Za darmo

Ιστορία του Ιωάννου Καποδιστρίου Κυβερνήτου της Ελλάδος

Tekst
0
Recenzje
iOSAndroidWindows Phone
Gdzie wysłać link do aplikacji?
Nie zamykaj tego okna, dopóki nie wprowadzisz kodu na urządzeniu mobilnym
Ponów próbęLink został wysłany

Na prośbę właściciela praw autorskich ta książka nie jest dostępna do pobrania jako plik.

Można ją jednak przeczytać w naszych aplikacjach mobilnych (nawet bez połączenia z internetem) oraz online w witrynie LitRes.

Oznacz jako przeczytane
Czcionka:Mniejsze АаWiększe Aa

Εντεύθεν η τύχη του Καποδιστρίου μεταβάλλεται επί τα κρείττω. Η διπλωματική ικανότης, ήν επεδείξατο πρότερόν τε διατηρών την πολιτικήν αλληλογραφίαν μεταξύ Βιέννης, Κωνσταντινουπόλεως, Σερβίας και των ανωτάτων συμβουλίων των Παραδουναβίων ηγεμονιών, και νυν εν τη μετά του Βαρκλαί Δετολλύ αποστολή, διήγειρε την προσοχήν του αυτοκράτορος Αλεξάνδρου, όστις αμείβων τας υπηρεσίας του Καποδιστρίου ωνόμασεν αυτόν πραγματικόν σύμβουλον της Επικρατείας και εξέφρασεν αυτώ την υψηλήν ευαρέσκειαν αυτού.

Νυν μάλιστα, ότε ο Δετολλύ μετέβη εις την επί του Μάιν Φραγκφούρτην, εδόθη ευκαιρία εις το κατόπιν ευρύ στάδιον του Έλληνος διπλωμάτου. Μετά την κατά του Ναπολέοντος, ούτινος τας στρατιάς διεσκόρπισαν οι ηνωμένοι στρατοί, πάλην, ο αυτοκράτωρ Αλέξανδρος αφικόμενος εις Φραγκφούρτην έπηξεν αυτόθι το στρατόπεδον. Εντεύθεν εξεδόθη τη 30η Νοεμβρίου 1813 η περιβόητος προκήρυξις προς το Γαλλικόν έθνος, δι' ής οι Γάλλοι προσεκαλούντο να χωρίσωσι τα εαυτών συμφέροντα των του Ναπολέοντος. Ο Βαρκλαί Δετολλύ αφίκετο ίνα συγχαρή τω κυρίω αυτού επί ταις νίκαις, ότε μεταξύ ομιλών ο αυτοκράτωρ εξέφρασε την επιθυμίαν να έχη διπλωμάτην τινά πεπειραμένον και ικανόν δυνάμενον να διαπραγματευθεί μετά των ελβετικών τοπαρχιών και να αποσπάση αυτάς της μετά του Ναπολέοντος συμπράξεως.

Ο στρατηγός αντί παντός άλλου συνέστησε τω αυτοκράτορι τον ημέτερον Καποδίστριαν, όστις, καθά αυτός τε έγνω και κατά τας συστάσεις του ναυάρχου Τσιτσακώφ, ήτο δραστηριώτατος και εν τη επιτελέσει των δυσχερεστάτων διπλωματικών αποστολών. Ο αυτοκράτωρ ακούσας ταύτα και εκ φήμης γινώσκων τον Έλληνα διπλωμάτην, εδέξατο την σύστασιν επειπών: «Καλώς, αποστείλατε αυτόν παρ' εμοί, διότι θέλω να γνωρίσω αυτόν και προσωπικώς»18.

Ο στρατηγός ανήγγειλε τω Καποδιστρία την επιθυμίαν του αυτοκράτορος, ο δε επί τη απροσδοκήτω ταύτη διαταγή σπεύσας παρουσιάσθη προς τον Αλέξανδρον ευσεβάστως. Ο Τσάρος εκπλαγείς επί ταις μεγίσταις αρεταίς του διευθυντού της πολιτικής αλληλογραφίας του κόμητος Δετολλύ, συνεπάθησε προς τον Καποδίστριαν, όν διέταξε να εξακολουθήση την υπηρεσίαν εν τω ιδίω γενικώ στρατοπέδω, παρά τω άρτι τον Ρωμαντσώφ διαδεξαμένω υπουργώ των Εξωτερικών κόμητι Νέσσελροδ. Ο Καποδίστριας και εν τη νέα ταύτη θέσει δεν εφάνη κατώτερος των του Αυτοκράτορος προσδοκιών· τουναντίον μάλιστα επεδείξατο ικανότητα διπλωματικήν τοιαύτην, ώστε πασών των εις αυτόν ανατεθεισών ακανθωδών υποθέσεων την λύσιν διεξήγεν υπέρ του υψηλού κυρίου αυτού. Ούτως, ότε βραδύτερον τω 1814 η ειρήνη αποκατέστη εν απάση σχεδόν τη Ευρώπη, ο Τσάρος ωνόμασε τον Καποδίστριαν έκτακτον απεσταλμένον και πληρεξούσιον υπουργόν παρά τη Ελβετική ομοσπονδία μετά της λεπτής αποστολής να συμφιλιώση προς άλληλα τα από του 1803 διεστώτα κόμματα εν Ελβετία, τη χώρα ταύτη της κατ' εξοχήν ελευθερίας. Ο Καποδίστριας διέγραψε το σχέδιον των μελλουσών ενεργειών και υποβαλών αυτό τω Τσάρω, έσχε το ευτύχημα να εγκρίνη αυτό ολοσχερώς ο υψηλός αυτού κύριος. Ο Έλλην διπλωμάτης ανεχώρησεν εις Ελβετίαν. Φθας εις Ζυρίχην επελήφθη της ακανθώθους αποστολής αυτού, έχων συνεργάτην τον ιππότην Λεβζέλτερν. Τοσούτον δε ευφυώς ενήργησεν, ώστε κατέστησε δυνατήν την ουδετερότητα της Ελβετίας, αλλ' αίφνης ο συνεργάτης αυτού λαμβάνει διαταγάς να ζητήσωσι παρά της ομοσπονδίας άδειαν ελευθέρας διαβάσεως των συμμαχικών στρατευμάτων. Η είδησις αύτη κατεθορύβησε τον Καποδίστριαν φωρώμενον ούτω ψευδόμενον, αλλ' εν τη πολιτική αυτού περινοία, παρά την διαταγήν του αυτοκράτορος, υπέγραψε την διακοίνωσιν του Λεβζέλτερν και ευθύς ανεχώρησε μεταβαίνων εις το στρατόπεδον του Τσάρου. Μετ' ου πολύ τα αυστριακά στρατεύματα διήλθον τον Ρήνον, ο δε Καποδίστριας παρέστη προς τον αυτοκράτορα ως ένοχος παραβάσεως μεν του γράμματος, ουχί όμως και του πνεύματος των οδηγιών αυτού. Ως εκ τούτου δε, εγκριθέντος του ευστόχου και αξιοπρεπούς της διαγωγής του Έλληνος διπλωμάτου, απεστάλη και αύθις εις Ελβετίαν, ένθα μετά τοσαύτης επιτυχίας διεξήγαγε τα της διπλωματικωτάτης αποστολής, ώστε εφείλκυσε την γενικήν των Ελβετών ευγνωμοσύνην, δύο δε ή κατ' άλλους τρεις εκ των ομοσπόνδων πόλεων η Γενεύη, η Βω και η Λωζάνη, ίνα την προς αυτόν ευγνωμοσύνην διατρανώσωσιν, έδωκαν αυτώ τω 1815 δικαίωμα πολίτου της Ελβετίας διά του εξής διπλώματος:

