Za darmo

Ιστορία του Ιωάννου Καποδιστρίου Κυβερνήτου της Ελλάδος

Tekst
0
Recenzje
iOSAndroidWindows Phone
Gdzie wysłać link do aplikacji?
Nie zamykaj tego okna, dopóki nie wprowadzisz kodu na urządzeniu mobilnym
Ponów próbęLink został wysłany

Na prośbę właściciela praw autorskich ta książka nie jest dostępna do pobrania jako plik.

Można ją jednak przeczytać w naszych aplikacjach mobilnych (nawet bez połączenia z internetem) oraz online w witrynie LitRes.

Oznacz jako przeczytane
Czcionka:Mniejsze АаWiększe Aa

«Οφείλω δε εις την υμετέραν Υψηλότητα εξηγήσεις τινάς ιδιαιτέρας και επί του πρώτου μέρους της επιστολής μου. Να διέλθω αναλυτικώς τας πράξεις του Λονδινείου συνεδρίου, μοι είναι αδύνατον, διά την έλλειψιν του καιρού. Προφανώς όμως βλέπω εξ αυτών τούτο, ότι το συνέδριον αντί να προσφέρη εις την Ελλάδα την παραδοχήν των περί της αυτονομίας αυτής αποφάσεων, κατά τους εννόμους τύπους, έκρινε συμφερώτερον και συντομώτερον να τη τας επιβάλη απλώς και απαρασκευάστως. Και διά ποίους μεν λόγους προετίμησε τον τοιούτον τρόπον, δεν μοι ανήκει να εξετάσω· ότι όμως αυτός είναι απροφυέστατος εις τα συμφέροντα και του δυστυχούς τούτου τόπου και της υμετέρας Βασιλικής Υψηλότητος, τούτο κάλλιστα εξεύρω.

«Η πράξις της 3 Φεβρουαρίου και η απονέμουσα τη υμετέρα Υψηλότητι την κυριαρχικήν και διαδοχικήν εξουσίαν ουδέ λόγον αναφέρουσι περί του δημοσίου δικαίου των Ελλήνων· εξ ού εικάζεται έν εκ των δύο, ή ότι αι σύμμαχοι Δυνάμεις φρονούσιν ότι το πρόσωπον του ηγεμόνος απορροφά και εγκατασυνάγει εις εαυτό όλα τα δικαιώματα των Ελλήνων, ή ότι εις τον άνακτα άφησαν το αναγορεύσαι αυτά, καθ' ήν στιγμήν θέλει λάβει την ηνιοχίαν των πραγμάτων. Ταύτην την δευτέραν εξήγησιν έδωκα και εις τα μέλη της Γερουσίας και εις τους άλλους πολίτας τους πολλά κατερωτώντας με, αφ' ότου τα εν Λονδίνω διαβουλευθέντα έγειναν ενταύθα γνωστά, και κατά ταύτην ίσως θέλει συντεθή και η προφώνησις της Γερουσίας.

«Το δε περαιτέρω μένει να πράξη αυτή η υμετέρα Βασιλική Υψηλότης, της οποίας η απόκρισις και περιμένεται μετά πολλής συνοχής, και έσται τοις πάσι καταθύμιος, εάν διαρρήδην αποφαίνηται περί ών ευπαρρησιάστως τολμώ να σας σημειώσω,

«α') Αν υμετέρα Υψηλότης έχη διάθεσιν να παραδεχθή την θρησκείαν του έθνους, ας νεύση να του το αναγγείλη, και ευθύς αυτό θέλει συναφθή προς τε την υμετέραν Υψηλότητα και προς την γενεάν αυτής διά του ιερωτάτου δεσμού.

«β') Δεν θέλετε βέβαια, άναξ, να κυβερνήσητε άνευ εννόμων τύπων, παραδεδεγμένων παρ' αυτής της Ελλάδος. Αν ευδοκήσητε λοιπόν να επιβλέψητε εις το δεύτερον ψήφισμα της εν Άργει Εθνικής Συνελεύσεως, θέλετε κηρύξει ότι δέχεσθε τας βάσεις αυτού, αποταμιεύοντες το να δώσετε εις τους Έλληνας (τηρούντες όλα τα δικαιώματα αυτών) θεσμούς έμφρονας, κατά ανεπισφαλείς οδηγίας της πείρας.

»γ') Διά των λοιπών ψηφισμάτων της συνελεύσεως του Άργους ασφαλίζονται τα δίκαια όλων των πολιτών, όσοι μεγάλα κατέβαλον και εθυσίασαν υπέρ του αγώνος. Εάν η υμετέρα Βασιλική Υψηλότης δι' ενός μόνον λόγου αγγείλη, ότι θέλει θεραπεύσει τα δίκαια ταύτα, επομένη εις τα παρά της συνελεύσεως ψηφισθέντα, τότε πάσαι αι επιθυμίαι πληρούνται, και το έθνος όλον μετά μυρίων ευλογιών θέλει δράμει εις προϋπάντησίν σας.

»Ήθελα, πρίγκηψ, να έχω ολίγας ώρας ίνα σας αναπτύξω τους λόγους, δι' όλους ορμώ να σας υποβάλω τας τρεις ταύτας προτάσεις. Αλλ' η υμετέρα Βασιλική Υψηλότης και ούτω θέλει μοι αποδώσει, ελπίζω, το δίκαιον, πιστεύουσα ότι εν τω βάθει της συνειδήσεώς μου ευρίσκω τους λόγους τούτους. Και ίσως μεν απατώμαι· δεν τολμώ όμως να σας εγγυηθώ υποδοχήν, οποία οφείλεται παρά του έθνους προς τον ηγεμόνα αυτού, αν έλθητε πρόδρομον ή πάρεδον έχοντες τελείαν σιωπήν περί των προσημειωθέντων τριών κεφαλαίων.

«Και συγγνώμην δότε μοι, παρακαλώ, άναξ διά την παρρησίαν της γλώσσης, τοιαύτης ούσης ανέκαθεν εν εμοί, και διά τούτου προξενησάσης μοι άλλοτε και την υμετέραν εύνοιαν.

