Czytaj książkę: «Μάκβεθ»
ΤΑ ΤΟΥ ΔΡΑΜΑΤΟΣ ΠΡΟΣΩΠΑ1
ΔΟΓΚΑΝ, βασιλεύς της Σκωτίας.
ΜΑΛΚΟΛΜ,
ΔΟΝΑΛΒΑΙΝ, υιοί αυτού.
ΜΑΚΒΕΘ,
ΒΑΓΚΟΣ, στρατηγοί Σκώτοι.
ΜΑΚΔΩΦ,
ΡΩΣ, ευγενείς Σκώτοι.
ΜΕΝΤΗΘ,
ΑΓΚΟΣ,
ΚΑΙΘΝΗΣ,
ΦΛΗΝΣ, υιός του Βάγκου.
ΣΙΒΑΡΔΟΣ, κόμης της Νορθουμβερλάνδης, στρατηγός Άγγλος.
Ο ΥΙΟΣ ΤΟΥ ΣΙΒΑΡΔΟΥ.
ΣΕΥΤΩΝ, αξιωματικός του Μάκβεθ.
Ο ΥΙΟΣ ΤΟΥ ΜΑΚΔΩΦ, μειράκιον.
ΙΑΤΡΟΣ ΑΓΓΛΟΣ.
ΙΑΤΡΟΣ ΣΚΩΤΟΣ.
ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ ΣΚΩΤΟΣ.
ΘΥΡΩΡΟΣ.
ΓΕΡΩΝ ΣΚΩΤΟΣ.
ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΔΩΦ.
ΘΑΛΑΜΗΠΟΛΟΣ της Λαίδης Μάκβεθ.
ΕΚΑΤΗ.
ΤΡΕΙΣ ΜΑΓΙΣΣΑΙ.
Άρχοντες, Αξιωματικοί, Στρατιώται, Δολοφόνοι,
Υπηρέται, Αγγελιαφόροι και Φάσματα.
Η σκηνή εν Σκωτία, εν τέλει δε της τετάρτης πράξεως εν Αγγλία.
ΠΡΑΞΙΣ ΠΡΩΤΗ
ΣΚΗΝΗ Α'
Εξοχή άδενδρος· Κεραυνοί και αστραπαί.
Εισέρχονται ΤΡΕΙΣ ΜΑΓΙΣΣΑΙ.
Α’ ΜΑΓΙΣΣΑ
Πότε θα ξαναϊδούμε μια την άλλη μας;
Με την ανεμοζάλη; μ' αστραπόβροντα;
Β’ ΜΑΓΙΣΣΑ
Αφού ο κρότος παύση κ' η οχλοβοή,
κ' η μάχη τελειώση, – χάσουν ή χαθούν.
Γ’ ΜΑΓΙΣΣΑ
Προτού ο ήλιος δύση τούτο θα γενή.
Α’ ΜΑΓΙΣΣΑ
Το μέρος πού;
Β’ ΜΑΓΙΣΣΑ
'Σ τον λόγγο.
Γ’ ΜΑΓΙΣΣΑ
Θ' απαντήσωμεν
τον Μάκβεθ εκεί πέρα.
Α’ ΜΑΓΙΣΣΑ
Β’ ΜΑΓΙΣΣΑ
Μας κράζ' η Κουβακίνα.
Γ’ ΜΑΓΙΣΣΑ
Ήλθα, – έφθασα !
ΑΙ ΤΡΕΙΣ ΟΜΟΥ
Είν' τα ωραία φρίκη, φρίκη τα καλά.
Άνεμοι πάρετέ μας, πάχνη κρύψε μας!
(Εξέρχονται).
ΣΚΗΝΗ Β'
Στρατόπεδον πλησίον της πόλεως Φόρες.
Σάλπιγγες έσωθεν.
Εισέρχονται ο ΔΩΓΚΑΝ, ο ΜΑΛΚΟΛΜ, ο ΔΟΝΑΛΒΑΙΝ, και ο ΛΕΝΟΞ μετά συνοδίας στρατιωτικής, συναντώσι δ' επί της σκηνής πληγωμένον αξιωματικόν.
ΔΩΓΚΑΝ
Τι είν' ο άνθρωπος αυτός ο αιματοβαμμένος;
Αν κρίνω απ' την όψιν του, να μας ειπή θα 'ξεύρη
τα νέα από τον πόλεμον.
ΜΑΛΚΟΛΜ
Είναι αυτός ο ίδιος,
που μ' έσωσ' η ανδρεία του απ' την αιχμαλωσίαν.
Καλώς σε ηύρα, φίλε μου! Ειπέ 'ς τον βασιλέα
πώς άφησες τον πόλεμον;
ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ
Αμφίβολον ακόμη.
Ήτο 'σαν δυο κολυμβηταί, κ' οι δύο κουρασμένοι,
που προσπαθούν αγκαλιαστοί τον άλλον ποιος να πνίξη.
Ο άσπλαγχνος Μακδόβαλδος… – (ο άξιος αλήθεια
να είν' αντάρτης! Δι' αυτό τον 'προίκισεν η φύσις
με όλας τας κακίας του!) έλαβ' επικουρίαν
απ' της Σκωτίας τα νησιά, οπλίτας και τοξότας·
κ' η Τύχη γλυκοκύτταξε τα ανομήματά του
κ' ενόμιζες πως έγεινε η πόρνη του αντάρτου!