«Τω προσφιλεστάτω και τετιμημένω συμπολίτη, πιστώ συμβούλω του μεγάλου Αυτοκράτορος Αλεξάνδρου, τω τιμώντι την απελευθερωθείσαν Επτάνησον, τω ευγενεί απογόνω των Φαιάκων, τω υπό της Αθηνάς εμπνευσθέντι το ευ πράττειν και την σοφίαν, απονέμομεν το δίπλωμα τούτο, εις μνήμην της νέας αυτού πατρίδος»19.

Περαιώσας την εν Ελβετία αποστολήν αυτού ο Καποδίστριας ανεκλήθη υπό του Τσάρου, όπως λάβη μέρος εν ταις συνεδρίαις του εν Βιέννη συγκληθέντος συνεδρίου. Έκτοτε δε το όνομα του περιφανούς Έλληνος διπλωμάτου Καποδιστρίου πασίγνωστον καταστάν ανά τον ευρωπαϊκόν κόσμον συνδέεται μετά της ιστορίας των από της εποχής ταύτης μέχρι του θανάτου αυτού συνυπογραφεισών συμβάσεων και συνθηκών των διαφόρων κρατών της Αγίας Συμμαχίας των αφορωσών την ευρωπαϊκήν ισορροπίαν. Το εν Βιέννη Συνέδριον συνεκλήθη. Τα βλέμματα της Ευρώπης ήσαν προσηλωμένα εις την μεγαλοπρεπή ταύτην σύνοδον, ήτις ήρξατο των συνεδριών αυτής την 1 Νοεμβρίου 1814 και επελάβετο του δυσχερούς έργου της ρυθμίσεως των επί εικοσιπενταετίαν όλην διαταραχθέντων πραγμάτων της Ευρώπης. Η τύχη πολλών εκατομμυρίων ανθρώπων προύκειτο να ορισθή· αι αξιώσεις, ευχαί και ελπίδες των εθνών και ηγεμόνων, ιδίως των στερηθέντων της κυριαρχικής εξουσίας αυτών, οίτινες ουδεμίαν έλαβον αποζημίωσιν να πληρωθώσι, να διαταχθώσι τα προς θεραπείαν των ανεωγμένων πληγών· να τεθώσι βάσεις εις κρείττονα και μάλλον προς τον χρόνον ανάλογα πολιτεύματα και να συσφιγχθώσι στενώτερον και επωφελέστερον οι μεταξύ αρχόντων και αρχομένων και οι μεταξύ διαφόρων εθνών δεσμοί. Εις λύσιν λοιπόν τοιούτων δυσκόλων προβλημάτων συνήλθον εν Βιέννη οι αυτοκράτορες της Ρωσίας και Αυστρίας, οι βασιλείς της Πρωσσίας, Δανίας, Βαυαρίας και Βυρτεμβέργης και πλήθος υποδεεστέρων ηγεμόνων, πλείους των οποίων ουδέποτε άλλοτε είδον επί ταυτώ συνηγμένους· συν τούτοις δε και οι πρωτεύοντες πολιτικοί άνδρες της Ευρώπης, εν οίς διέπρεπον ο πρίγκηψ Μέττερνιχ, ο Γάλλος Ταλλεϋράνδ, ο Ρώσος Νέσσελροδ, ο πρίγκηψ Ραζουμόφσκη μετά των συμβοηθών αυτού κόμητος Ιωάννου Καποδιστρίου και του Άρδενμπεργ, ο Πρώσσος Αλέξανδρος Ούμβολδ, ο Άγγλος δουξ Ουέλλιγκτων, ο Δανός Βερνστόρφ, ο Βάγερν, ο Βαυαρός στρατηγός Βρεδ, ο κόμης Μύνστερ και άλλοι. Αι μυστικαί διαπραγματεύσεις περιεπλάκησαν τα μέγιστα και αι δυσκολίαι συνεσωρεύθησαν ότε, προκειμένου να συμφωνήσωσι περί των πρώτων βάσεων του νέου πολιτικού οικοδομήματος, ήρξαντο να επικρατώσιν εν τη συνόδω φιλαυτία, πλεονεξία και διαφωνία. Η επήρεια του Ταλλεϋράνδ εντός αυτής ην τα μάλιστα ολεθρία. Καθ' υπαγόρευσιν αυτού το κυριώτερον υποκείμενον των έργων και σκέψεων αυτής εγένετο ουχί η ελευθερία και η παραγωγή της ευδαιμονίας των εθνών, αλλ' η αποκατάστασις και το απεριόριστον των ηγεμονικών οίκων, κατά την υπ' αυτού επινοηθείσαν αρχήν της νομιμότητος. Αι διαπραγματεύσεις προέβαινον βραδέως και απεφασίσθη μόνον η αποζημίωσις της Αυστρίας, η αποκατάστασις του βασιλείου των Κάτω Χωρών, υπό την αραυσικήν δυναστείαν, η αύξησις της Σαρδηνίας διά της Γενούης, η προαγωγή του Αννοβέρου εις βασίλειον και η αναγνώρισις της Κρακοβίας ως ελευθέρας πόλεως. Τας μεγίστας δε δυσκολίας απετέλουν αι απαιτήσεις της Πρωσσίας και της Ρωσίας των κυριωτέρων προμάχων της ελευθερίας της Ευρώπης, εξ ών εκείνη μεν εζήτει την Σαξωνίαν, αύτη δε την Πολωνίαν.

