Czytaj książkę: «Οι Απόκληροι»
Περιεχόμενα
Οι ΑπόκληροιΌουεν ΤζόουνςΕλένη ΓούλαΠεριεχόμεναΓλωσσάρι1. Η ΑΡΡΩΣΤΙΑ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΛΙ2. ΤΟ ΔΙΛΗΜΜΑ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ΛΙ3. Ο ΒΡΙΚΟΛΑΚΑΣ ΧΕΝΓΚ4. Ο ΔΡΟΜΟΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΑΝΑΡΡΩΣΗ5. ΕΙΝΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΣ; ΕΙΝΑΙ ΠΟΥΛΙ; ΟΧΙ! ΕΙΝΑΙ Ο ΧΕΝΓΚ6. Ο ΧΕΝΓΚ ΕΠΙΣΤΡΕΦΕΙ ΣΤΗ ΔΟΥΛΕΙΑ7. Ο ΧΕΝΓΚ ΕΠΕΚΤΕΙΝΕΙ ΤΗ ΔΙΑΙΤΑ ΤΟΥ8. ΤΑ ΠΕΙΡΑΜΑΤΑ ΤΟΥ ΧΕΝΓΚ9. ΚΑΛΕΣΜΕΝΟΙ10. ΜΙΑ ΝΕΑ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ11. ΤΟ ΜΟΝΟΠΑΤΙ ΤΩΝ ΧΙΠΙΣ12. ΔΙΑΛΕΙΜΜΑ13.ΑΝΤΡΑΣ ΚΑΙ ΓΥΝΑΙΚΑ ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ14. Η ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΝΥΧΤΕΡΙΔΩΝ ΜΕΓΑΛΩΝΕΙ15. ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΝΥΧΤΕΡΙΔΩΝΓΛΩΣΣΑΡΙΛίγα Λόγια για τον ΣυγγραφέαΤΟ ΚΡΙΝΟ ΤΗΣ ΜΠΑΝΓΚΟΚ1. ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ: ΣΑΒΒΑΤΟ ΒΡΑΔΥ
1 Οι Απόκληροι
Η Χιουμοριστική Ιστορίας Μίας Σύγχρονης Οικογένειας Βριολάκων
του
1 Όουεν Τζόουνς
Μετάφραση:
1 Ελένη Γούλα
Πνευματικά δικαιώματα: Όουεν Τζόουνς, ©2021
1 Περιεχόμενα
1. Η Αρρώστια του κυρίου Λι
2. Το δίλημμα της οικογένειας Λι
3. Ο Βρικόλακας Χενγκ
4. Ο Δρόμος προς την Ανάρρωση
5. Είναι άνθρωπος; Είναι πουλί;
6. Ο Χενγκ επιστρέφει στη δουλειά
7. Ο Χενγκ επεκτείνει τη δίαιτά του
8. Τα πειράματα του Χενγκ
9. Καλεσμένοι
10. Μία Νέα Οικογενειακή Επιχείρηση
11. Το Μονοπάτι των Χίπις
12. Διάλειμμα
13. Άντρας και Γυναίκα Νυχτερίδα
14. Η Κοινότητα των Νυχτερίδων Μεγαλώνει
15. Το Πρώτο Συμβούλιο των Νυχτερίδων
1 Γλωσσάρι
Το Κρίνο της Μπανγκόκ
Σχετικά με τον συγγραφέα
Επικοινωνήστε μαζί μου ως εξής:
http://facebook.com/angunjones
http://twitter.com/lekwilliams
Συμμετέχετε στο newsletter για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τα βιβλία και τη συγγραφή του Owen γράφοντας το email σας:
https://meganthemisconception.com
1 1. Η ΑΡΡΩΣΤΙΑ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΛΙ
Ο κύριος Λι, ή ο Ηλικιωμένος Κύριος Λι, όπως τον ξέρουν οι ντόπιοι, ένιωθε παράξενα για εβδομάδες και επειδή η τοπική κοινωνία ήταν μικρή και απομονωμένη, όλοι όσοι ήταν κοντά του το γνώριζαν. Συμβουλεύτηκε ντόπιο γιατρό, της παλιάς σχολής, όχι σύγχρονο γιατρό, και του είπε ότι η θερμοκρασία του σώματός του δεν ήταν ισορροπημένη γιατί κάτι επηρέαζε το αίμα του. Η γυναίκα, η ντόπια σαμάνος, θεία του κυρίου Λι, δεν ήταν αρκετά σίγουρη για τον λόγο, αλλά υποσχέθηκε ότι θα γνωρίζει σε περίπου 24 ώρες, αν άφηνε δείγματα για να τα μελετήσει και επέστρεψε όταν έστειλε να τον φωνάξουν. Η σαμάνος έδωσε στον κύριο Λι μία μάζα από βρύα και πέτρες. Ήξερε τι έπρεπε να κάνει διότι το είχε κάνει ξανά, οπότε κατούρησε στα βρύα και έφτυσε την πέτρα αφού ξερόβηξε δυνατά. Τα έδωσε πίσω με ευλάβεια και προσέχοντας μην τα ακουμπήσει και τα μολύνει, τα τύλιξε ευλαβικά σε ξεχωριστά κομμάτια μπανανόφλουδας για να διατηρήσουν την υγρασία τους όσο το δυνατόν περισσότερο. «Δώσε τους μία μέρα να σαπίσουν και να ξεραθούν, μετά θα τα μελετήσω και θα δω τι σου συμβαίνει». «Ευχαριστώ, θεία Ντα, εννοώ, Σαμάνε Ντα. Θα περιμένω να με καλέσεις και θα έρθω αμέσως μόλις με καλέσεις». «Περίμενε εκεί, παλικάρι μου, δεν τελείωσα ακόμα μαζί σου». Η Ντα γύρισε και πήρε ένα πήλινο σκεύος από το ράφι. Το άνοιξε, ήπιε δύο γουλιές και μετά έφτυσε την τελευταία στον ηλικιωμένο Λι. Καθώς η Ντα προσευχόταν στους θεούς της, ο κύριος Λι σκεφτόταν ότι ξέχασε τον «εξαγνισμό»-μισούσε να τον φτύνουν όλοι, κι ειδικά ηλικιωμένες με σάπια δόντια. «Αυτό το αλκοολούχο σπρέι κι η προσευχή θα σε ηρεμήσει μέχρι να βρούμε το πρόβλημα,» τον διαβεβαίωσε. Η Σαμάνος Ντα σηκώθηκε από τη θέση λωτό του χωμάτινου εδάφους του ιατρικού ιερού, έβαλε το χέρι της γύρω από τον ανιψιό της και τον οδήγησε έξω, στρίβοντας τσιγάρο στον δρόμο. Μόλις βγήκαν έξω, το άναψε, τράβηξε μία μεγάλη ρουφηξιά κι ένιωσε τον καπνό στους πνεύμονές της. «Πώς είναι η γυναίκα σου και τα αξιαγάπητα παιδιά σου;» «Είναι όλοι καλά, θεία Ντα, αλλά ανησυχούν για την υγεία μου. Νιώθω αδιάθετος εδώ και καιρό και δεν έχω αρρωστήσει σε όλη μου τη ζωή, όπως ξέρεις.» «Όχι, εμείς οι Λι είμαστε σκληρή φάρα. Ο πατέρας σου, ο αγαπημένος μου αδερφός, θα ήταν μία χαρά τώρα αν δεν είχε πεθάνει από τη γρίπη. Ήταν δυνατός σαν βουβάλι. Του μοιάζεις, αλλά δεν τον πυροβόλησαν. Νομίζω ότι αυτό φταίει, η σφαίρα του Γιάνκη». Ο κύριος Λι το είχε περάσει αυτό εκατοντάδες φορές, αλλά δεν μπορούσε να την πείσει, οπότε απλώς έγνεψε, άφησε στη θεία του ένα χαρτονόμισμα των 50 μπατ και ξεκίνησε για τη φάρμα του που ήταν μόλις μερικές εκατοντάδες γιάρδες έξω από το χωριό.
