Za darmo

Προμηθεύς Δεσμώτης

Tekst
iOSAndroidWindows Phone
Gdzie wysłać link do aplikacji?
Nie zamykaj tego okna, dopóki nie wprowadzisz kodu na urządzeniu mobilnym
Ponów próbęLink został wysłany

Na prośbę właściciela praw autorskich ta książka nie jest dostępna do pobrania jako plik.

Można ją jednak przeczytać w naszych aplikacjach mobilnych (nawet bez połączenia z internetem) oraz online w witrynie LitRes.

Oznacz jako przeczytane
Czcionka:Mniejsze АаWiększe Aa
 
 
ΙΩ
 
Και για ποιο σου αμάρτημα την τιμωρία λαβαίνεις;
 
ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
 
Αρκετό σου είναι ό,τι σου έχω φανερώσει.
 
ΙΩ
 
Και των βασάνων εμέ της άμοιρης ακόμα
φανέρωσέ μου ποιο το τέρμα θάναι.
 
ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
 
Καλύτερά σου αυτό να μην το μάθης.
 
ΙΩ
 
Μα ό,τι κι αν μέλλεται να πάθω μη μου κρύψης.
 
ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
 
Την τέτοια χάρι που ζητάς δεν τη ζηλεύω.
 
ΙΩ
 
Και γιατί τάχα αργείς ξάστερα να μου πης όλα;
 
ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
 
Μόν' από φόβο μην θολώσω τα συλλογικά σου.
 
ΙΩ
 
Μη νοιάζεσαι γι' αυτό πιότερο από μένα που το θέλω.
 
ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
 
Μια που το θέλεις, το λέγω κι' άκουσέ με.
 
ΧΟΡΟΣ
 
Στάσου ακόμη· κ' εμέ κάμε μια χάρι.
Πρώτ' ας τη ρωτήσουμε τα βάσανά της
να τα ιστορήση πριν, κ' ύστερ' ας μάθη
από σε τα μελλάμενά της πάθη.
 
ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
 
Ιώ, τη χάρι αυτή δεν πρέπει ν' αρνηθής στης κόρες,
γιατί είναι του πατέρα σου αδελφάδες·
και λογιάζω πως ανάξια κανείς δεν χάνει
τον καιρό, σαν δυστυχίες ιστορή με κλάμα πόνου
κι' όσοι ακούνε του αποκρίνονται με δάκρυ.
 
ΙΩ
 
Δεν δύναμαι να μη δεχθώ το ρώτημά σας,
κι' όλα, τα που ρωτάτε, ξάστερα θ' ακούστε,
αν και με πιάνει κλάμα στη διήγησί μου,
του πώς ήρθε βαρυχειμονιά σ' εμέ, και της μορφής μου
ο χαλασμός εμέ της άμοιρης πώς ήρθε.
Φαντάσματα ονείρων τη νύχτα συχνοτριγυρνώντας
στα παρθενικά μου δώματα μ' εξεπλανεύαν
μ' απλά λόγια τέτοια: «Μυριοευτυχισμένη κόρη,
γιατί παρθένα μένεις, ενώ στο χέρι σου είναι
πολυδοξασμένος γάμος; Ερωτικό ένα βέλος
καίει το Δία για σε και λαχταράει εκείνος
την αγκαλιά σου. Τέτοια, παιδί μου, κλίνη
μη την καταφρονέσης, μόν' έβγα στο πλατύ λιβάδι
της Λέρνης, όπου βόσκουνε του Ινάχου
τα βώδια και τα πρόβατα, ως που να σβύση
απ' του θεού το μάτι ο ερωτικός του πόθος».
Όνειρα τέτοια κάθε νύχτα ερχόνταν
σ' εμέ την άμοιρη, ως που δεν βάσταξε η καρδιά μου
κ' είπα τα οράματα της νύχτας στον πατέρα.
Κ' εκείνος θεοπρόπους στην Πυθώ και στη Δωδώνη
στέρνει πολλούς για να ρωτήσουν
με ποια λόγια ή έργα θα μπορέση
ν' αρέση στους θεούς. Κι' αυτοί εγυρίσαν
κ' έφεραν χρησμούς που άσχημα εξηγιόνταν
και σκοτεινά και δύσκολα ήσαν ειπωμένοι.
Και τέλος ξάστερο μήνυμα στον Ίναχο ήρθε
καθαρά προστάζοντάς τον να ξαπολύση εμένα
κι' απ' το σπίτι κι' απ' τη χώρα να με διώξη,
στ' άκρα πέρατα του κόσμου να πλανώμαι.
Κι' αν δεν στέρξη, φλογερός θάρθη απ' τον Δία
κεραυνός π' όλη τη γενειά θα ξεπαστρέψη.
Στα μαντεύματα αυτά υπακούοντας του Λοξίου
μ' έδιωξε και μ' επέταξε απ' το σπίτι
άθελην άθελος, γιατί τούτο να κάμη
τον ανάγκαζε ο χαλινός του Δία.
Κ' ευθύς η όψι μου και τα φρένα αναποδιάσαν
κ έχοντας κέρατα, ως θωρείτε, κεντημένη
απ' του οίστρου το κεντρί, μανιακά σκιρτώντας
ωρμούσα στο καλόπιοτο ρέμμα της Κερχνείας
και στα υψώματα της Λέρνης· κ' ένας ντόπιος βοηδολάτης
άσπλαχνος στην καρδιάν, ο Άργος, τα πατήματά μου
ακολουθούσε, κυττώντας με μ' άγρια μάτια.
Μ' αναπάντεχος θάνατος αιφνήδιος έκοψέ του
τη ζωή. Κ' οιστρόπληκτη εγώ με θεϊκό καμτσίκι
διώχνομαι από γη σε γη. Άκουσες τα γενομένα,
κι' αν μπορής να ειπής ποιες μέλλονται μου θλίψες
φανέρωσ' τα· κι' όχι από ευσπλαχνία με λόγια
ψεύτικα να με ζεσταίνης· γιατ' η πιο άσχημη αρρώστια
λέω πως είναι τα φτιασμένα λόγια.
 