Εν τω συνεδρίω τούτω κατεδείχθησαν όντως άπασαι αι διπλωματικαί αρεταί του ημετέρου Καποδιστρίου. Ούτος ζητών να φανή άξιος της εμπιστοσύνης του Τσάρου, ουδαμώς επαύσατο προσέχων τον νουν εις τα υπό της πολιτικής του Μέττερνιχ τεκταινόμενα, εναντίον των οποίων αντεπεξήρχετο επιτηδειότατα· ουδ' επί στιγμήν έλειψε να συνηγορή υπέρ των υποθέσεων της Ελβετίας μετά του ενδόξου βαρώνου Στάιν και των άλλων της Γερμανίας πρέσβεων. Τοσαύτην δ' επεδείξατο ευφυίαν εν τη περιστάσει ταύτη, ώστε υπέδειξε τω συνεδρίω την ανάγκην, όπως αι διάφοροι συνθήκαι επικυρώνται ευθύς αμέσως μετά την αποδοχήν των βάσεων των συμφωνιών και να μη μένωσιν ανεπικύρωτοι μέχρι της αποπερατώσεως του συνεδρίου, ότε έμελλον πάσαι αι πράξεις να επικυρώνται. Την πρότασιν ταύτην του Έλληνος διπλωμάτου τινές μεν αντέκρουσαν, αλλ' οι ηγεμόνες· απεδέξαντο αυτήν, χάρις δε τω Καποδιστρία, ότε ο Ναπολέων φυγών εκ της νήσου Έλβας απεβιβάζετο εις τον κόλπον Ζουάν παρά τας Κάννας (1η Μαρτίου 1815), αι κυριώτεραι συνθήκαι του συνεδρίου της Βιέννης ευρέθησαν επικεκυρωμέναι.

 

Μεταξύ των πολλών, ως είδομεν ανωτέρω, ζητημάτων, άτινα απησχόλησαν την προσοχήν του Βιενναίου συνεδρίου, ήν και το Επτανησιακόν Ζήτημα, όπερ κατ' εξοχήν ενδιέφερε και τον Έλληνα, Κερκυραίον διπλωμάτην Καποδίστριαν.

Η Ιόνιος Γερουσία εν εγγράφω αυτής προς αυτόν αποσταλέντι τη 9)21 Μαΐου 1814 έλεγε τάδε:

«Η Αγγλία επιτεθείσα κατέλαβέ τινας των νήσων· αλλ' οιαδήποτε υπήρξεν η τυχαία των συμβάντων επήρεια, η Γερουσία δεν έπαυσε θεωρούσα τας διαφόρους ταύτας της χώρας κατοχάς ως απλώς στρατιωτικάς, επιβληθείσας υπό των περιστάσεων και υπ' ουδεμίαν έποψιν διαφερούσας των ταυτοχρόνως εις τα άλλα της Ευρώπης μέρη ληφθέντων προσωρινών μέτρων. Η Γερουσία έσχε πάντοτε την πεποίθησιν, ότι μετά το τέλος του πολέμου, η χώρα αυτής ήθελε κενωθή και αποδοθή, ως αι των άλλων εθνών.«Μετά τα εν Γαλλία συμβάντα, καθ' ήν στιγμήν πρόκειται να συγκροτηθή γενική σύνοδος, ίνα συζητήση και διαρρυθμίση τα συμφέροντα της Ευρώπης απάσης, και ίνα προσδιορίση τας βάσεις μονίμου ειρήνης, η Γερουσία, εν ονόματι του επτανησιακού έθνους, διακηρύττει ενώπιον των συμμάχων δυνάμεων, ότι ο μόνος σκοπός αυτού είναι:«α' Να αναγνωρισθή επισήμως η Δημοκρατία της Επτανήσου ανεξάρτητος και ελευθέρα πάσης οιασδήποτε υποτελείας.«β' Να ενωθώσι και συσσωματωθώσι μετά της Δημοκρατίας αι άλλοτε Ενετικαί πόλεις Πρέβεζα, Πάργα και Βόνιτσα, προς δε η περιφέρεια Βουθρωτού, συν τοις επί της τουρκικής ηπείρου εξαρτήμασιν αυτών.«Είναι αντάξιον της δικαιοσύνης και της γενναιότητος των Ευρωπαϊκών δυνάμεων να διατηρήσωσι την πολιτικήν ύπαρξιν λαού εξησθενημένου μεν εκ των περιπετειών, ών εγένετο έρμαιον, αλλ' ουδόλως την καταγωγήν αυτού διαψεύδοντος».

Ο Καποδίστριας παρουσίασε το υπόμνημα τούτο προς τον αυτοκράτορα Αλέξανδρον, ικετευόμενον υπό των Ιονίων να υποστηρίξη την υπόθεσιν αυτών παρά τοις άλλοις μονάρχαις.

Η θέσις όμως και τα σχέδια του ηγεμόνος τούτου δεν ήσαν πλέον, τω 1814, οποία κατά το 1805 και 1806. Ο πόλεμος του 1812, η φοβερά πάλη εν ή τέλος κατέβαλε την ισχύν του Ναπολέοντος, είχεν εξαντλήσει τας δυνάμεις της Ρωσικής αυτοκρατορίας. Δεν διελογίζετο πλέον να εξεγείρη τους Έλληνας και να εφορμήση κατά της Τουρκίας· όθεν η προστασία των Ιονίων νήσων ήτο του λοιπού αδιάφορος διά την πολιτικήν αυτού. Αφ' ετέρου δε οι πόθοι αυτού διηυθύνοντο αλλαχού. Εγλίχετο της Πολωνίας, και ίνα απολαύση αυτής, ήτο έτοιμος να ποιήση απείρους παραχωρήσεις προς την Αυστρίαν και την Αγγλίαν.

Η απαίτησις των Ιονίων λοιπόν έφθανεν εν στιγμαίς αντιξόοις, η δε παρ' αυτών ζητουμένη υποστήριξις δεν έμελλε να δοθή κατεσπευσμένως. Ο Καποδίστριας προσεπάθησε, διά της παρ' αυτού προς την Γερουσίαν Κερκύρας δοθείσης απαντήσεως, να υποκρύψη όσον οίον τε την ψυχρότητα του κυρίου αυτού γράψας αυτή: «Εάν υπάρχη τι δυνάμενον να γλυκάνη την τύχην του μακράν της πατρίδος του ζώντος, είναι βεβαίως η ευτυχία του εργάζεσθαι δι' αυτήν, και η ελπίς του ν' αξιωθή της επιδοκιμασίας αυτής· τα αισθήματα ταύτα, κύριοι, μετά της υπάρξεώς μου συνταυτιζόμενα, με συνετήρησαν και με συντηρούσιν αφ' ής ημέρας διάγω μακράν υμών. Εκρίνατε πρέπον να τιμήσητε αυτά, αναθέντες μοι διά των γραμμάτων υμών τα συμφέροντα της πατρίδος. Η προς υμάς ευγνωμοσύνη μου εξισούται προς τον ζήλον και την αφοσίωσίν μου υπέρ της τιμής της γενετείρας ημών γης, μεθ' ής συνδέονται αι προσφιλέστεραι αναμνήσεις μου, αι γλυκύτεραι των ελπίδων μου και τα ιερώτερα καθήκοντά μου. Ο μεγάθυμος Ηγεμών, όστις ηυδόκησε να με έχη υπό την εύνοιαν αυτού, εκορύφωσε τας ευεργεσίας, επιτρέψας μοι να εκπληρώσω τας διαταγάς υμών και να γίνω συγχρόνως παρά τοις συμμάχοις Αυτού το όργανον της ευμενείας, εν η Αυτοκρατορική Αυτού Μεγαλειότης εις την ημετέραν πατρίδα επεδαψίλευσεν».

