tego okna, dopóki nie wprowadzisz kodu na urządzeniu mobilnym
Ponów próbęLink został wysłany

Na prośbę właściciela praw autorskich ta książka nie jest dostępna do pobrania jako plik.

Można ją jednak przeczytać w naszych aplikacjach mobilnych (nawet bez połączenia z internetem) oraz online w witrynie LitRes.

Oznacz jako przeczytane
Czcionka:Mniejsze АаWiększe Aa

Οποία η αφιλοχρηματία και οποίος ο πατριωτισμός του ανδρός! Και όμως ουδ' αύτη η μικρά αίτησις του Καποδιστρίου εξεπληρώθη υπό της υπ' αυτού σωθείσης Γαλλίας, ως εκ της εν τω μεταξύ πτώσεως του υπουργείου Ρισελιέ· ο δε Καποδίστριας ουδέ καν ηξίωσε την πλήρωσιν αυτής. Τοιαύτην λεπτότητα είχεν ο Έλλην εκείνος διπλωμάτης!

Διαλυθέντος του εν Ακυϊσγράνω συνεδρίου, ο μεν Τσάρος απήλθεν εις Πετρούπολιν, ο δε Καποδίστριας μετέβη εις Μόναχον προς επίσκεψιν του βασιλέως της Βαυαρίας Μαξιμιλιανού Ιωσήφ και επίλυσιν της μεταξύ Βαυαρίας και Βάδης αναφυείσης οροθετικής διαφοράς.

Εκ Μονάχου μετέβη εις Βιέννην, προς συνάντησιν του εκείσε μεταβάντος επίσης Τσάρου. Ήτο πλέον καταβεβλημένος εκ των πολλών εργασιών και εκ των συνεδρίων ο Καποδίστριας. Η τοσαύτη εργασία και προγενέστεραι ουκ ολίγαι κακουχίαι εν εκστρατείαις και αδιαλείπτοις διπλωματικαίς μερίμναις, εκλόνησαν σπουδαίως την υγείαν αυτού, και ηνάγκασαν αυτόν να αιτήσηται άδειαν απουσίας, ίνα φροντίση περί της υγείας, ήν δεν ίσχυσαν να επαναφέρωσι τα διάσημα ιαματικά λουτρά του Κάρλσβαδ και επισκεφθή τον γέροντα πατέρα αυτού. Ο αυτοκράτωρ συγκατένευσε μεν μετά λύπης ν' αποχωρισθή, έστω και προσωρινώς, τοιούτου συμβούλου, αλλ' εις ένδειξιν της προς αυτόν τιμής και εκτιμήσεως, έδωκεν αυτώ την δε την αυτόγραφον προς τον πατέρα επιστολήν και τιμαλφή δώρα:

Προς τον Κόμητα
Αντώνιον Μαρίαν Καποδίστριαν
Ιππότην του τάγματος του Αγ. Ιωάννου της Ιερουσαλήμ

«Ο παρ' εμοί από πολλών μεν ετών, αλλά μετ' αυξούσης αείποτε αμοιβαίας ευχαριστήσεως υπηρετών υιός υμών επεφορτίσθη όπως εγχειρίση υμίν τήν δε την επιστολήν. Και η μεν έλευσις αυτού θέλει ευχαριστήσει βεβαίως την πατρικήν υμών στοργήν, αλλ' η εμή ευχαρίστησις είναι να μοι πέμψητε και αύθις όσον τάχος τον υιόν αναρρώσαντα υπό τον πάτριον ουρανόν. Θέλει γίνει δε, ελπίζω, διερμηνεύς των υπέρ υμών αισθημάτων μου και θα σας ανακοινώση την ήν είχον ευχαρίστησιν να ίδω παρ' εμοί και τον αδελφόν αυτού. Τούτο δε παρέχει υμίν το αλάνθαστον τεκμήριον της εμής υπέρ της οικογενείας υμών ευνοίας.

«Περιστάσεις ευνοϊκαί δεν μοι επιτρέπουσι να παράσχω υμίν πλείονα δείγματα της προσωπικής μου υπολήψεως, αλλά παρακαλώ υμάς να δεχθήτε την όσον ειλικρινή τόσον και περιπαθή διαβεβαίωσιν αυτής.

Εν Βιέννη τη 10)22 Δεκεμβρίου 1818
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ.»

Η εις Κέρκυραν αύτη μετάβασις του Καποδιστρίου διήγειρε τας υποψίας του αντιπάλου αυτού Μέττερνιχ και της Αγγλίας, ήτις εφοβείτο την εν τη ιδία πατρίδι επιρροήν του εξόχου της Ρωσίας διπλωμάτου. Επί τούτω δε, του Καποδιστρίου την Ιταλίαν περιηγουμένου, η μυστική της Αυστρίας αστυνομία ετέθη επί τα ίχνη αυτού23. Ουχ ήττον ο κόμης καταλιπών τη 3)25 Ιανουαρίου την Βενετίαν τη συνοδία των φίλων αυτού Δ. Νεράντζη και Α. Μουστοξύδου έλαβε την εις Ρώμην και Νεάπολιν άγουσαν, οπόθεν μετ' ου πολύ, κατά το πρώτον δεκαήμερον του Μαρτίου 181924, αφίκετο εις την ιδιαιτέραν πατρίδα αυτού, την περίφημον νήσον των Φαιάκων, την ανθοστεφή Κέρκυραν.

Την άφιξιν αυτού εγκαρδίως εχαιρέτησαν οι οικείοι και οι άλλοι Έλληνες, αλλ' οι Άγγλοι έβλεπον αυτόν υπόπτως, και περιδεχθέντες αυτόν μετά φαινομενικής τινος προσηνείας και είτα, κατά την αναχώρησιν αυτού, προσενεγκόντες αυτώ αγγλικήν φρεγάταν. Εν τη πατρίδι μόνον επί τρεις μήνας έμεινεν ο Καποδίστριας· και τούτους δεν εδαπάνησεν εις μάτην· τουναντίον μάλιστα ημέρα σχεδόν δεν παρήρχετο να μη πράξη τι είτε υπέρ της ιδιαιτέρας πατρίδος, είτε υπέρ του δυστυχούς έθνους, είτε και υπέρ του Κράτους, όπερ πιστώς εξυπηρετεί. Συχνάκις ελάμβανεν εκ Πετρουπόλεως έγγραφα εμπιστευτικά του αυτοκράτορος· άπαξ μάλιστα εκόμισεν αυτά ο Κ. Παπαρρηγόπουλος άλλοτε δε ηρωτάτο παρά διαφόρων μελών της Φιλικής Εταιρίας περί των τότε διαδιδομένων και άλλοτε ηνωχλείτο, ως είπομεν, και παρ' αυτού του Αλή πασά να μεσιτεύση υπέρ αυτού προς τον αυτοκράτορα, ίνα σώση αυτόν από της οργής του Σουλτάνου, ή να συνδράμη αυτόν όπως κηρυχθή ανεξάρτητος. Εκ τοιαύτης δέ τινος ευνοϊκής περιστάσεως μάλιστα ωφελήθη ο Καποδίστριας, ίνα απαλλάξη εκ των φυλακών του Αλή Πασά την διάσημον οικογένειαν του εξ Άρτης Μόστρα.