Τα πάντα όμως του κακού, διότι ο γενναίος
ο Μάκβεθ, – το επίθετον Γενναίος το αξίζει, —
ο Μάκβεθ Τύχην δεν ψηφά, φουκτόνει το σπαθί του
από το αίμα της σφαγής ακόμη αχνισμένο,
ανοίγει δρόμον, προχωρεί, το θρέμμα της Ανδρείας,
ως που τον άπιστον εχθρόν τον αντιμετωπίζει·
κ' εκεί, αντί χαιρετισμόν ή καλημέρισμά του,
από τον ώμον 'ς την κοιλιά τον κόπτει πέρα πέρα,
κ' επάνω εις τους πύργους μας στήνει την κεφαλήν του.
ΔΩΓΚΑΝ
Ω τον ανδρείον στρατηγόν, τον άξιόν μου φίλον!
ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ
Καθώς ανεμοστρόβιλοι και κεραυνοί ξεσπάνουν
εκεί απ' όπου την αυγήν ο ήλιος πρωτολάμπει,
το ίδιον τώρα, – βάσανα καινούρια ξεφυτρόνουν
απ' την πηγήν που έλεγες πως θάλθη η σωτηρία.
Μόλις την ράχιν οι εχθροί μας έδειξαν, διωγμένοι
απ' του Δικαίου το σπαθί 'ς το χέρι της Ανδρείας,
κι' ο αρχηγός των Νορβεγών την ευκαιρίαν βλέπει,
και με νεόπαστρα σπαθιά και με συμμάχους νέους
αρχίζει νέαν έφοδον.
ΔΩΓΚΑΝ
Τον Μάκβεθ και τον Βάγκον
αυτό δεν τους ετάραξε;
ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ
Ω ναι, όσον ταράζει
το λεοντάρι ο λαγός ή αετόν σπουργίτης!
Ήσαν κ' οι δυο, – διά να 'πώ αληθινά πώς ήσαν, —
ωσάν κανόνια με διπλά γεμίσματα γεμάτα!
Διπλά κ' οι δύο τον εχθρόν και τρίδιπλα 'κτυπούσαν
ωσάν να θέλουν να λουσθούν εις αίματ' αχνισμένα,
ή ένα νέον Γολγοθά ν' αναστηλώσουν… Όμως
'λιγοθυμώ… Βοήθειαν γυρεύουν αι πληγαί μου.
ΔΩΓΚΑΝ
Επίσης με τα λόγια σου σ' αρμόζουν κ' αι πληγαί σου·
τιμήν μυρίζουν και τα δυο. – Χειρούργους φέρετέ του.
(Εξέρχεται ο αξιωματικός συνοδευόμενος).
Ποιος είν' αυτός που έρχεται;
ΜΑΛΚΟΛΜ
ΛΕΝΟΞ
Λάμπει η ορμή 'ς τα μάτια του! Αυτήν την όψιν έχει
ένας, που έρχεται να 'πη μεγάλα νέα!
ΡΩΣ εισερχόμενος
Ζήτω
ο Δώγκαν!
ΔΩΓΚΑΝ
Πόθεν έρχεσαι, ω άξιέ μου Θάνη;
ΡΩΣ
Από το Φάιφ, βασιλεύ, από το Φάιφ, όπου
των Νορβεγών τα φλάμπουρα με τον αέρα παίζουν
και μας δροσίζουν τον στρατόν με το ανέμισμά των.
Ο βασιλεύς των Νορβεγών με τ' άπειρά του πλήθη,
με βοηθόν τον Καουδώρ, τον άτιμον προδότην,
ήρχισε πόλεμον φρικτόν. Αλλά τον αντικρύζει
ο Μάκβεθ ο ατρόμητος, ο ψυχοϋιός της Νίκης,
στήθος με στήθος, το σπαθί 'ς το χέρι, έως ότου
εκλόνισε κ' εδάμασε την τύχην του αντάρτου
και είμεθα οι νικηταί ημείς!
ΔΩΓΚΑΝ
Ω ευτυχία!
ΡΩΣ
Τώρα ζητεί συμβιβασμόν ο Νορβεγός, ο Σβένος·
αλλά δεν τον αφίνομεν να θάψη τους νεκρούς του
αν δεν πληρώση εις μετρητά το πρόστιμον της νίκης4.
ΔΩΓΚΑΝ
Δεν θα προδώση 'ς το εξής του Καουδώρ ο Θάνης!
Πήγαινε, δόσε προσταγήν να φονευθή αμέσως,
και να δοθή του Καουδώρ ο τίτλος εις τον Μάκβεθ.
ΡΩΣ
Θα γείνη όπως ώρισες.
ΔΩΓΚΑΝ
Ό,τι εκείνος χάνει,
τ' αξίζει και το αποκτά ο ευγενής ο Μάκβεθ!
(Εξέρχονται)
ΣΚΗΝΗ Γ'
Εξοχή άδενδρος πλησίον του Φόρες. Κεραυνοί.
Εισέρχονται αι ΤΡΕΙΣ ΜΑΓΙΣΣΑΙ.
Α’ ΜΑΓΙΣΣΑ
Πού ήσουν αδελφή μου;
Β’ ΜΑΓΙΣΣΑ
Χοίρους έσφαζα.
Γ’ ΜΑΓΙΣΣΑ
Συ, αδελφή, πού ήσουν;
Α’ ΜΑΓΙΣΣΑ
Μία ναύτισσα
εις την ποδιά της μέσα είχε κάστανα
κ' εμάσσα, 'μάσσα 'μάσσα. – Δος μου, λέγω της.
– Κρημνίσου, στρίγγλα, λέγει, πήγαιν' απ' εδώ
Και μ' έδιωξ' η βρωμούσα, η αχόρταγη!