Αλλ' η Αγγλία είχεν εξ ολοκλήρου ρίψει το προσωπείον· δεν ωμίλει πλέον περί της ανεξαρτησίας και της ελευθερίας των Ιονίων νήσων. Ως επιχείρημα δε έχουσα την εν Τίλσιτ συνθήκην, ήτις κατήργησε την Δημοκρατίαν, ηξίου την άνευ όρων κατοχήν της χώρας αυτής, τίτλω κατακτήσεως20. Ήρξαντο διαπραγματεύσεις· διακοινώσεις, πρωτόκολλα και σχέδια συνθηκών αντηλλάγησαν. Αλλ' η εν Βιέννη συνθήκη αφήκεν άλυτον το ζήτημα των Ιονίων νήσων· πριν ή όμως η σύνοδος διαλυθή, τη 30 Μαΐου 1815, οι πληρεξούσιοι της Ρωσίας προύτειναν:

«Αι Ιόνιοι νήσοι και τα εν τω θαλάσση και επί της αντικρύ ηπείρου εξαρτήματα αυτών, οία η Πάργα και αι λοιπαί περιφέρειαι, να εγκατασταθώσιν εκ νέου κράτος ελεύθερον υπό την επωνυμίαν Δημοκρατία της Επτανήσου· επειδή δε, αφ' ενός μεν τα όπλα της Αυτού Μεγαλ. ηλευθέρωσαν έξ των νήσων, αφ' ετέρου δε συνεπεία της εν Παρισίοις συνθήκης η Κέρκυρα (η πρωτίστη νήσος) απεσπάσθη ωσαύτως της γαλλικής δεσποτείας, αι συνυπογράψασαι την εν Σιωμόν συνθήκην δυνάμεις, τουτέστιν η Μεγάλη Βρεττανία, η Αυστρία, η Ρωσία και η Πρωσσία, να επιφυλάξωσιν εαυταίς το δικαίωμα του να αποδεχθώσιν εκ συμφώνου, μετά τον παρόντα πόλεμον, τα καταλληλότερα μέτρα όπως εξασφαλισθή η εσωτερική ησυχία της ειρημένης δημοκρατίας, προστατευθή δε και εγγυηθή η ελευθερία και η ανεξαρτησία αυτής».

Αλλ' εις το σχέδιον τούτο των Ρώσων πληρεξουσίων η Αυστρία αντέταξε νέαν αξίωσιν, υποστηριζομένην και υπό της Αγγλίας. Κατ' αυτήν, αι Ιόνιοι Νήσοι μετά των εξαρτημάτων αυτών, Βουθρωτού, Πάργας, Πρεβέζης και Βονίτσης, αποτελέσασαι μέρος της Ενετικής Επικρατείας, δεν ηδύναντο ν' ανήκωσιν άλλω τινί ειμή τω διαδεξαμένω τα της Ενετικής Δημοκρατίας δικαιώματα, ήγουν τω Αυτοκράτορι της Αυστρίας Φραγκίσκω. Ώφειλον επομένως να τεθώσιν υπό την προστασίαν αυτού. Ο Αυτοκράτωρ, άλλως τε, υπεχρεούτο να διατηρήση τας ελευθερίας και τους νόμους του τόπου, ονομαστί δε την ελευθερίαν της θρησκευτικής λατρείας και του εμπορίου, εις ήν υπήρχον κατάστασιν κατά τας εν Επτανήσω ισχυούσας θεσμοθεσίας. Τέλος, προσέθετον οι Αυστριακοί πληρεξούσιοι, ότι ως προς τα ληφθησόμενα μέτρα διά την εκπλήρωσιν των υπό της αγγλικής κυβερνήσεως δοθεισών υποσχέσεων, ο Αυτοκράτωρ ήθελε σπεύσει να συνεννοηθή εν προκειμένω μετά του Βασιλέως της Μεγάλης Βρεττανίας. Αλλ' η αξίωσις αύτη της Αυστρίας ήτο πάντη ανυπόστατος· διότι η τε σύμβασις της Κωνσταντινουπόλεως (21 Μαρτίου 1800) και αι εν Αμβιανώ και Τίλσιτ συνθήκαι είχον προ πολλού αποχωρίσει τας Ιονίους νήσους των άλλων Ενετικών κτήσεων. Η Αυστρία όμως έχουσα το πλεονέκτημα να επιφέρη την περί απαραδέκτου ένστασιν κατά των προτάσεων της Ρωσίας, υπεστηρίχθη προθύμως υπό της Αγγλίας. Πλην, μετά μικρόν, η αυστριακή πρότασις ετέθη εκτός συζητήσεως, η δε Αγγλία υποστηριζομένη υπό της Αυστρίας ήγειρε τας αληθείς αυτής αξιώσεις.

Εν τούτοις, έφθασεν εις Βιέννην υπόμνημα, αγνώστου εισέτι πηγής, απόρροια πιθανώς των εν ταις νήσοις ευαρίθμων φίλων της αγγλικής δεσποτείας, διά του οποίου εξεφράζετο: «εν ονόματι του όλου Ιονίου λαού», ο πόθος του διαμείναι υπό την προστασίαν της Αγγλίας. Τοσαύτην δε πίστιν έδωκεν εις αυτό η Σύνοδος, ώστε οι Ρώσοι πληρεξούσιοι επί τέλους εδήλωσαν «ό,τι ο Αυτοκράτωρ Αλέξανδρος, κύριον σκοπόν προθέμενος να πράξη υπέρ των Ιονίων ό,τι εις την νησιωτικήν αυτών θέσιν ήτο μάλλον ωφέλιμον και αρμόδιον, ενόμιζεν ότι ώφειλε να υποστηρίξη την παρ' αυτών εκδηλωθείσαν ευχήν του διαμείναι υπό την αγγλικήν προστασίαν».

Της δηλώσεως ταύτης γενομένης τη εσπέρα της 4 Ιουνίου 1815, εν τη τελευταία της Συνόδου συνεδριάσει, συνεφωνήθη να αναβληθή πάσα οριστική απόφασις μέχρι της προσεχούς συνελεύσεως των πληρεξουσίων εν Παρισίοις.