«Μεγάλως επεθύμουν να σας λαλήσω, άναξ, και περί των πόρων ημών, και περί του στρατού, και περί του ναυτικού, και όλως περί συμπάσης της διοικήσεως αλλ' αμφιβάλλω αν δυνηθώ διότι τοσούτον άθροισμα πολυμερών και ασυνηθεστέρων υποθέσεων με καταπιέζει σήμερον, και εις τοσαύτην εργασίαν με καταδικάζει και η διπλωματία, ώστε και αι δυνάμεις μου ήδη εκλείπουσι, και αναγκάζομαι να υπαγορεύσω και τούτο το ιδιαίτερον γράμμα, αιτούμενος συγγνώμην παρά της υμετέρας Υψηλότητος.

«Ο ιππότης Κ. Έυναρδ, ο μεγάλα ωφελήσας εν πολλοίς την Ελλάδα, αυτός θέλει σας παραστήσει την χρηματικήν ημών στενοχωρίαν και το αναγκαιότατον της αποστολής βοηθείας τινός προς το τέλος του Απριλίου. Αλλά την βοήθειαν ας φέρη αυτή η υμετέρα Βασιλική Υψηλότης. Τούτο αξιών και καθικετεύων ου παύσομαι.»

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΣΤ'

Επιστολαί του Καποδιστρίου προς τον πρίγκηπα Λεοπόλδον. – Αποστολή του πρίγκηπος Βρέδε. – Επιστολαί του Κυβερνήτου προς τον Λεοπόλδον, εν αίς πικρώς καταφέρεται κατά των ξένων – Μυστικαί αναφοραί της αντιπολιτεύσεως προς τον εκλεγέντα ηγεμόνα κυρίαρχον της Ελλάδος. – Οι Μανιάται αρνούνται την πληρωμήν φόρων. – Νικήτας ο τουρκοφάγος. Η εν Παρισίοις διαμονή του Λεοπόλδου. – Ο Λεοπόλδος επανακάμπτει εν τάχει εις Λονδίνον. – Επιστολή αυτού προς την εν Λονδίνω Σύνοδον. – Παραίτησις του πρίγκηπος Λεοπόλδου εκ του ελληνικού θρόνου

Ο Κυβερνήτης εγίνωσκεν ότι οικογενειακοί λόγοι ηνάγκαζον τον Λεοπόλδον να μη σπεύδη την εις Ελλάδα κάθοδον αυτού και ηνάγκαζεν αυτόν να σπεύση προς το έργον του κανονισμού των ορίων. Και έτι μάλλον δεν ετόλμα να εγγυηθή προς τον πρίγκηπα προσήκουσαν παρά του ελληνικού έθνους υποδοχήν, αν ο Λεοπόλδος δεν καθησύχαζε τους Έλληνας διά κηρύγματος αυτού περί τριών ζητημάτων, και δεν παρείχε τρεις απαντήσεις, μετ' ανυπομονησίας προσδοκωμένας, σαφείς και καταφατικάς:

«α) Είναι διατεθειμένη η Υμετέρα Βασιλική Υψηλότης να ασπασθή το ορθόδοξον ανατολικόν δόγμα, και να συνδέση ούτως εαυτόν και το γένος αυτού δι' ιερού δεσμού μετά του έθνους; β) Θέλει η Υμετέρα Βασιλική Υψηλότης να απίδη εις το Β' ψήφισμα της εν Άργει Εθνοσυνελεύσεως; γ') Θέλει η Υμετέρα Βασιλική Υψηλότης να εκτελέση τας λοιπάς αποφάσεις της εν Άργει συνελεύσεως, αίτινες ασφαλίζουσι τα συμφέροντα πάσης τάξεως του λαού και αποζημίωσιν των εν τω πολέμω θυσιών αυτού;»

Χωρίς προηγουμένης διαβεβαιώσεως περί των τριών τούτων όρων, ενόμιζεν ο Καποδίστριας ότι δεν ηδύνατο να εγγυηθεί περί προσηκούσης και αξίας υποδοχής του πρίγκηπος. Τοιαύται ήσαν αι δύο πρώται επιστολαί του Καποδιστρίου προς τον Λεοπόλδον. Η δε τρίτη επιστολή, εξ Άργους τη 12)24 Απριλίου 1830 γεγραμμένη, είναι κραυγή οδύνης, επικαλουμένη σωτηρίαν εκ της οικονομικής αμηχανίας, οποία ουδέποτε λείπει εν τη απαριθμήσει των εν Ελλάδι κακών. Ο Κυβερνήτης ανεμίμνησκεν, ότι ο στρατός ανέμενε την 23 Μαΐου την πληρωμήν των τριμηνιαίων αυτού μισθών. Επειδή δε, έλεγε, σπουδαιότατον ήτο να ευχαριστηθεί ο στρατός μετ' ακριβείας εν τη παρούση κρισίμω στιγμή, καλόν θα ήτο να ετοιμάση ο πρίγκηψ Λεοπόλδος έν εκατομμύριον φράγκων, και αυτήν τουλάχιστον την ποσότητα να αποστείλη μέχρι των αρχών του Μαΐου. Ως σχόλιον της οικονομικής εκείνης αμηχανίας, υπέβαλε συνάμα ο Καποδίστριας την πρότασιν περί αποστολής δαπανηράς πρεσβείας μιας φρεγάτας προς παραλαβήν του Λεοπόλδου. Αλλ' έπραττε τούτο οκνών και διά φράσεων ήκιστα ενθαρρυντικών. Εφαίνετο σκοπούμενον να διεγερθή και υποτραφή η αντιπάθεια του εις την αγγλικήν ευμάρειαν και πολυτέλειαν ειθισμένου πρίγκηπος κατά της πενίας του μέλλοντος αυτού βασιλείου. Εν αυτή ο Καποδίστριας έλεγε: «Καίτοι η εκλογή πρεσβείας δεν είναι πράγμα ευχερές, καίτοι ο εξοπλισμός φρεγάτας και άλλων πλοίων προξενεί δαπάνας, άς δεν δύναται να απαντήση το ταμείον ημών» θέλω πράξει εν τούτοις παν το δυνατόν, όπως παρασκευάσω την εκτέλεσιν των μέτρων τούτων».