Ένιωθε ήδη πολύ καλύτερα, οπότε άρχισε να περπατάει πιο ευδιάθετα για το αποδείξει σε όλους.
Ο ηλικιωμένος κύριος Λι εμπιστευόταν την αρχαία θεία του Ντα, όπως κι όλη η κοινότητα,
που αποτελούταν από ένα μικρό χωριό με 500 σπίτια και μερικές δωδεκάδες απομακρυσμένες φάρμες.
Η θεία του Ντα ανέλαβε ως Σαμάνος του χωριού όταν ήταν αγόρι και δεν υπήρχαν πολλοί που να θυμούνται τον προηγούμενο. Ποτέ δεν είχαν επαγγελματία γιατρό στο χωριό.
Δεν σημαίνει ότι δεν είχαν πρόσβαση σε γιατρό, αλλά ήταν ελάχιστοι και μακριά-ο πιο κοντινός μόνιμος γιατρός ήταν στην πόλη, 75 χιλιόμετρα μακριά και δεν υπήρχαν λεωφορεία, ταξί ή τρένα στα βουνά που ζούσαν στη βορειοανατολική Ταϊλάνδη. Εκτός αυτού, οι γιατροί ήταν ακριβοί και έδιναν ακριβά φάρμακα, όπου όλοι υπέθεταν ότι κέρδιζαν έτσι υψηλές προμήθειες. Υπήρχε, επίσης, μία κλινική μερικά χωριά παρακάτω, που είχε μόνο μία νοσοκόμα πλήρους απασχόλησης κι έναν γιατρό μερικής απασχόλησης που δουλεύει εκεί μία μέρα το δεκαπενθήμερο.
Οι άνθρωποι του χωριού, όπως ο κύριος Λι, νόμιζαν ότι ήταν εντάξει για τους πλούσιους αστούς, αλλά δεν τους ήταν χρήσιμοι. Πώς μπορεί ένας αγρότης να πάρει μία μέρα ρεπό, να προσλάβει κάποιον άλλον για την ίδια δουλειά και να πάει στον γιατρό; Αν έβρισκαν κάποιον με αμάξι, καλώς, αν και υπήρχαν λίγα παλιά τρακτέρ εντός δέκα χιλιομέτρων.
Όχι, σκέφτηκε, η θεία του ήταν αρκετά καλή για όλους και γι' αυτόν, κι εξάλλου, δεν είχε αφήσει κανέναν να πεθάνει που δεν είχε έρθει η ώρα του και φυσικά δεν είχε σκοτώσει κανέναν, όλοι το ορκίζονται.
Όλοι.
Ο κύριος Λι ήταν περήφανος για τη θεία του και δεν υπήρχε άλλη εναλλακτική για χιλιόμετρα και σίγουρα κανείς με την εμπειρία της. Κανείς δεν ήξερε την πραγματική της ηλικία, ούτε καν η ίδια, αλλά πολύ πιθανόν να είναι 90.
Ο κύριος Λι έφτασε στην αυλή του σπιτιού του μ' αυτές τις σκέψεις στο μυαλό. Ήθελε να το συζητήσει με τη γυναίκα του, επειδή, αν και φαινόταν ότι ήταν ο αρχηγός της οικογένειας, όπως και σε κάθε οικογένεια, ήταν μόνο επίφαση διότι στην πραγματικότητα όλα τα μέλη της οικογένειας έπαιρναν αποφάσεις συλλογικά, ή τουλάχιστον οι ενήλικες.
Θα ήταν μία αξιομνημόνευτη μέρα καθώς οι Λι ποτέ δεν είχαν περάσει κάποια «κρίση» και τα δύο τους παιδιά, που δεν ήταν πια παιδιά, είχαν κι αυτά λόγο. Θα γραφόταν ιστορία κι ο κύριος Λι το ήξερε.
«Μαντ», φώναξε, χαϊδευτικό της γυναίκας του καθώς το πρωτότοκο παιδί τους δεν μπόρεσε να πει «Μητέρα».«Μαντ, είσαι εκεί;»
«Ναι, είμαι στην πίσω αυλή».
Ο Λι περίμενε λίγο μέχρι να γυρίσει από την τουαλέτα, αλλά ήταν ζεστά κι αποπνικτικά μέσα, οπότε πήγε στην μπροστινή αυλή και κάθισε στο μεγάλο οικογενειακό τραπέζι με στέγη από χορτάρι όπου έτρωγαν οικογενειακώς και κάθονταν αν είχαν ελεύθερο χώρο.