Επαναληφθεισών τέλος των διαπραγματεύσεων κατ' Αύγουστον 1815, μετά την μάχην του Βαρτελώ και την δευτέραν εις Γαλλίαν είσοδον των συμμάχων, η αμοιβαία θέσις των διαφόρων δυνάμεων δεν ήτο πλέον η αυτή. Ένεκα της επιτυχίας των αγγλικών όπλων οι αντιπρόσωποι της βρεταννικής κυβερνήσεως υπερίσχυον εν ταις συζητήσεσιν. Ήλλαξαν τόνον, και ηύξησαν απαιτήσεις αυτών. Τη δε 4 Αυγούστου, οι Άγγλοι προύτειναν τοις πληρεξουσίοις των άλλων δυνάμεων το εξής σχέδιον συνθήκης:

«Αι νήσοι της Κερκύρας, Ζακύνθου, Κεφαλληνίας, Παξών, Λευκάδος, Ιθάκης και Κυθήρων, μετά των εξαρτημάτων αυτών, συμπεριλαμβανομένων όλων των, είτε επί της ηπείρου, είτε αλλαχού, όπως δήποτε εις τας νήσους ταύτας ανηκόντων τόπων, θέλουσι κατέχεσθαι και κρατείσθαι διά παντός υπό της Αυτού Βρεττανικής Μεγαλειότητος και υπό των κληρονόμων και διαδόχων αυτής, οίτινες θέλουσιν εκ αυτών εξασκεί πλήρη και απεριόριστον κυριαρχίαν. Η Αυτού Βρεττανική Μεγαλειότης, εκ συμφώνου μετά των προκρίτων των νήσων τούτων και των άνω μνησθέντων εξαρτημάτων αυτών, υπόσχεται να εγκαθιδρύση πολίτευμα εγγυώμενον τοις λαοίς τούτοις την ελευθέραν εξάσκησιν της θρησκείας αυτών, την προσήκουσαν αστικήν ελευθερίαν και το ακώλυτον του εμπορίου. Επειδή δε όλα τα προς κυβέρνησιν των ειρημένων νήσων και των εξαρτημάτων αυτών έξοδα και τα προς συντήρησιν της προσδιορισθησομένης να προστατεύη αυτάς φρουράς θέλουν είσθαι εις βάρος των κατοίκων, η Αυτού Μεγαλειότης ο Βασιλεύς του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρεττανίας και της Ιρλανδίας υπόσχεται να παραχωρήση τοις μνησθείσι κατοίκοις τα αυτά εμπορικά προνόμια, άτινα απολαύουσι και οι λοιποί της Αυτού Μεγαλειότητος υπήκοοι, επιφυλαττόμενος να εκδώση προς το τέλος τούτο, και εφ' όσον η ανάγκη το απαιτήση, κανονισμούς ικανούς να συναρμολογήσωσι την θέσιν και τα προνόμια αυτών προς τους νόμους της βρεττανικής Αυτοκρατορίας.»

Η αξίωσις αύτη ήτο υπέρογκος, οι δε πληρεξούσιοι της Ρωσίας, εν οίς και ο ημέτερος Καποδίστριας, ηρνήθησαν να αποδεχθώσιν αυτήν. Η αποποίησις αυτών, άλλως τε, δεν ηρείδετο επί των δικαίων και των ευχών του Ιονίου λαού, αλλά μόνον επί πολιτικών λόγων της ευρωπαϊκής ισορροπίας, επί του φόβου του να παραδώσωσι την Κέρκυραν αποκλειστικώς εις τας χείρας των Άγγλων. Αντέταξαν δε τάδε: «Αν ήναι αδιαφιλονείκητον, έλεγον, ότι έξ των Ιονίων νήσων κατελήφθησαν υπό μόνων των αγγλικών όπλων, τουλάχιστον καθ' όσον αφορά την νήσον Κέρκυραν, είναι βέβαιον ότι, κατά τους όρους των εν Παρισίοις και εν Σιωμόν συνομολογηθεισών συνθηκών του 1814, αύτη ώφειλε να παραδοθή εις τας συμμάχους δυνάμεις συλλήβδην. Άρα, η Κέρκυρα, υπό την στρατιωτικήν και πολιτικήν έποψιν είναι μία των φοβερωτέρων θέσεων της Ευρώπης· εθεωρήθη δε πάντοτε ως το προπύργιον τον Αδριατικού πελάγους, και η πρωτεύουσα των Ιονίων νήσων».

Συνεπεία της διακοινώσεως ταύτης, οι Ρώσοι πληρεξούσιοι συντάξαντες σχέδιον συνθήκης, επέδοσαν αυτό τοις πράκτορσι των άλλων κυβερνήσεων (8 Σεπτεμβρίου) Δι' αυτού αι Ιόνιοι νήσοι εκηρύττοντο «ελεύθεραι και ανεξάρτητοι» υπό την προστασίαν της Αγγλίας. Η εσωτερική κυβέρνησις και διαχείρισις των νήσων απεδίδετο εις το Ιόνιον έθνος· η δε προστάτις δύναμις, αντιπροσωπευομένη υπό πληρεξουσίου υπουργού, ώφειλε μόνον, επί τα πρώτα δέκα έτη, να επαγρυπνή εκ του πλησίον επί των εσωτερικών της Επτανήσου υποθέσεων, να φροντίση δε όπως διά της αμέσου αυτού επιρροής διοργανωθεί η μηχανή της νέας κυβερνήσεως. Επί τέλους το υπό της Ρωσίας προταθέν σχέδιον υπερίσχυσεν. Εχρησίμευσε δε ως βάσις της από 9 Νοεμβρίου 1815 εν Παρισίοις υπογραφείσης συνθήκης, δι' ής ερρυθμίσθη οριστικώς η τύχη των Ιονίων.

Εν τη Συνθήκη ταύτη εκηρύττετο μεν η Επτάνησος «Κράτος ελεύθερον και ανεξάρτητον», αλλά την ανεξαρτησίαν αυτής εκόλαζον άρθρα τινά καθιερώσαντα τον θεσμόν εκείνον τον και εν τω Συντάγματι του έτους 1806 εισαχθέντα, τουτέστι την επέμβασιν της προστάτιδος Δυνάμεως εν τω σχηματισμώ του Συντάγματος και της Νομοθεσίας, δικαιουμένης επίσης να επαγρυπνή επί της γενικής εσωτερικής διοικήσεως του Κράτους και να διορίζη τον Πρόεδρον. Ωσαύτως δε η Συνθήκη εκείνη διελάμβανεν ότι «η στρατιωτική δύναμις του Ηνωμένου Κράτους έσται και αύτη υπό τας διαταγάς του αρχηγού του αγγλικού στρατού». Οι τοιούτοι θεσμοί, εννοείται ότι απήρεσκον τοις πλείστοις των Επτανησίων και την γνώμην ταύτην της πλειονότητας συνεμερίζετο και ο υπογράψας την συνθήκην Καποδίστριας, όστις μετά ενδεκαετή εκ της πατρίδος αυτού απουσίαν επανελθών εις Κέρκυραν τη 10 Ιουνίου 1819 προς επίσκεψιν του γέροντος πατρός και των συγγενών, παρετήρησεν εκ του πλησίον ότι το δοθέν παρά της Αγγλίας Σύνταγμα εβασίζετο επί εσφαλμένης ερμηνείας της Συνθήκης, δι' ό απέστειλε προς το αγγλικόν υπουργείον υπόμνημα υποστηριχθέν και παρά του ρωσικού υπουργείου περί της ορθής ερμηνείας της Συνθήκης· αλλ' ο Άγγλος αρμοστής Μαίτλανδ, υπερήσπισεν εαυτόν και τα της συνθήκης ενώπιον υπουργού, διά του εις Λονδίνον σταλέντος επιτρόπου αυτού Ιωάννου Καπάδοκα. Του αρμοστού Μαίτλανδ δικαιωθέντος, το τερατώδες εκείνο Σύνταγμα ίσχυσεν εν Επτανήσω, ως είχε, μέχρι του 1849.