ΧΟΡΟΣ
 
Ωιμέ, ωιμέ, στάσου, αλλοίμονο.
ποτέ μου, ποτέ μου
δεν απάντεχα τέτοια απόκοτα
λόγια να φθάσουν
στην ακοή μου·
ουδέ τόσο κακοθώρητα κι' αβάσταχτα
δεινά, συμφορές, φόβοι, περνώντας
πέρα ως πέρα τη ψυχή μου να παγώσουν.
Αλλοίμονο, αλλοί, ω μοίρα κι' ω μοίρα,
έφριξα βλέποντας της Ιούς τα δεινά.
 
ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
 
Πρόωρα στενάζεις κ' είσαι φόβο γεμάτη·
στάσου ως που και τα λοιπά να μάθης.
 
ΧΟΡΟΣ
 
Λέγε, ιστόρησε· γλυκό στους παθιασμένους είναι
να μάθουν από πρωτήτερα τον επίλοιπο πόνο.
 
ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
 
Ό,τι πριχού ποθούσατε, εύκολα ελάβατε από μένα,
γιατί ζητούσατε πρώτα ν' ακούστε η ίδια
να ιστορήση το μαρτύριο της· κι' ακούσετε τώρα
τάλλα πάθη όσα μέλλεται να λάβη
απ' την Ήρα η κόρη ετούτη. Και συ του Ινάχου
σπέρμα, τα λόγια μου βάλε στο νου σου
να μάθης έτσι του δρόμου σου το τέρμα.
Στρέψε απ' εδώ πρώτα, απ' όπου βγαίνει ο ήλιος,
και προς τους ανόργωτους τράβα τους κάμπους.
Στους Σκύθες θα φθάσης τους πλανήτες που σε πλεκτές στέγες
μετέωροι κατοικούν σε καλότροχα πάνω αμάξια
και μακροβόλα τόξα πάνω στον ώμο φέρνουν.
Σ' αυτούς μη πλησιάσης, αλλά σιμώνοντας στης ράχες
όπου βογγά το κύμα, διάβα παραπέρα.
Κι' αριστερόθε του σιδέρου οι εργάτες
οι Χάλυβες οικούν, κι' απ' αυτούς φυλάξου,
γιατί ανήμεροι είναι κι' απλησίαστοι στους ξένους.
Και σε ποταμό υβριστή – όνομα και πράμμα -
θα φθάσης και μη τον διαβής, τι καλοπέραστος δεν είναι,
προτού φθάσης να ιδής τον Καύκασο τον ίδιο
τον υπερύψηλο, που απ' τα μηνίγγια του ο ποταμός ξεσπάει
την ορμή του. Κ' εκεί πρέπει εσύ περνώντας
της αστρογείτονες κορφές του να μπης στο δρόμο
της μεσημβρίας εκεί όπου θα βρης της Αμαζόνες
της μίσανδρες. Αυτές μιαν ημέρα θε να χτίσουν
τη Θεμίσκυρα κοντά στον Θερμόδοντα, όπου κ' η τραχειά είναι
της Σαλμυδησού η σαγόνα, εχθρόξενη στους ναύτες,
μητρυιά των καραβιών. Αυτές θα σ' οδηγήσουν
πολύ πρόθυμες· και στο στενό των Κιμμερίων
θα φθάσης, μέσ' στης στενές της λίμνης πύλες,
που αφήνοντάς το πρέπει τολμηρά να ξεπεράσης
τη μάνδρα τη Μαιωτική· και μεγάλη φήμη
του ταξειδιού σου πάντα στους θνητούς θα απομείνη.
Και Βόσπορος το πέρασμα θα ονομασθή από σένα.
Θ' αφήσης τότε της Ευρώπης της χώρες
και στης στεριές θα φθάσης της Ασίας.
Δεν σας φαίνεται λοιπόν των θεών ο βασιλέας
πως το ίδιο ως προς όλα βίαιος είναι,
που θεός αυτός με μια θνητή να σμίξη
ποθώντας, την επαράδειρε έτσι;
Πικρός, ω κόρη, σου έλαχε μνηστήρας
γάμου. Τι τα λόγια που τώρα έχεις ακούσει
λόγιαζε πως δεν είναι ούτε η αρχή για σένα.
 