Το αληθινό όνομα της κυρίας Λι ήταν Γουάν, αν κι ο σύζυγός της τη φώναζε Μαντ στοργικά καθώς το μεγαλύτερο παιδί τους την έλεγε έτσι και του κόλλησε του κυρίου Λι, αλλά όχι των παιδιών. Κατάγεται από το χωριό Μπααν Νουά, όπως κι ο Λι, αλλά οι δικοί της δεν είχαν πάει πουθενά, ενώ η οικογένεια του Λι είχε έρθει από την Κίνα δύο γενιές πριν, αν και αυτή η πατρίδα δεν ήταν πολύ μακριά.
Ήταν σαν τις άλλες γυναίκες της περιοχής. Στα νιάτα της, ήταν όμορφο κορίτσι, αλλά τα κορίτσια δεν είχα πολλές ευκαιρίες στο παρελθόν ούτε τις ενθάρρυναν να είναι φιλόδοξες, όχι ότι τα πράγματα άλλαξαν πολύ και για την κόρη της ακόμα και μετά από είκοσι χρόνια. Η κυρία Λι ήταν ικανοποιημένη να βρει σύζυγο μετά το σχολείο, οπότε όταν ο Χενγκ Λι τη ζήτησε σε γάμο κι έδειξε στους γονείς της τα λεφτά που είχε στην τράπεζα, σκέφτηκε ότι ήταν το καλύτερο κελεπούρι από τους ντόπιους. Δεν είχε, επίσης, την επιθυμία να ξεφύγει από τους φίλους και τους συγγενείς για να πάει στην πόλη να διευρύνει τους ορίζοντες της.
Αγάπησε τον Χενγκ Λι με τον δικό της τρόπο, αν κι η ερωτική επιθυμία καταλάγιασε γρήγορα στη σύντομη ερωτική ζωή τους και τώρα ήταν περισσότερο συνέταιρος παρά σύζυγος στην οικογενειακή επιχείρηση, αφοσιωμένη στην επιβίωση αυτών και των δύο παιδιών τους.
Η Γουάν δεν έψαξε ποτέ εραστή, αν κι είχε προτάσεις πριν και μετά τον γάμο της. Τότε, είχε εξοργιστεί, αλλά τώρα αναπολεί αυτές τις στιγμές με τρυφερότητα. Ο Λι ήταν ο πρώτος της κι ο μοναδικός, και σίγουρα θα είναι ο τελευταίος της, αλλά δεν το μετανιώνει.
Όνειρό της είναι να δει και να φροντίσει τα εγγόνια που τα παιδιά της σίγουρα θα θέλουν με το πλήρωμα του χρόνου, παρόλο που δεν ήθελε, ειδικά η κόρη της, να βιαστεί να παντρευτεί όπως αυτή. Ήξερε ότι τα παιδιά της θα έκαναν σύντομα παιδιά, αν μπορούσαν, επειδή ήταν ο μόνος τρόπος να έχουν οικονομική ασφάλεια σε μεγάλη ηλικία και την ευκαιρία να διαμορφώσουν την οικογενειακή φήμη.
Η κυρία Λι ενδιαφερόταν για την οικογένεια, την υπόληψη και την τιμή, αλλά δεν χρειαζόταν άλλα υλικά αγαθά. Είχε μάθει χωρίς αυτά εδώ και αρκετό καιρό που δεν την ένοιαζε πλέον.
Είχε ήδη κινητό τηλέφωνο και τηλεόραση, αλλά το σήμα δεν ήταν καλό και δεν μπορούσε να κάνει κάτι παρά να περιμένει την κυβέρνηση να αναβαθμίσει το τοπικό δίκτυο, που σίγουρα θα συμβεί μία μέρα, αν όχι σύντομα. Δεν ήθελε αμάξι επειδή δεν ήθελε να πάει πουθενά κι εξάλλου, οι δρόμοι δεν ήταν πολύ καλοί.
Ωστόσο, δεν ήταν μόνο αυτό, τα άτομα της ηλικίας και της θέσης της πίστευαν ότι το αμάξι είναι άπιαστο όνειρο κι έπαψαν να το επιθυμούν εδώ και δεκαετίες. Με άλλα λόγια, ήταν ικανοποιημένη με το ποδήλατο και το παλιό μηχανάκι που ήταν τα μέσα μεταφοράς της οικογένειας.
Δεν ποθούσε ούτε χρυσό ούτε μοντέρνα ρούχα πια, καθώς το μεγάλωμα δύο παιδιών με τον μισθό ενός αγρότη το κατέστη αδύνατο χρόνια πριν. Εκτός απ' όλα αυτά, η κυρία Λι ήταν μία χαρούμενη γυναίκα που αγαπούσε την οικογένειά της κι ήθελε να μείνει εκεί πού είναι κι όπως είναι, μέχρι να την καλέσει ο Βούδας να πάει στο σπίτι.
Ο κύριος Λι έβλεπε τη γυναίκα του να πηγαίνει προς αυτόν, έφτιαχνε το σαρόνγκ της, αλλά εξωτερικά, υπέθεσε, κάτι δεν πήγαινε καλά, αλλά δεν θα ρωτούσε ποτέ. Κάθισε στην άκρη του τραπεζιού και στριφογύρισε τα πόδια της για να κάτσει σαν γοργόνα σε δανέζικο βράχο.
«Τι είπε η γριά καρακάξα;»
«Έλα, Μαντ, δεν είναι τόσο κακή! Εντάξει, εσείς οι δύο ποτέ δεν τα πηγαίνατε καλά, αλλά μερικές φορές έτσι γίνεται, σωστά; Ποτέ δεν λέει κακή κουβέντα για σένα και πριν μισή ώρα ρωτούσε για την υγεία των παιδιών και τη δική σου».
«Πόσο χαζός είσαι μερικές φορές, Χενγκ. Μιλά για μένα και σε μένα με ωραία λόγια όταν υπάρχουν άνθρωποι γύρω, αλλά όποτε είμαστε μόνες μας, μου συμπεριφέρεται σαν σκουπίδι και πάντα το έκανε. Με μισεί, αλλά είναι πολύ ύπουλη για να σε αφήσει να το δεις αυτό, διότι ξέρει ότι θα πάρεις το μέρος μου κι όχι το δικό της. Εσείς οι άντρες πιστεύετε ότι είστε σοφοί, αλλά δεν ξέρετε τι γίνεται κάτω από τη μύτη σας.