 

Η εν Παρισίοις υπογραφείσα τω 20 Νοεμβρίου 1815 Συνθήκη, εν ή περιελαμβάνοντο πάσαι αι επανορθωτικαί συνομολογήσεις, είναι κατ' εξοχήν έργον του ημετέρου διπλωμάτου Καποδιστρίου, επιδείξαντος εν τη περιστάσει ταύτη ακάματον όντως καρτερίαν και σπανίαν περίνοιαν, δι' άς ο Τσάρος διώρισεν αυτόν γραμματέα της Επικρατείας. Επειδή δε ο αυτοκράτωρ Αλέξανδρος είχε πλέον πίστιν εις τας πολιτικάς συνθήκας και αυτάς τας διπλωματικώτατα συνωμολογημένας, απεφάσισε να ιδρύση την επικληθείσαν ιεράν συμμαχίαν. Και όντως οι της Ευρώπης βασιλείς, οίτινες κατά τον κατά του Ναπολέοντος πόλεμον εξείχον των άλλων, ως ο Αλέξανδρος της Ρωσίας, ο Φραγκίσκος της Αυστρίας και ο Γουλιέλμος της Πρωσσίας, εννοήσαντες, μετά την καταπολέμησιν της πολλών κακών αιτίας επαναστάσεως, ότι υψηλοτέρα τις δύναμις προΐστατο αυτών παρήγορος και αρωγός, και εκ της επιγνώσεως ταύτης εμπνεόμενοι και συγχρόνως χάριτας προς τον Ύψιστον οφείλοντες, διενοήθησαν, κατ' εισήγησιν ιδίως του υπό την οδηγίαν της θρησκομανούς κυρίας Κρύδενερ21 διατελούντος Αλεξάνδρου, την μεγαλουργόν γνώμην της συστάσεως ευρωπαϊκού δεσμού, έχοντος ως βάσιν ουχί την άστατον ανθρωπίνην πολιτικήν, αλλά την εξ ουρανού, την στηριζομένην επί της χριστιανικής θρησκείας. Της συμμαχίας ταύτης τους όρους εσχεδίασεν, ως λέγεται, ο αυτοκράτωρ Αλέξανδρος διά μολυβδίδος ιδία χειρί, βραδύτερον δε ο Καποδίστριας κατέστρωσεν αυτήν πανομοιοτύπως, εξέφρασεν όμως απαισιοδοξίαν τινά περί της επιτυχίας αυτής. Εντεύθεν η συμμαχία αύτη κλεισθείσα τη 26 Σεπτεμβρίου του 1815 ωνομάσθη ιερά συμμαχία. Μετέσχον δε ταύτης Ρωσία, Αυστρία και Πρωσσία, απέσχον δε Αγγλία, Βόρειος Αμερική, Γαλλία και Παπικόν Κράτος. Και η μεν Αγγλία και Αμερική απέσχον, διότι εν αύτη διέβλεπον την αυταρχίαν, ξένην ούσαν του πολιτεύματος αυτών· η δε Γαλλία, διότι εκεί η βουλή ήν η πολιτεία και ουχί έν πρόσωπον· ο δε πάπας, διότι πλην εαυτού ουδείς άλλος ηδύνατο να η ο φύλαξ της θείας αληθείας· ουδείς άρα άλλος κατά τον πάπαν ηδύνατο να η αρχηγός επί της γης συμμαχίας ιεράς. Αλλ' η Γαλλία επί τέλους τω 1818 επί τη αποχωρήσει του συμμαχικού στρατού εκ Παρισίων μετέσχε της ιεράς συμμαχίας βουλήσει και ενεργεία του Λουδοβίκου του ΙΗ'. Ούτω δε απέσχον της ιεράς συμμαχίας μέχρι τέλους ο πάπας και η Αγγλία. Και οι μεν ηγεμόνες της συμμαχίας ταύτης εζήτουν υπό το πρόσχημα της ιερότητος την αμοιβαίαν κραταίωσιν των θρόνων αυτών τουναντίον δε οι λαοί ηβούλοντο ν' απολαύσωσιν ελευθεριών μειζόνων κατά της αυταρχίας των ηγεμόνων. Εντεύθεν κατά τους χρόνους τούτους προέκυψαν κατά το παράδειγμα του συνταγματικού της Αγγλίας πολιτεύματος διάφοροι φατρίαι ή τα κοινώς λεγόμενα κόμματα, τα μεν μάλλον αριστοκρατικά υπέρ εαυτών και των αρχόντων, τα δε δημοκρατικά υπέρ του λαού. Ανθρακείς δε (καρβονάροι), ριζοσπάσται, φιλελεύθεροι και οι τούτων αντίδοξοι συντηρητικοί, δουλόφρονες και ει τις τούτοις όμοιος, είναι διάφοροι φατρίαι προσκείμεναι αι μεν τοις αριστοκρατικοίς, αι δε τοις δημοκρατικοίς. Εκ των αγώνων δε των φατριών τούτων προς αλλήλας και ιδία των δημοκρατικών προς τους άρχοντας προήλθον αι πολιτικαί μεταβολαί αρξάμεναι αμέσως από της ιδρύσεως της ιεράς συμμαχίας· διότι οι λαοί εν τη συμμαχία ταύτη, ως είρηται, διέβλεπον την ροπήν των αρχόντων εις κραταίωσιν της εξουσίας αυτών επί βλάβη της ελευθερίας των αρχομένων. Συμπολίτευσις άρα υπέρ των αρχόντων και του καθεστώτος εν γένει και αντιπολίτευσις υπέρ του λαού και πάσης πολιτικής κινήσεως είναι η στρόφιγξ, περί ήν γοργότερον στρέφονται πάντες οι πολιτικοί αγώνες από της ιδρύσεως της ιεράς συμμαχίας. Ο σκοπός λοιπόν αυτής περί κοινής δήθεν συμπράξεως οικτρώς απέτυχεν, οι δε λαοί, έκαστος το επ' αυτόν, ανεπτύχθησαν πολιτικώς ως ηδύνατο έκαστος, ως η πατρίς ημών, η Ελλάς.

