Za darmo

Λυσιστράτη

Tekst
iOSAndroidWindows Phone
Gdzie wysłać link do aplikacji?
Nie zamykaj tego okna, dopóki nie wprowadzisz kodu na urządzeniu mobilnym
Ponów próbęLink został wysłany

Na prośbę właściciela praw autorskich ta książka nie jest dostępna do pobrania jako plik.

Można ją jednak przeczytać w naszych aplikacjach mobilnych (nawet bez połączenia z internetem) oraz online w witrynie LitRes.

Oznacz jako przeczytane
Czcionka:Mniejsze АаWiększe Aa

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΝ

{Η σκηνή παριστά την προς τα Προπύλαια πλευράν της Ακροπόλεως, άνωθεν της οποίας φαίνονται τα τείχη. Εισέρχεται ο χορός των Γερόντων, κρατούντων επ’ ώμου κλάδους ξηρούς δένδρων και ανερχομένων το ύψωμα μετά κόπου. Ο κορυφαίος του Χορού κρατεί και πύραυνον εις τας χείρας με άνθρακας ανημμένους.}

ΣΚΗΝΗ Α΄

ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ

 
        Τράβα, Δράκη, εμπρός με θάρρος,
κι αν τον ώμο σου τσακίζη της χλωρής εληάς το βάρος·
        συφορές ο βίος έχει
        που κανείς δεν τις παντέχει.
Ω Στρυμόδωρε!16  ποιος τάχα ήθελε στο νου του βάλη,
πως θ’ ακούση τις γυναίκες,–που’ νε συφορά μεγάλη
        του σπιτιού και φανερή,
        και τις βόσκουμε οι μωροί,–
την Ακρόπολι να πιάσουν, και το άγαλμα ν’ αρπάξουν
της θεάς, και με τ’ αμπάρια τα προπύλαια να φράξουν;
Πάμε γρήγορα απάνω, ω Φιλούργε, ν’ ανεβούμε,
και να βάλουμ’ ένα γύρω όλα τούτα που κρατούμε,–
        τα κλαδιά απ’ την εληά,
κι όσες θέλησαν να φτειάσουν τούτη τη βρωμοδουλειά,
μιά φωτιά ν’ ανάψουμ’ όλοι, σύμφωνοι και με μιά  γνώμη,
και με τούτα μας τα χέρια να τις κάψουμεν ακόμη,
και του Λύκωνος17  πεό πρώτη τη γυναίκα. Όσο ζω,
μα τη Δήμητρα! δεν πρέπει να με πάρουν για χαζό.
Ουτ’ αυτός ο Κλεομένης18  που την είχε καταλάβη,
έφυγ’ από τούτην δίχως και κακή ποινή να λάβη·
αλλά μολονότι Λάκων, παλληκάρι στην εντέλεια,
βγήκε και με δίχως όπλα και με φόρεμα κουρέλια,
λερωμένος και βρωμιάρης, κ’ έξη χρόνια να λουσθή,
        και χωρίς να κουρευθή.
Τού ’στησαν πολιορία και τον έσφιξαν αυτού
        δεκαφτά γραμμές στρατού,
        που τις νύχτες εκοιμάτο
        στα Προπύλαι’ από κάτω.
        Τώρα που ’μ’ εδώ και πάλι,
στις εχθρές του Ευριπίδη19  κι όλων των θεών, μεγάλη
        τιμωρία να τους δώσω,
        τάχα δεν θα κατορθώσω;
        Μήπως και στο Μαραθώνα
τρόπαιό μου δεν υπάρχει [που θα μείνη στον αιώνα;]
Αλλ’ αυτό το μέρος μένει απ’ το δρόμο ως εκεί–
τούτος ο ανηφοράκης,–κι ας τραβούμε βιαστικοί.
Και το φόρτωμα καθένας εις την ράχη ας το πάρη
μονομιάς, χωρίς σαμάρι·
μολονότι αυτά τα ξύλα [απ’ το βάρος κι απ’ το δρόμο]
μου τσακίσανε τον ώμο.
        Μα τώρα όμως πρέπει να βαδίσουμε,
        και τη φωτιά μας πρέπει να φυσήσουμε,
        μη τύχη και μας σβύση και τη χάσουμε,
        όταν στου δρόμου την κορφή θα φθάσουμε.
(φυσά εις το πύραυνον)
        Φυ! φυ!
        Πω, πω! καπνός, [βρε αδελφοί!]
Ω Ηρακλή μου! ο καπνός που απ’ τη χύτρα βγαίνει,
δαγκώνει μεσ’ στα μάτια μου σα σκύλλα λυσσασμένη.
        Εγώ δεν αμφιβάλλω
πως απ’ τη Λήμνο η φωτιά20  θα είνε δίχως άλλο,
        [κι αν την πολυφυσήσω
μα τους θεούς, σαν τους Λημνιούς τσιμπλής θα καταντήσω.]
Αλλοιώς δεν θα μου δάγκωνε στο κέθε φύσημά μου
        τα δυό τσιμπλόμματά μου.
Τρέχα συ λοιπόν, ω Λάχη, στην Ακρόπολι επίσης
        τη θεά να βοηθήσης,
        γιατί τώρ’ αν την αφήσης,
δεν ξανάχεις ευκαιρία, για να την υπερασπίσης.
(φυσά εκ νέου εις το πύραυνον).
        Φυ! φυ!
        πω, πω, καπνός, [βρε αδελφοί!]
        Τουτ’ η φωτιά να ζη και να μη σβύνη,
        κάποιου θεού βοηθάει καλωσύνη.
        Τι λέτε: πειό καλά δεν θα τα φτιάναμε,
        εδώ τα δυο τα ξύλα αν τα βάναμε,
        κι αφού στη χύτρα το δαυλό αφήσουμε,
        με τη φωτιά τη θύρα να κτυπήσουμε;
Κι αν όταν τις καλέσουμε τ’ αμπάρια δεν ανοίγουν,
καίμε τις πόρτες γρήγορα και οι καπνοί τις πνίγουν.
        Κάτω λοιπόν το φόρτωμά μου.
Ποιος τάχ’ από τους στρατηγούς τους δυστυχείς της Σάμου21
τα ξύλα θα συλλάβη αυτά;–Μωρέ καπνός! βάι-βάι!....
(Αποθέτουν τα ξύλα εντός του παρασκηνίου, ένθα αποσύρονται
οι λοιποί, πλην του Κορυφαίου κρατούντος το πύραυνον,
και ετέρου κρατούντος δαυλόν).
Το σπάσιμο της ράχης μου ετέλειωσε και πάει.
Και τώρα, χύτρα! χρέος σου το έργο σου ν’ αρχίσης
και άναψε τα κάρβουνα.–Φέρε και συ επίσης
τον αναμμένο το δαυλό!
(Λαμβάνει τον ανημμένον δαυλόν και επικαλείται:)
        Ω Νίκη! σε παρακαλώ
κατά των γυναικών αυτών, που κλείσθηκαν στα τείχη,
η νίκη μου κι ο θρίαμβος βοήθει να πιτύχη!
(Απέρχεται μετά του χορού εις τα παρασκήνια. Εισέρχεται
αριστερόθεν ο Χορός των Γυναικών).
 