Οι οπλαρχηγοί, οι άλλως καπεταναίοι λεγόμενοι των κλεφτών και των αρματωλών, μαθόντες την άφιξιν αυτού έσπευσαν όπως συγχαρώσι τω Καποδιστρία, αναχωρούντες δε ελάμβανεν έκαστος μεθ' εαυτού και έν αντίγραφον της προς τον πατέρα του Καποδιστρίου φιλόφρονος αυτογράφου επιστολής του Τσάρου, ήν επεδείκνυον τοις απανταχού Έλλησιν ως δείγμα της μεγάλης εκτιμήσεως, ής απήλαυεν ο Καποδίστριας παρά τω Αλεξάνδρω της Ρωσίας. Ως γνωστόν δε κατά την εποχήν εκείνην, οι απόστολοι της «Φιλικής Εταιρίας»· περιέτρεχον την Ανατολήν προς διάδοσιν των δοξασιών αυτής και προπαρασκευήν του αγώνος. Και δεν είναι μεν επισήμως αποδεδειγμένον, ως είπομεν, αν ήτο τότε μεμυημένος ο Καποδίστριας· αλλά δεν δυνάμεθα να υποθέσωμεν ότι μέχρι της εποχής εκείνης η ρωσική κυβέρνησις ηγνόει την ύπαρξιν μυστικής εταιρίας, εν τω Κράτει αυτής τω 1814 σχηματισθείσης και πολλούς των εν τω εξωτερικώ υπαλλήλων αυτής εταίρους αριθμούσης. Και η ρωσική κυβέρνησις λοιπόν και ο Καποδίστριας εγίνωσκον τα τεκταινόμενα τότε εν τη Ανατολή και πολύ πιθανόν ο διπλωμάτης ούτος να μη ήλθεν εις Κέρκυραν μόνον χάριν της πασχούσης υγείας. Άλλως και ο αιφνίδιος αυτού και κρύφιος έκπλους και ο μέγας κύκλος προς επάνοδον εις Πετρούπολιν όν έκαμε, παριστώσι πιθανωτέραν την εικασίαν ταύτην. Ο βιογράφος του Καποδιστρίου Βρετός λέγει ότι: «ίνα μη προξενήση λύπην εις τον πατέρα του επέβη κρυφίως επί αγγλικής φρεγάτας τεθείσης υπό τας διαταγάς αυτού, και απήλθεν εις Βενετίαν, αντί της Νεαπόλεως, όπου είχε προαποφασισθή να θεραπευθή διά μεταλλικών υδάτων. Εκ Βενετίας μετέβη εις Βαρλέτταν και είτα εις Βαλδάνιαν (τόπον παρά την Βιτσέντσαν), ένθα διέτριψεν επί μήνα χρώμενος τοις μεταλλικοίς ύδασι του Ρεκοάρου. Ενταύθα διήγε βίον ιδιώτου, αλλ' ειργάζετο όμως δραστηριώτατα έχων παρ' εαυτώ τον γραμματέα Μύλλερ, τον Μουστοξύδην και τον Ροδόσταμον. Οι Αυστριακοί όμως κατάσκοποι, ούς ο Μέττερνιχ κατόπιν του κόμητος απέστελλε, νυχθημερόν παρακολουθούν τα διαβήματα του ανδρός, όν παντοιοτρόπως εζήτουν να διακωμωδήσωσιν αποκαλούντες την διαγωγήν του Καποδιστρίου «αγυρτείαν» και άλλα κατ' αυτού εκτοξεύοντες υβρεολόγια.

Εν τούτοις, ο Καποδίστριας ανακτησάμενος τας δυνάμεις ανεχώρησε διά Παρισίους, όπου έφθασε τη 10 Ιουλίου και κατέλυσεν εν τω μεγάρω του αυτόθι πρέσβεως της Ρωσίας Πότσο-Διβόργο. Η είδησις όμως της αφίξεως αυτού προυξένησε μεγίστην αίσθησιν εν τοις διπλωματικοίς κύκλοις της μεγαλουπόλεως της Γαλλίας. Ενταύθα διαμείνας έσχε πολλάς και πολυώρους συνεντεύξεις μετά του βασιλέως Λουδοβίκου ΙΗ' και των υπουργών αυτού, «και, πλην του διπλωματικού σώματος, ουδένα σχεδόν έβλεπεν ένεκα της υγείας αυτού», έγραφεν ο «Χρόνος» του Λονδίνου. Πολλάκις δε και μυστικάς συνεντεύξεις έσχε τότε και μετά του Δουκός Ρισελιέ, μετά του Κόμητος Μολέ και μετά του Πότσο – Διβόργο. Μετά μηνιαίαν περίπου διαμονήν εν Παρισίοις ανεχώρησεν εις Λονδίνον τη 12 Αυγούστου. Ενταύθα επίσης περί τον μήνα διατρίψας ησχολήθη περί του Ιονικού ζητήματος, περί ού εν τοις έμπροσθεν είπομεν. Αλλ' εις ουδέν ευνοϊκόν κατέληξεν αποτέλεσμα. Εκ Λονδίνου διά ρωσικής φρεγάτας, ανεχώρησε διά Κοπεγχάγης εις Δάντσικ (2 Οκτωβρίου), εκείθεν δε εις Βαρσοβίαν, ένθα διέτριβεν ο αυτοκράτωρ ένεκεν των εργασιών της Πολωνικής Διαίτης. Ο αυτοκράτωρ εδέξατο τον Έλληνα διπλωμάτην ευμενέστατα και ηρώτησεν αυτόν περί των κατά την απουσίαν αυτού. Ο Καποδίστριας περιέγραψε ζωηρώς και πραγματικώς τα κατά την περιοδείαν εν Ευρώπη και ιδίως τα εν Ιταλία, Γαλλία και Αγγλία, άπερ εις τοσαύτην τον αυτοκράτορα πασών των Ρωσιών ενέβαλον αθυμίαν, ώστε την τοσαύτην αυτού τέως προς τας φιλελευθέρους ιδέας τάσιν εις άγαν συντηρητικόν πνεύμα μετέτρεψαν. Εξ όσων παρά του Καποδιστρίου ήκουσεν, εσχημάτισε την ιδέαν, ότι η διατήρησις της ειρήνης δεν ήτο εφικτή.

