Czytaj tylko na LitRes

Książki nie można pobrać jako pliku, ale można ją czytać w naszej aplikacji lub online na stronie.

Czytaj książkę: «Άννα Καρένιν», strona 14

Czcionka:

ΜΕΡΟΣ ΕΒΔΟΜΟΝ

Ο Λεβίν και η Κίττυ είχον ήδη εγκατασταθή εις Μόσχαν προ τριών μηνών. Το τέρμα, κατά το οποίον η Κίττυ έπρεπε να γεννήση, είχε παρέλθει προ πολλού, και ανέμενε την απελευθέρωσίν της από ημέρας εις ημέραν.

Ο Λεβίν δεν ήτο πλέον εν τη πόλει τοιούτος οίον η Κίττυ επεθύμει να τον βλέπη και οποίος ήτο εις την εξοχήν.

Ηγάπα τον ήρεμον τόνον του, τον φιλόφρονα και ευπροσήγορον ον μεταχειρίζετο εις τα κτήματά του. Εις την πόλιν, εφαίνετο διαρκώς ανήσυχος, ως να εφοβείτο ότι ήθελον να τον προσβάλλουν και προ πάντων να μη εκτιμώσι την σύζυγόν του. Ενίοτε εκείνη τον εμέμφετο ότι δεν εγνώριζε να συμπεριφέρεται εις την πόλιν, αλλά πάραυτα ανεγνώριζεν ότι δεν ηδύνατο να διοργανώση εκεί την ζωήν κατά την ιδίαν της αρέσκειαν.

Πράγματι, εις τι θα ησχολείτο εν Μόσχα; Ούτε χαρτιά έπαιζεν, ούτε εσύχναζεν εις τα κέντρα.. Ν' αναστρέφεται μετά φαιδρών συντρόφων όπως ο Ομπλόνσκυ; Η Κίττυ εγνώριζεν ήδη ότι το τοιούτον εσήμαινε πίνειν και έπειτα μεταβαίνειν κάπου.. Δεν ηδύνατο δε ν' αναλογίζεται άνευ φρίκης τα μέρη, εις τα οποία, κατά τας τοιαύτας ευκαιρίας, ετελείωναν της βραδειές των οι άνδρες.

Ο Λεβίν θα ηδύνατο να συχνάζη εις τας κοσμικάς συγκεντρώσεις. Αλλ' η Κίττυ εγνώριζεν, ότι, προς τούτο, έπρεπε να ευρίσκη ευχαρίστησιν εις το φλερτ μετά νεαρών γυναικών, και δεν ηδύνατο να του το εύχεται αυτό.

Εν τούτοις, ο Λεβίν ηθέλησε κάποτε να δειπνήση εις την λέσχην της οποίας ήτο μέλος κατά την νεότητά του, και όπου δεν είχε μεταβή αφ' ης είχεν αποφοιτήσει του Πανεπιστημίου.. Διηυθύνθη προς την ήδη πλήρη κόσμου αίθουσαν του φαγητού, και δεν παρετήρησεν ούτε μίαν μορφήν σκυθρωπήν ή σκεπτικήν. Εφαίνετο ότι πάντες είχον αφήσει εις τον αντιθάλαμον όλας των τας φροντίδας και τας στενοχωρίας και παρεσκευάζοντο ν' απολαύσωσιν ησύχως τας υλικάς της ζωής ηδονάς.

– Απ' εδώ Λεβίν, είπε μία εγκάρδιος φωνή.

Ήτο ο Τουροψίν, είχεν ένα νεαρόν αξιωματικόν παραπλεύρως του και πλησίον του, δύο καθίσματα ήσαν γυρισμένα.

Ο Λεβίν επλησίασεν αυτόν μετά χαράς· είχε πάντοτε ιδιαιτέρως αγαπήση τον φαιδρόν εκείνον σύντροφον, ου η καρδία ήτο τόσον αγαθή.

– Τα δύο αυτά καθίσματα είνε διά σας και τον Ομπλόνσκυ.

Αυτός πάντοτε αργεί.. Αλλά, νά 'τος!

Ο σύγγαμβρος του Λεβίν προυχώρησε γοργώς.

– Καλημέρα, είπε προς τον Λεβίν.

Αφού παρετέθη η ψαρόσουπα έφεραν σαμπάνια εις τον αξιωματικόν και ούτος διέταξε να γεμισθούν τέσσαρα ποτήρια. Ο Λεβίν δεν απέκρουσε την προσφοράν, και, διέταξεν εκ μέρους του μίαν ακόμη φιάλην. Έφαγε δε και έπιεν ευχαρίστως και έλαβε μέρος εις την συνομιλίαν μετά πολλής μεγαλειτέρας ευχαριστήσεως. Ο αξιωματικός και ο Ομπλόνσκυ διηγούντο τα σκάνδαλα της Πετρουπόλεως, τα οποία καίτοι ηλίθια και απρεπή, ήσαν τόσον κωμικά, ώστε ο Λεβίν εγέλα θορυβωδώς.

Κατόπιν ωμίλησε περί ίππων, ιπποδρομιών και ιδίως περί του ίππου του Βρόνσκυ, όστις είχε κερδίσει το πρώτον βραβείον. Ο Λεβίν δεν αντελήφθη ότι το δείπνον επλησίαζεν εις το τέρμα του.

– Να 'τος είπεν ο Ομπλόνσκυ εξαπλούμενος αποτόμως επί του ερεισινώτου του καθίσματός του, και έτεινε την χείρα προς τον Βρόνσκυ, όστις διηυθύνετο προς αυτούς.

Η μορφή του Βρόνσκυ ηκτινοβόλει και αυτή την ευθυμίαν ήτις επεκράτει εν τη λέσχη. Εστήριξε δε γελαστός τον αγκώνα επί του ώμου του Ομπλόνσκυ ομιλών προς αυτόν χαμηλοφώνως.

Ο Λεβίν ήκουσε την φράσιν ταύτην μόνον:

«.. Όχι, δεν στενοχωρείται, αλλ' η αβεβαιότης της θέσεώς της..»

Ηθέλησε δε ν' απομακρυνθή, αλλ' ο Ομπλόνσκυ τον συνεκράτησε:

– Λεβίν, Λεβίν, μείνε του είπε, και του έθλιψε δυνατά τον αγκώνα ως να μη εννόει κατ' ουδένα λόγον να τον αφήση να φύγη.

– Είνε ο πειό ασφαλής μου φίλος, ίσως ο καλλίτερος! είπε προς τον Βρόνσκυ… Και συ επίσης μου είσαι λίαν αγαπητός.. Επιθυμώ και γνωρίζω ότι οφείλετε να είσθαι φίλοι διότι είσθε αμφότεροι θαυμάσιοι άνθρωποι.