Με έχει κατηγορήσει για πολλά πράγματα με την πάροδο των χρόνων: για ακατάστατο σπίτι, ότι δεν πλένω τα παιδιά και μία φορά μου είπε ότι το φαγητό μου μύριζε λες κι είχα βάλει περιττώματα κατσίκας για γεύση!
Δεν ξέρεις ούτε τα μισά, αλλά δεν πιστεύεις ούτε την ίδια σου τη γυναίκα; Ναι, μπορείς να χαμογελάς, αλλά δεν ήταν αστείο για μένα τα τελευταία τριάντα χρόνια. Τέλος πάντων, τι σου είπε;»
«Στην πραγματικότητα τίποτα, ήταν ένας ιατρικός έλεγχος, η ίδια παλιά ρουτίνα. Ξέρεις, να κατουρήσω σε λίγα βρύα, να φτύσω σε μία πέτρα και με ψέκασε με αλκοόλ με το πλατύ γέρικο στόμα της. Με ανατριχιάζει η σκέψη. Είπε ότι θα μου πει αύριο, όταν μάθει το αποτέλεσμα.
Πού είναι τα παιδιά; Δεν θα έπρεπε να πάρουν μέρος στην οικογενειακή συζήτηση;»
«Δεν νομίζω. Εξάλλου, δεν ξέρουμε τίποτα ακόμη, ξέρουμε; Έχεις καμία ιδέα;»
«Όχι. Έλεγα να πάω για μασάζ στην Κινεζούλα που ίσως βοηθήσει αν το πάει χαλαρά. Εκπαιδεύτηκε στη βόρεια Ταϊλάνδη και είναι λίγο άγρια, έτσι λένε. Ειδικά έτσι όπως είμαι μέσα μου. Ίσως βελτιωθώ με μαλακό τρίψιμο, τι πιστεύεις κι εσύ, καλή μου;»
«Ναι, ξέρω τι εννοείς με το μαλακό τρίψιμο. Αν είναι έτσι, γιατί δεν ζητάς από τον θείο σου να το κάνει; Γιατί να επιλέξεις μία νέα γυναίκα;»
«Δεν μου αρέσουν τα αντρικά χέρια πάνω μου. Στο έχω εξηγήσει ξανά πριν, αλλά αν σε αναστατώνει, δεν θα πάω για μασάζ».
«Δεν λέω ότι δεν μπορείς να πας! Για όνομα, δεν θα μπορούσα να σε εμποδίσω να πας οπουδήποτε! Παρ' όλα αυτά, όπως λες, λένε ότι είναι λίγο σκληρή και μπορεί να σου κάνει περισσότερο κακό παρά καλό. Νομίζω ότι θα ήταν καλύτερα να μην πας μέχρι να μάθουμε νέα από τη θεία σου».
«Ναι, μάλλον έχεις δίκιο. Δεν μου είπες πού είναι τα παιδιά».
«Δεν είμαι σίγουρη, νόμιζα ότι θα είχαν επιστρέψει μέχρι τώρα. Βγήκαν μαζί για να πάνε σε γενέθλια ή κάτι τέτοιο το σαββατοκύριακο».
Οι Λι είχαν δύο παιδιά, ένα αγόρι κι ένα κορίτσι, κι ένιωθαν τυχεροί γι' αυτό, επειδή προσπαθούσαν να κάνουν παιδί για δέκα χρόνια πριν κάνουν το αγόρι. Ήταν είκοσι και δεκαέξι ετών αντίστοιχα, οπότε ο κύριος κι η κυρία Λι έχουν παραιτηθεί από την ιδέα να κάνουν κι άλλα παιδιά.
Είχαν σταματήσει να προσπαθούν εδώ και καιρό.
Ωστόσο, ήταν καλά, σεβαστά κι υπάκουα παιδιά κι έκαναν περήφανα τους γονείς τους ή τουλάχιστον, αυτά που ήξεραν οι γονείς τους έκαναν περήφανους, διότι ήταν σαν τα υπόλοιπα αξιοπρεπή παιδιά: 90% καλά, αλλά μπορούσαν να κάνουν αταξίες κι είχαν μυστικές σκέψεις που οι γονείς τους δεν θα ενέκριναν.
Ο άρχοντας Λι, ο γιος, Ντεν ή αλλιώς ο Νεαρός Λι, μόλις είχε γίνει είκοσι και είχε τελειώσει το σχολείο σχεδόν δύο χρόνια. Αυτός, όπως κι η αδερφή του, πέρασαν χαρούμενη παιδική ηλικία, αλλά άρχισε να συνειδητοποιεί το γεγονός ότι ο πατέρας του έχει σχεδιάσει μία δύσκολη ζωή γι' αυτόν, όχι ότι δεν είχε δουλέψει στη ζωή του πριν και μετά το σχολείο. Όμως, τότε υπήρχε χρόνος για ποδόσφαιρο, πινγκ-πονγκ και κορίτσια στους σχολικούς χορούς.
Όλα τελείωσαν τώρα όπως κι οι προοπτικές για τη σεξουαλική του ζωή, όχι ότι είχε να καυχηθεί για πολλά πράγματα; σπάνια φιλιά και ψάξιμο, αλλά τώρα δεν είχε τίποτα για σχεδόν δύο χρόνια. Ο Ντεν θα έφευγε για την πόλη αμέσως, αν γνώριζε τι θα έκανε εκεί, αλλά δεν είχε κάποια φιλοδοξία εκτός από το να κάνει συχνά σεξ.
Οι ορμόνες του είχαν φέρει τα πάνω κάτω σε βαθμό που κάποιες από τις κατσίκες του φαίνονταν ελκυστικές, κάτι που τον ανησυχούσε πολύ.
Ήξερε ότι θα έπρεπε να παντρευτεί αν ήθελε να έχει φυσιολογική σχέση με μία γυναίκα.
Ο γάμος, αν κι είχε το κόστος του να κάνεις παιδιά, φαινόταν πολύ ελκυστικός.