Αλλ' ήλπιζεν εισέτι επί την τετραπλήν συμμαχίαν, και ενόμιζεν ότι, δι' αυτής, θα ηδύνατο να κατορθώση ό,τι οι καιροί ήτο αδύνατον. Εστενοχωρείτο δε μεγάλως βλέπων την Πολωνίαν αφηνιάζουσαν, και μη θέλουσαν να δεχθεί και αυτάς ακόμη τας ευεργεσίας αυτού. Έβλεπε λοιπόν, ημέρα τη ημέρα, αποτυγχανούσας τας ευγενείς προσπάθειας αυτού, και, απογοητευόμενος, ήρχισεν, ως είπομεν, ν' αποκλίνη εις το αντίθετον σημείον, ήτοι εις την άκραν απολυτοφροσύνην και εις την άκραν αυταρχίαν, κατά το σύστημα των παλαιών μοναρχιών. Ηγάπα μεν την ειρήνην, αλλ' ηγάπα επίσης και την δικαιοσύνην και την πρόοδον, και εξ αυτών προσεδόκα την σωτηρίαν της μητρός Ελλάδος. Μεθ' όλην όμως την προς τας γνώμας του αυτοκράτορος διάστασιν, ο αυτοκράτωρ ουδέ στιγμήν επαύσατο τιμών τον Έλληνα διπλωμάτην ως και πρότερον, αλλά δεν εισηκούετο, ως άλλοτε, παρ' αυτού.

Τω 1820 συνέβη μεγάλη στρατιωτική επανάστασις εν Μαδρίτη, ής αποτελέσματα υπήρξαν η αιχμαλωσία του αδυνάτου βασιλέως Φερδινάνδου, αναγνωρίσαντος βιαίως την νέαν εγκαθίδρυσιν του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος (Κορτών). Αι αποτελούσαι την τετραπλήν συμμαχίαν Δυνάμεις, εκτός της Ρωσίας, αντί να οργισθώσιν επί τω ακούσματι, ως η Ρωσία ήλπιζε, χαριεντιζόμεναι, συνεχάρησαν τω Φερδινάνδω, επί τη σωτηρία.

Συγχρόνως σχεδόν ανεκηρύχθη το συνταγματικόν πολίτευμα και εν Νεαπόλει. Ο Μέττερνιχ εταράχθη μεγάλως, και ηθέλησε να πέμψη στρατόν εις βοήθειαν της βασιλικής οικογενείας της Νεαπόλεως· αναθεματίζουσα ό,τι την προτεραίαν είχεν εγκρίνει, η πονηρά διπλωματία και πάλιν κατέφυγεν εις τον συνήθη ιατρόν. Και πάλιν προυκλήθη συνδιάσκεψις. Η Ευρώπη εθεωρήθη ως νοσούσα βαρέως, και τόσον, όσον, ως ο αββάς δε Πραδ έλεγε, τα ιατρικά συμβούλια επολλαπλασιάζοντο. Ταις δυσχερείαις ταύταις προσετίθετο, ιδίως εν Ρωσία, και άλλη τις, ανησυχούσα μεγάλως την ευρωπαϊκήν ισορροπίαν. Από πολλού ο Πάπας είχεν επιτείνει τας περί προσηλυτισμού προσπάθειας εν τω Ρωσία διά των Ιησουιτών, γην και θάλασσαν κινούντων ίνα ένα ποιήσωνται προσήλυτον. Και είχον μεν επί Πέτρου του Μεγάλου εκδιωχθή, αλλά πάλιν επανήλθον τολμηρότεροι επί Παύλου του Α'. Ηναγκάσθη λοιπόν νυν και ο Αλέξανδρος να διατάξη εκ Ρωσίας απέλασιν αυτών. Ο Καποδίστριας, όστις είχε μείνει πάντη ξένος των θρησκευτικών τούτων ερίδων, διετάχθη του αυτοκράτορος να δικαιολογήση προς την παπικήν κυβέρνησιν το αυστηρόν αυτό μέτρον. Αυτός ο ίδιος μάλιστα, από του 1816, είχεν επιφορτισθή την διεξαγωγήν των διαπραγματεύσεων περί της εξομαλύνσεως των εν Ρωσία σχέσεων της Ρωμαϊκής Εκκλησίας, και ιδίως μάλιστα περί των σχέσεων αυτής μετά της εκκλησίας της Πολωνίας. Τα αναπτυχθέντα εν ταις διαπραγματεύσεσιν αυταίς ζητήματα ήσαν ακανθώδη, και όμως ο Έλλην διπλωμάτης διά την άκραν δεξιότητα δι' ής εις πέρας ήγαγε την δυσχερεστάτην υπόθεσιν, κατορθώσας να επιτευχθεί πλήρης συνεννόησις μεταξύ της ρωσικής κυβερνήσεως και της παπικής εθαυμάσθη δικαίως. Εν τούτοις, τα εν Ιταλία απησχόλουν την Αυστρίαν αποστείλασαν δύο μεγάλα στρατιωτικά σώματα προς τα σύνορα, η δε Ρωσία επίσης εφαίνετο ζητούσα ευκαιρίαν να επέμβη, αλλά περιμένουσα εν τω μεταξύ να ίδη οποία τα αποτελέσματα της Εθνικής συνελεύσεως, ήν ο γέρων Φερδινάνδος των δύο Σικελιών είχε συγκαλέσει.

 

Η Αυστρία όμως σπεύδουσα υπεχρέωσε τους άλλους ηγεμόνας της Αγίας Συμμαχίας να συνέλθωσιν εις συνέδριον. Η πόλις αυστριακής Σιλεσίας Τρόππαου ωρίσθη ως τόπος συνεντεύξεως, και εκεί συνήλθον εκ νέου οι ηγεμόνες και οι διπλωμάται, εν οίς και οι δύο αντίζηλοι ο Καποδίστριας και ο Μέττερνιχ. Ο Καποδίστριας δεν ησύχαζεν όπως προκαλέση τας υπό του Αλεξάνδρου ελπιζομένας συνεπείας της Ιεράς Συμμαχίας, αλλ' εις μάτην. Ό,τι απ' αρχής εφρόνει περί αυτής, τούτο και συνέβη. Ο Μέττερνιχ υποστηριζόμενος υπό των λοιπών διπλωματών, παρέστησεν ως απειλητικήν κατά της ευρωπαϊκής ειρήνης την επανάστασιν της Νεαπόλεως.

Και η μεν Αυστρία είχε δίκαιον, αλλά, προκειμένου να επέμβωσι πάσαι αι Δυνάμεις, από κοινού, εις την υπόθεσιν της Νεαπόλεως, ο Καποδίστριας αντέτεινε, λέγων, ότι η Ρωσία δεν έπρεπε να περιπλακή εις υπόθεσιν όλως ξένην των συμφερόντων αυτής. Επρότεινε δε να προκληθή η μεσολάβησις του Πάπα, και η πρότασις εγένετο αποδεκτή. Αλλ' ο Πάπας, εμβρόντητος εκ του επαναστατικού πνεύματος, απεποιήθη. Τότε ο Τσάρος, φοβούμενος μη συντελέση εις την εξασθένησιν της Ιεράς Συμμαχίας, διά της ηθικής αποχωρήσεως αυτού, υπεσχέθη σύμπραξιν προς τον αυτοκράτορα της Αυστρίας. Ο βασιλεύς της Νεαπόλεως προσεκλήθη εις Λάυβαχ, και εκεί μετέβησαν επίσης και οι σύμμαχοι ηγεμόνες και οι διπλωμάται αυτών, όπως συσκεφθώσι περί των μελλόντων γενέσθαι.