Αλλά μεθ' όλον τον θρίαμβον, όν ήρατο ο Καποδίστριας εν τε τω συνεδρίω της Βιέννης και τω δευτέρω συνεδρίω των Παρισίων, όστις δύναται να θεωρηθεί ο πρώτος πολιτικός θρίαμβος του ανδρός, δεν ηδύνατο να ησυχάση, αν δεν συνετέλει και υπέρ της ελληνικής της τε πνευματικής και πολιτικής παλιγγενεσίας, εφ' ώ και ενήργησε μεγάλως, ως λέγει ο Α. Σούτσος εν τη Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως (σελ. 12) παρά τη αγία Συμμαχία, όπως επέλθη αρωγός τη εν Αθήναις τω 1814 ιδρυθείση «Εταιρία των Φιλομούσων», ής σκοπός ην η ανά το ελληνικόν διάδοσις της παιδείας. Της εταιρίας ταύτης εγένετο και αυτός μέλος ένθερμον. Δεν είναι όμως ωρισμένως βέβαιον, αν εμυήθη και εις τα της εν έτει 1814 εν Οδησσώ ιδρυθείσης Φιλικής Εταιρίας· εάν όμως κρίνωμεν εκ του αδελφού αυτού Βιάρου, όστις κατά Φιλήμονα22 ήτο μεμυημένος, εκ του ότι έδρα της εταιρίας ην η Ρωσία και ότι ο Καποδίστριας κατήλθεν εις Κέρκυραν κατά τας αρχάς του 1819 ουχί μόνον χάριν της υγείας, δυνάμεθα να εικάσωμεν ότι και ο Ιωάννης Καποδίστριας ην μεμυημένος εις τα των Φιλικών.

Όπως ποτ' αν η, ο Καποδίστριας μεγάλως συνετέλεσε, διά θέσεως ήν κατείχεν, εις την Ελληνικήν επανάστασιν, χάριν της οποίας, ως θέλομεν ιδεί, κατέλιπε και την εν Ρωσία υψίστην θέσιν αυτού.

Ο Έλλην διπλωμάτης μετά την εν Παρισίοις συνθήκην, των βασιλέων και των άλλων διπλωματών απελθόντων εις τα ίδια, διετάχθη υπό του Τσάρου να απέλθη εις Πετρούπολιν. Εις μάτην ηγωνίσθη να μεταπείση τον αυτοκράτορα, ότι ωφελιμώτερον ήθελεν υπηρετήσει την Ρωσίαν εν τω εξωτερικώ ή εν τω εσωτερικώ. Ο Αλέξανδρος επέμενε και ο Καποδίστριας ανεχώρησεν εις Πετρούπολιν. Μετά την των Παρισίων ειρήνην η Ρωσία είχε φθάσει εις το άκρον άωτον της ισχύος και της πολιτικής και διπλωματικής αυτής επί της Ευρώπης επιρροής, ο δε Καποδίστριας του πανισχύρου Τσάρου έχων την υψηλήν εύνοιαν διέτριβεν εν τη πρωτευούση της Ρωσίας ασχολούμενος εν τοις περί της ευρωπαϊκής ειρήνης σχεδίοις από κοινού μετά του υπουργού των Εξωτερικών κόμητος Νέσελροδ, ανδρός χρηστού και αβρόφρονος, μεγάλην ενδείξαντος εκτίμησιν των έργων του συνεργάτου αυτού Καποδιστρίου. Ο Έλλην διπλωμάτης εν τη μετριοφροσύνη αυτού έφερε τον τίτλον βοηθού ή υφυπουργού των Εξωτερικών. Αυτός μετά του Νέσελροδ είχον την πολιτικήν αλληλογραφίαν μεθ' όλων των ανακτοβουλίων του κόσμου· δις δε της εβδομάδος συνειργάζοντο μετά του Τσάρου, όστις ιδιαιτέραν τρέφων στοργήν προς τον Καποδίστριαν ενεπιστεύθη αυτώ και τας υποθέσεις της νέας κτήσεως της Ρωσίας, της Βεσσαραβίας, ήν κατέστησε χώραν ευνομουμένην, και της Πολωνίας. Ιδιαιτέρας δε μνείας αξία του Καποδιστρίου είναι η προς την Γαλλίαν ενδειχθείσα συμπάθεια, ενεργήσαντος όπως ελαττωθή ο εξ 150,000 ανδρών συμμαχικός στρατός της κατοχής της Γαλλίας, ήτις επεβαρύνετο ως εκ τούτου μεγάλως, σύναμα δε όπως μειωθώσιν αι υπό της Γαλλίας οφειλόμεναι αποζημιώσεις τη μικτή των συμμάχων δυνάμεων επιτροπή κατά 600,000,000 και πλέον. Βραδύτερον δε, ότε συνεκλήθη το εν Ακυϊσγράνω συνέδριον κατ' Οκτώβριον του 1818, θέλομεν ίδει ότι αυτός είπερ τις και άλλος ειργάσθη υπέρ της γνώμης, όπως τα συμμαχικά της κατοχής της Γαλλίας στρατεύματα αναχωρήσωσιν εκ του Γαλλικού εδάφους.

Τοιαύτη ήτο η ισχύς του Έλληνος διπλωμάτου και τοιαύτη η υψηλή θέσις, ήν κατέσχεν εν Ρωσία. Τούτο όμως δεν έβλεπον μετ' ευχαριστήσεως οι Ρώσοι και εφθόνουν τους Έλληνας ως παραγκωνίζοντας τους ιθαγενείς. Τον φυσικόν τούτον φθόνον φοβούμενος και ο Καποδίστριας απέστερξεν όπως και ο κατά το 1816 εις Πετρούπολιν μεταβάς αδελφός αυτού Βιάρος Καποδίστριας λάβη θέσιν τινά εν τη αυλή προσφερομένην υπό του αυτοκράτορος ειπών τω Βιάρω: «Αν συ αποφασίσης τούτο, εγώ αύριον δίδω την παραίτησίν μου, διότι, επιθυμώ να γίνωμεν ου μόνον ημείς οι δύο αδελφοί, αλλά και άπαντες οι εν Ρωσία Έλληνες αντικείμενον φθόνου εκ μέρους των Ρώσων, και απολέση ούτω το έθνος ημών έν άσυλον, πολλάκις εν ανάγκη χρησιμεύσαν αυτώ». Ο Βιάρος επείσθη και την επαύριον απήλθεν εσπευσμένως εκ Πετρουπόλεως. Πράγματι η Ρωσία αείποτε μεν παρέσχεν ικανήν φιλοξενίαν και προστασίαν τοις εις το Κράτος αυτής προσφεύγουσιν ομογενέσι, τινάς μάλιστα τούτων περιέθαλψε και ευηργέτησεν εξόχως. Μετά δε την αποκατάστασι του Καποδιστρίου εν Ρωσία η ευμενής διάθεσις της ομοδόξου ταύτης δυνάμεως, υπέρ των εις το κράτος αυτής καταφευγόντων Ελλήνων ηύξησε μεγάλως. Ιδιαιτέραν όμως ευμένειαν έδειξε κατά το 1818 τοις εν Μαριανουπόλει προ χρόνων εκρωσισθείσι σχεδόν ομογενέσιν, επιδαψιλεύσασα αυτοίς επικερδή τινα προνόμια. Οι Μαριανουπολίται, γινώσκοντες, ότι τα προνόμια ταύτα παρεχωρήθησαν τη συνηγορία του Καποδιστρίου, έπεμψαν προς αυτόν πρεσβείαν ίνα εκφράση μεν την ευγνωμοσύνην αυτών, προσφέρη δε σύναμα και ποσόν τι χρημάτων, ως υλικόν τεκμήριον ευγνωμοσύνης, αλλ' ο Καποδίστριας έμεινεν αμετάπειστος να δεχθεί το δώρον επιμενόντων δε των Μαριανουπολιτών και θεωρούντων τούτο ως προσβολήν, ο Καποδίστριας ηρώτησέ τινας της επιτροπής, αν ηννόουν την μητρικήν γλώσσαν, την ελληνικήν. Επί τη αρνητική δε απαντήσει ανέκραξε: «Δέχομαι το δώρον, αλλ' υπό τον όρον να καταθέσητε τα χρήματα ταύτα παρά τινι Τραπέζη και διά των τόκων να διατηρήτε του λοιπού εν τη πόλει διδάσκαλον διδάσκοντα την μητρικήν γλώσσαν· διότι είναι αίσχος, Έλληνες όντες την καταγωγήν και το φρόνημα, ν' αγνοήτε την ευγενεστέραν του κόσμου γλώσσαν, ήν διδάσκονται ήδη και πολλοί αλλόφυλοι.»