Εν δυσίν επιστολαίς της 12)24 Απριλίου 1830 επανελάμβανεν ο Κυβερνήτης μετά μεγίστης επιμονής τας κατά των όρων του πρωτοκόλλου ενστάσεις της Γερουσίας. Η υπό του Λεοπόλδου παραδοχή του ορθοδόξου θρησκεύματος, έλεγεν, ηδύνατο μόνη να καθησυχάση τα φανατικώς εξηρεθισμένα πνεύματα του ορθοδόξου πλήθους. Πάσαι αι τάξεις του ελληνικού λαού προσεβάλλοντο κατά τα ιερώτατα αυτών συμφέροντα διά των αποφάσεων του Λονδίνου: ναύται, στρατιώται, γεωργοί, υπάλληλοι. Το δωμάτιον του κυβερνήτου, ελέγετο, επλήρουν αδιακόπως άνθρωποι οδυνώμενοι, και μάτην ούτος προσεπάθει να παρηγορήση αυτούς, διότι είχε παρέλθει πλέον ο καιρός της εμπιστοσύνης:

«Υπάρχουσι κακόβουλοι και δολοπλόκοι εν Ελλάδι, ως και αλλαχού, πλείονες μάλιστα ή αλλαχού. Ξένοι, από μακρού ήδη απαύστως διχόνοιαν σπείροντες, εξακολουθούσι μετά μείζονος ζήλου τας εγκληματικάς αυτών σκευωρίας. Διά θράσους κομπουμένου μέχρις αυθεντείας επαναλαμβάνουσι και προς εκείνους έτι οίτινες δεν τους ακούουσιν, ότι, αν η Ελλάς περιωρίσθη μέχρι των ορίων του Ασπροποτάμου, αν η Κρήτη και η Σάμος εγένοντο τουρκικαί, αν αι λοιπαί του πρωτοκόλλου διατάξεις ήκιστα ανταπεκρίθησαν εις τας εθνικάς των Ελλήνων επιθυμίας, ταύτα πάντα εγένοντο, διότι η Ευρώπη ώφειλε να λάβη ασφαλιστικά μέτρα κατά των τερατωδών και φιλοδόξων σχεδίων της σημερινής προσωρινής κυβερνήσεως. Η προσωρινή αύτη κυβέρνησις ειμί εγώ, τα δε τερατώδη και φιλόδοξα σχέδια εισίν αι μυστικαί μου δήθεν σχέσεις προς την Ρωσίαν.»

Αι πικραί του Κυβερνήτου μομφαί κατά των ξένων απέβλεπον εις τον Τσουρτς, τον Φαβιέ, και τον Δώκινς. Ο άγγλος στρατηγός είχε προβή μέχρι του εμπαθούς ισχυρισμού, ότι ο Κυβερνήτης παρώξυνε τους πατριώτας αυτού Ιονίους κατά της αγγλικής διοικήσεως και ενήργει αναφανδόν τας σκευωρίας ταύτας προς μόνον τον σκοπόν του να σμικρύνη την Ελλάδα και να στερήση αυτής την Ακαρνανίαν και Αιτωλίαν. Ο Τσουρτς επίστευεν ό,τι έλεγε και έγραφε, καθότι ήτο άνθρωπος περιωρισμένου νου και εμπαθής. Εν υπομνήματι προωρισμένω εις φωτισμόν του πρίγκηπος Λεοπόλδου74, κατεπολέμησε τα υπό του φεβρουριανού πρωτοκόλλου χαραχθέντα όρια· ανεμίμνησκε δ' εν αυτώ την στρατιωτικήν σημασίαν της Ακαρνανίας, και ιδίως των στενοποριών του Μακρυνόρους. Αλλά η κατά του Κυβερνήτου μορφωθείσα αντιπολίτευσις προέβαινε πολύ περαιτέρω και διά παντός μέσου. Παν όπλον ην αύτη πρόσφορον και εύχρηστον, και θριαμβευτικώς επεκαλείτο τας διαθέσεις των κυβερνήσεων της Αγγλίας και Γαλλίας. Δεν είχεν υποτιμηθή, έλεγον οι αντιπολιτευόμενοι, ο Κυβερνήτης εν Λονδίνω και Παρισίοις; δεν είχε καταδικασθή αυτός και τα έργα αυτού πάντα; δεν είχεν αποκαλυφθή η μυστική ρωσική αυτού φιλοδοξία;

 

Εδράξαντο ούτω της προφάσεως, ότι ήθελον να σώσωσιν την χώραν παρά ταις Δυναμέσι και τω νέω ηγεμόνι, και απεφάσισαν να εξασθενήσωσι και παραλύσωσιν όλως την ενέργειαν του υπομνήματος της Γερουσίας και της προς τον Λεοπόλδον απαντήσεως του Κυβερνήτου δι' εναντίων αναφορών, δι' αμέσων εγγράφων του λαού. Το έθνος έπρεπε να εικονισθή ως κεχωρισμένον όλως από της κυβερνήσεως, η δε κυβέρνησις αυτού ως κεφαλή μόνον και όργανον μιας μερίδος. Οι πρόκριτοι της Πελοποννήσου και της Ύδρας έσπευσαν να υπογράψωσι το νέον εκείνο είδος των περί αφοσιώσεως αναφορών, αίτινες ενέφαινον απεριόριστον υποταγήν εις τας αποφάσεις των μεγάλων Δυνάμεων.