– Μετά τούτο, δεν μας μένει παρά να εναγκαλισθώμεν είπεν ο Βρόνσκυ με αφελές μειδίαμα, τείνας την χείρα προς τον Λεβίν.

Ούτος έλαβε την χείρα του κόμητος και την έθλιψεν ισχυρώς:

– Λογίζομαι λίαν ευτυχής, είπε.

– Και εγώ επίσης, απήντησεν ο Βρόνσκυ.

– Παρά την μεγάλην των όμως επιθυμίαν όπως συνομιλήσουν, ο Λεβίν και ο Βρόνσκυ δεν ευρήκαν πλέον τίποτε να ειπούν.

– Ξεύρεις ότι δεν γνωρίζει την Άνναν, είπεν ο Ομπλόνσκυ.. Και επιθυμώ να τον οδηγήσω παρ' αυτή.. εμπρός, Λεβίν, έλα.

– Θα λογισθή λίαν ευτυχής εκ της γνωριμίας σας, είπεν ο Βρόνσκυ..

– Θέλεις να έλθης να ιδής την Άνναν; Είνε εις το σπίτι της.. Είνε καιρός τόρα που της υπεσχέθην να σε παρουσιάσω.

– Αν θέλεις, θα έλθω μαζύ σου είπεν ο Λεβίν.

– Εμπρός, είνε μεγάλη μου ευχαρίστησις.

– Πήγαινε να 'δής αν είν' έτοιμον το αμάξι μου, διέταξεν ο Ομπλόνσκυ τον υπηρέτην.

– Το αμάξι του πρίγκηπος Ομπλόνσκυ, κραύγασαν ο ελβετός με θυμώδη φωνήν.

Η άμαξα επλησίασε και οι δύο φίλοι επεβιβάσθησαν.

Ο Λεβίν δεν έμεινεν επί πολύ υπό την εντύπωσιν της αναπαύσεως, της ηδονής και της χαριτολόγου συνδιαλέξεως. Μόλις το κουπέ ευρέθη επί της οδού και ήκουσε τας αγροίκους κραυγάς των αμαξηλατών, των οποίων τα οχήματα συνεπλέκοντο, μόλις διέκρινεν υπό το αμφίβολον φως τας επιγραφάς των διαφόρων κ α μ π α ρ έ, η αγαθή εντύπωσις διεσκεδάσθη· και ήρχισε να σκέπτεται επί των πράξεών του και διηρωτάτο αν έπραττε καλώς μεταβαίνων εις της Άννας.

«.. Τι θα έλεγεν η Κίττυ;»

Αλλ' ο Ομπλόνσκυ δεν του επέτρεψε να παραδοθή εις τους διαλογισμούς του, και, ως να εμάντευσε τους δισταγμούς του, έσπευσε να τους διαλύση.

– Λογίζομαι λίαν ευτυχής σκεπτόμενος ότι θα κάμης την γνωριμίαν της.. Η Δόλλυ το επιθυμεί από πολλού… Όλοι οι 'δικοί μας είνε μαζί της.. Αν και είνε αδελφή μου, δεν φοβούμαι να είπω ότι πρόκειται περί εξαιρετικής γυναικός!.. Θα το αναγνωρίσης μόνος σου.. Η θέσις της είνε λίαν κρίσιμος, τόρα κυρίως.

– Διατί τόρα κυρίως;

– Συνωμίλησα μετά του συζύγου της, περί του διαζυγίου.. Δεν ζητεί τίποτε καλλίτερον, αλλά, ανεφύησαν δυσχέρειαι εξ αιτίας του υιού της. Και η υπόθεσις αύτη, ήτις έπρεπε να ετελείωνεν αμέσως, μένει εκκρεμής από τριών ήδη μηνών. Μόλις το διαζύγιον κυρωθή, θα νυμφευθή τον Βρόνσκυ. Πόσον η απηρχαιωμένη αυτή καθαγίασις, εις την οποίαν ουδείς πιστεύει και ήτις παρεμποδίζει την ευτυχίαν τόσων ανθρώπων, πόσον είνε βλακώδης!.. Αλλ' επί τέλους, η θέσις των θα εκκαθαρισθή καθισταμένη όπως η ιδική μου και η ιδική σου.

– Τι εμποδίζει το διαζύγιον;

Α! είνε μακρά και ανιαρά ιστορία! Πρόσεξον καλά. Φαντάζεσαι σαφώς οποία πρέπει να είνε η θέσις της Άννας από τριών ήδη μηνών καθ' ους αναμένει το διαζύγιον: Ευρίσκεται εν Μόσχα, όπου όλοι την γνωρίζουν, και όμως δεν πηγαίνει πουθενά και δεν βλέπει άλλην φίλην πλην της Δόλλυ, διότι δεν επιθυμεί να την επισκέπτονται κατά συγκατάβασιν. Και εκείνη ακόμη η γρηά χήνα η πριγκήπισσα Βαρβάρα ανεχώρησε, διότι ευρίσκει ενοχοποιητικόν το να κατοική μετ' αυτών υπό τας συνθήκας ταύτας.. Μία άλλη γυναίκα εις την θέσιν της δεν θα εύρισκεν εν εαυτή παρηγορίας και θάρρος. Ε; λοιπόν! Θα ίδης πόσον αξιοπρεπώς έχει διοργανώσει την ζωήν της..

– Αριστερά, 'ςτό στενό, αντικρύ της εκκλησίας, εφώναζεν ο Ομπλόνσκυ προβαλών την κεφαλήν από της θυρίδος.

Η άμαξα εισήλθεν εις το προαύλιον και ο Ομπλόνσκυ εκινδύνευσε δυνατά εις την αυλόθυραν, προ της οποίας εστάθμευον έλκυθρά τινα. Χωρίς δε να είπη τίποτε εις τον υπηρέτην, όστις του ήνοιξε την θύραν, εισήλθεν εις το πρόστοον ακολουθούμενος υπό του Λεβίν, ότις εξηκολούθει να διαλογίζεται αν καλώς ή κακώς έπραξε να τον ακολουθήση. ,. Ανήλθεν εν τούτοις την κλίμακα όπισθεν του Ομπλόνσκυ.

Η Άννα έσπευσεν εις υπάντησίν του. Προυχώρει δε χωρίς ν' αποκρύπτη την χαράν ην ησθάνετο βλέπουσα αυτόν.