ΣΚΗΝΗ Β΄

ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

 
        Γυναίκες ρίχτε μιά ματιά·
βλέπω μιά φλόγα και καπνό, σαν να ’ρχεται από φωτιά.
(Παρατηρούν προς το μέρος της Ακροπόλεως).
Όλες γρήγορα τρεχάτε! πέτα, πέτα Νικοδίκη
        πριν να κάψουν την Καλύκη–
και την Κρίτυλλα οι φλόγες,–από νόμους φοβερούς
        κι από γέρους βρωμερούς.
        Αλλά φοβάμαι τώρα
μήπως αργά εφθάσαμε και χάσαμε την ώρα.
Να ’ρθω στη βρύσι για νερό πρωί-πρωί σηκώθηκα
        κ’ εσπρώχθηκα και χώθηκα–
στο θόρυβο που κάνανε οι στάμνες και οι δούλες,
που έχουνε στα πρόσωπα ζωγραφισμένες βούλλες.22
Αρπάζω το σταμνί λοιπόν μη χάσω τον καιρό
        και φέρνω το νερό
        βοήθεια να κάνω–
σ’ αυτές τις συνδημότιδες που καίοντ’ [εκεί πάνω.]
Μου ’παν πως μερικοί, στραβοί από τα γερατεία,
        εκάμαν’ εκστρατεία,
και ξύλα τρία τάλαντα κουβάλησαν βερειά,
        στων Προπυλαίων τη μεριά,
λες και νερό για λούσιμο γυρεύουν να ζεστάνουν,
κι ότι με λόγια  τρομερά φρικτές φοβέρες κάνουν
τα παληογυναικάρια με τη φωτιά να ψήσουνε,
        και κάρβουνο ν’ αφήσουνε.
        Είθε [αυτό που λένε
να μη γενή,] ούτε να ιδώ, θεά μου, να τις καίνε,
τον τόπο και τους Έλληνας να σώσουν μόνο εκείνες
απ’ του πολέμου τα κακά κι απ’ τις παραφροσύνες.
Για τούτο, ω Χρυσόλοφη,23 [σ’ αυτή τη σκέψι εφθάσανε]
        και το ναό σου πιάσανε.
Αλλά, ω Τριτογένεια!24 εάν φωτιά μεγάλη
[προφθάση κι] από κάτω του κανένας άνδρας βάλη,
        μ’ εμάς να συμμαχήσης,
        [και συ νερό να χύσης.]
(Εισέρχεται η Στατυλλίς καταδιωκομένη υπό τινος γέροντος,
όστις την έχει συλλάβη εκ του ενδύματος. Ακολουθεί
ο Χορός των Γερόντων και λαμβάνει θέσιν έναντι).
 