Ο Καποδίστριας προσεπάθησεν, εννοείται, να παρεμποδίση τας ενεργείας ταύτας, και ηναγκάσθη εντός ολίγου να προβή από των αυστηρών και αποτρεπτικών λόγων εις σωφρονισμούς και αστυνομικά μέτρα. Καθότι πάντα εκείνα εφαίνοντο ως πολιτική τις διαδήλωσις κατά του κυβερνητικού αυτού συστήματος. Είχον ήδη παρακολουθήσει το παράδειγμα του Μαυροκορδάτου ο Ζαΐμης, ο Μιαούλης, ο Πετρόμπεης, ο μόλις εκ της πολιτικής αυτού καταδιώξεως και της φυλακής απαλλαγείς Φαρμακίδης και ο δικηγόρος Κλωνάρης και αυτός ο της Γερουσίας πρόεδρος Γεώργιος Σισίνης και πολλοί γερουσιασταί, οίπερ αντιφάσκοντες εις εαυτούς, υπέγραψαν. Τη μεσιτεία του άγγλου πρεσβευτού Δώκινς απεστάλησαν πολλαί των αναφορών αυτών, χιλίας περίπου φέρουσαι υπογραφάς, προς τον πρίγκηπα Λεοπόλδον. Τότε ηναγκάσθη ο Καποδίστριας να ανταποδώση τα ίσα διά του Κολοκοκοτρώνη και των διοικητικών αρχών, και δι' οργίλης ανακοινώσεως προς τους εκτάκτους επιτρόπους και τους διοικητάς να κηρύξη εγκληματικάς τας κρύφα και εν παραβύστω ενεργουμένας εκείνας αναφοράς: «Ειπέτε εις τους περί τοιούτου εγγράφου λαλούντας, έγραψεν εις τον Μαυρομμάτην, ότι ικανώς χαρακτηρίζει αυτό ο τύπος αυτού και το μυστήριον, δι' ού προσπαθούσι να το περιβάλωσιν. Αν πρόκριτοι ή άλλοι πολίται νομίζωσιν, ότι οφείλουσι νυν να εκφράσωσιν αμέσως τα αισθήματά των προς τον νέον ηγεμόνα, την επιθυμίαν των αυτήν πρέπει προ παντός να δηλώσωσιν εις την κυβέρνησιν, ήτις αναμφιβόλως θέλει εγκρίνει να επαναλάβωσιν οι πολίται ό,τι εξέφρασεν ήδη αυτή εν ονόματι του έθνους. Εκτός της οδού ταύτης, μένει σκευωρία μόνον και ταπείνωσις». Συγχρόνως δε έδωκεν ο Κυβερνήτης πληρεξουσιότητα εις τας αρχάς να δέχωνται παρ' οιουδήποτε αναφοράς προς τον πρίγκηπα, και να αποστέλλωσιν αυτάς εις την κυβέρνησιν, όπως διαβιβασθώσι προς εκείνον. Ούτω δε αι αρχαί, καθ' ά μεν εφρόνει ο αυστριακός πρόξενος Γροπ, εν ταις εκθέσεσιν αυτού «υπεστήριζον τα φιλόδοξα σχέδια του Κυβερνήτου υπέρ εαυτού και της οικογενείας του», καθ' ά δε διεβεβαίου επίσημος κυβερνητική εγκύκλιος της 2 Ιουνίου «επεκύρουν απλώς τας περί επιταχύνσεως της αφίξεως του πρίγκηπος αναφοράς». Πολλαί δ' αληθώς νέαι τοιαύται αναφοραί υπεβλήθησαν. Η αντιπολίτευσις εχλεύαζεν αυτάς ως προδιαγεγραμμένας και κατ' επιταγήν υπογραφομένας δηλώσεις, «ως τύπους διοικητικής κηδεμονίας, εν οίς προσεπάθει η κυβέρνησις να χύση διά της βίας την ελευθέραν έκφρασιν των αισθημάτων του λαού». Η αγανάκτησις δ' αυτής τοσούτον εκορυφώθη, ώστε προσεκάλεσε τον λαόν να αρνηθή πληρωμήν φόρων. Οι Μανιάται μάλιστα προέβησαν μέχρι διαρπαγής των δημοσίων ταμείων. «Ουδέποτε, έλεγον, επλήρωσεν η Μάνη και δεν έπρεπε να καθιερωθή τοιαύτη κακή συνήθεια. Ο κυβερνήτης επέμενε διατηρών εν Μάνη μισητόν τινα κυβερνητικόν επίτροπον, τον Γενοβέλην, εις όν οι Μαυρομιχάλαι απέδιδον την πρόθεσιν της εξολοθρεύσεως πάντων των προυχόντων της Μάνης. Αντί δε να εξαλείψη την πρόφασιν εκείνην της δυσαρεσκείας, ενόμισεν ο Κυβερνήτης ότι εκινδύνευεν η ιδία αυτού αξιοπρέπεια. Απέστειλε ρωσικά πολεμικά πλοία εις Λιμένι, εξώτρυνε τον γαλλικόν στρατόν εις απειλητικόν τι κίνημα παρά τας Καλάμας, εκάλεσε Ρουμελιώτας εις Πελοπόννησον, και ανέθηκεν εις τον γενναίον μεν αλλά περιωρισμένου νου Νικήταν την αστυνομίαν της Χερσονήσου. Κατώρθωσε μεν ούτω να καταπνίξη την επανάστασιν προ της γεννήσεως αυτής· αλλ' ηύξησεν ο αριθμός των εναντίων».

Εν τη δυσχερεί ταύτη θέσει ευρισκόμενος ο Καποδίστριας, «εμποδιζόμενος εν ταις ενεργείαις αυτού υπό εσωτερικών και ξένων ραδιούργων,» ύποπτος απέναντι των κυβερνήσεων των ναυτικών Δυνάμεων και αβοήθητος υπ' αυτών καταλειπόμενος, πιεζόμενος δε υπό οικονομικών δυσχερειών και κατατρυχόμενος υπό της εις βεβαιότητα μετ' ολίγον ανακλαδουμένης υπονοίας, ότι ο πρίγκηψ Λεοπόλδος ήθελεν αποχωρήσει απέναντι τοιαύτης των πραγμάτων καταστάσεως, και παραιτούμενος ήθελεν απορρίψει την ευθύνην επί τον Κυβερνήτην και την Γερουσίαν, δεν ώκνησε να επιβεβαιώση προς τον Λεοπόλδον διά των από 5 και 11 Ιουνίου επιστολών αυτού τας προτέρας αυτού ανακοινώσεις, και να εκφράση την λύπην αυτού επί τη «μυσαρά ραδιουργία» των προσπαθούντων να παραστήσωσι προς τον μέλλοντα της Ελλάδος ηγεμόνα δυσάρεστον την εικόνα της εσωτερικής αυτής καταστάσεως.