Ο Λεβίν ανεγνώρισεν εις όλην την στάσιν και το παράστημα της Άννας τους ανυποκρίτους και φυσικούς τρόπους της γυναικός του μεγάλου κόσμου, τον οποίον εγνώριζε και ηγάπα· εκείνη του έτεινε την μικράν της πρόθυμον χείρα.

– Λογίζομαι, τη αληθεία, λίαν ευτυχής, λίαν ευτυχής που σας βλέπω! είπεν.

Τα απλά αυτά λόγια εις το στόμα της Άννας περιεβλήθησαν διά τον Λεβίν όλως ιδιάζουσαν σημασίαν.

– Σας γνωρίζω από πολλού και σας εκτιμώ, προσέθηκεν εν πρώτοις διότι είσθε φίλος του Στίβα, έπειτα δε λόγω της συζύγου σας.. Την εγνώρισα ελάχιστα, αλλά μ' αφήκε την εντύπωσιν ενός θαυμαστού άνθους, αληθινού λουλουδιού! Ως μανθάνω, πρόκειται κατ' αυτάς να γείνη μήτηρ;

Η Άννα ωμίλει βραδέως, ελεύθερα και διευθύνουσα αμοιβαδόν τα βλέμματά της από του Λεβίν εις τον αδελφόν της.

Ο Λεβίν ησθάνθη ότι είχε κάμει καλήν εντύπωσιν, και αμέσως ανεπτύχθησαν μεταξύ των σχέσεις ευχάριστοι, εύκολοι, ως να εγνωρίζοντο από παιδικής ηλικίας.

Η συνομιλία, κατά το τσάι, επανελήφθη ως και πρότερον ενδιαφέρουσα και ανυπόκριτος· ου μόνον δεν ησθάνετο καθόλον την ανάγκην της εκζητήσεως θέματος προς συζήτησιν, αλλ' ευχαρίστως έσπευσαν ίνα ακούσουν τι έλεγον οι άλλοι. Η προσοχή και αι παρατηρήσεις της Άννας επί των συζητήσεων έκαμον εις τον Λεβίν την εντύπωσιν ότι έδιδον ιδιαιτέραν σημασίαν εις τας συνομιλίας. Ήκουεν ή ελάμβανεν τον λόγον, αλλά διαρκώς προσείχεν εις αυτήν, εις ότι συνέβαινεν εντός της ψυχής της, προσπαθών να μαντεύση τα ενδόμυχα αισθήματά της.

Και αυτός, όστις άλλοτε την έκρινεν αυστηρώς την εδικαίωνε τόρα, την ελυπείτο και εφοβείτο ότι ο Βρόνσκυ δεν την είχε εννοήσει εξ ολοκλήρου.. Όταν ο Ομπλόνσκυ ηγέρθη προς αναχώρησιν, εφάνη εις τον Λεβίν ότι μόλις είχον φθάσει. Ηγέρθη μετά λύπης.

– Ω ρεβουάρ, του είπεν εκείνη βυθίσασα εις τους οφθαλμούς του το γοητευτικόν της βλέμμα.

Αφήκε δε την χείρα της εντός της χειρός του Λεβίν.

– Ειπέτε εις την σύζυγόν σας ότι την αγαπώ όπως άλλοτε, προσέθηκεν. Ειπέτε της επίσης, ότι, αν δεν δύναται να με συγχωρήση διά την σημερινήν μου θέσιν, της εύχομαι να μη με συγχωρήση ποτέ. Διά να με συγχωρήση πρέπει να υποφέρη όπως υποφέρω, και ο Θεός ας την σώση από του τοιούτου!

– Θα της το είπω, θα της το είπω, χωρίς άλλο! είπεν ο Λεβίν ερυθριάσας.

«.. Τι γυναίκα εξαιρετική, γόησσα και αξία οίκτου!» εσκέφθη ο Λεβίν όταν εξήλθε μετά του Ομπλόνσκυ εις τον παγερόν αέρα.

– Λοιπόν! τι σου έλεγα, είπεν ο αδελφός της Άννας βλέπων ότι ο Λεβίν είχε κατακτηθή.

– Όχι μόνον είνε πνευματώδης, είπεν ο Λεβίν, αλλ' είνε και όλη καρδιά! Την λυπούμαι εξ όλης μου της ψυχής!

– Τόρα ελπίζω ότι όλα θα εξομαλυνθώσιν, είπεν ο Ομπλόνσκυ.. Άλλοτε να μη κρίνης τους ανθρώπους χωρίς να τους γνωρίζης. Χαίρε.. δεν θα πάρουμε τον ίδιο δρόμο.

Ο Λεβίν επέστρεψεν εις την οικίαν του, υποδουλωμένος υπό της Άννας και επί μάλλον και μάλλον διεισδύων εις την κατάστασίν της.

Ευρήκε την Κίττυ λυπημένην και στενοχωρημένην· είχε καλέσει τας δύο αδελφάς της να συμφάγουν, το δείπνον είχε διέλθει εν φαιδρότητι, αλλά κατόπιν ανέμειναν την επιστροφήν του Λεβίν, και επειδή ούτος δεν επέστρεφεν, αι δύο κυρίαι είχον αποχωρήσει.

– Και συ, πού επέρασες τη βραδειά σου; τον ηρώτησε παρατηρούσα αυτόν εις τα μάτια, των οποίων αντελήφθη την ασυνήθη λάμψιν.

Αλλά, διά να της εξηγηθή ειλικρινώς, απέκρυψε την ανησυχίαν της και τον ήκουσεν ομιλούντα μειδιώσα επιδοκιμαστικώς.

– Είμαι λίαν ευχαριστημένος που παρουσιάσθη η ευκαιρία να συναντήσω τον Βρόνσκυ· είμεθα τόρα εις αρίστας σχέσεις.

Εις το εξής, θα προσπαθήσω να μη τον συναντώ, αλλ' αι σχέσεις μας θα μείνουν φυσικώταται.

– Και κατόπιν, πού επήγες;

– Ο Στίβα με παρεκάλεσε να τον συνοδεύσω εις της αδελφής του Άννας.

Εκοκκίνησε, δεν έπραξε καλώς να μεταβή εις της Άννας, δεν αμφέβαλλε ποσώς περί τούτου!

Όταν επρόφερε το όνομα της Άννας, τα μάτια της Κίττυ ετεντώθησαν, αλλά κατέβαλεν αγώνα εφ' εαυτής, κατέπνιξε την συγκίνησίν της και είπεν αφελώς:

– Α!

– Δεν θα μου θυμώσης διότι επήγα;.. Ο Στίβα με παρεκάλει να το κάμω, όπως και η Δόλλυ.