Η δεσποινίς Λι, γνωστή ως Ντιν, ήταν μία όμορφη δεκαεξάχρονη, που τελείωσε το σχολείο το καλοκαίρι και σπούδαζε δύο χρόνια λιγότερο από τον αδερφό της, που ήταν αρκετά φυσιολογικό στην περιοχή. Όχι επειδή ήταν λιγότερο έξυπνη, αλλά επειδή γονείς και κορίτσια υπέθεταν ότι όσο
νωρίτερα έκανε κάποιος οικογένεια, τόσο το καλύτερο. Ήταν, επίσης, πιο εύκολο να βρει σύζυγο μία κοπέλα μικρότερη των 20 ετών παρά μεγαλύτερη. Η Ντιν αποδεχόταν αυτή την παραδοσιακή σοφία αναντίρρητα, παρά τις αμφιβολίες της μητέρας της.
Δούλευε πριν και μετά το σχολείο σε όλη της τη ζωή κι ίσως πιο σκληρά από τον αδερφό της, αν και δεν θα το έβλεπε ποτέ, αφού οι γυναίκες ήταν ουσιαστικά εργατικές δούλες παντού.
Ωστόσο, η Ντιν είχε φιλοδοξίες. Ονειρευόταν ερωτικά μπερδέματα, όπου ο εραστής της θα την έπαιρνε και θα την πήγαινε στην Μπανγκόκ, όπου θα γινόταν γιατρός κι αυτή θα περνούσε τη μέρα της ψωνίζοντας με τις φίλες της. Οι ορμόνες της τη δυσκόλευαν, αλλά η τοπική τους κουλτούρα της απαγόρευε να τις ομολογήσει, ακόμη και στον εαυτό της. Ο πατέρας, ο αδερφός της, ακόμη κι η μητέρα της ίσως την τιμωρούσαν αν την έπιαναν ακόμη και να χαμογελάει σε αγόρι εκτός οικογενείας.
Το ήξερε και το αποδεχόταν αναντίρρητα.
Ήταν το σχέδιο της να αρχίσει να ψάχνει σύζυγο αμέσως κι η μαμά της προσφέρθηκε να τη διευκολύνει, καθώς κι οι δύο κυρίες Λι ήξεραν ότι έπρεπε να γίνει το συντομότερο για να μην κινδυνεύσει η υπόληψη της οικογένειάς τους.
Γενικά, οι Λι ήταν μία τυπική οικογένεια για την κοινότητα και χαίρονταν γι' αυτό. Συνέχιζαν τη ζωή τους με τους περιορισμούς των τοπικών ηθών και το θεωρούσαν σωστό, ασχέτως αν τα δύο παιδιά τους είχαν όνειρα να πάνε στην πόλη. Το πρόβλημα ήταν ότι η έλλειψη φιλοδοξίας που αναπτυσσόταν στον λαό τους καθυστερούσε, που ήταν καλό για την κυβέρνηση, καθώς η νεολαία θα είχε εξαφανιστεί προ πολλού από την επαρχία και θα πήγαινε στην Μπανγκόκ κι από εκεί σε ξένες χώρες όπως η Ταϊβάν και το Ομάν όπου οι μισθοί ήταν καλύτεροι. Παρ' όλα αυτά, η ελευθερία από τη σκληρή πίεση των συνομηλίκων ήταν δελεαστική. Πολλά νέα κορίτσια πήγαν στην Μπανγκόκ. Κάποια βρήκαν αξιοπρεπείς δουλειές, αλλά πολλές κατέληξαν να δουλεύουν στη βιομηχανία του σεξ των μεγαλύτερων πόλεων κι από εκεί, λίγες ταξίδεψαν πιο μακριά, ακόμα κι εκτός Ασίας. Υπήρχαν πολλές τρομακτικές ιστορίες για να αποτρέψουν αυτά τα κορίτσια από αυτόν τον δρόμο και λειτούργησαν στην Ντιν και τη μητέρα της.
Ο κύριος Λι αγαπούσε τη ζωή και την οικογένειά του, αν και δεν ήταν εύκολο να το παραδεχτεί εκτός σπιτιού και δεν ήθελε να τους χάσει από κάποια αρρώστια που ίσως είχε αρχίσει να αναπτύσσεται σε αυτόν όταν ήταν ακόμη νέος.
Ο ηλικιωμένος κύριος Λι (αν και ήξερε ότι οι λιγότεροι ευσεβείς νέοι τον αποκαλούσαν γερο-Λι) ήταν ιδεαλιστής στα νιάτα του και είχε γραφτεί να πολεμήσει για το Βόρειο Βιετνάμ μόλις τελείωσε το σχολείο. Έμεναν στα σύνορα με το Λάος, οπότε το Βόρειο Βιετνάμ δεν ήταν πολύ μακριά κι ήξερε για τις ρίψεις βομβών των Αμερικανών εκεί και στο Λάος και ήθελε να το σταματήσει.
Είχε συνταχθεί με τους κομμουνιστές και πήγε στο Βιετνάμ για πολεμική εκπαίδευση. Πολλοί από τους εκπαιδευόμενους ήταν σαν κι αυτόν, μισοί Κινέζοι, κι αγανάκτησε με τις ξένες δυνάμεις που θέλουν να καθορίσουν το μέλλον της χώρας του. Δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί οι Αμερικανοί που ζούσαν πολλά χιλιόμετρα μακριά τους νοιάζονταν για την εξουσία σ' αυτή τη μικρή χώρα. Ποτέ δεν ανησύχησε ποιον πρόεδρο ψήφιζαν.
Ωστόσο, όπως ήταν της μοίρας γραφτό, δεν είχε την ευκαιρία να πυροβολήσει εν βρασμώ ψυχής καθώς χτυπήθηκε από θραύσματα βόμβας που έριξαν οι Αμερικανοί καθώς μεταφερόταν από το στρατόπεδο εκπαίδευσης στο πεδίο της μάχης την πρώτη του μέρα μετά την αποφοίτηση από την εκπαίδευση. Οι πληγές του ήταν επίπονες, αλλά όχι θανάσιμες, αν κι αρκετές για να τον καταστήσουν ανάπηρο πάνω που ήταν αρκετά υγιής για να βγει από το νοσοκομείο. Χτυπήθηκε στο πάνω μέρος του αριστερού ποδιού από το μεγαλύτερο κομμάτι, αλλά μερικά μικρότερα κομμάτια διαπέρασαν των θώρακά του, που υποθέτει ότι είναι ο λόγος της δυσφορίας του. Υπήρχε, επίσης, η φήμη ότι πυροβολήθηκε.