Η επανάστασις της Νεαπόλεως κατεστάλη τάχιστα. Αλλ' άλλη εν τω μεταξύ εξερράγη· η εν Τουρίνω. Ενώ δε χρόνω οι σύμμαχοι και οι διπλωμάται, προσηλωμένους είχον τους οφθαλμούς επί την Ιταλίαν, και η συνδιάσκεψις ενησχολείτο πώς να εξεύρη τρόπους κατευνάσεως του επαναστατικού πνεύματος του λαού, του αναπτυχθέντος εν ταις ιταλικαίς ιδίως χώραις, ταχυδρόμος απροσδόκητος φέρει τοις συνδιασκεπτομένοις την είδησιν της ενάρξεως της Ελληνικής επαναστάσεως εν Δακία υπό του Αλεξάνδρου Υψηλάντου. Ο αυτοκράτωρ Αλέξανδρος εταράχθη μεγάλως· διότι ο Υψηλάντης ήτο ιδιαίτερος υπασπιστής αυτού. Τούτο ενοχοποίει την ρωσικήν πολιτικήν. Και ο μεν αυτοκράτωρ απεδοκίμασε την διαγωγήν αυτού, ο δε Καποδίστριας εγένετο αντικείμενον υπονοιών, κακολογίας και μίσους. Επιμελώς δε εφρόντισεν, όπως μη ο αυτοκράτωρ συμπεριλάβη εν τη οργή και το τυραννούμενον Ελληνικόν έθνος, και όπως αναβάλη πάσαν οριστικήν απόφασιν μέχρι της εις την Ρωσίαν επανόδου όπου θα ήτο ελεύθερος ξένων επιρροών. Όταν δε και η Πελοπόννησος επανέστη, τότε πλέον η μανία των αντιπάλων του Καποδιστρίου υπερέβη παν όριον, και αι κατ' αυτού πανουργίαι έφθασαν μέχρις εχθρότητος. Το στάδιον της κακεντρεχείας υπήρξεν ομαλώτατον. Συγχρόνως σχεδόν τη επαναστάσει της Ισπανίας, της Νεαπόλεως, του Τουρίνου, τη εξάψει των πνευμάτων καθ' όλην την Ιταλίαν, τη δολοφονία του δουκός του Βερρύ, ταις αντιρρήσεσι του Καποδιστρίου κατά της προτάσεως περί κοινών αναγκαστικών μέτρων κατά της Νεαπόλεως, συνέβη αφ' ενός μεν η επανάστασις του Υψηλάντου εν Δακία, αφ' ετέρου δε και η της Πελοποννήσου. Πάσαι αύται αι απροσδόκητοι συμπτώσεις καθίστων πιθανήν την ενοχήν του Έλληνος διπλωμάτου της Ρωσίας, και μάλιστα εις τα όμματα του Μέττερνιχ, φθονούντος αυτόν εμπαθώς διά τε την φημιζομένην ικανότητα και διά τον εντιμότατον χαρακτήρα, υπώπτευον δε ότι, ενόσω ο Έλλην ούτος απελάμβανε της ευνοίας του Τσάρου, η λοιπή Ευρώπη δεν θα ηδύνατο να διαθέση, ως αύτη εδόκει, τα της Τουρκίας. Γνωστός δε είναι ο κατά την εποχήν εκείνην μισορρωσισμός απάσης της Ευρώπης, έχων κυρίως την πηγήν εν τοις διαφημιζομένοις σχεδίοις του Μεγάλου Πέτρου και της Αικατερίνης της Β'.

Ούτως εχόντων των πραγμάτων, διελύθη η εν Λάυβαχ συνδιάσκεψις, βασιλείς δε και διπλωμάται απήλθον έκαστος εις τα ίδια, τεθλιμμένοι διά τα παρόντα και ανήσυχοι διά τα μέλλοντα.

Κλείσαντες ενταύθα τα της εν Λάυβαχ συνδιασκέψεως σκοπούσης, ως είδομεν, την κατάσβεσιν του αναπτυχθέντος φιλελευθέρου των ευρωπαϊκών λαών πνεύματος και την περιστολήν των εν Ιταλία και αλλαχού εκραγεισών στάσεων, σπεύδομεν να είπωμεν ολίγα τινά περί της Ελληνικής επαναστάσεως, ήτις τοιαύτην επί του ήρωος ημών έσχεν επίδρασιν, ώστε εγκατέλιπε την εν Ρωσία υψηλήν αυτού θέσιν, ίνα ως ιδιώτης δυνηθή επί μάλλον να φανή χρήσιμος τω μεγάλω εθνικώ αγώνι.

Ήδη αρχομένων των μέσων της δευτέρας δεκαετηρίδος του προς το τέρμα αυτού δολιχοδρομούντος ΙΘ' αιώνος, ενθουσιώδης οργασμός κατείχε τα πνεύματα των Ελλήνων· οι θούριοι του εθνομάρτυρος Ρήγα, υπό των Αυστριακών τοις Τούρκοις παραδοθέντος και ευρόντος εν Βελιγραδίω αλγεινόν τον θάνατον, εφέροντο ανά τα στόματα πάντων και ενέπνεον ακράτητον ενθουσιασμόν· βιβλία και φυλλάδια υπό των λογίων εξεδίδοντο καλούντα τους Έλληνας εις τα όπλα, μία φωνή πανταχού ηκούετο, ως εγερτήριον σάλπισμα, καλούσα πάντα Έλληνα εις ένδοξον υπέρ πατρίδος αγώνα. Ουδέν το παράδοξον επομένως εάν τω 1814 τρεις Έλληνες εν Οδησσώ, άνδρες πρακτικοί και θαρραλέοι, απεφάσισαν την ιδρύσιν εταιρίας προς κατήχησιν των σπουδαιοτέρων ανδρών, διοργάνωσιν ενιαίου κινήματος και συγκέντρωσιν της διευθύνσεως αυτού. Οι άνδρες ούτοι είναι ο Τσακάλωφ, ο Σκουφάς και ο Ξάνθος, οίτινες ίδρυσαν την Εταιρίαν των Φιλικών.