Τοιούτος ην ο Καποδίστριας και τοιαύτην επιρροήν είχεν επί των συγχρόνων πολιτικών γεγονότων, ών διαιτητής εκλήθη πλειστάκις. Συνελθόντων δε βραδύτερον των ηγεμόνων της Ευρώπης, κατ' Οκτώβριον του 1818, εν Ακυισγράνω (Aix la Chapelle), ίνα αποφασίσωσι τα περί της περαιτέρω κατοχής της Γαλλίας διά στρατευμάτων συμμαχικών, ο Καποδίστριας ηκολούθησε τω αυτοκράτορι ως ιδιαίτερος αυτού σύμβουλος και διευθυντής του αυτοκρατορικού γραφείου, εν ώ τοσαύτη πλησμονή εργασίας επεσωρεύθη, ώστε πλην των σπουδαίων διπλωματικών υποθέσεων, εστάλησαν προς τον αυτοκράτορα και οκτώ χιλιάδες ιδιαίτεροι αναφοραί και απαιτήσεις, εις άς ώφειλε να απαντήση ο Καποδίστριας. Ο Έλλην διπλωμάτης διά να δύνηται να αποπερατοί την συσσωρευθείσαν πολλήν εργασίαν, ηναγκάσθη να μεταλλάξη βίον ουδαμώς μεταβαίνων εις συναναστροφάς, ως πρότερον, και από της 23 Σεπτεμβρίου μέχρι της 22 Νοεμβρίου 1818 εκοιμάτο κατά τας δύο μετά το μεσονύκτιον και ηγείρετο περί την 6 π. μ. ώραν. Ήτο λοιπόν πολύ φυσικόν ως εκ της υπερανθρώπου ταύτης εργασίας να ίδη μετ' ου πολύ την υγείαν κλονουμένην. Εν τω συνεδρίω παρήσαν ο Τσάρος, ο αυτοκράτωρ της Αυστρίας, ο βασιλεύς της Πρωσσίας, ως πληρεξούσιοι των μεγάλων δυνάμεθα, ο Ουέλιγκτων και ο της Γαλλίας δουξ Ρισελιέ και άλλοι πράκτορες των δευτερευόντων κρατιδίων. Εν αυτώ ο Καποδίστριας ην της γνώμης, ήτις και εγένετο δεκτή, όπως τα στρατεύματα της κατοχής της Γαλλίας αποχωρήσωσιν. Οι στρατοί ανεχώρησαν, ο δε δουξ Ρισελιέ, κατά πρότασιν του βασιλέως της Γαλλίας Λουδοβίκου ΙΗ' έσπευσε να προσφέρη ευγνωμονών ποσότητά τινα χρημάτων, αλλ' ο Καποδίστριας δεν εδέξατο την πρότασιν, επειπών ότι τα μεν χρήματα δεν δέχεται, παρακαλεί όμως τον βασιλέα να δώση αυτώ ανά έν σώμα εκ των διπλών εν ταις βιβλιοθήκαις των Παρισίων βιβλίων, όπως δι' αυτών ιδρύση βιβλιοθήκας εν Ελλάδι: «Το περιττόν σας, είπε, θα γείνη κεφάλαιον της βιβιοθήκης, ήν επιθυμώ να συστήσω εν τη πατρίδι μου».

18Αναλυτικώτερον τα κατά την διάλεξιν ταυ αυτοκράτορος, Βαρκλαί Δετολλύ και Καποδιστρίου ιδέ παρά τω Demetrio Adriotti, La Vita di Giovanni Conte Capodistria, Corfù 1859, σελ. 21-24.
19Το δίπλωμα τούτο απεστάλη τω κόμητι Καποδιστρία εντός χρυσής πυξίδος απλουστάτης μεν αλλά φερούσης γεγλυμμένην την θέσιν της Γενεύης μετά της λίμνης και των πέριξ. Τα δ' άνω γράμματα ήσαν γεγλυμμένα εν τω βυθώ της πυξίδος ελληνιστί. Επειδή όμως δεν ηδυνήθημεν να εύρωμεν την πρωτότυπον επιγραφήν, μεταφράσαντες εδημοσιεύσαμεν αυτήν ανωτέρω εκ της «Εφημερίδος των Συζητήσεων» των Παρισίων της 16 Ιανουαρίου 1817. Σημειούσθω δ' ότι την τιμήν ταύτην εθεώρησε μεγίστην του βίου αυτού ο Καποδίστριας και αείποτε υπογραφόμενος εν ταις συνθήκαις και συμβάσεσιν, άς εν ονόματι του Τσάρου συνήπτε μετά των διαφόρων ευρωπαϊκών χωρών, μεταξύ των πολλών τίτλων προσετίθει και ότι ήτο πολίτης της Γενεύης κτλ.
20Κατά Φεβρουάριον του 1809 ο εν Κωνσταντινουπόλει πρεσβευτής της Αγγλίας εκήρυττεν επισήμως ότι: «εις τα όμματα της Βρεττανικής κυβερνήσεως, αποποιηθείσης ν' αναγνωρίση την εν Τίλσιτ συνθήκην, η σύμβασις της 21 Μαρτίου 1800, επομένως η ανεξαρτησία της Επτανήσου, ουδέποτε έπαυσεν ισχύουσα». Όρα Revue des deux Mondes, 1 Avril: Les Iles Ionniennes, par Saint-Marc Girardin.
21Ιδέ Ch. Eynard, La vie de Madame de Krüdener, Paris 1849. Πρβλ. Αικατερίνης Ζάρκου, Η μυθιστορία εν Αττικώ Ημερολογίω του 1884 σελ. 357- 368.
22Ιδέ Δοκίμιον Ελλ. Ιστορίας Τόμ. Α' σελ. 395.