Επέστρεψε κουτσαίνοντας και με αρκετή αποζημίωση να αγοράσει μία μικρή φάρμα, αλλά αφού το πόδι του δεν ήταν καλά, αγόρασε τη φάρμα κι ένα κοπάδι κατσίκες που της έτρεφε και πουλούσε. Μέσα σε έναν χρόνο από την επιστροφή του, το πόδι του ήταν καλύτερα από ποτέ και παντρεύτηκε μία όμορφη ντόπια κοπέλα που ήξερε και του άρεσε σε όλη του τη ζωή. Καταγόταν από αγρότες και ζούσαν μία ευτυχισμένη, αλλά φτωχική ζωή.
Κάθε μέρα, εκτός της Κυριακής, ο κύριος Λι πήγαινε το κοπάδι του στα υψίπεδα για να βοσκήσει, και το καλοκαίρι, θα έμενε συχνά τη νύχτα σε έναν από τους καταυλισμούς που είχε από εδώ κι από εκεί κι έμαθε να φτιάχνει στον στρατό. Αναπόλησε εκείνες τις εποχές με νοσταλγία, χαρούμενες μέρες, αν και δεν θα τις αποκαλούσε έτσι τότε.
Δεν υπήρχαν πια αρπακτικά στα βουνά, εκτός των ανθρώπων, επειδή όλες οι τίγρεις είχαν σκοτωθεί καιρό πριν για να χρησιμοποιηθούν στην κινεζική φαρμακοβιομηχανία. Ο κύριος Λι είχε ανάμεικτα συναισθήματα γι' αυτό. Από τη μία, ήξερε ότι ήταν ντροπή, αλλά από την άλλη δεν είχε διάθεση να υπερασπιστεί τις κατσίκες του από τις περιπλανώμενες τίγρεις το βράδυ. Όταν αρρώστησε πριν περίπου μία εβδομάδα, ήταν γιδοβοσκός για περίπου τριάντα έτη, οπότε ήξερε τα βουνά τόσο καλά όσο κι οι άνθρωποι τα τοπικά πάρκα τους.
Ήξερε ποιες περιοχές να αποφύγει εξαιτίας των ναρκών και της στρυχνίνης που έριξαν οι Αμερικανοί τη δεκαετία του '70 κι ήξερε ποιες περιοχές είχαν εκκαθαριστεί, αν κι οι ναρκοσυλλέκτες είχαν ξεχάσει κάνα δυο καθώς ανακαλύφτηκε μία από τις κατσίκες τους μόλις πριν έναν μήνα. Ήταν ντροπή, αν και το νεκρό σώμα της δεν πήγε χαμένο και πέθανε γρήγορα καθώς μία πέτρα που ξεκόλλησε απασφάλισε μία νάρκη που τινάχτηκε στον αέρα και της έκοψε το κεφάλι.
Ήταν πολύ μακριά για να κουβαλήσει το κουφάρι της σπίτι, οπότε ο κύριος Λι πέρασε μερικές μέρες στα βουνά πέφτοντας με τα μούτρα στο φαγητό ενώ η οικογένειά του πίσω στη φάρμα ανησυχούσε πολύ γι' αυτόν.
Ο κύριος Λι ήταν ένας ικανοποιημένος άντρας. Απολάμβανε τη ζωή του και την εξωτερική ζωή κι είχε συμφιλιωθεί με το γεγονός ότι δεν θα γινόταν ποτέ πλούσιος και δεν θα πήγαινε ξανά στο εξωτερικό.Γι' αυτόν τον λόγο, η σύζυγός του κι αυτός ήταν χαρούμενοι που είχαν μόνο δύο παιδιά. Τα αγαπούσε και τα δύο εξίσου και ήθελε το καλύτερο και για τα δύο, αλλά χαιρόταν επίσης που τελείωσαν το σχολείο και μπορούσαν να δουλεύουν πλήρως στη φάρμα, όπου η γυναίκα του καλλιεργούσε βότανα, λαχανικά κι είχε τρία γουρούνια και μερικές ντουζίνες κοτόπουλα.
Ο κύριος Λι σκεφτόταν πόσο θα μπορούσε να επεκτείνει τη φάρμα του με επιπλέον βοήθεια. Ίσως να μπορούσαν να έχουν ακόμα μία ντουζίνα κοτόπουλα, λίγα παραπάνω γουρούνια κι ένα χωράφι με καλαμπόκια.
Ξύπνησε από την ονειροπόληση του « Κι αν είναι σοβαρό, Μαντ; Δεν το ανέφερα ξανά, αλλά λιποθύμησα δύο φορές αυτήν την εβδομάδα και παραλίγο να λιποθυμήσω κι άλλες τρεις».
«Γιατί δεν το είπες;»
«Δεν ήθελα να σε ανησυχήσω και δεν θα μπορούσες να κάνεις κάτι, σωστά;»
«Όχι προσωπικά, αλλά θα πήγαινα νωρίτερα στη θεία σου και θα προσπαθούσα να σε στείλω σε κάποιον επαγγελματία γιατρό».
«Με ξέρεις, Μαντ. Θα έλεγα ''Ας περιμένουμε να δούμε τι θα πει η θεία πριν ξοδέψουμε λεφτά.'' Παραδέχομαι ότι αισθάνομαι λίγο παράξενα και φοβάμαι τι θα πει αύριο η θεία».
«Κι εγώ. Νιώθεις στ' αλήθεια άσχημα;»
«Μερικές φορές, αλλά δεν έχω καθόλου ενέργεια. Συνήθιζα να τρέχω και να χοροπηδάω με τις κατσίκες, αλλά τώρα κουράζομαι και μόνο που τις βλέπω! Κάτι τρέχει, είμαι σίγουρος».
«Κοίτα, μπαμπούλη», χαϊδευτικό για αυτόν καθώς σήμαινε «μπαμπάς» στα ταϊλανδέζικα. «Τα παιδιά είναι στην πύλη. Θέλεις να έρθουν να τους μιλήσεις τώρα;»
«Όχι, έχεις δίκιο, να μην τα ανησυχήσουμε. Πιστεύω ότι θεία θα με καλέσει αύριο το απόγευμα, οπότε πες τους ότι θα έχουμε οικογενειακή συνάντηση την ώρα του τσάι και να είναι εκεί. Θα πάω να ξαπλώσω τώρα γιατί κουράστηκα. Το σάλιο της θείας με ζωντάνεψε για λίγο, αλλά πέρασε η επίδρασή του. Πες τους ότι είμαι καλά και ζήτα από τον Ντεν να βγάλει τις κατσίκες αύριο, εντάξει; Δεν χρειάζεται να τις πάει μακριά, μόνο μέχρι το ρυάκι για να φάνε χορτάρι από το ποτάμι και να πιουν νερό. Δεν θα πάθουν τίποτα για μια-δυο μέρες.