'Σ τα ξένα ταξειδεύει τώρ' ο άνδρας της·
πηγαίνει 'ς το Χαλέπι5 το καράβι του·
κ' εγώ εκεί θα 'πάγω 'ς ένα κόσκινο·
θα είμ' ένα ποντίκι με χωρίς ουρά6,
να κάμω και να κάμω, να της δείξω 'γώ!
Β’ ΜΑΓΙΣΣΑ
Θα έχης από 'μένα έναν άνεμον.
Α’ ΜΑΓΙΣΣΑ
Ευχαριστώ.
Γ’ ΜΑΓΙΣΣΑ
Σου δίδω άλλον ένα 'γώ.
Β’ ΜΑΓΙΣΣΑ
Έχω κ' εγώ τους άλλους· έχω μάλιστα
και όλους τους λιμένας όπου θα φυσούν,
και όλα τα σημεία όθεν έρχονται,
και όσα έχει η χάρτα των θαλασσινών,
θα τον αποστεγνώσω 'σαν το άχυρο. —
Ο ύπνος, νύκτα 'μέρα, δεν θα έρχεται
'ς την κουρασμένη σκέπη των βλεφάρων του·
ωσάν αφωρισμένος άνθρωπος θα ζη·
εννηά φοραίς εννέα επταήμερα
θα λυόνη, θα στραγγίζη, θα μαραίνεται!
Θα τον ανεμοδέρνω εις τα κύματα
κι' ας μη 'μπορώ να πνίξω το καράβι του!
Κύτταξ' εδώ τι έχω.
Β’ ΜΑΓΙΣΣΑ
Δόσε μου να ιδώ.
Α’ ΜΑΓΙΣΣΑ
Ενός πιλότου έχω ένα δάκτυλο,
οπού ενώ γυρνούσεν εναυάγησε,
(Τύμπανα έσωθεν).
Γ’ ΜΑΓΙΣΣΑ
Τα τύμπανα! Ο Μάκβεθ έρχετ', έρχεται!
ΑΙ ΤΡΕΙΣ ΟΜΟΥ
Τρεις Μοίραις, καλομοίραις, αδελφαίς κ' αι τρεις
της γης και του αέρος ταξειδεύτριαις,
γυρνούν χειροπιασμέναις ολοτρίγυρα
Τρεις γύρους δι εσένα, τρεις φοραίς εγώ,
και τρεις φοραίς ακόμη, – έγειναν εννηά7!
Τελείωσαν τα μάγια! Τώρα σιωπή!
(Εισέρχονται ο ΜΑΚΒΕΘ και ο ΒΑΓΚΟΣ).
ΜΑΚΒΕΘ
Δεν είδα 'μέραν, 'σαν αυτήν, τόσον φρικτήν κι' ωραίαν!
ΒΑΓΚΟΣ
Πόσον να θέλη απ' εδώ 'ς το Φόρες;… Ω! Τι είναι
αυτά τα όντα τ' άγρια, τα καταζαρωμένα;
Δεν 'μοιάζουν κάτοικοι της γης αν και πατούν το χώμα!
Τι είσθε; Ζήτε; Άνθρωπος 'μπορεί να σας λαλήση;
Αποκριθήτε! Φαίνεσθε ωσάν να μ' εννοήτε,
διότι αναιβάζετε η κάθε μια συγχρόνως
το ξεραμένο δάκτυλο 'ς τα μαραμένα χείλη.
Αν έλειπαν τα γένεια σας θα έλεγα ότ' είσθε
γυναίκες!
ΜΑΚΒΕΘ
Ομιλήσετε αν δύνασθε! Τι είσθε;
Α’ ΜΑΓΙΣΣΑ
Χαίρε, ω Μάκβεθ, χαίρε συ, Μάκβεθ, του Γλάμη Θάνη!
Β’ ΜΑΓΙΣΣΑ
Χαίρε, ω Μάκβεθ, χαίρε συ, του Καουδώρ ο Θάνης!
Γ’ ΜΑΓΙΣΣΑ
Χαίρε, ω Μάκβεθ, Βασιλεύς μετέπειτα θα γείνης!
ΒΑΓΚΟΣ
Ω φίλε, τι ξιππάζεσαι, ωσάν να σε φοβίζουν
ακούσματα ευχάριστα; – Εσείς, σας εξορκίζω,
αποκριθήτε! – Πλάσματα της φαντασίας είσθε,
ή όντα είσθ' αληθινά κ' αι τρεις, καθώς σας βλέπω;
'ς τον σύντροφόν μου είπετε τον τωρινόν του τίτλον,
και του επρομαντεύσετε με τους χαιρετισμούς σας
και μέλλουσαν ευγένειαν κ' ελπίδα βασιλείας,
ώστ' έμεινε εις έκστασιν. Δεν μου 'μιλείτ' εμένα;
Ανίσως και προβλέπετε ο Χρόνος τι θα σπείρη,
εάν να 'πήτε δύνασθε ποιος σπόρος θα φυτρώση
και ποίος όχι, 'πήτε μου κ' εμέ, που δεν γυρεύω
την χάριν ή την έχθραν σας, αλλ' ούτε την φοβούμαι!
Α’ ΜΑΓΙΣΣΑ
Χαίρε και συ!
Β’ ΜΑΓΙΣΣΑ
Χαίρε και συ!
Γ’ ΜΑΓΙΣΣΑ
Χαίρε και συ, ω Βάγκε!
Α’ ΜΑΓΙΣΣΑ
Του Μάκβεθ ταπεινότερε και μεγαλείτερέ του!
Β’ ΜΑΓΙΣΣΑ
Όχι εξ ίσου ευτυχή, αλλ' ευτυχέστερέ του!