– Ω! όχι, είπεν η Κίττυ, αλλά διείδεν εις τους οφθαλμούς της ότι δεν ήτο ειλικρινής η δήλωσίς της και ότι κάποια θύελλα ενεκυμονείτο.

– Είνε θελκτικωτάτη, και λίαν, ομολύπητος.. Είνε εξαίρετος γυνή.

Διηγήθη δε τα κατά την βραδειά του και την παραγγελίαν της Άννας προς αυτήν.

– Αναντιρρήτως είνε πολύ αξιολύπητος, επεβεβαίωσεν η Κίττυ, και έστρεψε τον λόγον επί άλλου θέματος.

Ο Λεβίν καθησυχάσθη από τον ήρεμον εκείνον τόνον και επέρασεν εις τον θάλαμόν του ίνα εκδυθή.

Όταν επέστρεψεν, ευρήκε την σύζυγόν του επί του αυτού φωτέγι, και μόλις την επλησίασεν, η Κίττυ τον ητένισε και ήρχισε να κλαίη.

– Τι έχεις; τι έχεις; την ηρώτησε καίτοι τελείως εγνώριζε τι το βασανίζον αυτήν.

– Είσαι ερωτευμένος με την αθλίαν αυτήν γυναίκα.. Σ' εμάγευσε.. Το παρετήρησα εις τα μάτια σου.. Ναι, ναι! Και ποίαν συνέπειαν θα έχουν όλα αυτά;.. Επήγες εις την λέσχην· έπιες, έπιες.. κατόπιν έπαιξες και έπειτα μετέβης εις αυτής της γυναικός.. Θα φύγωμεν απ' εδώ.. Εγώ φεύγω αύριον.

Επί πολύ ο Λεβίν δεν κατώρθωσε να την καταπραϋνη. Το επέτυχε δε τέλος όταν μόνον της ωμολόγησεν ότι ο προς την Άνναν οίκτος του και η σαμπάνια είχον συγχύσει εν αυτώ την αντίληψιν του αγαθού και του πονηρού· ότι πράγματι είχεν αφεθή να επιρρεασθή από την Άνναν και, ότι του λοιπού, θα την απέφευγε. Της ωμολόγησε προσέτι μετά πάσης ειλικρινείας ότι η ζωή εκείνη της Μόσχας, όπου δεν έκαμνε τίποτε άλλο παρά να πίνη, να τρώγη και να φλυαρή, τον είχε τελείως παραστρατήσει.

* * *

Όταν η Άννα κατευώδωσε τους επισκέπτας της, ήρχισε να βηματίζη ανά τον κοιτώνα της. Κατά τους τελευταίους εκείνους χρόνους είχε καθιερώση την τακτικήν να εξάπτη όλους τους νεαρούς άνδρας ους έβλεπε το αίσθημα του έρωτος· μετεχειρίσθη δε την αυτήν τακτικήν και ως προς τον Λεβίν, καίτοι δε είχε κατανοήσει ότι είχεν επιτύχει του σκοπού της εφ' όσον ήτο τούτο κατορθωτόν επ' ανδρός νυμφευμένου και εντίμου, και εν διαστήματι μιας μόνης εσπέρας, μόλις ούτος ανεχώρησεν έπαυσε να τον συλλογίζεται.

Εν τούτοις της ήρεσκε πολύ. Παρά την χαρακτηριστικήν διαφοράν μεταξύ των δύο εκείνων ανδρικών τύπων, η Άννα ως γυναίκα, διέβλεπεν εις αμφοτέρους κάτι το ελκυστικόν που είχον από κοινού και εν συνδυασμώ και διά το οποίον η Κίττυ είχεν αγαπήσει τον Βρόνσκυ και ηγάπα τον Λεβίν.

Μία μόνη σκέψις την εβασάνιζεν υφ' όλας της τας μορφάς:

– Αφού έχω τοιαύτην δύναμιν επιδράσεως επί άλλων, επί του συζύγου τούτου, του αγαπώντος και αφωσιωμένου εις τα καθήκοντά του, διατί εκείνος μένει ψυχρός ως προς με;.. Όχι, όχι ψυχρός, με αγαπά, το γνωρίζω.. αλλά νέος μας χωρίζει φραγμός.. Διατί περνά ολόκληρη τη βραδειά του έξω από το σπίτι του; Μου ανεκοίνωσε διά του Στίβα, ότι δεν ειμπορεί ν' αφήση τον Γιαχβίν και ότι πρέπει να τον επιβλέπη εις το παιγνίδι.. Ο Γιαχβίν είνε παιδί; Δέχομαι την εξήγησιν ταύτην, δεν ψεύδεται ποτέ.. Αλλά, κάτωθεν αυτής της αληθείας, υπάρχει κάτι άλλο. Λογίζεται ευτυχής διότι έχει την ευκαιρίαν ταύτην όπως μου αποδεικνύη ότι έχει και άλλα καθήκοντα! Το γνωρίζω, και κρίνω ότι έχει δίκαιον. Αλλά προς τίνα σκοπόν θέλει να μου το αποδεικνύη; Θέλει να μου αποδείξη ότι ο προς εμέ έρως του δεν πρέπει να στενοχωρή την ελευθερίαν του. Αλλ' εγώ δεν έχω ανάγκην τοιαύτης αποδείξεως, έρωτος έχω ανάγκην εγώ. Ώφειλε να εννοή τι υποφέρω διαμένουσα εν Μόσχα.. Εγώ δεν ζω πλέον, αναμένω την λύσιν, η οποία διαρκώς μου διεκφεύγει. Ο Στίβα μου λέγει ότι δεν δύναται να μεταβή παρά τω Καρένιν, και εγώ δεν ημπορώ να του ξαναγράψω.. Δεν ειμπορώ να κάμω τίποτε, ν' αρχίσω τίποτε, να μεταβάλω τίποτε.. Επιβάλλομαι εις εμαυτήν, αναμένω, δημιουργώ ψυχαγωγικούς αντιπερισπασμούς, διαβάζω, αλλ' όλα ταύτα είνε φαντασιώδη.. και αυτή ακόμη η μορφίνη.. Ο Βρόνσκυ έπρεπε να με λυπήται.

Ησθάνετο δε ότι η συμπάθεια ην έτρεφε προς εαυτήν της απέσπα τα δάκρυα.

Ήκουσε ζωηρόν κωδωνισμόν και ανεγνώρισε τον Βρόνσκυ. Εσπόγγισε γρήγορα τα δάκρυά της, εκάθησε παρά την λυχνίαν, ήνοιξεν έν βιβλίον και υπεκρίθη ηρεμίαν πνεύματος.