ΣΚΗΝΗ Γ΄

ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ και ΣΤΡΑΤΥΛΛΙΣ – ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ

 

ΣΤΡΑΤΥΛΛΙΣ

 
        Βρε άφες με!
(Διαφεύγει των χειρών του Γέροντος και ενούται
με τας λοιπάς του Χορού).
 

ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

 
        Τι είν’ εκεί;
        Άνδρες κακοί!
Αυτά που κάνετε εσείς, όσ’ είνε τιμημένοι
και ευσεβείς δεν κάνουνε.
 

ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ

 
        Ποιος να το περιμένη
αυτό το πράμα πως θα ιδή; Να, που ’χει ξεκινήση
κι άλλο γυναικομάζωμα στις πόρτες να βοηθήση.
 

ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

 
Τι; μας εφοβηθήκατε; ημείς [που τώρα βγήκαμε]
        πολλές σας εφανήκαμε;
        δεν είδατε ακόμα
ούτε και το μυριοστόν απ’ το δικό μας κόμμα.
 

ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ

 
Φαιδρία! πώς; θ’ αφήσουμε αυτές με τέτοια γλώσσα
        να κοπανάνε τόσα;
        Δεν πρέπει να τις πιάσουμε
και όλα τούτα τα ραβδιά στη ράχη τους να σπάσουμε;
 

ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

 
        Και από μας η κάθε μιά
        θα βάλη κάτω τα σταμνιά,
να μη μας εμποδίζουνε, και τότε διορθώνει
αυτόν, που κατ’ επάνω μας το χέρι του ξαμώνει.
 

ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ

 
Ω, μα τον Δία! αν κανείς, με χαστουκιές γερές,
        τους τσάκιζε δυό-τρεις φορές,
--όπως κι αυτού του Βούπαλου25--τις δυό τους τις μασέλες,
τώρα δεν θα ’χανε φωνή [να λένε τέτοιες τρέλλες!]
 

ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

 
        Εδώ στεκόμαστε μπροστά,
        κι ας έρθη όποιος του βαστά·
μα [θα σε κάμω εγώ να ειπής, πως] ούτε σκύλλα είδες
να σ’ έχη αρπάξη πειό γερά από τις δυό σου αρχίδες.
 

ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ

 
        Αν ίσως δεν σωπάσης,
το τελευταίο γήρας μου κακά θα δοκιμάσης.
 

ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

 
        Σαν θέλης παρ’ τα μούτρα σου,
την Στρατυλλίδα άγγιξε, [να ιδής πού πάει η κούτρα σου.]
 

ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ

 
Τι θα μου κάνης, στις σβερκιές αν έλθω και σ’ αρχίσω;
 

ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

 
Τ ’άντερα και τα πλεμόνια σου με δαγκανιές θα χύσω.
 

ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ

 
Κανείς δεν είνε πειό σοφός από τον Ευριπίδη,
[που τις γυναίκες πάντοτε τις στρώνει στο βρισίδι]·
γιατί ως σήμερα στη γη δεν είνε γεννημένα
πλάσματα αναιδέστερα [και πειό ξετσιπωμένα].
 

ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

 
Εμπρός Ροδίππη, τα σταμνιά, [μη χάνουμε καιρό].
 

ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ

 
Γιατί, θεοκατάρατες! εφέρατε νερό;
 

ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

 
Γιατί, μωρέ ψοφήμι συ, ήλθες φωτιά ν’ ανάψης;
        το σώμα σου θα κάψης;
 

ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ

 
Ήλθα ν’ ανάψω τη φωτιά τις φίλες σου να ψήσω.
 

ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

 
Έ, ήλθα τη φωτιά κ’ εγώ με το νερό να σβύσω.
 

ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ

 
        Θα ρίψης στη φωτιά νερά;
 

ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

 
        Θα στ’ αποδείξω μια χαρά.
 

ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ

 
Σε ξεροψήνω στη στιγμή με το δαδί που φέρω.
 

ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

 
Αν ήσαι βρώμιος κι άπλυτος λουτρό θα σου προσφέρω.
 

ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ

 
Θα κάμης συ λουτρό σ’ εμέ, μωρή βρωμοσουπιά;
 

ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

 
Θα ’ν’ και λουτρό του γάμου σου.
 

ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ

 
        Ακούς ξεδιαντροπιά!
 

ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

 
Μα είμ’ εγώ ελεύθερη.
 

ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ

 
        Κ’ εγώ θα στο βουλώσω
το στόμα σου, που τ’ άφησες και τσαμπουνάει τόσο.
 

ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

 
Αλλά στο δικαστήριο δεν θα ’χης πειά δουλειά.
 

ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ

 
        Μώρ’ δεν της καίτε τα μαλλιά!
 

ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ (κενώνουσι τας υδρίας των επί των Γερόντων).

 
Ο Αχελώος ποταμός το χρέος του ας κάνη!
 

ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ

 
Ωχ! ωχ! κακόμοιρος εγώ!
 

ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

 
        Μήπως ζεστό σου εφάνη;
 

ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ

 
Βρε τι ζεστό! δεν παύεις πειά; κατάλαβες τι κάνεις;
 

ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

 
Τι έκανα; σ’ επότισα βλαστούς να ξαναβγάνης.
 

ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ ριγών

 
        Ξεράθηκ’ από τη νοτιά
 

ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

 
        Σαν άναψες και τη φωτιά,
        τρέχα κοντά της να σταθής
        και γρήγορα να ζεσταθής.
(Έρχεται ο Πρόβουλος ακολουθούμενος υπό τοξοτών κρατούντων μοχλούς)
 

ΣΚΗΝΗ Δ΄

ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ και οι ΑΝΩΤΕΡΩ και μετ’ ολίγον ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ

 
Άναψε στις γυναίκες μας φωτιές το φαγοπότι,
τα όργια του Σαβάζιου26 και του τυμπάνου οι κρότοι,
κι αυτός ο Αδωνιασμός27 μέσα στο κάθε δώμα,
που άκουα τον ήχο του κι ως στη Βουλήν ακόμα.
Τη μέρα που ο Δημόστρατος28 έλεγε, πως τα πλοία
δεν πρέπει να κινήσουν να παν στη Σικελία,
εχόρευε η γυναίκα [του στο σπίτι κ’ εγλεντούσε]
και, άου-άου! τον Άδωνι κι αυτή μοιρολογούσε!
Στα όπλα αυτός Ζακυθινούς ζητούσε να καλέση,
και η γυναίκα του στουππί στην κάμερα είχε πέση
και κλαίοντας τον Άδωνι· κι ο Χολοζύγης29 πάλι
        έβαζε πειό μεγάλη
        φωνή, ο σιχαμένος
        και θεοσκοτωμένος!
Νά τ’ ατιμοκαμώματα που φτιάνουν κάθε μέρα!
 

ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ

 
Κι αν μάθαινες την προσβολή και τούτην εδώ πέρα!
Αφού καλά μας βρίσανε, τις στάμνες τους επιάσανε
        κι απάνω μας αδειάσανε,
και τώρα να, τα ρούχα μας κουνάμε τα βρεμένα,
        σαν να ’ν’ κατουρημένα.
 

ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ

 
Μα το θεό της θάλασσας! δικαίως τα παθαίνουμε,
αφού εμείς οι ίδιοι στα γλέντια τις μαθαίνουμε,
και τις βοηθούμε σ’ όλες τους τις πονηριές που κάνουν,
τέτοιες ιδέες βέβαια θα ιδούμε να μας βγάνουν.
Αφού εμείς οι [ίδιοι πηγαίνουμε τρεχάτοι]
μέσα στα εργοστάσια και λέμε στον εργάτη:
Τη νύχτα που η γυναίκα μου εχόρευε με βιάσι,
από το περιδέραιον όπου της είχες φτιάση,
ω χρυσοχόε, γλίστρησε και βγήκε το κεφάλι
        από την τρύπα πάλι.
Στη Σαλαμίνα σήμερα θα πεταχθώ με βία·
γι’ αυτό λοιπόν του λόγου σου, αν εύρης ευκαιρία,
πέρνα το βράδυ από κει, κι όπως μπορείς να κάνης,
μα το κεφάλι στερεά στην τρύπα να το βάνης.
Ο άλλος πάλι τρέχοντας τον παπουτσή γυρεύει,
--που ’νε παιδί, μα ’χει ψωλή που δεν σου χωρατεύει–
και λέει: – Της γυναίκας μου το πόδι, το πληγώνει,
στο τρυφερό της δάκτυλο απάνω, στο κορδόνι·
το μεσημέρι κόπιασε στο σπίτι να στο δείξη,
και τέντωσέ το γρήγορα, όσο μπορεί ν’ ανοίξη.
Μα να τ’ αποτελέσματα όλων αυτών. Και τώρα
που κωπηλάτες γύρισα κ’ εμάζεψα στη χώρα,
και πρέπει να ’χω χρήματα, μαζεύθηκαν οι φίλες
        και μου ’κλεισαν τις πύλες!
        Αλλά δεν είν’ αυτό δουλειά
να στέκωμαι σαν κούτσουρο [και με χωρίς μιλιά!]
Φερ’ τους μοχλούς εσύ εδώ, και θα τιμωρηθούν πολύ
        γι’ αυτήν την προσβολή.
(Προς Τοξότην καρτούντα μοχλόν).
– Τι χάσκεις, κακορροίζικε, εκείθε τι χαζεύεις
χωρίς να κάνης τίποτα; το καπηλειό γυρεύεις;
Γιατί δεν πάτε τους μοχλούς στις πύλες να τους χώσετε
        να τις ανασηκώσετε;
Εμπρός! και από δω κ’ εγώ για βοηθός πηγαίνω.
(Ετοιμάζονται να θέσουν τους μοχλούς εις τας πύλας).
 

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ (εξερχομένη)

 
Τις πύλες μη σηκώνετε, και μοναχή μου βγαίνω.
Για τους μοχλούς που φέρνετε, δεν είν’ ανάγκη τόση,
ανάγκη μόνον έχετε από μυαλό και γνώσι,
        [όπου σας λείπει ακόμα.]
 

ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ

 
        Μπα! σ’ είσαι μωρή βρώμα!
– Πού είνε ο τοξότης μου! τρέξε και σύλλαβέ τη
        και πισθαγκώνιασέ τη!
 

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

 
Μα τη θεά την Άρτεμι! αν ίσως και τολμήση
και με το δακτυλάκι του μονάχα να μ’ εγγίση,
θα κλάψη πολύ γρήγορα, κι ας είνε κ’ εξουσία.
 

ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ

 
Βρε συ, την εφοβήθηκες; – Δεν πάτε με τη βία
κ’ οι δυό να την αρπάξετε,– ένας από τη μέση,
κι ο άλλος να την δέση;
 

ΓΥΝΗ Α΄ (εμφανιζομένη πλησίον της Λυσιστράτης)

 
Αν βάλης, μα την Πάνδροσο, χέρι σ’ αυτήν απάνω,
θα πάθης τσαλαπάτημα ευθύς, που θα σε κάνω
και θα χεσθής απάνω σου.
 

ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ

 
        Ά έτσι; τώρα στάσου,
κι αυτό το χέσιμο, που λες, θα πάθ’ η αφεντιά σου.
Πού ’ν’ ο τοξότης; -Δέσε την προτήτερ’ απ’ τις άλλες
αυτήν, που τις παλληκαριές μας κάνει τις μεγάλες.
 

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

 
Αν κάνης, μα την Άρτεμι, και δάκτυλο ν’ απλώσης,
σου κάνω τις μασσέλες σου στο μούσκιο να τις χώσης.
 

ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ

 
Μα τέλος πάντων τ’ είν’ αυτά; – Πού ’ν’ ο τοξότης; Πίσω!
κι αυτήν την καταβόθρα σας εγώ θα σας την κλείσω!
 

ΓΥΝΗ Α΄

 
Να την εγγίσης μοναχά μοίρα κακήν αν είχες,
κ’ ευθύς σε σουρομάδησα απ’ όλες σου τις τρίχες.
 

ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ

 
Αλλοίμονό μου, ο δύστυχος! και ο τοξότης πάει.
Τους άνδρας είναι δυνατόν γυναίκα να νικάη;
(Προς τους λοιπούς τοξότας).
Σκύθαι! εμπρός! όλοι μαζύ! χτυπήσατ’ ενωμένοι!
 

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

 
 
Μα τις θεές! να ξέρετε πως είν’ εδώ κλεισμένοι
τέσσαρες λόχοι γυναικών, που κάθε μια τα ’χει
ακονισμένα κ’ έτοιμα τα όπλα της για μάχη.
 

ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ

 
Τα χέρια τους πισθάγκωνα δέσετ’ αμέσως Σκύθαι!
 