Γ’ ΜΑΓΙΣΣΑ
Συ θα γεννήσης βασιλείς κι' αν βασιλεύς δεν γείνης.
Λοιπόν κ' οι δύο χαίρετε, ο Μάκβεθ και ο Βάγκος!
ΜΑΚΒΕΘ
Σταθήτε, γλώσσαι σκοτειναί, και άλλα να μου' πήτε,
Του Γλάμη Θάνην μ' έκαμεν ο θάνατος του Σίνελ8
αυτό το ξεύρω· αλλά πώς του Καουδώρ ο τίτλος;
Ο Θάνης ζη του Καουδώρ κ' είναι πολύς και μέγας!
Το δε να γείνω βασιλεύς, απίθανον εξ ίσου
όσον να γείνω Καουδώρ. Να μου ειπήτε πόθεν
σας έρχετ' η ανήκουστος αυτή πληροφορία;
και διατί 'ς αυτόν εδώ τον έρημον τον λόγγον
μ' αυτούς σας τους προφητικούς χαιρετισμούς κ' αι τρεις σας
τον δρόμον μας εκόψετε; Σας εξορκίζω, 'πήτε!
(Αι Μάγισσαι εξαλείφονται)
ΒΑΓΚΟΣ
Βγάζει κ' η γη, 'σαν το νερό κ' εκείνη, φουσκαλίδες!
Φούσκαις της γης ήσαν κι' αυταί. Τι έγειναν; πού είναι;
ΜΑΚΒΕΘ
Εις τον αέρα. 'Σκόρπισε το άυλο κορμί των
καθώς αχνός 'ς τον άνεμον. Ας έμεναν ακόμη!
ΒΑΓΚΟΣ
Τα όντ' αυτά τα είδαμεν αληθινά εμπρός μας,
ή μη εφάγαμεν κ' οι δυο απ' το φυτόν της τρέλλας
κ' έφυγε ο νους μας;
ΜΑΚΒΕΘ
Βασιλείς θα γείνουν τα παιδιά σου!
ΒΑΓΚΟΣ
Συ βασιλεύς!
ΜΑΚΒΕΘ
Και Καουδώρ προς τούτοις. Δεν το είπαν;
ΒΑΓΚΟΣ
Αυτά ήσαν τα λόγια των! – Αλλά ποιος πλησιάζει;
(Εισέρχονται ο ΡΩΣ και ο ΑΓΚΟΣ)
ΡΩΣ
Ο βασιλεύς μας έλαβε με αγαλλίασίν του
Την είδησιν της νίκης σου· κι' όταν ακούη, Μάκβεθ,
πόσην ανδρείαν έδειξες 'ς τον πόλεμον, θαυμάζει
και δεν ευρίσκει τι να 'πή διά να σ' επαινέση,
κι' αρχίζει πάλιν να 'ρωτά της μάχης τα συμβάντα,
κι' ακούει πώς 'ς των Νορβεγών τ' ανδρειωμένα στίφη
αντίκρυζες ατρόμητος τα έργα των χειρών σου,
φρικτά θεάματα σφαγής! Πυκνοί 'σαν το χαλάζι
οι ταχυδρόμοι έρχονται, κ' ένας μετά τον άλλον
θριάμβους σου κ' επαίνους σου του διηγούνται νέους!
ΑΓΚΟΣ
Μας στέλλει να σ' εκφράσωμεν την ευχαρίστησίν του,
και να σε οδηγήσωμεν ενώπιόν του. Όμως
δεν σ' ανταμείβει με αυτό.
ΡΩΣ
Ως πρώτην αμοιβήν σου
διέταξεν εκ μέρους του να σ' ονομάσω Θάνην
Του Καουδώρ. Χαίρε λοιπόν, γενναίε Θάνη, χαίρε!
ΒΑΓΚΟΣ
Πώς! Γίνεται ο δαίμονας αλήθειαν να είπε!
ΜΑΚΒΕΘ
Ο Θάνης ζη του Καουδώρ. Με δανεικά στολίδια
πώς με στολίζετε;
ΑΓΚΟΣ
Ναι, ζη αυτός που ήτο Θάνης,
αλλ' η ζωή του 'κρίθηκε, κι' αξίζει να την χάση!
Ή σύμμαχος των Νορβεγών, ή φίλος του αντάρτου
και βοηθός του μυστικός, ή με τους δυο συγχρόνως
συνώμοσε τον τόπον του να βλάψη, δεν γνωρίζω.
Αλλ' απεδείχθη φανερά προδότης της πατρίδος·
ο ίδιος τ' ομολογεί, και τώρα τιμωρείται!
ΜΑΚΒΕΘ κατ' ιδίαν
Γλάμης και Θάνης Καουδώρ! Το μέγιστον κατόπιν!
(προς τον ΡΩΣ και τον ΑΓΚΟΝ)
Σας είμ' ευγνώμων, άρχοντες, ευγνώμων διά βίου!
(προς τον ΒΑΓΚΟΝ κατ' ιδίαν)
Και δεν ελπίζεις βασιλείς τα τέκνα σου να γείνουν, αφού το υπεσχέθησαν εκείναι που προείπαν ότι θα γείνω Καουδώρ;
ΒΑΓΚΟΣ
Μη το πολυπιστεύης,
και σου ανάψη την ψυχήν και η ελπίς του θρόνου,
μετά τον τίτλον Καουδώρ. – Και όμως είναι θαύμα!