Του χρόνου προϊόντος, προσετέθησαν και άλλοι φιλοπάτριδες άνδρες, μετά πάροδον δ' έξ ετών από της ιδρύσεως αυτής, η εταιρία κατώρθωσε να έχη μέλη άνδρας εξέχοντας, ως τον κρεμασθέντα πατριάρχην Γρηγόριον τον Ε', τον Αλέξανδρον Υψηλάντην, τον άρχοντα της Μάνης Πετρόβεην Μαυρομιχάλην, τον ηγεμόνα της Βλαχίας Μιχαήλ Σούτσον, τον Αλέξανδρον Μαυροκορδάτον, τον ημέτερον υφυπουργόν των Εξωτερικών της Ρωσίας κόμητα Ιωάννην Καποδίστριαν και άλλους. Εν ταις επαρχίαις είχον συστηθή εφορείαι και επιτροπαί, απόστολοι διέτρεχον πάσας τας χώρας του Ελληνισμού ως κήρυκες της ελευθερίας και η εγγραφή των μεμυημένων πανταχού οσημέραι ηύξανεν. Επιτυχώς δ' οι εταίροι διέδιδον, ότι δρώσι κατά τας οδηγίας αποκρύφου και μυστηριώδους τινός «Αρχής», αφίνοντες να υπονοήται ο αυτοκράτωρ της Ρωσίας Αλέξανδρος ο Α', υπεδείκνυον δε δι' όλων των μέσων ότι σοβαρά επικουρία επελεύσεται άνωθεν άμα τη ενάρξει του αγώνος.

Και ιδρύθη μεν η Φιλική Εταιρία και ειργάζετο όσον ην δραστηρίως προς προπαρασκευήν των πνευμάτων διά τον μέλλοντα αγώνα, αλλ' έλειπεν ο αρχηγός αυτής και ως τοιούτον εζήτησαν τον Καποδίστριαν. Επί τούτω δε εστάλη εις Πετρούπολιν ο Καμαρινός φέρων γράμματα του Μαυρομιχάλη αποκαλύπτοντα τα της Εταιρίας, αλλ' ο Καποδίστριας δεν εδέξατο την αρχηγίαν ειπών ότι υπουργός ων της Ρωσίας δεν ηδύνατο να πράξη άλλως, αλλ' ούτε καν να συμμετάσχη του μέλλοντος κινήματος. Ο Καμαρινός απήλθεν άπρακτος, μετ' ου πολύ δε απεστάλη ο Ξάνθος, αλλά και ούτος ουδέν ηδυνήθη να πράξη, του Καποδιστρίου επιμένοντος εν τη αρνήσει. Τέλος απετάθησαν προς τον υπασπιστήν του Τσάρου Αλέξανδρον Υψηλάντην, παρακαλούντες αυτόν να δεχθή την αρχηγίαν, αλλά και ούτος το μεν πρώτον ηρνήθη διά τον αυτόν οίον και Καποδίστριας λόγον, τέλος όμως ενέδωκε, του Έλληνος διπλωμάτου ειπόντος αυτώ: «αρκεί η εμφάνισις ολίγων χιλιάδων επαναστατών κατά την Ελλάδα, όπως η Ρωσία συνδράμη εκ των ενόντων», και εδέξατο την αρχηγίαν.

Τη 24 Απριλίου 1820 ο Αλέξανδρος Υψηλάντης ανεκηρύσετο αρχηγός της Φιλικής Εταιρίας και μετά πάροδον εννέα μηνών, η προπαρασκευή των πνευμάτων είχε συντελεσθή καθ' άπασαν την έκτασιν των ελληνικών χωρών και η εν Πελοποννήσω έκρηξις της επαναστάσεως από στιγμής εις στιγμήν ανεμένετο, κατήρξατο του αγώνος μετά των δύο αδελφών αυτού Νικολάου και Δημητρίου Υψηλαντών· και στρατιωτικού τινος σώματος κρύφα συγκεντρωθέντος επί του ρωσικού εδάφους, και διελθών τον Προύτον τη 22 Φεβρουαρίου του 1821 εξέδωκε προκήρυξιν προς τους εν Μολδαυία και Βλαχία Έλληνας και λοιπούς Χριστιανούς καλών πάντας υπό τα όπλα:

Έλληνες!

«Ιδού μετά τόσων αιώνων οδύνας απλόνει ο Φοίνιξ της Ελλάδος μεγαλοπρεπώς τας πτέρυγάς του και προσκαλεί υπό την σκιάν αυτού τα γνήσια και ευπειθή τέκνα της! Ιδού η φίλη ημών πατρίς Ελλάς ανυψόνει μετά θριάμβου τας προπατορικάς της σημαίας. Ο Μωρέας, η Ήπειρος, η Θεσσαλία, η Σερβία, η Βουλγαρία, τα νησία του αρχιπελάγους, εν ενί λόγω η Ελλάς άπασα έπιασε τα όπλα διά να αποτινάξη τον βαρύν ζυγόν των βαρβάρων και ενατενίζουσα το μόνον νικητήριον όπλον των ορθοδόξων, τον τίμιον, λέγω, και ζωοποιόν Σταυρόν, κράζει μεγαλοφώνως υπό την προστασίαν μεγάλης και κραταιάς Δυνάμεως: εν τούτω τω σημείω νικώμεν, ζήτω η ελευθερία! Και εις τας δύο ταύτας φιλικάς μας επαρχίας σχηματίζεται σώμα πολυάριθμον ανδρείων συμπατριωτών διά να τρέξη εις τα ιερόν έδαφος της φίλης ημών πατρίδος. Όθεν όσοι εύχονται να ονομασθώσι σωτήρες της Ελλάδος και είναι διεσκορπισμένοι εις διάφορα καντιλίκια, ας τρέξωσιν εις τους δρόμους, όπου ακούουσιν ότι διαβαίνει το σώμα τούτο διά να συνενωθώσι με τους συναδέλφους των. Όσοι όμως γνήσιοι Έλληνες είναι άξιοι να πιάσωσι τα όπλα και μολοντούτο να γίνωσιν αδιάφοροι, ας ηξεύρωσιν ότι θέλουσιν επισύρει εις τον εαυτόν των την μεγάλην ατιμίαν και ότι η πατρίς τους θεωρεί ως νόθους και αναξίους του ελληνικού ονόματος!»