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

 
Ε, σεις! γυναίκες σύμμαχοι! εβγήτε από κείθε!
        αυγολαχανοφασουλομανάβισσες! [τρεχάτε!]
        Σκορσοχατζηξενοδοχοφουρνάρισσες! [ελάτε!]
        δεν θα μαλλιοτραβήσετε;…
        και δεν θα κοπανίσετε;
δεν θα καταξεσχίσετε;…
        και δεν θα σκυλλοβρίσετε;…
        δεν θα ξετσιπωθήτε;
(Αι γυναίκες εξορμώσιν εκτός των τειχών και συμπλέκονται
με τους Τοξότας, οίτινες τρέπονται εις φυγήν. Η Λυσιστράτη
ηπιώτερον και θριαμβευτικώς προς τας γυναίκας:)
        Αρκεί, αρκεί, σταθήτε!
Γυρίστε πίσω· στον εχθρό τα όπλα πάλι δότε.
 

ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ

 
Αλλοίμονο! τι συφορά μού πάθανε οι Τοξόται!
 

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

 
Τι νόμισες; με δουλικά λοιπόν πως πολεμάς,
ή με χωρίς παλληκαριά μας πέρασες εμάς;
 

ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ

 
Πολλή, μα τον Απόλλωνα, και η παλληκαριά σας,
και μάλιστα σαν βρίσκεται και κάπελας κοντά σας.
 

ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ

 
        Τι τόσα λόγια χάνεις,
και με τις όχεντρες αυτές κουβέντες τώρα πιάνεις,
        Επίτροπε της χώρας;
Δεν ξέρεις πως μας κάνανε λουτρό προ λίγης ώρας
στα ρουχαλάκια μας, χωρίς και μ’ αλυσσίβας σκόνη;
 

ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ (προς τον Χορόν Γερόντων)

 
Βρε κουτεντέ! το χέρι του δεν πρέπει αν σηκώνη
ο άνθρωπος αυθαίρετα στον άλλον κατ’ επάνω·
σαν το σηκώνης, τούμπανα τα μάτια θα σου κάνω.
Κακό δεν κάνω κανενός· φρόνιμα θα καθήσω,
σαν κοριτσάκι· ούτε κλωνί αχύρου θα κινήσω,–
        ενόσω δεν θελήση
κανείς, σαν τη σφηγκοφωλιά να ρθή να μ’ ερεθίση.
 

ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ

 
        Ω Ζευ! έχουμε τάχα χρεία,
        από αυτά τα κνώδαλα τ’ αχρεία;
(Στον Πρόβούλο)
        Κανείς να υποφέρη δεν μπορεί
        αυτό το πράμα το βαρύ.
        Λοιπόν να εξετάσουμε τι φτιάσανε,
γιτι’ ήλθανε το φρούριο του Κραναού30 κ’ επιάσανε,
την άβατη Ακρόπολι, την πέτρα τη μεγάλη
και τον ναό τον Ιερό. Εξέτασε και πάλι–
        και μη πεισθής,
κι όλα τα μέσα που μπορείς, να μεταχειρισθείς.
        Γιατί ντροπή θα πάθουμε,
εάν δεν εξετάσουμε τι τρέχει και δεν μάθουμε.
 

ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ

 
Και, μα το Δία, βέβαια· σεις πρώτες θα μου πήτε
τι τάχα στην Ακρόπολι γυρεύατε να μπήτε
και με μοχλούς την κλείσατε;
 

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

 
                        Το χρήμα να κρατήσουμε
                σωστό, να μην αφήσουμε
για χρήματα στον πόλεμο το αίμα σας να χύνετε.
 

ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ

 
Θαρρείτε για τα χρήματα ο πόλεμος πως γίνεται;
 

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

 
Και γι’ άλλους λόγους γίνεται αυτό το ανακάτωμα:
Για να μπορεί ο Πείσανδρος,31 και όλα τ’ άλλα άτομα
που την αρχήν βυζαίνουνε, να βρίσκουν ευκαιρίες
για κλέψιμο, ανοίγοντες στον τόπο φασαρίες.
Ας κάμουν ό, τι θέλουνε και ό, τι τους αρέσει·
να βγάλη χρήμα από δω κανείς δεν θα μπορέση.
 

ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ

 
Και τι θα κάμης;
 

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

 
        Το ρωτάς; τι άλλο δα θα πράξουμε,
        παρά να το φυλάξουμε;
 

ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ

 
Συ φύλακας στης πόλεως τα χρήματα θα γίνης;
 

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

 
        Μπα! δύσκολο το κρίνεις;
Μήπως εμείς δεν είμαστε και φύλακες συνάμα
για του σπιτιού τα χρήματα;
 

ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ

 
                        Δεν είν’ το ίδιο πράμα.
 

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

 
Δεν είν’ το ίδιο πράμα;
 

ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ

 
                        Ναι, μ’ αυτό θα πολεμήσουμε.
 