Όταν βρεις δέκα λεπτά, θα μου φτιάξεις από το ειδικό σου τσάι, σε παρακαλώ; Αυτό με την πιπερόριζα, το γλυκάνισο και τα υπόλοιπα. Νομίζω θα με χαροποιήσει λίγο. Και λίγους σπόρους πεπονιού κι ηλιοτρόπιου. Μπορείς να ζητήσεις από την Ντιν να μου τους σπάσει;»
«Τι λες για λίγη σούπα; Είναι η αγαπημένη σου».
«Ναι, εντάξει. Αν με έχει πάρει ο ύπνος, βάλε τη στο τραπέζι και θα την φάω κρύα μετά.
Γεια σας, παιδιά. Θα πάω για ύπνο νωρίς σήμερα, δεν θέλω να σας ανησυχήσω, είμαι καλά. Η μητέρα σας θα σας πει λεπτομέρειες. Νομίζω ότι έχω κάποιο είδος μόλυνσης, Καληνύχτα σε όλους».
«Καληνύχτα, μπαμπούλη», απάντησαν όλοι. Η Ντιν έμοιαζε να ανησυχεί πολύ καθώς κοιτούσαν ανήσυχα πρώτα τον κύριο Λι που αποχωρούσε και μετά ο ένας τον άλλον.
Καθώς ο κύριος Λι ήταν ξαπλωμένος στο σκοτάδι, ένιωσε τα πλευρά του να πάλλονται ακόμα περισσότερο, όπως ένα χαλασμένο δόντι που προκαλεί πονόδοντο μέσα στη νύχτα, αλλά ήταν τόσο εξουθενωμένος που αποκοιμήθηκε αμέσως πριν του φέρουν το τσάι, τη σούπα και τους σπόρους.
Από έξω, στο μεγάλο τραπέζι στο ημίφως, καθόταν η υπόλοιπη οικογένεια και συζητούσαν για την κατάσταση του κυρίου Λι χαμηλόφωνα, παρά το γεγονός ότι δεν θα τους άκουγε κανείς αν μιλούσαν δυνατά.
«Θα πεθάνει ο μπαμπούλης, μαμά;» ρώτησε η Ντιν δακρύζοντας.
«Φυσικά κι όχι, αγάπη μου», απάντησε «δεν νομίζω, τουλάχιστον».
1 2. ΤΟ ΔΙΛΗΜΜΑ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ΛΙ
Βάσει του τυπικού αγροτικού στυλ, όλοι κοιμόντουσαν μαζί στο μόνο εσωτερικό δωμάτιο: ο μπαμπάς κι η μαμά είχαν διπλό στρώμα, τα παιδιά από ένα μονό ο καθένας και τα τρία κρεβάτια προστατεύονταν από κουνουπιέρες, οπότε όταν ξύπνησαν το ξημέρωμα, περπατούσαν στις μύτες για να μην ξυπνήσουν τον Χενγκ.
Ήξεραν ότι κάτι έτρεχε επειδή ξυπνούσε πάντα πρώτος ακόμα και τα πιο κρύα πρωινά. Κρυφοκοίταξαν το χλωμό πρόσωπο του από την κουνουπιέρα κι ανησύχησαν μέχρι που τους έδιωξε η μητέρα τους.
«Ντιν, κάνε μου μία χάρη, παρακαλώ. Δεν μου αρέσει η όψη του πατέρα σου, οπότε κάνε ένα μπάνιο γρήγορα και πήγαινε να δεις αν έχει να μας πει κάτι η θεία, εντάξει; Καλό κορίτσι. Αν δεν είναι ακόμη έτοιμη και πήγαμε νωρίς, ρώτα την αν μπορεί να κάνει ειδική και παραπάνω προσπάθεια για τον ανιψιό της πριν είναι πολύ αργά, εντάξει;»
Η Ντιν άρχισε να κλαίει και έτρεξε να κάνει ντους. «Συγγνώμη, αγάπη μου, δεν ήθελα να σε αναστατώσω!» φώναξε στην κόρη της.
Όταν έφτασε στο σπίτι της θείας δεκαπέντε λεπτά μετά, η ηλικιωμένη σαμάνος είχε ξυπνήσει, ντυθεί και καθόταν στο μεγάλο τραπέζι μπροστά από το σπίτι τρώγοντας σούπα με ρύζι.
«Καλημέρα, Ντιν. Χαίρομαι που σε βλέπω, θέλεις ένα μπολ με σούπα; Είναι πολύ νόστιμη».
Η Ντα νοιαζόταν για τις ανιψιές της κι ειδικά για την Ντιν, αλλά όταν άκουσα τι την ήθελε, δεν αντιστάθηκε να πει ότι η μαμά της ζητούσε πολλά για μία σωστή διάγνωση μέσα σε 24 ώρες.
«Αυτή η μητέρα σου! Εντάξει, θα δούμε τι θα κάνουμε. Ο μπαμπούλης σου είναι πολύ άσχημα, σωστά;»
«Ναι, θεία Ντα, είναι λευκός σαν νεκρός, αλλά δεν νομίζουμε ότι πέθανε ακόμα. Η μαμά θα τον τρυπούσε όταν έφυγα για να δει αν αποκρίνεται, αλλά δεν περίμενα να μάθω τι έγινε. Δεν θέλω να πεθάνει ο μπαμπούλης, θεία Ντα, σε παρακαλώ σώσε τον».
«Θα κάνω ό,τι μπορώ, παιδί μου, αλλά όταν καλεί ο Βούδας, κανείς δεν μπορεί να πει όχι, αλλά θα δούμε τι μπορούμε να κάνουμε. Έλα μαζί μου».
Η Ντα κατευθύνθηκε στο άδυτο της, άναψε ένα κερί και έκλεισε την πόρτα πίσω τους.