Αλλ' εκεί μεν η Επανάστασις κατεστάλη εν τη γενέσει, καταστραφέντος του ιερού λόχου εν Δραγατσανίω, αλλ' όμως περί τον αυτόν ακριβώς χρόνον, καθ' όν ο Αλέξανδρος Υψηλάντης ενήργει εν Μολδοβλαχία, εν Πελοποννήσω, η ελληνική επανάστασις εκηρύσσετο. Την 23 Μαρτίου οι κάτοικοι των Πατρών προέβαινον εις το πρώτον αυτών επαναστατικόν κίνημα. Οι Τούρκοι θέντες πυρ εις την οικίαν ενός των αρχόντων της πόλεως του Παπαδιαμαντοπούλου εκλείσθησαν εν τω πύργω της πόλεως. Οι Έλληνες κατώρθωσαν να κατασβέσωσι το πυρ, ανύψωσαν την σημαίαν του Σταυρού εφ' όλων των τεμενών, επτακόσιοι δε χωρικοί υπό την οδηγίαν του μητροπολίτου Πατρών Γερμανού, ενέκλεισαν καταδιώξαντες τους Τούρκους εις το φρούριον. Τη αυτή ημέρα ο Πετρόβεης Μαυρομιχάλης κατελάμβανε τας Καλάμας. Ταυτοχρόνως οι Τούρκοι χωρικοί των πεδιάδων κατεδιώκοντο υπό των Χριστιανών, η Σπαρτιάτις Κωνσταντίνα Ζαχαριά ύψωσε λευκήν σημαίαν μετά κυανού σταυρού και προσεκάλει άνδρας και γυναίκας εις εκδίκησιν κατά των τυράννων, ηγουμένη δε πολλών κατέλαβε το παρά τον Ευρώταν Λεοντάριον και κατέστρεψε τα τεμένη· το Νησίον και τα πλησιόχωρα υψούσι την σημαίαν της επαναστάσεως· η άνω Αρκαδία συνταράσσεται υπό της γενναίας φωνής του φιλοπάτριδος Κανέλλου Δηλιγιάννη, ευπατρίδου της χώρας, όστις εκδιώκει τους Τούρκους εκ της κοιλάδος του Αλφειού καταλαβών την Καρύταιναν· οι Οθωμανοί των Καλαβρύτων εγκαταλείπουσι τας εστίας και αναχωρούσιν· ο Γερμανός ευλογεί την σημαίαν της επαναστάσεως τη 25 Μαρτίου 1821 ημέρα ορισθείση υπό της Φιλικής εταιρίας διά την έναρξιν του αγώνος, και τη επαύριον (26 Μαρτίου), ο αυτός μετά του Προκοπίου επισκόπου Καλαβρύτων και των αρχόντων Ανδρέου Ζαΐμη, Ανδρέου Λόντου, Παπαδιαμαντοπούλου και Σωτηράκη υπογράψαντες επιδίδουσι δήλωσιν προς τους εν Πάτραις προξένους των Δυνάμεων κηρύττουσαν ότι: «Οι Έλληνες μη δυνάμενοι πλέον να υποφέρωσι την αύξουσαν τυραννίαν των Τούρκων απεφάσισαν ν' αποθάνωσιν ή ν' αποτινάξωσι τον ζυγόν αυτών και λαμβάνουσι τα όπλα προς διεκδίκησιν των δικαίων αυτών, πεποιθότες ότι αι χριστιανικαί Δυνάμεις της Ευρώπης θ' αναγνωρίσωσι το δίκαιον του αγώνος των και θα παράσχωσιν αυτοίς πάσαν επικουρίαν, αναμιμνησκόμενοι τας υπό των προπατόρων των παρασχομένας τη ανθρωπότητι εκδουλεύσεις».

 

Εν τω μεταξύ όμως, οι Τούρκοι όπως καταβάλωσι την Ελληνικήν επανάστασιν απηγχόνιζον τον Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως Γρηγόριον τον Ε' και άλλους επισκόπους και προύχοντας, και άνευ διακρίσεως ηλικίας ή φύλου, ενόπλων ή αόπλων, αθώων ή πταιστών, κατέσφαζον αναριθμήτους Πελοποννησίους και άλλα πολλά φρικώδη διέπραττον. Ο Καποδίστριας αδυνατών πλέον να μένη απαθής θεατής τοσούτων και τοιούτων σκληροτήτων, εναντίον αδελφών Ελλήνων διαπραττομένων, κατώρθωσε να πείση τον Αλέξανδρον αν ουχί να ευνοήση την επανάστασιν μεταβάλλων γνώμην, τουλάχιστον να επιτρέψη αυτώ την συνταξιν Υπουργικής διακοινώσεως προς την Πύλην, διά της οποίας να διαταχθή αύτη, ίνα ποιήται διάκρισιν μεταξύ αθώων και υποκινητών της επαναστάσεως. Πράγματι δε επεδόθη τότε παρά του εν Κωνσταντινουπόλει Ρώσου Πρέσβεως Κόμητος Στρογανώφ προς το Διβάνιον, η από 8 Ιουλίου 1821 διακοίνωσις, ήτις διαλαμβάνουσα τα κατά της Τουρκίας παράπονα της Ρωσίας, ειδοποιεί συγχρόνως την άμεσον εκ Κωνσταντινουπόλεως του Ρώσου Πρέσβεως αναχώρησιν, εν ή περιπτώσει δεν εδίδετο παρά του Διβανίου εντός οκταημέρου προθεσμίας απάντησις· Επειδή όμως το Διβάνιον αφήκε να παρέλθη η ταχθείσα προθεσμία, ο Στρογανώφ αφείς το Βυζάντιον ανεχώρησεν εις Οδησσόν.

Μετ' ολίγον δ' ο πρίγκηψ Μέττερνιχ και ο Λόρδος Καστελρή, επιθυμούντες ίνα η Αυστρία και η Αγγλία εξασφαλίσωσι την επιρροήν αυτών εν τη Ανατολή και αφ' ετέρου δώσωσι καιρόν τη Τουρκία να εξοντώση τους αγωνιζομένους Έλληνας, ούς ο πρώτος των δύο διπλωματών ωνόμαζε «Ταραχοποιούς», προεσχεδίασαν νέον συνέδριον εν Βιέννη, μέλλον να ενασχοληθή περί των πραγμάτων της Ανατολής, και ιδίως των Ελληνικών. Βεβαιούται δε ότι, τότε, προς τον παραστήσαντα τω Μέττερνιχ τα εν Ελλάδι γινόμενα υπό φιλανθρωπικήν έποψιν και ειπόντ' αυτώ περί των εμποδίων, ά προέβαλλεν εις τα Ελληνικά πράγματα, ότι διηυκόλυνεν ούτω τους Τούρκους να εξαφανίσωσι το Ελληνικόν έθνος, ούτος απήντησεν αποτόμως, ότι: «ο θάνατος ενός ή δύο εκατομμυρίων ανθρώπων ολίγον ζημιόνει τον κόσμον», και «ότι η διατήρησις της ειρήνης είναι μάλλον αναγκαία».