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

 
Μα και γι’ αυτό τον πόλεμο να γίνη δεν θ’ αφήσουμε.
 

ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ

 
        Την πόλι πώς θα σώσουμε;
 

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

 
        Εμείς θα σας γλυτώσουμε.
 

ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ

 
Σεις, λέει;
 

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

 
        Βέβαια εμείς.
 

ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ

 
                Σαν δύσκολο πολύ.
 

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

 
Μα κι αν δεν θέλης, θα σωθής.
 

ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ

 
                Η γλώσσα σου μιλεί
πολύ κακά.
 

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

 
        Αγανακτείς; μα θα το κατορθώσουμε.
 

ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ

 
Άδικο, μα τη Δήμητρα!
 

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

 
                Α, πρέπει να σας σώσουμε.
 

ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ

 
        Κι αν ίσως δεν θελήσω;
 

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

 
Να κ’ ένας λόγος πλειότερος το ζήτημα να λύσω.
 

ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ

 
        Αλλά κι αν πρέπ’ ειρήνη
         πόλεμος να γίνη,
πώς βγήκατε τη γνώμη σας να δώσετε στη χώρα;
 

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

 
        Θα σου τα πούμε τώρα.
 

ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ

 
Θα κλάψης· λέγε γρήγορα.
 

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

 
                Άκου λοιπόν και στάσου,
και μη μας τα παρακουνάς μπροστά μας τα ξερά σου.
 

ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ

 
Να τα κρατήσω δεν μπορώ· με πιάνουνε κ’ εξάψεις
απ’ το θυμό μου.
 

Α΄ ΓΥΝΗ

 
        Ε, λοιπόν περισσότερο θα κλάψης.
 

ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ (προς την Α΄ Γυναίκα)

 
Πες το αυτό καλήτερα, γρηά, στον εαυτό σου.
(Στη Λυσιστράτη)
Για έλα τώρα, λέγε μας εσύ το σχέδιό σου.
 

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

 
        Αυτό κ’ εγώ έχω σκοπό,
        το σχέδιό μου να σου ειπώ.
Εμείς αυτόν τον πόλεμο, [που τρώει την Ελλάδα],
πρώτες τον ανεχθήκαμε με τόση φρονιμάδα,
        κι απ’ τον καιρό που αρχίσατε,
ούτε και να γκρινιάσουμε καθόλου μας αφήσατε·
μα μολονότι είμαστε και δυσαρεστημένες,
        κ’ εμέναμε κλεισμένες
        στα σπίτια μας, πολλές φορές
        σε υποθέσεις σοβαρές
να παίρνετε απόφασι πολύ κακή ακούσαμε.
        Κατόπιν σας ρωτούσαμε–
με γέλιο και με λύπη μας μεσ’ την ψυχή κορυφή:
– «Τι αποφάσισ’ η Βουλή στη στήλη32  να γραφή
για την ειρήνη σήμερα;» – «Είν’ αλλουνού δουλειά»
μου ’λεγε ο άνδρας μου. «Σκασμός!» Δεν έβγαζα μιλιά!
 

Α΄ ΓΥΝΗ

 
Α, να κρατήσω σιωπή ποτέ δεν θα μπορούσα.
 

ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ

 
Θα ’σκουζες, αν δεν σώπαινες.
 

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

 
        Γι’ αυτό κ’ εγώ σιωπούσα.
Και όταν εμαθαίναμε που ’χατε ξαναβγάλη
απόφασι χειρότερη, ρωτούσαμε και πάλι:
-«Μα πώς τα καταφέρατε με τόση κουταμάρα;»
Κ’ εκείνος, μ’ ένα βλέμμα του που σ’ έπιανε τρομάρα,
αν δεν καθήσω, μου ’λεγε, μονάχα με τη ρόκα μου
        θα μού ’σπαζε την κόκα μου.
Ο πόλεμος είνε δουλειά και σκέψις ανδρική.
 

ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ

 
Ω, μα το Δία, στά λεγε καλά.
 

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

 
                Ακούς εκεί,
        μου τά ’λεγε καλά!
πως τάχα–όταν σκέπτεσθε και σεις χωρίς μυαλά,
        πρέπει να σας αφίνουμε
        και γνώμες να μη δίνουμε;
        και όταν μια φορά
στο δρόμο σας ακούσαμε να λέτε φανερά
        πως άνδρας μεσ’ στη χώρα
        δεν απομένει τώρα,
κι ο άλλος είπε: «ναι, κανείς, μα το θεό»,–σκεφθήκαμε,
και οι γυναίκες γρήγορα μαζύ εσυναχθήκαμε
και την Ελλάδα σήμερα να σώσουμ’ είνε χρεία.
Πούθε θα περιμέναμε για νά ’ρθ’ η σωτηρία;
Λοιπόν, αν ίσως σήμερα είν’ και δικό σας θέλημα,
άνδρες, ν’ ακούσετε αυτά τα λόγια τα ωφέλιμα,
κι όπως εκάναμε κ’ εμείς το στόμα να βουλλώσετε,
μπορούμε να σας σώσουμε.
 

ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ

 
        Εσείς εμάς να σώσετε;
Βαρύς και ανυπόφορος ο λόγος οπού βγαίνει
από το στόμα σου.
 

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

 
                Σκασμός!
 

ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ

 
                Μωρή καταραμένη!
Εσύ θα δώσης προσταγή σ’ εμέ να σιωπήσω,
με τη μανδήλα που φορείς; Μπα! κάλλιο να μη ζήσω!
 

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

 
        Αν μ’ ετούτο σ’ εμποδίζω,
        τη μανδήλα σου χαρίζω,
 
16Εκ του ονόματος τούτου ολόκληρον το ανωτέρω χορικόν ονομάζεται και «Στρυμόδωρος».
17Ονομάζει ενταύθα γνωστήν εταίραν εν Αθήναις, Ροδίαν ονομαζομένην, μητέρα του Αυτολύκου και σύζυγον του Λύκωνος· «ώσπερ επί την Λύκωνος έρρει πας ανήρ» (Εύπολις).
18Στρατηγός Λακεδαιμόνιος, εκστρατεύσας κατά της Αττικής κατέλαβε την Ακρόπολιν· πολιορκηθείς δε υπό των Αθηναίων ηναγκάσθη να εξέλθη υπό συνθήκην.
19Ως γνωστόν ο Ευρυπίδης ήτο μισογύνης, ο δε Σοφοκλής σκώπτων αυτόν έλεγεν: «εν γε ταις τραγωδίαις μισογύνης εστίν, εν δε τη κλίνη φιλογύνης».
20«Λήμνιον πυρ» (σ.299): παίζει με την φράσιν, εννοών την παροιμίαν «λήμνιον κακόν», προκύψασαν εκ του γνωστού εγκλήματος των γυναικών της Λήμνου, αι οποίαι κατά τον Ευριπίδην «Λήμνον άρδην αρσένων εξώκισαν», δηλαδή εφόνευσαν τους άνδρας των, διότι είχον επιδοθεί εις την παιδεραστίαν.
21Εννοεί τους εν Σάμω στρατηγούς, δυστυχήσαντας εις τον πόλεμον, λέγει δε: ποίος απ’ αυτούς θα συλλάβη το αναμμένον ξύλον, δια να (καή) γίνη περισσότερον δυστυχής;
22«Στιγματίαι»: αι δούλαι έστιζον τα πρόσωπα προς διάκρισιν από των ελευθέρων.
23Τίτλος της Αθηνάς
24Ωσαύτως από της Τριτωνίδος λίμνης της Λιβύας, περί την οποίαν η Αθηνά εγεννήθη εκ της κεφαλής του Διός, είτε εκ της λέξεως τ ρ ι τ ώ, ήτις αιολιστί σημαίνει κεφαλήν.
25Αγαλματοποιός διακωμωδούμενος.
26«Σαβάζιος» βαρβαρικόν όνομα του Διονύσου.
27Εορτή του Αδώνιδος γινομένη ιδιαιτέρως εις οικίας και εις κήπους υπό των γυναικών, αι οποίαι εθρήνουν τον θάνατον του Αδώνιδος.
28Δημόστρατος στρατηγός, υποκινήσας εν Αθήναις την κατά της Σικελίας εκστρατείαν.
29Ο Δημόστρατος εκαλείτο Βουζύγης, και κωμικώς Χ ο λ ο ζ ύ γ η ς, ως εκ του μελαγχολικού χαρακτήρος του.
30«Κρανάα» ωνομάζετο η πετρώδης ακρόπολις, από του βασιλέως Κραναού.
31Ο Πείσανδρος ήτο συνάρχων μετά του Φρυνίχου και του Θηραμένους· κωμωδείται ως δωροδοκούμενος, καταχραστής και δειλός.
32Η στήλη ήτο ρθογώνιος λιθίνη ή χαλκή, εκτεθειμένη εις δημόσιον μέρος, επί της οποίας ανεγράφοντο τα ψηφίσματα, αι συνθήκαι, και αι πράξεις των στηλιτευομένων επί κακία ή επαινουμένων επ’ αρετή.

Inne książki tego autora