ΙΩ
 
Αλλοί μου, αλλοί, κι' ωιμένα!
 
ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
 
Φωνάζεις τώρα και στενάζεις· όμως τι θα κάμης
όταν και τα επίλοιπα δεινά σου μάθης;
 
ΧΟΡΟΣ
 
Κι' άλλα λοιπόν βάσανα θα ειπής δικά της;
 
ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
 
Κακοφούρτουνο ένα πέλαγο βασάνων.
 
ΙΩ
 
Τι μ' ωφελεί να ζω τάχα και γοργά δεν τρέχω
να ριχτώ απ' αυτόν εδώ τον γκρεμό του βράχου,
ώστε σωριάζοντας χάμου απ' τα βάσανά μου όλα
ίσως γλυτώσω; Τι καλύτερο είναι
μια φορά να πεθαίνη κανένας παρ' όλες
της μέρες της ζωής του άθλια να πάσχη.
 
ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
 
Πόσο δύσκολα εσύ θα βαστούσες τα δικά μου
μαρτύρια, που πεπρωμένο δεν είν' να πεθάνω!
γιατί αυτό γλυτωμός απ' τα βάσανα θα ήτον.
Και τώρα του κακού μου τελειωμός δεν είναι
πριχού ο Δίας απ' την εξουσία ξεπέση.
 
ΙΩ
 
Θα ξεπέση κάποτε απ' την εξουσία ο Δίας;
 
ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
 
Θαρρώ πως τέτοια βλέποντας συμφορά θα χαιρόσουν.
 
ΙΩ
 
Και πώς όχι, που απ' τον Δία εγώ ταλαιπωρούμαι;
 
ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
 
Μπορείς λοιπόν να ξέρης πως αυτό θέλει γίνει.
 
ΙΩ
 
Και ποιος του βασιληά το σκήπτρο θα τ' αρπάξη;
 
ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
 
Του εαυτού του αυτός ο ίδιος από άμυαλη σκέψι.
 
ΙΩ
 
Και με ποιο τρόπος φανέρωσ' το, αν δεν σου φέρνη βλάβη.
 
ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
 
Θα κάμη τέτοιο γάμο, που μια μέρα θα τον θλίψη.
 
ΙΩ
 
Με θεά ή γυναίκα; πες μου αν να ειπωθή μπορεί τούτο.
 
ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
 
Τι με ρωτάς; Δεν μπορεί να ειπωθούνε τα τέτοια.
 
ΙΩ
 
Και θα τον πετάξη η ομοκρέββατη από τον θρόνο;
 
ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
 
Γιατί γυιό δυνατότερο του πατέρα θα γεννήση.
 
ΙΩ
 
Και δεν υπάρχει γι' αυτόν γλυτωμός της τέτοιας τύχης;
 
ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
 
Όχι, πριν εγώ απ' τα δεσμά τούτα λυμένος..
 
ΙΩ
 
Και ποιος θα σε λύση, αν δεν το θέλη ο Δίας;
 
ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
 
Κάποιος απόγονός σου πρέπεται νάναι εκείνος.
 
ΙΩ
 
Τι είπες; ένα παιδί μου απ' τα δεινά θα σ' απαλλάξη;
 
ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
 
Στη γέννα την τρίτη και δεκάτη ακόμα.
 
ΙΩ
 
Αυτή η χρησμολογία ευκολονόητη δεν είναι.
 
ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
 
Κι' ουδέ τα βάσανά σου μη ζητάς να μάθης.
 
ΙΩ
 
Δίνοντάς μου ένα καλό, μη κατόπι μου το πέρνης.
 
ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
 
Από τους δυο λόγους θα σου χαρίσω εγώ τον ένα.
 
ΙΩ
 
Ποιους; εξήγησέ μου πριν και δος μου να εκλέξω.
 
ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
 
Σου δίνω κ' έκλεξε· ξάστερα να σου ιστορήσω
ή τα λοιπά σου βάσανα ή αυτόν που εμέ θα ξελύση.
 