Εν τούτοις, ο καιρός παρήρχετο και ο εκλεκτός του εν Λονδίνω πρωτοκόλλου της 22)3 Φεβρουαρίου 1830 δεν εσκόπει να λάβη την εις Ελλάδα άγουσαν. Ο Λεοπόλδος διέμενεν εν τη πρωτευούση της Γαλλίας. Η εν Παρισίοις διαμονή του Λεοπόλδου σκοπόν βεβαίως είχεν, εν πρώτοις, την υπέρ του ελληνικού δανείου ενέργειαν. Πλην τούτου όμως επεθύμει ο Λεοπόλδος και την αποπεράτωσιν οικογενειακής όλως υποθέσεως, την επίτευξιν δηλαδή της χειρός ηγεμονίδος τινός εκ του ορλεανικού της Γαλλίας οίκου. Αλλ' η επιθυμία αυτού αύτη δεν εγένετο δεκτή, και η γαλλική αυλή, κατά την από 28 Μαΐου 1830 διακοίνωσιν του Λίβεν, απεποιήθη την αίτησιν του Λεοπόλδου. Αι δυσχέρειαι δε άς απήντησεν ο πρίγκηψ εν Παρισίοις, εψύχραναν αυτόν ικανώς και εμετρίασαν κατά πολύ τον ενθουσιασμόν αυτού, ούτως ώστε παρετηρήθη μετ' εκπλήξεως, ότι ο Λεοπόλδος, κατά την εν Παρισίοις διαμονήν αυτού, ουδόλως ησχολήθη εξωτερικώς προς το ελληνικόν ζήτημα. Ούτε προς τους πρέσβεις, των ευεργετίδων Δυνάμεων, τον λόρδον Στούαρτ ή τον Πότσο-Διβόργο εσχετίσθη, ούτε προς τον Έλληνα πρίγκηπα Σούτσον, ούτε εδέξατο εις ακρόασιν τους ζητήσαντας να εμφανισθώσιν ενώπιον αυτού Έλληνας τους εν Παρισίοις παρεπιδημούντας.

Έκτοτε μετά θετικότητος αι γαλλικαί εφημερίδες διέδιδον ότι σκοπόν είχε να παραιτηθή της ηγεμονείας της Ελλάδος, ήν είχεν ήδη αποδεχθή. Τοιούτον τινα σκοπόν υποσημαίνει επιστολή τις προς τον βαρώνον Στάιν, γραφείσα κατά την εν Παρισίοις διαμονήν του πρίγκηπος. Ο γηραιός βαρώνος Στάιν, φίλος του Καποδιστρίου και της Ελλάδος ακραιφνέστατος, είχεν εκφράσει εν υπομνήματι αυτού της 7)19 Μαρτίου 1830 την ελπίδα, όπως τεθή εκποδών όσον το δυνατόν η επιρροή της Αγγλίας και Γαλλίας, και μείνη άθικτος όλως η εσωτερική πνευματική της Ελλάδος ανεξαρτησία. Ο Λεοπόλδος όμως απαντών αυτώ τη 29)10 Απριλίου 1830 έλεγε: «Τοιαύτη τις ανακοίνωσις είναι διττώς παρήγορος και αληθώς ζωογόνος, όταν τις προ μηνών ήδη τοσούτον σκληρόν υφίσταται αγώνα κατά κακής θελήσεως και της ψευδώς εννοουμένης πολιτικής, ώστε αισθάνεται αποψυχραινομένην όλως την ψυχήν αυτού. Δύνασθε να φαντασθήτε, πόσον δυσχερές ήθελεν είναι εις ανθρώπους ματαίους και ιδιοτρόπους να χωρισθώσιν από των προτέρων αυτών συστημάτων, να παραιτήσωσιν ιδέας προσφιλείς, και να ευλογήσωσιν ό,τι θα επεθύμουν να καταρασθώσι μάλλον. Θα ενθυμήσθε βεβαίως εκ των συνδιαλέξεων ημών τας ιδέας μου. Ηθέλησα πάντοτε εν τη υποθέσει ταύτη το αγαθόν, και επιθυμώ να συνταχθή το νέον Κράτος καθ' όν τρόπον και εις αυτάς τας μεγάλας Δυνάμεις ήθελεν είναι επιθυμητόν και αναγκαίον. Δυστυχώς θα εμάθετε ήδη εκ των εφημερίδων πόσον οικτρώς ωρίσθησαν τα όρια. Έπραξα ό,τι ηδυνάμην· δεν δύναταί τις εν τούτοις να αρνηθή, ότι χωρίς της Κρήτης και μετά των κακών ηπειρωτικών του ορίων το νέον κράτος πρέπει να θεωρηθή ως προσωρινόν μόνον. Τα οικονομικά αυτού αποτελούσι την στιγμήν ταύτην το αντικείμενον της μετά των Δυνάμεων συζητήσεώς μου. Ανάγκη να εγγυηθώσιν αύται δάνειον· ώρισα δε ποσόν τι, ούτινος η λυπηρά της Ελλάδος κατάστασις έχει ανάγκην, αν πρόκηται να γείνη τι άξιον λόγου. Αι Δυνάμεις θέλουσι να εγγυηθώσι το ήμισυ μόλις και ολίγον τι πλέον της προτάσεώς μου. Αλλά τούτο δεν θέλω το δεχθή, και δυνατόν είναι να επέλθη ρήξις. Εγώ δεν ενδίδω· περί τούτου έχω ακράδαντον απόφασιν».

Το δυνατόν τούτο της ρήξεως είχε πάντοτε υπ' όψιν ο πρίγκηψ κατά την εν Παρισίοις διαμονήν αυτού. Επιπολαίως δε έγραφε τη 10)22 Απριλίου 1830 προς τον Καποδίστριαν: «Δυνατόν να επέλθη ρήξις, και ίσως επί τέλους σας έλθη άλλος ηγεμών».

Εν τούτοις, περί τα τέλη Απριλίου 1830, εμηνύθη αυτώ δι' εκτάκτου ταχυδρόμου, ότι ο βασιλεύς της Αγγλίας Γεώργιος ο Δ' είχε σπουδαίως ασθενήσει. Ο Λεοπόλδος καταλιπών εν πάση σπουδή τους Παρισίους επανέκαμψεν εις Λονδίνον. Τη 1η Μαΐου, ότε ο βασιλεύς της Αγγλίας ενομίζετο πλέον ως άπελπις, ηγγέλθη αυτώ υπό του λόρδου Άβερδην, ότι αι σύμμαχοι Δυνάμεις συγκατένευσαν να εγγυηθώσιν υπέρ του ζητηθέντος υπό του Λεοπόλδου δανείου των 60,000,000 φράγκων.

Εν Λονδίνω διατριβών έλαβε τον περιεκτικόν φάκελλον του Κυβερνήτου μετά της προσκλήσεως, όπως μεταβή ό,τι τάχιστα εις Ελλάδα και κατασιγάση την εθνικήν δυσαρέσκειαν επί τω πρωτοκόλλω τη 22)3 Φεβρουαρίου 1830.