Αλλά συμβαίνει κάποτε τα όργανα του Σκότους
να λέγουν την αλήθειαν διά να μας κολάσουν,
με τα μικρά χαρίσματα μας δελεάζουν πρώτα
και μας ελκύουν έπειτα 'ς τα φοβερά των δίκτυα!
Δυο λόγια, καλοί φίλοι μου.
ΜΑΚΒΕΘ καθ' εαυτόν
Αλήθευσαν τα δύο,
ευάρεστα προοίμια μεγάλου επιλόγου, —
του θρόνου προεόρτια! (προς τον ΡΩΣ κτλ.) – Ευχαριστώ, αυθένται. —
(καθ' εαυτόν)
Ω! η προειδοποίησις αυτή η παρά φύσιν δεν ημπορεί να είν' κακή, ούτε καλή να είναι. Κακή αν είναι, διατί μ' αλήθειαν αρχίζει, κ' ευθύς ευθύς ενέχυρον του μέλλοντος μου δίδει; Έγεινα Θάνης Καουδώρ· ιδού! – Καλή αν είναι, ω, διατί ο πειρασμός αυτός με κυριεύει, που μου ορθόνει τα μαλλιά της φρίκης του η σκέψις, και κάμνει ώστε η καρδιά κτυπά εις τα πλευρά μου; σαν να θα 'βγή; Καλλίτερα ο φόβος του παρόντος, παρά διανοήματα απαίσια! Ο νους μου, με μόνον τώρα μέσα του το φάντασμα του φόνου, πόσον πολύ κλονίζεται, ώστ' η ενέργειά του, παρέλυσε κ' η σκέψις μου 'ς τ' ανύπαρκτα πλανάται!
ΒΑΓΚΟΣ προς τον ΡΩΣ
Την έκστασίν του βλέπετε;
ΜΑΚΒΕΘ καθ' εαυτόν
Εάν το θέλη η Τύχη
να βασιλεύσω, μόνη της η Τύχη ας με στέψη!
ΒΑΓΚΟΣ
Καθώς και τα φορέματα, τα νέα μεγαλεία,
αν δεν τα συνειθίσωμεν επάνω μας δεν στρώνουν.
ΜΑΚΒΕΘ καθ' εαυτόν
Ό,τι κι' αν έχη να συμβή, ο κόσμος να χαλάση,
να γείνη με την ώραν του!
ΒΑΓΚΟΣ
Στους ορισμούς σου, Μάκβεθ!
ΜΑΚΒΕΘ
Με συγχωρείτε! Έτρεχεν ο βαρημένος νους μου
εις ξεχασμένα πράγματα. Αγαπητοί μου φίλοι,
την τόσην καλωσύνην σας την γράφω εις βιβλίον,
που μήτε 'μέρα θα περνά να μη φυλλομετρήσω.
Είμ' έτοιμος· πηγαίνωμεν 'ς τον βασιλέα.
κατ' ιδίαν προς τον ΒΑΓΚΟΝ
Σκέψου αυτά που ηκολούθησαν 'ς τον νουν σου ζύγισέ τα και με την ησυχίαν μας καμμίαν άλλην ώραν ανοίγομεν ο ένας μας 'ς τον άλλον την καρδιάν μας.
ΒΑΓΚΟΣ
Καλά.
ΜΑΚΒΕΘ
Ως τότε σιωπή. – Πηγαίνωμεν, ω φίλοι.
(Εξέρχονται).
ΣΚΗΝΗ Δ'
Τα ανάκτορα εις Φόρες.
Εισέρχονται ο ΔΩΓΚΑΝ, ο ΜΑΛΚΟΛΜ, ο ΔΟΝΑΛΒΑΙΝ, ο ΛΕΝΟΞ και συνοδία.
ΔΩΓΚΑΝ
Δεν τον απεκεφάλισαν τον Καουδώρ ακόμη;
Πού είναι οι εκτελεσταί της αποφάσεώς μου;
ΜΑΛΚΟΛΜ
Ακόμη δεν επέστρεψαν, αυθέντα σεβαστέ μου,
αλλ' όμως ένας, που παρών τον είδε ν' αποθάνη,
μου είπ' ότι εκήρυξε το κρίμα του πανδήμως
και ότι παρεκάλεσε να του το συγχωρήσης,
κι' απέδειξε μετάνοιαν μεγάλην. Την ζωήν του
τίποτε τόσον δεν τιμά όσον ο θάνατος του!
Απέθανε 'σαν άνθρωπος καλά ετοιμασμένος
το ό,τι πλέον ακριβόν να το αποτινάξη
ωσάν να ήτο η ζωή πράγμα χωρίς αξίαν.
ΔΩΓΚΑΝ
(Εισέρχονται ο ΜΑΚΒΕΘ, ο ΒΑΓΚΟΣ, ο ΡΩΣ και ο ΑΓΚΟΣ)
ΔΩΓΚΑΝ
Το είχα βάρος 'ς την καρδιάν ότι σου είμ' αγνώμων,
Ξάδελφέ μου· αλλά συ τόσον γοργά πηγαίνεις,
ώστ' όσον γρήγορα πτερά η Αμοιβή κι' αν έχη,
να σε προφθάση δεν 'μπορεί! Να μην αξίζης τόσον
μόνον και μόνον δι' αυτό το ήθελα, ω Μάκβεθ,
διά να είναι δυνατόν να σου ανταποδώσω
τους επαίνους χρεωστώ κι' όσον μισθόν σου πρέπει,
Δεν έχω άλλο να σου 'πώ παρά πως μ' ό,τι δώσω
την πληρωμήν του χρέους μου δεν θα την ξεπληρώσω.