Τοιαύτη ήτο η πολιτική του Αυστριακού Μέττερνιχ, συμπαρασύραντος και την Αγγλίαν. Ευτυχώς η Ελληνική επανάστασις ήρξατο εν χρόνοις ευνοϊκοίς· εις ταύτην δε προέβησαν θαρραλέως, άμα ως οι Έλληνες είδον ψευδομένας εν τω συνεδρίω της Βιέννης (1814 – 1815) τας παρά της Ευρώπης προσδοκίας αυτών. Ενθαρρυνόμενοι δε υπό των επαγγελιών του Αυτοκράτορος της Ρωσίας, παρεσκεύαζον κίνημα, στηριζόμενον επί των ιδίων αυτών δυνάμεων. Την έκρηξιν δ' αυτού επέσπευσεν επεισόδιον, στενώτατα συνδεόμενον προς την Ελληνικήν επανάστασιν, ήτοι η από του Σουλτάνου αποστασία του σατράπου των Ιωαννίνων Αλή πασά. Ο σατράπης ούτος, ού το αλλοπρόσαλλον και η θηριωδία εισίν εκ των σπανιωτάτων παραδειγμάτων της παγκοσμίου Ιστορίας, ενώ κατ' αρχάς αυστηρότατα κατέστειλεν εξέγερσίν τινα των εν Ηπείρω αρματωλών, ίνα ούτως αποκτήση την εύνοιαν του Διβανίου, αναθέσαντος εις αυτόν την διοίκησιν της επαρχίας Ιωαννίνων, περιεποιήθη κατόπιν το ελληνικόν στοιχείον, ένεκα των ιδίων ανταρτικών αυτού κατά της κυβερνήσεως σχεδίων, και ενεθάρρυνε τας ελπίδας των Ελλήνων. Ότε δε η Τουρκική κυβέρνησις, απολέσασα την απομονήν έπαυσε τον σατράπην, και προεκήρυξε την κεφαλήν αυτού, προσκαλέσασα τους Χριστιανούς ίνα εκδικηθώσιν αντί των τόσων βιαιοπραγιών, ας παρ' αυτού εδοκίμασαν, και συντελέσωσιν εις την τιμωρίαν αυτού, ο πονηρός Αλής κατά την τελευταίαν στιγμήν εκολάκευσεν αύθις τους Έλληνας, υποσχεθείς σύμπραξιν και συμμαχίαν. Και πράγματι αι επαγγελίαι αύται εδελέασαν τους Έλληνας, οίτινες λησμονήσαντες τας ανεκδιηγήτους βασάνους, ας υπέστησαν υπ' αυτού ηνώθησαν μετά του σατράπου και η επανάστασις ως ταχύ πυρ εξηπλώθη από της Πίνδου μέχρι του Ταϋγέτου. Ο Αλής όμως δεν εσώθη διά της συμμαχίας, καθότι οι Σουλιώται, και οι λοιποί Ηπειρώται εγκαταλειφθέντες υπ' αυτού, σωθέντος το πρώτον τη συνδρομή αυτών, εγκατέλιπον και ούτοι εκείνον εις την ιδίαν τύχην και οι απεσταλμένοι της Υψηλής Πύλης εκόμισαν επί τέλους την κεφαλήν του αποστάτου Αλή Πασά προς τον Σουλτάνον.

Συγχρόνως δε σχεδόν προς την Πελοπόννησον εξηγέρθησαν και η Ανατολική Ελλάς και αι νήσοι, μετ' ολίγον δε η Δυτική Ελλάς, ούτως ώστε, ότε εν αρχή του 1822 παρεδόθη το τελευταίον ο Αλή πασάς και έμεινε διαθέσιμος ο πολεμών αυτώ οθωμανικός στρατός, η Ελληνική επανάστασις ου μόνον είχεν οπωσούν ασφαλισθή διά των εν Βαλτετσίω και περί τας Θερμοπύλες μαχών και της πυρπολήσεως οθωμανικού δικρότου εν Ερισσώ της Μιτυλήνης και της αλώσεως της Μονεμβασίας, της Πύλου και της Τριπόλεως, αλλά και η προσωρινή Κυβέρνησις συγκροτήσασα την πρώτην Εθνικήν των Ελλήνων Συνέλευσιν εν Επιδαύρω, είχεν ανακηρύξει δι' αυτής (1 Ιανουαρίου 1822) «ενώπιον Θεού και ανθρώπων την πολιτικήν του Ελληνικού έθνους ύπαρξιν και ανεξαρτησίαν».

Οι Κλέφται κατήρχοντο εκ των βουνών της Θεσσαλίας και της Ηπείρου, οι δε ναυτικοί κάτοικοι των νήσων Σπετσών, Ύδρας και Ψαρρών μετέβαλλον τα σκάφη αυτών από εμπορικών εις πολεμικά. Οι Τούρκοι προσεπάθησαν παντί σθένει να καταστείλωσι την επανάστασιν· οι δε Έλληνες αισθανόμενοι το άνισον της πάλης είχον απευθυνθή προς τας χριστιανικάς αυλάς, επιζητούντες την προστασίαν αυτών, αλλ' οι βασιλείς, φοβούμενοι την επικράτησιν των ανατρεπτικών ιδεών, εκώφευον εις τας επικλήσεις ταύτας· και αυτός δ' ο Αλέξανδρος της Ρωσίας υπείκων εις τας συμβουλάς του Νέσσελροδ και του ανθελληνικωτάτου αντιπάλου του Καποδιστρίου Αυστριακού Μέττερνιχ, ηρνήθη πάσαν υποστήριξιν εκείνοις, ούς αυτός είχεν εξωθήσει εις την επανάστασιν. Αλλ' ο επιβλαβέστατος εχθρός των Ελλήνων και το κυριώτερον αίτιον των διαφόρων αυτών αποτυχιών ήν η διηνεκής διχόνοια, η μεταξύ των αρχηγών υφισταμένη, η διόλου του μακρού, αλλ' ηρωικού εκείνου αγώνος, ως μη ώφελε, παρατηρηθείσα.

Κατά την εποχήν ταύτην· άρχεται δυστυχώς σειρά όλη θλίψεων και δοκιμασιών διά τον Καποδίστριαν. Το επαναστατικόν κίνημα του Αλεξάνδρου Υψηλάντου εγένετο, ως είδομεν, από των ρωσικών μεθορίων, οι πάντες δε απέδωκαν αυτό εις την Ρωσίαν, και εθαύμαζον πώς ήτο δυνατόν Δύναμις συνδεθείσα, προ μικρού, διά της Ιεράς Συμμαχίας, να υποτρέφη και υποκινή επαναστάσεις. Η θέσις της τε Ρωσίας και ιδίως του Καποδιστρίου κατέστη τότε δυσχερεστάτη και μετά συντριβής καρδίας ηναγκάσθη ο φιλόπατρις Καποδίστριας να υπογράψη την επίσημον αποδοκιμασίαν του κινήματος του Υψηλάντου. Αλλ' ούτε τότε ούτε η μετ' ου πολύ εξέγερσις σύμπαντος του χριστιανικού στοιχείου κατά του τουρκικού επήρκεσαν το παράπαν να πείσωσι την Δύσιν ότι ο ελληνικός αγών και αν δεν προπαρεσκευάζετο διά της «Φιλικής Εταιρίας» ήτο αναπόφευκτος σύγκρουσις του καταδεδουλωμένου χριστιανικού προς το τουρκικόν στοιχείον, ή άλλαις λέξεσι διαμάχη, ήν και αν ήθελε, δεν ηδύνατο να καταπνίξη η Ρωσία, ήν δήθεν ενόμιζον ότι υπέθαλπε την Ελληνικήν επανάστασιν.