Κατά τας ημέρας εκείνας ακριβώς, λέγει ο Βαρθόλδυς, εδημοσιεύετο διά των αγγλικών και γαλλικών εφημερίδων επιστολή τις εκ Κεφαλληνίας, καθ' υπαγόρευσιν των περί τον Καποδίστρια γεγραμμένη, και ισχυρότατα όζουσα στενού και περιωρισμένου ελληνικού πατριωτισμού. Εν Ελλάδι, έλεγεν η επιστολή, δεν λείπουσι πρόσωπα άξια του στέμματος· αντί τούτου όμως πάσα κατεβλήθη προσπάθεια, όπως καταστή αδύνατος πατριώτης έλλην βασιλεύς. Η Γερμανία, εξηκολούθει, είνε νυν η μόνη χώρα, όπου ακμάζουσιν έτι αι περί τιμαριωτικού κράτους και απολύτου μοναρχικού συστήματος θεωρίαι, και τούτου ένεκεν οι βασιλοθήραι έστρεψαν το βλέμμα των προς την ομιχλώδη των Τευτόνων γην, και εξελέξαντο τον πρίγκηπα του Κοβούργου, ίνα επιστέψωσι την άνοιαν αυτών. «Το όνομα του ανδρός τούτου πρώτην φοράν ακούεται εν Ελλάδι· αλλά γνωστόν είναι, ότι τώρα πλέον δεν γίνεται λόγος περί αγάπης και πίστεως μεταξύ ηγεμόνος και των υπηκόων του». Έτι καθαρώτερον ηρώτων γαλλικά φύλλα κατά τας ημέρας εκείνας, διατί εκωλύετο ο κόμης Καποδίστριας να φέρη εις πέρας το πλήρες ευλογίας έργον αυτού; διατί δεν εξελέγετο τουλάχιστον ως βασιλεύς ανήλικός τις, ανατιθεμένης της επιτροπείας αυτού τω Κυβερνήτη;

Πάντα ταύτα ανάγκη ήτο να σταθμισθώσι καλώς απέναντι των πολιτικών πραγμάτων της Αγγλίας, άτινα ηδύναντο ριζηδόν να μεταβληθώσι διά της αλλαγής ηγεμόνος. Ο Λεοπόλδος, ως και άλλοτε είπεν, απεφάσισε να παραιτηθή του θρόνου της Ελλάδος· η επιθυμία της και άλλως αβεβαίας και απιθάνου αγγλικής αντιβασιλείας και η άποψις της αμφιβόλου πάντοτε και εφημέρου επιρροής, ήν ηδύνατο ούτος, ως ξένος, να ασκήση επί της αγγλικής κυβερνήσεως, ήσαν πομφόλυγες, αίτινες αύται μόναι δεν ηδύναντο βεβαίως να παρακινήσωσι τον υπό ρωμαντικού και εμπαθούς ενθουσιασμού υπέρ της Ελλάδος εμπνεόμενον πρίγκηπα, όπως παραιτηθή του ελληνικού θρόνου.

Η το ελληνικόν μαρτυρικόν στέμμα περιαυγάζουσα λάμψις ωχρία επί μάλλον, οσάκις ο πρίγκηψ παρέβαλλε την ασφαλή και ελευθέραν μομφών και ψόγων θέσιν εν Αγγλία προς την εν Ελλάδι την εκ της κατεσπευσμένης αυτού συναινέσεως πηγάζουσαν και διά της ατυχούς αυτού υποχωρήσεως απέναντι της διπλωματίας αγορασθείσαν.

Ο Λεοπόλδος δεν ήτο δυνατόν πλέον ν' αμφιταλαντεύηται, και ώφειλε να προβή εις οριστικήν τινα απόφασιν ή να δεχθή τον θρόνον της Ελλάδος ή να παραιτηθή επί τη ελπίδι αγγλικής αντιβασιλείας. Έπειτα δε και αυτή της ταραχοποιού και αδιασείστου Πύλης η συναίνεσις εις το πρωτόκολλον της 22)3 Φεβρουαρίου είχε δοθή τέλος τω 12)24 Απριλίου 1830, και φθάσει εις Λονδίνον. Η Πύλη απεδέχετο «ότι είχεν αποφασισθή ίνα αποκαταστήση την ασφάλειαν και ησυχίαν εν ταις χώρας εκείναις, και ασφαλίση ευτυχίαν και ειρήνην εις τους ανθρώπους.»

Η προς την εν Λονδίνω σύνοδον επιστολή του Λεοπόλδου της 3)15 Μαΐου προπαρεσκεύαζεν ήδη την παραίτησιν αυτού. Απεδέξατο μεν την αποστολήν αυτού μετ' ευγνωμοσύνης επί τη εις αυτόν εμπιστοσύνη, αλλά και μετά της ελπίδος συγχρόνως να συντελέση εις την ειρήνευσιν, την ανεξαρτησίαν και την ευημερίαν της Ελλάδος. Τούτο ωμοίαζε τα μέγιστα προς μομφήν. Η σύγκρουσις, ήν ο Καποδίστριας είχεν υποθάλψει και αναπτύξει μεταξύ των αποφάσεων των Δυνάμεων και των συμφερόντων της Ελλάδος, είχε καταστή όπλον εις χείρας του Λεοπόλδου, όπερ κατέβαλλε και αυτήν την ασθενεστάτην υπόνοιαν ανειλικρινείας και φιλοδοξίας. Η σύνοδος απήντησεν εις την ενδεχομένην ταύτην παραίτησιν διά διακοινώσεως αυτής αυθημερόν, εν ή εντόνως εμνημονεύοντο αι υποχρεώσεις, άς είχεν ήδη αναλάβει ο πρίγκηψ. Έγγραφον του Άγγλου αντιπρέσβεως Δώκινς, παριστών ως λίαν ευνοϊκήν την εν Ελλάδι εντύπωσιν των λονδινείων αποφάσεων, εχρησίμευσεν ως στήριγμα τοις πληρεξουσίοις, όπως καταδείξωσι προς τον πρίγκηπα, ότι ουδείς πλέον ηδύνατο να γείνη λόγος περί σπουδαίων δυσχερειών και κινδύνων: «Ευσεβάστως, αλλά σπουδαίως τολμώμεν να δηλώσωμεν, ότι η Υ.Β. Υψηλότης οφείλει εις τον ίδιον Αυτής χαρακτήρα, εις τας συμμάχους Δυνάμεις και εις το Ελληνικόν έθνος να μη αναβάλη επί πλέον την εκπλήρωσιν της σπουδαίας και λίαν εντίμου αποστολής, ήν ανέλαβεν».