Ήλπιζε ότι η Ντιν θα έδειχνε ενδιαφέρον για τους «παλιούς τρόπους» καθώς ήταν ακόμα νέα για να τη διδάξει, επειδή ήξερε ότι θα χρειαζόταν διάδοχο κάποια μέρα, αν το επάγγελμα έμενε στην οικογένεια Λι.
Έδειξε προς το χαλί των Ερωτήσεων στο πάτωμα κι η Ντιν κάθισε, μετά περπατούσε γύρω από την καλύβα μουρμουρίζοντας προσευχές, ξόρκια κι ανάβοντας λίγα ακόμα κεριά, πριν κάτσει απέναντι από την Ντιν, η οποία κοιτούσε τις χούφτες της.
Η Ντα κοίταξα την ανιψιά της, ένιωσε ένα μικρό τρέμουλο σε όλο της το κορμί, κοίταξε τις χούφτες της για λίγο και μετά κοίταξε πάλι τη Ντιν.
«Ήρθες να ζητήσεις συμβουλή για άλλον. Παρακαλώ, κάνε την ερώτησή σου», είπε η Ντα με βαθιά, σκοτεινή και βροντερή φωνή που κανένας δεν είχε ξανακούσει έξω από την καλύβα.
Η μεταμόρφωση ξάφνιασε την Ντιν, όπως κάθε φορά που η θεία ήταν σε έκσταση και άφηνε άλλη οντότητα να ελέγχει το σώμα της.
Δεν ήταν τόσο το ότι άλλαξε το πρόσωπο της, αν κι άλλαξε, το σώμα της άλλαξε ανεπαίσθητα, όπως ένας ηθοποιός ή μίμος μπορεί να αλλάξει τη στάση του για να υποδυθεί τον ρόλο του, αλλά ήταν κάτι περισσότερο. Ήταν σαν τα εντόσθια της Ντα είχαν αντικατασταθεί με άλλου, που την έκαναν να μοιάζει και να ακούγεται διαφορετική.
Η Ντιν κοίταξε την ηλικιωμένη σαμάνο που δεν ήταν πια η θεία της.
«Σαμάνε, ο πατέρας μου είναι πολύ άρρωστος. Θα ήθελα να ρωτήσω τι έχει και τι μπορούμε να κάνουμε».
Το άτομο, η θεία της ακουγόταν σαν άντρας εκείνη τη στιγμή, έβαλε ένα χέρι στα δέματα που είχε φέρει χθες ο Χενγκ και έκλεισε τα μάτια της θείας. Η Ντιν νόμιζε ότι έγινε μεγάλη παύση και σιωπή τόσο βαθιά, που θα έλεγε ότι άκουγε τα μυρμήγκια να περπατάνε στο σκληρό πάτωμα από λάσπη.
Η Ντιν είχε παρακολουθήσει ντουζίνες από τέτοιες συνεδρίες πριν, αν και ποτέ για κάτι τόσο σοβαρό, όσο αυτό. Είχε ρωτήσει για έναν στομαχόπονο μία φορά, για τις περιόδους της πριν μερικά χρόνια και πρόσφατα ρώτησε αν θα παντρευτεί σύντομα. Δεν τη φόβιζε το σκηνικό, μόνο το αποτέλεσμα, αλλά ήξερε ότι έπρεπε να κάθεται, να περιμένει και να παρατηρεί καθώς το έβρισκε συναρπαστικό.
Η σαμάνος ξετύλιξε αργά το πρώτο δέμα που περιείχε την πέτρα, το εξέτασε προφορικά, το μύρισε και το έβαλε πάλι στο φύλλο μπανάνας, μετά πήρε το φύλλο που περιείχε βρύα και το μύρισε πριν το τοποθετήσει στο χαλί μπροστά της.
Η σαμάνος κοίταξε την Ντιν για λίγο σοβαρά και μετά μίλησε,
«Αυτός για τον οποίο ανησυχείς είναι πολύ άρρωστος. Στην πραγματικότητα, ήταν κοντά στον θάνατο πριν παράγει αυτά τα δείγματα, αλλά δεν πέθανε ακόμα. Κάποια εσωτερικά όργανά του, ειδικά αυτά που καθαρίζουν το αίμα, είναι σε κακή κατάσταση. Αυτά που αποκαλείτε νεφρά στα ταϊλανδέζικα έχουν σταματήσει να λειτουργούν και το συκώτι διαλύεται ραγδαία. Αυτό σημαίνει ότι πλησιάζει ο θάνατος.Δεν υπάρχει γιατρειά».
Η σαμάνος άρχισε ξαφνικά να τρέμει και πήρε πάλι τη μορφή της ηλικιωμένης θείας Ντα, που βλεφάρισε λίγες φορές, στριφογύρισε λίγο σαν να φορούσε ένα παλιό στενό φόρεμα και έτριψε τα μάτια της.
«Δεν ήταν καλά τα νέα, σωστά, παιδί μου; Ξέρεις ότι όταν είμαι σε έκσταση, δεν μπορώ πάντα να τα ακούσω όλα, αλλά άκουσα κάποια και καταλαβαίνω από το πρόσωπό σου ότι ο πατέρας σου δεν είναι καλά».
«Το πνεύμα είπε ότι ο μπαμπούλης σίγουρα θα πεθάνει σύντομα, καθώς δεν υπάρχει γιατρειά για διαλυμένα νεφρά και συκώτι»,
«Λυπάμαι, Ντιν. Ξέρεις ότι θαυμάζω τον πατέρα σου. Ξέρεις, έχω μάθει κάποια κόλπα μόνη μου όλα αυτά τα χρόνια εκτός της ύπνωσης. Ας ρίξουμε μία ματιά τώρα. Ναι, η πέτρα. Βλέπεις πού έφτυσε ο πατέρας σου; Δεν υπάρχουν σημάδια! Σημαίνει ότι δεν υπάρχει αλάτι στο σάλιο του, ούτε αλάτι, ούτε ιχνοστοιχεία, ούτε βιταμίνες, ούτε τίποτα, μόνο νερό.
Τώρα, τα βρύα», τα μύρισε από μακριά και μετά τα έφερε πιο κοντά στη μύτη της. «Το ίδιο! Μύρισε τα!» Τα έδωσε στην Ντιν να τα μυρίσει, αλλά η Ντιν δίσταζε να μυρίσει τα ούρα τους πατέρα της.