Έπρεπε να τον αφήση να εννοήση ότι ήτο δυσηρεστημένη εκ του ότι δεν είχεν επιστρέψει όπως της είχεν υποσχεθή, αλλά συνάμα να μη του δείξη την λύπην της, ούτε το ότι συνεπόνει εαυτήν.

Ο Βρόνσκυ επλησίασε φαιδρός και ζωηρός.

– Δεν εστενοχωρήθης, δεν είν' έτσι;.. Α! τι πάθος αυτό το παιγνίδι!

– Όχι, δεν εστενοχωρήθην· είνε πολύς καιρός τόρα που έχασα την ικανότητα να στενοχωρούμαι.. Μ' επεσκέφθη ο Στίβα μαζί με τον Λεβίν.

– Ναι, μου είπαν ότι θα σ' επεσκέπτοντο. Λοιπόν! Σου ήρεσεν ο Λεβίν;

Εκάθησε παραπλεύρως της.

– Πολύ.. Μόλις εξήλθεν.. και ο Γιαχβίν;

– Εκέρδισε δεκαεπτά χιλιάδες ρούβλια.. τον υπεχρέωσα να αποσυρθή μαζί μου, και ηγέρθη πράγματι προς τούτο, αλλά κατόπιν επέστρεψεν εις την τράπεζαν του παιγνιδιού και τόρα χάνει.

– Γιατί λοιπόν έμεινες συ; είπεν εκείνη υψώσασα την φωνήν. Είπες εις τον Στίβα ότι έμεινες διά να σώσης τον Γιαχβιν και συ τον εγκατέλειψες!

Η έκφρασις της μορφής της κατέστη ωχρά και εχθρική. Η μορφή του Βρόνσκυ αντηνάκλασεν αμέσως την αυτήν αποφασιστικότητα να παλαίση απαθώς.

– Εν πρώτοις ουδένα επεφόρτισα να σου μεταβιβάση τούτο ή εκείνο, άλλως τε δεν λέγω ποτέ ό,τι δεν είνε αληθές.. Είχα διάθεσιν να μείνω και έμεινα.

Εσιώπησε προς στιγμήν, είτα δ' έκυψε προς αυτήν και της έτεινε την χείρα, ελπίζων ότι θα έθετεν εν αυτή την ιδικήν της.

– Άννα, Άννα, είπε, διατί;

Η επίκλησις αύτη προς την τρυφερότητα ήρεσεν εις την νεαράν γυναίκα, αλλά παράδοξος παρόρμησις προς το κακόν την ημπόδισε να συμμερισθή το κούνημα εκείνο, ωσανεί οι όροι της ειρήνης δεν της επέτρεπον να υποταχθή.

– Κάμνεις ότι σου αρέσκει. Αλλά προς τι να μου το λέγης. Σου αμφισβητεί κανείς τα δικαιώματά σου; Επιμένεις τέλος, να έχης και καλόν δίκαιον!.

Εξήπτετο δ' επί μάλλον και μάλλον καθ' όσον ωμίλει.

Ο Βρόνσκυ απέσυρε την χείρα του, και η μορφή του προσέλαβεν έκφρασιν πολύ περισσότερον επιβλητικήν.

– Διά σε, είνε τόσο ισχυρογνωμοσύνη! Μάλιστα, ισχυρογνωμοσύνη.. Διά σε το ζήτημα έγκειται εις το να λέγης συ την τελευταίαν λέξιν. Αλλ' αν είξευρες περί τίνος πρόκειται δι' εμέ.

Δυσκόλως δε συνεκράτησε τα δάκρυά της.

– Αν εγνώριζες τι αισθάνομαι όταν σε βλέπω να φέρεσαι εχθρικώς, ναι εχθρικώς προς εμέ.. Αν εγνώριζες πόσον, κατά τας στιγμάς αυτάς, πόσον πλησίον μας είναι η συμφορά, πόσον φοβούμαι εμαυτήν..

Προ της απελπισίας εκείνης, ο Βρόνσκυ ετρόμαξεν.. Έκλινε προς αυτήν, έλαβε την χείρα της και την ησπάσθη.

– Ας ίδωμεν.. προς τι να χάνωμεν τον καιρόν μας; Μήπως επιζητώ εγώ ψυχαγωγίας έξω; Μήπως δεν αποφεύγω τας μετά γυναικών σχέσεις;

– Αυτό δα μας έλειπεν ακόμη!

– Ειπέ μου, τι πρέπει να κάμνω διά να είσαι ήσυχος; Είμαι έτοιμος εις όλα χάριν της ευτυχίας σου. Δεν βλέπεις ότι τα πάντα θα έκαμνα ίνα σε αποσπάσω της θλίψεως που σε βασανίζει την στιγμήν αυτήν;..

– Δεν είναι τίποτε, δεν είναι τίποτε, είπεν εκείνη. Αληθινά δεν εννοώ και εγώ εμαυτήν, ίσως διότι μένω μόνη.. Τα νεύρα.. Ας παύση αυτή η ομιλία!.. Διηγήσου μου πώς διεξήχθησαν αι ιπποδρομίαι; Δεν μου είπες τίποτε δι' αυτάς.

Προσεπάθει να κρύψη τον θρίαμβόν της, διότι η νίκη ήτο και πάλιν εξ ολοκλήρου ιδική της.

Ο Βρόνσκυ εζήτησε να φάγη και ήρχισεν αφηγούμενος όλας τας λεπτομερείας των ιπποδρομιών, διέκρινε όμως εκείνη εντός του βλέμματός του, το οποίον καθίστατο επί μάλλον και μάλλον παγερόν, ότι δεν θα της συνεχώρει την νίκην της και ότι η πεισμονή κατά της οποίας μάτην επάλαιε τον κατελάμβανεν αύθις εξ ολοκλήρου.

Η στάσις του και η συμπεριφορά του είχε καταστή ψυχροτέρα, ως να μετενόει ήδη διότι υπεχώρησε, και η Άννα αναμιμνησκομένη διά τίνων λόγων είχεν επιτύχει την νίκην, κατενόησεν ότι το όπλον αυτό ήτο επικίνδυνον και ότι δεν ηδύνατο να το μεταχειρισθή δις.

Συνησθάνετο ότι παραπλεύρως του συνδέοντος αυτούς έρωτος, ανέσυρεν ήδη το πονηρόν πνεύμα της έριδος και ότι δεν ηδύνατο να το αποδιώξη από της καρδίας του Βρόνσκυ και ακόμη ολιγώτερον από της ιδικής της.