 

Αλλ' ακριβώς η κατηγορική αύτη πρόσκλησις των πληρεξουσίων επήνεγκεν οριστικόν και αμετάκλητον το αποτέλεσμα. Ο Λεοπόλδος είχε βαρυνθή τον αγώνα, και δεν έλειπον αυτώ πλέον ισχυροί προς υποχώρησιν λόγοι. Εν τω οριστικώ δε περί παραιτήσεως αυτού εγγράφω της 9)21 Μαΐου 1830 χρησιμοποιούνται κάλλιστα η τε έκθεσις της Γερουσίας και αι επιστολαί του Κυβερνήτου.

Ιδού δε υπό ποιον πνεύμα εγράφη η επίσημος παραίτησις του Λεοπόλδου από του Ελληνικού θρόνου:

Παραίτησις της Α. Β. Υ. του πρίγκηπος Λεοπόλδου από του θρόνου της Ελλάδος
Εν Λονδίνω, τη 9)21 Μαΐου 1830

«Ο υπογεγραμμένος δεν δύναται, μετά ώριμον σκέψιν και πεποίθησιν, να ανακαλέση τας εν διακοινώσει αυτού από 3)15 τρέχοντος μηνός ανακοινωθείσας εις τους πληρεξουσίους των συμμάχων Δυνάμεων ιδέας του. Δεν δύναται να παραδεχθεί, ότι η τους αντιπρέσβεις απάντησις του Κυβερνήτου της Ελλάδος περιέχει πλήρη και εντελή του πρωτοκόλλου αποδοχήν. Φρονεί δε μάλλον, ότι εμφαίνει αύτη αναγκαστικήν τινα υποταγήν εις την θέλησιν των συμμάχων Δυνάμεων· και αυτή δε η αναγκαστική υποταγή συνοδεύεται υπό επιφυλάξεων μεγίστης σημασίας.

«Ο Κυβερνήτης ανακοινοί σαφώς εις τους αντιπρέσβεις, ότι η προσωρινή κυβέρνησις, συμφώνως προς τους ορισμούς της εν Άργει συνελεύσεως, δεν έχει την δύναμιν να εκφράση την συναίνεσιν του ελληνικού έθνους. Γνωρίζουσι καλώς οι παρόντες τότε αντιπρέσβεις, ότι, καθ' ά κηρύσσει το εν λόγω ψήφισμα, ουδεμία των μεταξύ της προσωρινής κυβερνήσεως και των συμμάχων Δυνάμεων συμφωνιών είναι υποχρεωτική διά το έθνος, μέχρις ού αναγνωρισθή και κυρωθή υπό των αντιπροσώπων αυτού, και ότι, αν συνεκαλούντο οι αντιπρόσωποι, δεν ήθελον ανταποκριθή εις τας οδηγίας των εντολέων αυτών, καθ' ήν περίπτωσιν απεδέχοντο τας προτάσεις των συμμάχων Δυνάμεων. Αλλά το τελευταίον μέρος της διακοινώσεως του Κυβερνήτου εκφράζεται έτι εντονώτερον υπέρ της ιδέας, ήν κατ' ανάγκην έχει ο υπογεγραμμένος· καθότι ο Κυβερνήτης λέγει, ότι η κυβέρνησις, έχουσα υπ' όψιν το περιεχόμενον του συμβιβασμού, επιφυλάσσεται να υποβάλη εις τον πρίγκηπα μετά του αντιγράφου της διακοινώσεως τοιαύτας παρατηρήσεις, οποίας δεν δύναται να αποκρύψη εις αυτόν, χωρίς να προδώση το προς την Ελλάδα και αυτόν τον ίδιον καθήκον της».

(Ενταύθα νομίζει ο υπογεγραμμένος, ότι δικαιούται να επανορθώση παρεννόησίν τινα, ήτις ηδύνατο να γεννηθή εκ της εκφράσεως της από 6 Απριλίου επιστολής του Κυβερνήτου. Ο υπογεγραμμένος ουδέποτε έδωκεν εις τον Κυβερνήτην αφορμήν να πιστεύση, ότι ήθελε πιθανώς αποδεχθή το Ελληνικόν θρήσκευμα).

«Ούτω δε η προς τους αντιπρέσβεις απάντησις της προσωρινής κυβερνήσεως συνωδεύθη υπό των παρατηρήσεων εκείνων και των πραγματικών λεπτομερειών, άς διεβίβασεν ο υπογεγραμένος εις τους πληρεξουσίους την 15 τ. μ. Είνε δε αύται λίαν σπουδαίαι, ως εκφράζουσαι τας περί των ορισμών του πρωτοκόλου ιδέας της ελληνικής Γερουσίας, και ουδ' επί στιγμήν είναι δυνατόν να παρεννοηθή το πνεύμα και η τάσις αυτών, ούτε να παροραθώσιν αι συνέπειαι αυτών. Ο Κυβερνήτης λέγει ρητώς, ότι η κοίνωσις του πρωτοκόλλου ηκούσθη υπό της Γερουσίας εν σκυθρωπή σιγή· ότι μετά ώριμον σκέψιν οι γερουσιασταί εδήλωσαν αυτώ, ότι δεν είχον το δικαίωμα να αποδεχθώσι το πρωτόκολλον της 3 Φεβρουαρίου, και ότι καθ' ήν έτι περίπτωσιν είχον λάβει παρά του έθνους το προς τούτο δικαίωμα, δεν ήθελον δυνηθή να εξασκήσωσιν αυτό, χωρίς να παραβώσι τα προς τους αδελφούς αυτών καθήκοντα· ότι ουδέποτε ήθελον συγκατανεύσει να ανατεθή εις τον Κυβερνήτην η εν ονόματι του έθνους εκτέλεσις του πρωτοκόλλου· ότι αι σύμμαχοι Δυνάμεις ηδύναντο να προβώσιν εις εκτέλεσιν των αποφάσεων αυτών, ούτοι όμως ήθελον μείνει ξένοι πάντοτε προς αυτάς· και ότι, αν εξεδίδοντο διαταγαί προς εκτέλεσιν αυτών εν ταις επαρχίαις, ουδείς ήθελεν υπακούσει.