Τότε ο ευσυνείδητος Καποδίστριας, καίπερ ευνοούμενος αείποτε του Τσάρου, ίνα απαλλάξη την Ρωσίαν της μομφής, ότε δι' αυτού συνδαυλίζει την ελληνικήν επανάστασιν, έσπευσε να υποβάλη την παραίτησιν αυτού πάσης επισήμου υπηρεσίας εν τη Ρωσική αυτοκρατορία, εθυσίασε την δόξαν και το μέλλον αυτού χάριν της πατρίδος. Ο αυτοκράτωρ την μεν παραίτησιν του Καποδιστρίου δεν απεδέξατο, αλλ' έδωκεν αυτώ απεριόριστοι άδειαν απουσίας, ίνα απέλθη εις το εξωτερικόν προς ανάρρωσιν. Δύο μήνας προ της εις Βιέννην μεταβάσεως του Τσάρου, ότε τα μέγιστα ηυχαριστήθη ο Μέττερνιχ ιδών τον Αλέξανδρον μόνον άνευ του Έλληνος διπλωμάτου και εκείθεν εις το εν Βερώνη συνέδριον, ήτοι κατ' Αύγουστον του 1822, ο Καποδίστριας παρέστη, κατά το σύνηθες, εν τω υπουργικώ συμβουλίω, εν ώ ο Τσάρος εγνώρισε τοις περί αυτόν την πορείαν, ήν υπηγόρευσαν αυτώ αι περιστάσεις. Ο Τσάρος εν τω συμβουλίω τούτω στραφείς προς τον Καποδίστριαν ανέθετο αυτώ την σύνταξιν υπομνήματος περί της νέας πολιτικής της αυτοκρατορικής κυβερνήσεως. Την στιγμήν εκείνην ο Καποδίστριας ουδεμίαν έφερεν αντίρρησιν, αλλ' εξερχομένων των υπουργών εκ του συμβουλίου, απηυθύνθη προς ένα εξ αυτών, λέγων: «Η Υμετέρα εξοχότης θα ευαρεστηθή να με αναπληρώση εν τη εργασία, περί ής μοι εποιήσατο λόγον ο αυτοκράτωρ». Ο υπουργός ακούσας ταύτα εξεπλάγη, ο δε Καποδίστριας εξηκολούθησε λέγων: «Θέλω εξηγήσει προς την Αυτού Μεγαλειότητα τους λόγους τους υπαγορεύσαντάς μοι την αποποίησιν ταύτην»· και παραχρήμα εζήτησε παρά του αυτοκράτορος ακρόασιν ιδιαιτέραν. Ούτος ηκροάσατο αυτού επί μίαν ώραν λαλούντα, ουδαμώς διακόψας τον Καποδίστριαν. Ωμίλησε δε μετά τοσαύτης παρρησίας, ώστε ο αυτοκράτωρ έμεινεν έκθαμβος, και, εγερθείς, είπεν αυτώ: «Αν ήμην Καποδίστριας, ήθελον ίσως αποφασίσει, ως συ απεφάσισες περί σεαυτού, αλλ' ως αυτοκράτωρ, και συ θα απεφάσιζας να βαδίσης την οδόν, την οποίαν εγώ οφείλω να προτιμήσω. Εντοσούτω, μη παύσης να παρευρίσκησαι εν τοις υπουργικοίς συμβουλίοις, ενασχολήθητι δε περί των ήδη αρξαμένων υποθέσεων, και έσο βέβαιος ότι δεν θα ζητήσωσι παρά σου πράγματα απάδοντα εις τας πεποιθήσεις σου». Και πράγματι, εξηκολούθησεν επί δύο έτι μήνας, Αύγουστον και Σεπτέμβριον, παρευρισκόμενος εν τοις υπουργικοίς συμβουλίοις, μετά την περαίωσιν δε των ήδη αρξαμένων εργασιών, επανέλαβε την αίτησιν αυτού περί της από της ρωσικής υπηρεσίας οριστικής παραιτήσεως και τον σκοπόν αυτού περί της εις Γενεύην, ής ήτο επίτιμος πολίτης, μεταβάσεως. Ο Αλέξανδρος συνήνεσε, και εναγκαλιζόμενος αυτόν, είπεν: «Αγαπητέ μου κόμη, η υπόληψίς μου θα σε συνοδεύση και μακράν της ρωσικής υπηρεσίας, αλλά δεν δύναμαι να δεχθώ την παραίτησίν σου». Ένεκα της θελήσεως ταύτης του αυτοκράτορος, ο Καποδίστριας, κατά τα τέσσαρα έτη της εν Γενεύη διατριβής ετήρησεν, εν Πετρουπόλει, το μέγαρον εν ώ κατώκει, υπουργός ων. Ο Καποδίστριας ανεχώρησεν εκ Πετρουπόλεως, ίνα μη διαταράξη την εν έτει 1815 εν Παρισίοις υπογραφείσαν ειρήνην, μετέβη εις Εμς και απήλθεν εις Γενεύην της Ελβετίας. Καθ' όλον το τετραετές διάστημα της εν Γενεύη διαμονής, δεν ενησχολήθη περί άλλο τι ή περί παντός ό,τι συντελεστικόν εις την ελληνικήν ανεξαρτησίαν, εις την περίθαλψιν των εν Ευρώπη καταφυγουσών ελληνικών οικογενειών ό,τι εις την εκπαίδευσιν των τέκνων αυτών. Ποτέ δεν επειράθη, κατά το διάστημα τούτο, να προσεγγίση και πάλιν τον αυτοκράτορα, και, μεθ' όλην την προς αυτόν ειλικρινή αφοσίωσιν, δεν έγραψεν αυτώ ουδεμίαν άλλην επιστολήν, ή μόνον τας συνήθεις συγχαρητηρίους επί ταις εορταίς της αυτοκρατορικής οικογενείας. Ήτο δε αδύνατον ρώσος υπάλληλος να διαβή της Γενεύης, και να μη επισκεφθή αυτόν, ως αν ήτο εισέτι εν ενεργία υπουργός της Ρωσίας. «Εν Γενεύη, ως λέγει η συγγραφεύς Καρλότα Δε – Στώρ, κατώκει εις δύο μικρά δωμάτια ευτελούς τινος οικίας κατέναντι του μεγάρου Εϋνάρδου· έζη μετά της μεγαλειτέρας οικονομίας, εργαζόμενος από πρωίας μέχρι πέραν του μεσονυκτίου προς διέγερσιν της συμπαθείας της Δύσεως υπέρ των ηρωικώς μαχομένων τέκνων της Ελλάδος. Ημέραν τινά οικογενειακής συναναστροφής μοι είπε: «Σας φαίνεται ίσως παράδοξον, Κυρία, το να κατοικώ ούτως ενταύθα, αλλ' εικάζετε, ότι εφ' όσον κρούω τας θύρας των Δυνάμεων να ελεήσωσι τους πεινώντας και σφαζομένους αδελφούς μου, δεν μοι επιτρέπεται να δαπανώ, συν τω υπηρέτη μου, πλειότερα των πέντε φράγκων την ημέραν»· και τα δάκρυα αμέσως ύγραναν τους οφθαλμούς του»25.

23Ιδέ το ιταλιστί γεγραμμένον έργον: Carte Secrete atti ufficiali della Polizia Austriaca in Italia, Capolago, 1851, τόμ. Α', σελ. 186 και εφεξής.
24Ιδέ την εφημερίδα: Gazetta degli Stati Uniti delle Isole Ionie της)13 Μαρτίου 1819.
25Ιδέ La Νοuvelle Minerve, τόμ. XI σελ. 480.