* * *

Αι εργασίαι του Ομπλόνσκυ επήγαιναν πολύ άσχημα και τα εισοδήματά του δεν επήρκουν προς κάλυψιν των περιωρισμένων του δαπανών. Απεφάσισε λοιπόν να επιζητήση εις την Διεύθυνσιν των Σιδηροδρόμων καμμίαν αργομισθίαν που να του εξασφαλίζη καμμιά δεκαριά χιλιάδες ρούβλια κατ' έτος και να του επιτρέπη συγχρόνως να διατηρήση το αξίωμά του. Εις τούτο αποβλέπων ο Ομπλόνσκυ, απήλθεν εις Πετρούπολιν ίνα ίδη τον Καρένιν, όστις θα ηδύνατο να του φανή χρήσιμος εις την περίστασιν αυτήν. Εσκόπει δε ταυτοχρόνως να δοκιμάση να του αποσπάση την συγκατάθεσίν του εις το διαζύγιον.

Καθήμενος εις το γραφείον του Καρένιν ο Ομπλόνσκυ ηκροάσθη υπομονητικώς την έκθεσιν των σχεδίων αυτού επί της κακής καταστάσεως των ρωσσικών οικονομικών, αναμένων να τελειώση, διά να ομιλήση περί των ιδίων του υποθέσεων και των της αδελφής του.. Μόλις δε παρουσιάσθη η ευκαιρία, τον παρεκάλεσε να ομιλήση εις τους ισχύοντας, ότι ευχαρίστως θα εδέχετο μίαν θέσιν, κενήν τότε, εις τον ανώτερον έλεγχον των σιδηροδρόμων.

– Αναμφιβόλως, ειμπορώ να ομιλήσω διά σε, αλλά διατί την επιθυμείς αυτήν την θέσιν;

– Διότι έχει γερήν αμοιβήν.. Εννέα χιλιάδες ρούβλια.. τα οικονομικά μου, κάτι γνωρίζεις, δεν είνε ανθηρά. Θα μου παρείχες μεγάλην εκδούλευσιν, αν ευηρεστείσο να ομιλήσης δι' εμέ.. Εκτός όμως τούτου, έχω να σου ομιλήσω και δι' άλλο ζήτημα.. μαντεύεις περί τίνος πρόκειται.. πρόκειται περί της Άννας!.

Μόλις ο Ομπλόνσκυ επρόφερε το όνομα τούτο, η μορφή του Καρένιν ηλλοιώθη.. αντί ερεθισμού, εξεδήλωσε δυσφορίαν και σκληρότητα.

– Μά, επί τέλους, τι θέλετε από εμέ; ηρώτησε.

– Μίαν λύσιν, μίαν οιανδήποτε λύσιν! Απευθύνομαι προς σε (ο Ομπλόνσκυ ήθελε να προσθέση: «Ουχί ως προς ατιμασθέντα σύζυγον», αλλά μετεμελήθη), ουχί ως προς πολιτικόν άνδρα, αλλ' απλώς ως προς άνθρωπον της καρδιάς, ως προς χριστιανόν.. Πρέπει να την λυπηθής.»

– Πού θέλεις να καταλήξης; ηρώτησεν ηρέμα ο Καρένιν.

– Ναι, αυτό είνε, πρέπει να την λυπηθής.. Αν την έβλεπες εις την κατάστασιν που την είδον εγώ, – επέρασα ολόκληρον τον χειμώνα πλησίον της, – θα την ηυσπλαγχνίζεσο.. Η θέσις της είνε τρομερά, απολύτως τρομερά, αυτή είνε η λέξις.

– Νομίζω εν τούτοις, ότι η Άννα Αρκαδιέβνα απέκτησε παν ό,τι επόθει, είπεν ο Καρένιν διά φωνής ημιδιαπεραστικής.

– Α! αγαπητέ μου, σας παρακαλώ, ας αφήσωμεν τας αντεγκλήσεις! Εκείνο που 'πέρασεν επέρασε.. και γνωρίζεις καλώς τι επιθυμεί.. Ζητεί το διαζύγιον.

– Αλλ' ενόμιζα ότι η Άννα Αρκαδιέβνα απέκρουε το διαζύγιον, διότι της εζήτουν να παραιτηθή από του υιού της.. Εφρόνουν δε ότι το ζήτημα αυτό είχε περατωθή.

– Παρακαλώ, χωρίς θυμούς! είπεν ο Ομπλόνσκυ. Αν συ επιτρέπεις θ' ανακεφαλαιώσω τα γεγονότα: όταν εχωρίσθη της επέδειξες μεγαλοφροσύνην, δεν θα ηδύνατο κανείς άλλος να φερθή ως συ μεγαλοψύχως: της έδιδες τότε τα πάντα, της παρείχες την ελευθερίαν και αυτό το διαζύγιον. Εξετίμησε δε πληρέστατα την στάσιν σου.. Ναι, ναι.. Τόσον την εξετίμησεν, ώστε, υπό τας πρώτας εντυπώσεις, αισθανομένη εαυτήν ένοχον απέναντί σου, περί ουδενός εσκέφθη.. Απέκρουσε τα πάντα.

Αλλά της ζωής η πραγματικότης της απέδειξεν επί μακρόν, ότι η κατάστασίς της ήτο αφόρητος.

– Η ζωή της Άννας Αρκαδιέβνας δεν έχει κανέν ενδιαφέρον δι' εμέ, είπεν ο Καρένιν διακόπτων αυτόν και ανυψώντας οφρείς.

– Επίτρεψόν μου να μη το πιστεύω, προσέθηκε ηρέμα ο Ομπλόνσκυ.. Η κατάστασίς της είνε αφόρητος δι' αυτήν και χωρίς κανέν όφελος δι' οιονδήποτε άλλον.. Θα μου είπης ότι της αξίζει;. Το γνωρίζει κάλλιον παντός άλλου και δεν σου ζητεί αυτή ό,τι σου προτείνω.. Αυτή ομολογεί ότι δεν δύναται και δεν τολμά να σου ζητήση τίποτε. Αλλ' εγώ, ημείς, όλοι της οι συγγενείς, όλοι ημείς που την αγαπώμεν, σε παρακαλούμεν, σε ικετεύομεν. Διατί να μαρτυρή; Ποίον ωφελούν αι βάσανοί της;

– Συγγνώμην, συγγνώμην, είπεν ο Καρένιν, νομίζω ότι με βάλετε εις θέσιν κατηγορουμένου:

– Αλλ' όχι, ουδαμώς!. κάθε άλλο!. Σου λέγω μόνον ότι η θέσις της Άννας είνε αφόρητος, και ότι συ, δύνασαι να την βελτιώσης συ, χωρίς να σου στοιχίση απολύτως τίποτε.. Θα τα κανονίσω εγώ όλα χωρίς ν' ανησυχήσης.. Άλλως τε μου το έχεις υποσχεθή.