ΜΑΚΒΕΘ
Σου χρεωστώ την πίστιν μου και την εκδούλευσίν μου
κ' είναι μισθός μου αρκετός το χρέος μου αν κάμνω.
Συ έχεις δικαιώματα εις τα καθήκοντά μου,
αυτά είναι του θρόνου σου τα τέκνα και οι δούλοι
κι' ούτε σου έκαμαν ποτέ, με ό,τι και αν κάμουν
παρ' όσον 'ς την αγάπην σου κ' εις την τιμήν οφείλουν.
ΔΩΓΚΑΝ
Καλώς μου ήλθες! Έργον μου και πόθος μου θα είναι
καθώς σ' επρωτοφύτευσα και να σε μεγαλώσω! —
Ω Βάγκε, ολιγώτερον δεν χρεωστώ κ' εσένα.
και ούτε ολιγώτερον ποθώ να σου το δείξω.
Εις την καρδιάν μου έλα 'δώ κ' εσένα να σε σφίξω.
ΒΑΓΚΟΣ
'Εάν φυτρώσω μέσα της, 'δικός σου ο καρπός της!
ΔΩΓΚΑΝ
Απ' την πολλήν της την χαράν 'ξεχείλισ' η καρδιά μου
και ξεθυμαίνει με αυτούς τους σταλαγμούς της λύπης.
Ακούσατέ με, τέκνα μου και συγγενείς και Θάναι
και όλοι σεις πλησίον μου. Εις τον πρωτότοκόν μου,
τον Μάλκολμ, την διαδοχήν του θρόνου μου ορίζω·
εις το εξής θα λέγεται της Κουμβερλάνδης πρίγκηψ!
Αλλ' ασυντρόφευτον αυτόν δεν τον τιμώ και μόνον·
άστρα πολλά θα μοιρασθούν, σημεία ευγενείας,
'ς τα στήθη να λαμποκοπούν εκείνων που τ' αξίζουν.
Πηγαίνω εις το Ίνβερνες όπου θα με ξενίσης.
ΜΑΚΒΕΘ
Να κοπιάζω διά σε ανάπαυσίς μου είναι.
Τον ερχομόν σου μόνος πηγαίνω να αναγγείλω,
και πρώτος την γυναίκα μου να την χαροποιήσω
μ' αυτήν την καλήν είδησιν! Σε προσκυνώ, αυθέντα.
ΔΩΓΚΑΝ
Αγαπητέ μου Καουδώρ!
ΜΑΚΒΕΘ (καθ' εαυτόν)
Της Κουμβερλάνδης πρίγκηψ!
Αυτό είναι ανύψωμα, όπου ή θα σκοντάψω
να κρημνισθώ, ή χρεωστώ να το υπερπηδήσω!
Με σταματά 'ς τον δρόμον μου. – Κρύψετε την φωτιά σας,
ω άστρα, φως να μην ιδή τον σκοτεινόν μου πόθον,
να μην ιδή το 'μάτι μου το χέρι! – Πλην να γείνη
ό,τι το 'μάτι να ιδή θα τρέμη, όταν γείνη!
(Εξέρχεται).
ΔΩΓΚΑΝ
Αλήθεια, Βάγκε αγαθέ, γενναίος είν' ο Μάκβεθ!
Κατήντησα να τρέφομαι με τα εγκώμια του
συμπόσιόν μου είν' αυτά! Πηγαίνωμεν! Εκείνος
επήγ' εμπρός με τον σκοπόν να μας προϋπαντήση.
Τι συγγενής! Το ταίρι του ο κόσμος δεν το έχει!
(Σάλπιγγες. Εξέρχονται).
ΣΚΗΝΗ Ε'
Ίνβερνες. Θάλαμος εν τω μεγάρω του Μάκβεθ.
Εισέρχεται η ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ αναγινώσκουσα επιστολήν.
ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ
«Με απήντησαν την ημέραν της νίκης, αι ασφαλέστεραι «δε αποδείξεις με πείθουν, ότι γνωρίζουν περισσότερα παρά «όσον φθάνει νους ανθρώπου. Ενώ μ' έκαιεν η επιθυμία να «τας ερωτήσω και άλλα, έγειναν αέρας και ανελήφθησαν εις «τον αέρα. Ενώ δε έμενα εκστατικός ακόμη από τον θαυμα- «σμόν μου, ήλθε μήνυμα του βασιλέως ότι με αναγορεύει Θά- «νην του Καουδώρ, καθώς με είχαν χαιρετήσει προ ολίγου αι «τρεις Μάγισσαι, όταν με παρέπεμψαν και εις τα μέλλοντα «με το: Χαίρε συ, που βασιλεύς θα γείνης. Αυτά ενόμισα «καλόν να τα κοινοποιήσω εις εσέ, την αγαπητήν σύντροφον «των μεγαλείων μου, διά να μη στερηθής ό,τι σου ανήκει «από την χαράν μου, μη γνωρίζουσα τι μεγαλείον ακόμη σε «περιμένει. Κρύψε τα αυτά εις την καρδίαν σου και υγίαινε». Ιδού που είσαι Καουδώρ και Γλάμης, και θα γείνης κι' ό,τι σου έταξαν! Αλλά φοβούμαι την καρδιά σου· μήπως γεμάτη απ' το γλυκύ της ευσπλαγχνίας γάλα τον δρόμον τον σιμότερον να πάρης δεν σ' αφήση! Τα μεγαλεία τα ποθείς, – φιλοδοξίαν έχεις, αλλά δεν έχεις με αυτήν κι' όσην κακίαν πρέπει να έχη ο φιλόδοξος! Με το καλόν το θέλεις εκείνο που επιθυμείς. Το άδικον δεν θέλεις, αλλά το κέρδος τ' άδικον ποθείς να τ' αποκτήσης! Κάτι να έχης έπρεπεν, ω Γλάμη, να σου λέγη: Ιδού πώς πρέπει να φερθής διά να κατορθώσης εκείνο, που πλειότερον φοβείσαι να το κάμης παρά που έχεις μέσα σου τον φόβον μη δεν γείνη! Ω! Έλα γρήγορα εδώ, να χύσω 'ς την ψυχήν σου την τόλμην μου, κ' η γλώσσα μου να σου εκμηδενίση όσα κι' αν είν' εμπόδια ως τον χρυσόν τον κύκλον, όπου η Τύχη, και μ' αυτήν Δυνάμεις υπέρ φύσιν, να βάλουν τ' απεφάσισαν 'ς την κεφαλήν σου στέμμα!