ΧΟΡΟΣ
 
Θέλησε συ την μια απ' αυτές της χάρες
σε τούτην να κάμης κ' εις εμέ την άλλην
και μη τα λόγια μου περιφρονήσης· πες σε τούτην
την επίλοιπη περιπλάνησί της κ' εις εμένα
πες ποιος θα σε λύση· τι εγώ θέλω να το μάθω.
 
ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
 
Μια που το ζητάτε, εγώ ενάντιος δεν θα είμαι
ώστε να μη σας φανερώσω το που επιθυμείτε.
Εις σε πρώτα, Ιώ, θα ειπώ την πολυταραγμένη
περιπλάνησι, που χάραξέ την μέσα στας δέλτους
του νου σου. Όταν περάσης το ρεύμα αυτό πούναι
σύνορο των δυο ηπείρων, προς της ανατολές που φλογισμένες
έχουν όψες ηλιόβριθες.
περνώντας του πελάου το φλοίσβο, ώστε να φθάσης
στους Γοργόνειους κάμπους της Κισθήνης, όπου
μένουν οι Φορκίδες, τρεις κόρες γηραλέες,
πώχουν μορφή κύκνου κ' ένα μόνον μάτι κ' ένα δόντι
κι' ούτ' ο ήλιος με της ακτίνες του ποτέ της βλέπει
μήτε η σελήνη η νυκτικιά ποτέ της.
Και κοντά τους τρεις φτερωτές είν' αδελφές τους
φιδομαλλούσες, οι ανθρωπομίσητες εκείνες Γοργόνες,
που κανείς θνητός ιδόντας τες στη ζωή δεν εστάθη.
Τούτο για προφύλαξι έτσι σου το λέγω.
Κι' άκουσε έν' άλλο θώρημα φοβερό, γιατί πρέπει
να φυλαχθής απ' τους Γρύπες, τους μυτεροστόμους
σκύλλους του Δία, τους μουγγούς κι' απ' το μονόφθαλμο το πλήθος
το καβαλλάρικο των Αριμασπών, που κατοικούνε
στο χρυσό νερό του ποταμιού του Πλούτωνος τριγύρω.
Συ μη τους ζυγώνης. Κ' εις απόμακρη θα φθάσης χώρα
σε φυλή μαύρη που κοντά στου Ήλιου της πηγές οικούνε,
όπου είναι ο ποταμός Αιθίοψ. Τράβα δίπλα στης όχθες
τούτου, ως που την κατεβασιά να φθάσης όπου ρίχνει
το καλόπιστο και σεπτό νερό του ο Νείλος
απ' της Βύβλινες της ράχες. Κι' αυτός θα σ' οδηγήση
στην τρίγωνη Νειλέικη γη, όπου είναι πεπρωμένο
εσένα, Ιώ, και των παιδιών σου μια αποικία να χτίστε
μακρυνή. Κι' αν σκοτεινό απ' αυτά κανένα
σου είναι και δυσκολόβρετο, ξαναειπέ μου το εμένα
και ξάστερα καλόμαθε το, γιατί κι' όλα έχω
αδειά περσότερη εγώ απ' όση θέλω.
 
ΧΟΡΟΣ
 
Αν τίποτ' άλλο ακόμη επίλοιπο ή λησμονημένο
μπορείς να της 'πής για την πολυπαθιασμένη
περιπλάνησί της, λέγε το· μ' αν όλα ειπωμένα τάχεις,
κάμε κ' εμάς τη χάρι που ζητάμε, ως ενθυμείσαι.
 
ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
 
Άκουσε αυτή όλο του δρόμου της το τέρμα.
Μα όμως για να ξέρη πως δεν έχασε τον κόπο
ακούοντάς με, τώρα θενά ειπώ τα πάθη
όσα τράβηξε πριχού εδώ φθάση, δίνοντας εγώ τούτη
την απόδειξι πως αληθινά τα λόγια μου είναι.
Της ιστορίες όμως της περισσές θα παραλείψω
και σ' αυτό μόνο θα ερθώ της περιπλάνησης το τέλος.
Όταν τέλος έφθασες στων Μολοσσών τους τόπους
και της ψηλόρραχης Δωδώνης, όπου ο θρόνος είναι
και τα μαντεία του Θεσπρωτού Διός και – θάμα
απίστευτο – όπου οι δρύες μιλούν κι' οπού σε χαιρετίσαν
ξάστερα και διόλου αινιγματικά ως γυναίκα
μελλάμενη του Δία, πολυδοξασμένη,
που κάπως τα λόγια αυτά σ' αρέσαν,
εκείθε οιστροκεντρισμένη έφθασες στο δρόμο
τ' ακρογιαλιού, στης Ρέας τον κόλπο το μεγάλο
απ' όπου σε δρόμους παράδειρες ξαναπερπατημένους.