– Είχον δώσει την υπόσχεσιν ταύτην εν καιρώ, αλλ' ενόμισα έκτοτε ότι το ζήτημα του υιού είχεν ανατρέψει την υπόθεσιν αυτήν.. Πλην δε τούτου, ήλπιζα ότι η Άννα Αρκαδιέβνα θα είχεν αρκετήν γενναιοφροσύνην.

Ο Καρένιν επρόφερε τας λέξεις ταύτας μετά μόχθου και με τα χείλη φρίσσοντα.

– Αφίνει τα πάντα εις την μεγαλοφροσύνην σου.. Σε παρακαλεί, σε ικετεύει να την εξαγάγης από της φοβεράς θέσεως εις ην ευρίσκεται.. Δεν σου ζητεί τον υιόν της.. Ας ίδωμεν.. είσαι αγαθός.. ελθέ εις την ιδικήν της θέσιν.. Το διαζύγιον δι' αυτήν αποτελεί ζήτημα ζωής ή θανάτου… Αν δεν της το είχες υποσχεθή, θα εξωκειούτο με την κατάστασίν της και θα έμενεν εις την εξοχήν. Αλλά της το υπεσχέθης, και, αφού σου έγραψε, μετέβη να εγκατασταθή εις Μόσχαν. Λοιπόν! εκεί, κάθε φοράν που συναντά κανένα, είνε ως να δέχεται μια μαχαιριά κατάκαρδα.. Από εξαμήνου ήδη αναμένει να μάθη την απόφασίν σου.. Είνε ως να κρατήται ένας εις θάνατον κατάδικος επί έξ μήνας, με το σχοινί 'στό λαιμό, με την υπόσχεσιν ίσως θανάτου, ίσως χάριτος.. Λυπήσου την.. Αναλαμβάνω εγώ να τα κανονίσω όλα.. οι δισταγμοί σας..

– Δεν πρόκειται περί τούτου! είπεν ο Καρένιν μετά δυσφορίας.. Αλλ' ίσως υπεσχέθην ό,τι δεν είχον το δικαίωμα να υποσχεθώ..

– Ώστε αρνείσαι τόρα ό,τι υπεσχέθης;

– Ουδέποτε αρνούμαι το δυνατόν να γείνη, αλλά μου χρειάζεται χρόνος να σκεφθώ.

Ο Ομπλόνσκυ ανεσκίρτησεν επί του καθίσματός του.

– Όχι, όχι, δεν δύναμαι να το πιστεύσω.. Είνε τόσον δυστυχής!.. Δεν ειμπορείς να της αρνηθής.

– Το επαναλάμβανω, εντός των ορίων του δυνατού.. Διατείνεσθε ότι είσθε πνεύμα ελεύθερον, αλλ' εγώ είμαι φιλόθρησκος, και δεν δύναμαι να παραβώ τους χριστιανικούς νόμους.

– Αλλ' η χριστιανική κοινωνία, όπως η ιδική μας, δέχεται το διαζύγιον, είπεν ο Ομπλόνσκυ. Η εκκλησία μας δέχεται το διαζύγιον.

– Ναι, αλλ' όχι υπ' αυτό το πνεύμα.

Ο Ομπλόνσκυ έμεινε προς στιγμήν σιωπηλός, μεθ' ό επανέλαβε.

– Δεν σε αναγνωρίζω πλέον! Δεν συνεχώρησες τα πάντα;.. Δεν ήσο, συγκινηθείς εκ του χριστιανικού ακριβούς αισθήματος, δεν ήσο έτοιμος να θυσιάσης τα πάντα; Και πόσον σ' εθαυμάσαμεν! Συ ο ίδιος το είπες, όταν σου πάρουν το 'πουκάμισο, δίδεις και το φόρεμά σου;.. Και τόρα..

Ο Καρένιν ηγέρθη κάτωχρος, με την σιαγώνα τρέμουσαν και είπε διά φωνής διαπεραστικής:

– Αρκεί, αρκεί, σας παρακαλώ.. ας παύση αύτη η συζήτησις..

– Συγχώρησόν με λοιπόν αν σ' ελύπησα, είπεν ο Ομπλόνσκυ με συγκεχυμένον μειδίαμα και τείνων την χείρα προς τον γαμβρόν του. Εγώ εξετέλεσα απλώς την αποστολήν, δι' ης είχον επιφορτισθή.

Ο Καρένιν έλαβε την χείρα του, εσκέφθη και είπε:

– Πρέπει να ζυγίσω καλώς την υπόθεσιν αυτήν και να ζητήσω σχετικάς οδηγίας.. Μεθαύριον θα σας δώσω οριστικήν απάντησιν.

Ο Ομπλόνσκυ ητοιμάζετο ν' αποσυρθή, οπότε ο Κόρνεϊ ανήγγειλεν:

– Ο Σεριόγια Αλεξέεβιτς!

– Α! ο Σεριόγια! είπεν.

Ενεθυμήθη τότε ότι η Άννα τον είχε παρακαλέσει να ίδη τον υιόν της.

«.. Θα τον ίδης και θα προσπαθήσης να μάθης ποίον έχει κοντά του και τι κάμνει;.. Αχ! Στίβα, αν ήτο δυνατόν!»

Ο Ομπλόνσκυ ανεπόλησε την συγκινούσαν έκφρασιν με την οποίαν η Άννα είχε προφέρει τας λέξεις ταύτας, και κατενόει ότι δεν υπήρχε δι' αυτήν τρόπος αποδοχής του διαζυγίου υπό τον όρον να χάση όλα τα επί του υιού της δικαιώματα. Επανείδε λοιπόν μετ' ευχαριστήσεως τον ανεψιόν του.

Ο Καρένιν υπενθύμισεν εις τον γυναίκαδελφόν του ότι ουδέποτε ωμίλουν εις τον Σεριόγια περί της μητρός του και τον παρεκάλεσε να μη κάμη ουδένα σχετικόν υπαινιγμόν.

– Το παιδί ησθένησε σοβαρώς κατόπιν μιας συναντήσεως μετά της μητρός του, την οποίαν δεν είχομεν προΐδει, είπεν ο Καρένιν.. Προς στιγμήν εφοβήθημεν διά την ζωήν του.. Αλλ' αι επιστημονικαί περιποιήσεις, και τα θαλάσσια λουτρά το επανέφερον εις τας αισθήσεις του, και τόρα, κατά συμβουλήν του ιατρού, το ενέγραψα εις το σχολείον.. Η επίδρασις των συμμαθητών υπήρξεν αρίστη δι' αυτόν.. Είνε καλά και προοδεύει εις τα γράμματα.