»Εν άλλη διακοινώσει της 10)22 Απριλίου, πλην της προς τους αντιπρέσβεις απαντήσεως αυτού από 4)16 Απριλίου, ήν υπαινίσσονται οι πληρεξούσιοι ως εξαλείφουσαν τας ανησυχίας αυτών, λέγει ο Κυβερνήτης, ότι η Γερουσία εγκρίνει τέλος την προς τους αντιπρέσβεις απάντησιν αυτού, και παρασκευάζει, συνεπεία των προτέρων αυτής ανακοινώσεων, αναφοράν και υπόμνημα, δι' ών εκτίθενται οι λόγοι, δι' ούς ηρνήθη να αποδεχθή τα υπό των συμμάχων συμπεφωνημένα. Η διακοίνωσις αύτη ου μόνον δεν διαλύει τας εκ της προτέρας ανακοινώσεως γεννηθείσας ανησυχίας, αλλά τουναντίον μάλιστα επιβεβαιοί αυτάς εντελώς· καθότι ο Κυβερνήτης αναφέρεται πάλιν εις τας παρατηρήσεις, αίτινες συνώδευσαν την επίσημον αυτού προς τους αντιπρέσβεις απάντησιν, πάντα δε ταύτα καταδεικνύουσι σαφώς εις τον υπογεγραμμένον, ότι η πραγματική και αψευδής γνώμη της ελληνικής Γερουσίας και του ελληνικού λαού είναι σταθερώς και αμετακλήτως πολεμία εις τας αποφάσεις των συμμάχων Δυνάμεων.

»Τα αναφερόμενα έγγραφα προσαρτώνται εις την παρούσαν, σημειούμενα διά των στοιχείων Α, Β, Γ, (ΝΑ', ΝΒ', ΝΓ').

«Ο υπογεγραμμένος νομίζει ασυμβίβαστον προς τον χαρακτήρα και τα φρονήματά του το να επιβληθή εις αντιπαθή λαόν και να παραστή προ της διανοίας αυτού ως η ζώσα εκπροσώπησις της περικοπής της χώρας του, της εγκαταλείψεως των συμμαχητών του, και της εκκενώσεως χωρών και οίκων, εξ ών ουδέποτε τέως, πλην τυχαίων επιδρομών, είχον διώξει τους Έλληνας οι Τούρκοι. Τα αποτελέσματα ταύτα πάντοτε εφοβήθη ο υπογεγραμμένος. Κατά την πρώτην αυτού συνδιάλεξιν μετά του πρώτου λόρδου του θησαυροφυλακίου την 28)9 Φεβρουαρίου εδήλωσεν, ότι δεν ήθελε μεταβή εις την Ελλάδα, όπως διοικήση τους Έλληνας συνεπεία συμβάσεως, ήτις ηδύνατο να επιφέρη αιματοχυσίαν και σφαγήν των αδελφών αυτών· υπέβαλε δε την ένστασιν, ότι τα όρια ήσαν στρατιωτικώς λίαν ασθενή και επισφαλή, και απήτησεν υπέρ των Ελλήνων το δικαίωμα του να αντιστώσιν εις την εκλογήν αυτού. Ο υπογεγραμμένος οφείλει ενταύθα να παρατηρήση, ότι κατ' ουδεμίαν περίοδον των διαπραγματεύσεων εγένοντο διαβήματα προς συνομολόγησιν συμβάσεως, ής αφετηρίαν μόνον και βάσιν ενόμιζε το πρωτόκολλον πάντοτε ο υπογεγραμμένος, και ής την σπουδαιότητα προσεπάθησε να παραστήση διά της αυτής διακοινώσεως εις τον δούκα Βέλλιγκτον, ελκύων επ' αυτής την προσοχήν του. Αν δε ανεβλήθη η σύμβασις αύτη, δεν πταίει βεβαίως εις τούτο ο υπογεγραμμένος. Ουδέποτε απέκρυψεν εις τους πληρεξουσίους, ότι, όσον διατεθειμένος και αν ήτο να προσφέρη προσωπικάς θυσίας υπέρ της ευδαιμονίας των Ελλήνων, δεν εδικαιούντο όμως ούτοι να προσδοκώσιν, ότι ήθελε μεταβή εις την χώραν αυτών, χωρίς της ασφαλείας εκείνης αυτού τε και των Ελλήνων, ήν δύνανται να παράσχωσι μόνον οι ορισμοί επισήμου και επικεκυρωμένης συνθήκης. Εν επιστολή αυτού της 8 Μαρτίου εξεφράσθη και πάλιν ομοίως ρητώς, ισχυρισθείς, ότι ήθελεν είναι αναγκαίον να κατακτηθώσι παρά των Ελλήνων αι παραχωρούμεναι επαρχίαι, όπως δοθώσιν αύται εις τους Τούρκους, και ότι ο νέος ηγεμών δεν ηδύνατο να εγκαινίση την αρχήν αυτού διά μέτρων πολιτικής αναγκαζούσης τους Έλληνας να καταλίπωσι την πατρίδα αυτών.

«Αν η ελληνική Γερουσία δεν είχεν εκφράσει ιδέαν τινά, ή είχε μεν εκφράσει τοιαύτην, αλλά διά γλώσσης τουλάχιστον υποσημαινούσης την πιθανήν ελπίδα της συναινέσεως αυτής εις τοιαύτα μέτρα, ηδύνατο ίσως ο υπογεγραμμένος, καί τοι άκων, να καταστή όργανον εκτελέσεως των αποφάσεων των συμμάχων Δυνάμεων, και να προσπαθήση όπως μετριάση κατά το δυνατόν την σκληρότητά των και παρατρέψη την τάσιν αυτών. Αλλ' η γλώσσα της Γερουσίας είνε τόσω σαφής, όσω φυσικά είνε τα αισθήματά της.

«Ούτω δε η θέσις του υπογεγραμμένου καθίσταται λίαν δυσάρεστος, διότι εν τω αυτώ πρωτοκόλλω συνάπτεται η εκλογή αυτού προς τα καταναγκαστικά εκείνα μέτρα. Πρώτη αυτού πράξις ως ηγεμόνος ήθελεν είναι να εξαναγκάση τους ιδίους αυτού υπηκόους διά ξένης ενόπλου δυνάμεως εις την προς τους εχθρούς αυτών εκχώρησιν της χώρας και των κτημάτων των, ή, ενούμενος μετ' αυτών, να αντιστή εις την εκτέλεσιν μέρους της αυτής εκείνης συνθήκης, ήτις τον ανεβίβαζεν επί τον θρόνον της Ελλάδος ή να ματαιώση αυτήν.

74Observations of an eligible line of frontier of Greece, by Leut. Gen. Sir R. Church, London, 1830.