(Εισέρχεται ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ)
ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ
Τι θέλεις συ;
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ
Ο βασιλεύς έρχετ' εδώ απόψε.
ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ
Τι λέγεις; Ετρελλάθηκες, ω άνθρωπε! Μαζή του
δεν είναι κι' ο αυθέντης σου; – Θα είχα μήνυμά του
διά να προετοιμασθώ, αν ήρχετο απόψε.
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ
Αλήθεια! Ο αυθέντης μου έρχετ' εδώ κ' εκείνος,
Να τρέξη γρηγορώτερα επρόκαμ' ένας δούλος
και μόλις έφθασεν εδώ. Αναπνοήν δεν είχε!
Μόλις του έμειν' αρκετή να 'πή το μήνυμά του.
ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ
Περιποιήσου τον καλά. Μεγάλα νέα φέρνει!
(Εξέρχεται ο ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ).
Ακόμη ως κι' ο κόρακας εβράχνιασε κ' εκείνος που κράζει ότι έρχεται 'ς τους πύργους μου ο Δώγκαν! Ελάτε σεις, Δαιμόνια, εσείς που 'ς των φονέων τας σκέψεις παραστέκεσθε, ξεγυναικώσετέ με! Με άσπλαγχνην σκληρότητα εσείς γεμίσετέ με από τα νύχια 'ς την κορφήν, – το αίμα πήξετέ μου, – τους δρόμους όλους φράξετε εις την συνείδησίν μου, ώστε της φύσεως ορμή ευσπλαγχνική καμμία να μη μπορή τον φοβερόν σκοπόν μου να κλονίση, ούτε να φέρη δισταγμόν εις την εκτέλεσίν του! Εσείς του Φόνου όργανα, όπου και αν πλανάσθε κι' αόρατα συντρέχετε 'ς ό,τι κακόν κι' αν γείνη, ελάτε, κάμετε χολήν το γάλα των μαστών μου! Έλα και συ, Νύκτα βαθειά, σκεπάσου με του Άδου τον σκοτεινότερον καπνόν, ώστε η μάχαιρά μου να μην ιδή την μαχαιριά, και ούτε απ' επάνω να ημπορή ο Ουρανός να με παραμονεύση 'πίσ' απ' τον πέπλον της νυκτός και να φωνάξη: Στάσου!
(Εισέρχεται ο ΜΑΚΒΕΘ)
ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ
Ω, έλα, Γλάμη ένδοξε και Καουδώρ μεγάλε,
ω έλα, μεγαλείτερε ακόμη κι' απ' τα δύο
κατά τον τελευταίον των χαιρετισμόν εκείνον!
Το γράμμα σου μ' εσήκωσε απ' το παρόν, και τώρα
το μέλλον προαισθάνομαι!
ΜΑΚΒΕΘ
Αγάπη μου, απόψε
ο βασιλεύς έρχετ' εδώ.
ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ
Πότε θ' αναχωρήση;
ΜΑΚΒΕΘ
Καθώς σκοπεύει, αύριον.
ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ
Δεν θα ιδή ο ήλιος
αυτό το αύριον ποτέ! Αλλά το πρόσωπόν σου
είναι βιβλίον ανοικτόν, καλέ μου Μάκβεθ, όπου
πράγματ' αλλόκοτα 'μπορεί καθένας ν' αναγνώση.
Θέλεις τον κόσμον να γελάς; Καθώς τον κόσμον κάμνε!
Χαράν να λέγη η γλώσσα σου, το 'μάτι σου, το χέρι·
να φαίνεσαι 'σαν τ' άκακο το άνθος, πλην να ήσαι
το φίδι αποκάτω του! Εκείνος που θα έλθη
την πρέπουσαν περίθαλψιν θα λάβη. Να μ' αφήσης
εγώ τα πάντα μόνη μου απόψε να φροντίσω.
Το μέγα έργον, που αυτήν θα τελεσθή την νύκτα,
εξασφαλίζει και αρχήν και παντοδυναμίαν
δι' όλας τας ημέρας μας και νύκτας εις το μέλλον.
ΜΑΚΒΕΘ
Τα ξαναλέγομεν αυτά!
ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ
Αλλ' απαθής να ήσαι·
εάν αλλάζη η όψις σου, θα 'πή ότι φοβείσαι.
Άφησε τ' άλλα εις εμέ. Εγώ θα τα φροντίσω!
(Εξέρχονται).