Ο Σεριόγια, όστις είχε καταστή ωραίος μαθητής, εισήλθε φαιδρώς. Εχαιρέτησε τον θειόν του ως ξένον, αλλά, μόλις τον ανεγνώρισεν, εκοκκίνησε, και, ως να προσεβλήθη εκ της παρουσίας του, του έστρεψε τα νώτα.. Επλησίασε δε τον πατέρα του και του επέδειξε τα γραπτά του.

– Καλά, πολύ καλά! είπεν ο Καρένιν, ειμπορείς να πηγαίνης.

– Αδυνάτισε και εμεγάλωσε, παρετήρησεν ο Ομπλόνσκυ. Δεν είνε πλέον παιδί, είνε εκείνο που αγαπώ.. Μ' ενθυμείσαι εμέ.

Ο Σεριόγια έρριψε βλέμμα επί του πατρός του.

– Σας ενθυμούμαι, θείε μου, απεκρίθη χαμηλώσας τους οφθαλμούς.

Ο Ομπλόνσκυ τον είλκυσε προς εαυτόν και τον επήρεν από το χέρι.

– Λοιπόν! πώς είσαι; είπε θέλων να ομιλήση μετά του νεανίσκου και μη γνωρίζων τι να του είπη.

Το παιδίον εκοκκίνισε χωρίς ν' αποκριθή και απέσυρεν ηρέμα το χέρι του. Μόλις δε ο Ομπλόνσκυ το αφήκεν ελεύθερον, ητένισεν ερωτηματικώς τον πατέρα του, είτα δε, ωσάν πουλί ανακτήσαν την ελευθερίαν του, ώρμησεν έξω του δωματίου.

Έν έτος είχε παρέλθει αφ' ότου ο Σεριόγια είχεν ίδει την μητέρα του διά τελευταίαν φοράν. Έκτοτε δεν είχε πλέον ακούσει να γείνη λόγος περί αυτής. Τα όνειρα και αι αναμνήσεις, αίτινες μετά την συνάντησίν των, τον είχον κάμει ν' ασθενήση δεν τον ηνόχλουν πλέον και ταπεδίωκεν οσάκις συνεσωρεύοντο εντός της κεφαλής του, ευρίσκων αυτά καλά διά μικρά κοριτσάκια, αλλ' όχι δι' ένα μαθητήν.

Εγνώριζεν ότι ο πατήρ του και η μήτηρ του είχον έλθει εις ρήξιν και έζων χωριστά. Και ήρχιζε να εξοικειούται προς την σκέψιν ότι ώφειλε να ζήση μετά του πατρός του.

Όταν αντίκρυσε τον θείον του, όστις ωμοίαζε προς την μητέρα του, ο Σεριόγια ησθάνθη οδυνηράν συγκίνησιν, διότι τούτο του υπενθύμιζεν αναμνήσεις διά τας οποίας ησχύνετο. Εμάντευσε κατόπιν εκ της εκφράσεως του πατρός του και του θείου του, ότι θα είχον ομιλήσει περί της μητρός του. Όταν δε ο Ομπλόνσκυ εξήλθεν όπισθέν του και τον εκάλεσεν εις την κλίμακα, ο Σεριόγια μη ευρισκόμενος πλέον παρουσία του πατρός του, του ωμίλησε προθύμως.

– Εφεύρομεν εις την τάξιν μας ένα σιδηρόδρομον, διηγήθη. Ιδού πώς γίνεται: δύο παιδιά κάθηνται εις το θρανίο, αυτοί είνε οι ταξειδιώται, ένα άλλο στέκει όρθιον επί του θρανίου και έπειτα, όλα τα άλλα παιδιά, το τραβούν.. Δεν είνε εύκολον πράγμα να είνε κανείς οδηγός.

– Είνε το παιδί που στέκει όρθιον; ηρώτησεν ο Ομπλόνσκυ μειδιών.

– Ναι, βέβαια!.. Χρειάζεται πολύ θάρρος και μεγάλη επιδεξιότης, ιδίως όταν το τραίνο σταματά αποτόμως ή όταν κανείς αναποδογυρίζεται.

Ο Ομπλόνσκυ παρετήρει μετά λύπης τα ζωηρά εκείνα ωραία μάτια, – μάτια της Άννας, – τα οποία δεν ήσαν πλέον μάτια τελείας παιδικής αθωότητος, καίτοι δεν είχεν υποσχεθή εις τον γαμβρόν του να μη αναφέρη τι περί της αδελφής του, δεν ηδυνήθη να κρατηθή.

– Και, τη θυμάσαι τη μαμά σου; ηρώτησεν.

– Όχι!.. Δεν τη θυμούμαι!.

Ο Σεριόγια επρόφερε τας λέξεις ταύτας εν σπουδή, εγένετο καταπόρφυρος και εχαμήλωσε τα μάτια. Ο θειος του δεν ηδυνήθη να του αποσπάση ούτε λέξιν επί πλέον.

Μετά ημίσειαν ώραν, ο παιδαγωγός του τον ευρήκεν εις την ιδίαν θέσιν, και επί πολύ, δεν ηδυνήθη να αντιληφθή αν το παιδί ήτο εξοργισμένον ή αν έκλαιεν.

– Α! είμαι βέβαιος ότι θα έπεσες και θα εκτύπησες; εφώνησεν ο παιδαγωγός. Πρέπει να ειδοποιήσω τον διευθυντήν,

– Αν εκτυπούσα, κανείς δεν θα το εμάθαινεν, ειμπορείτε να είσθε βέβαιος περί τούτου.

– Τι έχεις λοιπόν;

– Α! αφήσατέ με.

Είτα δε, στρέψας τα νώτα προς τον παιδαγωγόν του και ομιλών, ως ν' απηυθύνετο προς ολόκληρον τον κόσμον, ο Σεριόγια ανεφώνησε:

– Τι τον ενδιαφέρει αυτόν αν θυμούμαι ή δεν θυμούμαι; Γιατί να θυμούμαι; Α!.. ας μ' αφήσουν ήσυχον!

Gatunki i tagi
Ograniczenie wiekowe:
12+
Data wydania na Litres:
17 kwietnia 2017
Data napisania:
1878
Objętość:
290 str. 1 ilustracja
Właściciel praw:
Public Domain