Την υπόθεσιν ηρύσθη ο ποιητής εκ της Χρονογραφίας του Holinshed «Τινές «των μεταγενεστέρων εκδοτών κατέταξαν την τραγωδίαν ταύτην μεταξύ των «ιστορικών του Σαικσπείρου δραμάτων, αλλ' ουδέν έχει αύτη το κοινόν μετ' «εκείνων. Το ιστορικόν στοιχείον ουδαμώς υπερέχει εν τη συνθέσει του «Μάκβεθ, ουδέ φροντίζομεν ποσώς εάν τα εν αυτώ εκτίθενται ως ιστορικά «δήθεν γεγονότα, καθότι ταύτα ανήκουσιν αποκλειστικώς εις το βασίλειον «της Ποιήσεως. Ηδυνάμεθα επίσης να καταλέξωμεν τον &Ληρ& και τον «&Αμλέτον& μεταξύ των ιστορικών δραμάτων, επί λόγω ότι η υπόθεσις αυτών «ελήφθη εκ των Χρονογράφων της εποχής εκείνης· – Εκ πηγών μάλλον «αξιοπίστων ή ο Holinshed γνωρίζομεν ότι, βοηθούμενος υπό Νορβηγών «επικούρων, ο Μάκβεθ αφήρπασε το στέμμα του βασιλέως της Σκωτίας Δώγκαν «εν μάχη, καθ' ην ούτος εφονεύθη, και ότι μετά πολυετή βασιλείαν ο «Μάκβεθ ηττηθείς υπό του υιού του Δώγκαν, έχοντος συμμάχους τους «Άγγλους, εφονεύθη πολεμών. Εν τη αυτή Χρονογραφία του Holinshed «υπάρχει ετέρα αφήγησις, η της δολοφονίας του βασιλέως Duff υπό του «Donwald και της συζύγου του, εν τω φρουρίω αυτών, ένθα εφιλοξενείτο ο «βασιλεύς. Ο Σαικσπείρος μετά τέχνης απαραμίλλου συνέπλεξεν εις έν τας «δύο του Χρονογράφου αφηγήσεις, διασκευάσας εξ αυτών το μέγα τούτο «αριστούργημά του.» (Κnight, Studies of Shakspeare). Κατά τον Holinshed η μάχη καθ' ην ηττήθη και «εφονεύθη ο Μάκβεθ, εγένετο κατά το έτος 1057.
«Η Τραγωδία αύτη, λέγει ο Γερβίνος, εξετιμήθη αείποτε ιδιαζόντως «μεταξύ των λοιπών του Σαικσπείρου έργων. Ο Σχίλλερος την μετέφρασεν, ο «Σχλέγελος μετ' ενθουσιασμού ομιλεί περί αυτής, ο Drake την αποκαλεί το «μέγιστον προϊόν της διανοίας του Σαικσπείρου, το ύψιστον και «καταπληκτικώτατον των δραμάτων όσα ποτέ εγράφησαν. Ο &Μάκβεθ& απήλαυσε «παρά τοις μη Τευτονικοίς λαοίς δημοτικότητα πλειοτέραν ή αι έτεραι του «Σαικσπείρου τραγωδίαι, είτε ως εκ της μεγαλειτέρας αυτού προς την «αρχαίαν τραγωδίαν ομοιότητος, είτε ως εκ της ενότητος της πλοκής και «της απλότητος περί την διέλιξιν της υποθέσεως, είτε επί τέλους διά «την ευκρίνειαν των χαρακτήρων, τους οποίους ο ποιητής διέγραψε μετά «ολιγωτέρου ή συνήθως παρ' αυτώ μυστηρίου· προπάντων δ' ίσως, ένεκα του «γραφικού εν τη τραγωδία ταύτη γοήτρου και του ποιητικού της «χρωματισμού. Τω όντι ο &Μάκβεθ& εξέχει ως προς την λαμπρότητα της «ποιητικής εκφράσεως και ως προς την ζώσαν απεικόνισιν των καιρών, των «προσώπων και των τόπων. Ο Σχλέγελος εκθειάζει την ζωηράν εν τω δράματι «τούτω παράστασιν της ηρωικής εκείνης εποχής, του σιδηρού εκείνου της «αρκτώας Ευρώπης αιώνος, καθ' ον αρετή ελογίζετο η ανδρεία. Πώς «διαφαίνονται μεγαλοπρεπώς αι καταπληκτικαί εκείναι μορφαί, πώς «παρίστανται αληθείς και γνήσιαι εν τη ηρωική αυτών διαστάσει! Η δε «χώρα, εις την οποίαν ο ποιητής μεταφέρει εμάς, είναι η ορεινή Σκωτία, «όπου τα πάντα κατέχονται υπό της επικρατούσης δεισιδαιμονίας, η δε «συγκοινωνία μετά του υπέρ φύσιν τελείται αισθητώς, τρόπον τινά, διά των «φαινομένων του εμψύχου και του αψύχου κόσμου, – όπου κατά συνέπειαν ο «άνθρωπος έχει τον νουν εύπιστον, την δε φαντασίαν ευφλόγιστον και «εκφράζεται διά γλώσσης ισχυράς, πλήρους ποιητικών εικόνων και «αλληγοριών.» (Gervinus Shakespeare Commentaries).
till he disbursed, at Saint Colmes' inch ten thousand dollars to our general use.
Ανακαλούσιν οι μαγικοί αριθμοί ούτοι το του Οιδίποδος επί Κολωνώ:
(474-475).
Τρις εννέ' αυτή κλώνας εξ αμφοίν χεροίν ' τιθείς ελαίας τας δ' επεύχεται λιτάς
[Закрыть]
ω Ζευ, τι δη χρυσού μεν ος κίβδηλος ή τεκμήρι' ανθρώποις ώπασας σαφή, ανδρών δ' ότω χρη τον κακόν διειδέναι, ουδείς χαρακτήρ εμπέφυκε σώματι;